Δεν έχω αδέρφια, μα ξέρω πολλές ιστορίες αδερφών που εσκεμμένα ή κατά λάθος, οι γονείς τους ξεχωρίζουν. Κάποιες από αυτές τις έζησα από πολύ κοντά. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για δυο αδέρφια να μεγαλώνουν σ’ αυτόν το αέναο κύκλο σύγκρισης και ανταγωνισμού μεταξύ τους. Αν ορκίστηκα για κάτι κάνοντας τα δικά μου παιδιά, ήταν αυτό. Το αν και πόσο το καταφέρνω, μάλλον θα το δείξει ο χρόνος. Γιατί όλα πάντα από εκεί ξεκινάνε... Από το σπίτι μας.
Το «Δεν Είμαι η Αδελφή Μου», δεν είναι μια πρωτότυπη ιστορία. Μα είναι μια ιστορία από αυτές που όλοι μας έχουμε να διηγηθούμε, είτε από προσωπική εμπειρία, είτε ως θεατές. Η Αλίκη και η Μαρία είναι δυο αδερφές, που μεγαλώνουν στο Σπίτι Των Συγκρίσεων. Για όσους αναρωτιούνται πώς γίνεται δυο αδέρφια να είναι τόσο διαφορετικά, ενώ μεγαλώνουν στον ίδιο χώρο, από τους ίδιους γονείς και με τον ίδιο τρόπο, ξανασκεφτείτε το: Δεν ισχύει. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, δυο αδέρφια ποτέ δε μεγαλώνουν με τον ίδιο τρόπο. Μα ακόμα κι αν ήταν έτσι, πάλι δε θα μπορούσαν να είναι... ίδια. Έχουν το χαρακτήρα τους, αποτέλεσμα ενός γενετικού κώδικα που κουβαλά στον έλικά του πολλά, πολλά πρόσωπα του παρελθόντος, συνδυασμένα με τρόπο που μόνο ο μεγαλύτερος πλακατζής του σύμπαντος ξέρει: τη φύση. Ίσως σε κάποια χρόνια να αποκωδικοποιήσουμε κι άλλο μέρος του και να λύσουμε πολλές απορίες, αλλά προς το παρόν ας αρκεστούμε στο ότι κάποιος εκεί έξω μας κάνει πλάκα.
Η πρωτότοκη κόρη στερεοτυπικά είναι το τέλειο, καλό παιδί. Ένα ήσυχο παιδί, με άριστους βαθμούς στο σχολείο, τακτικό, συμμαζεμένο, ευγενικό. Το παιδί όνειρο για κάθε γονέα, που δε δημιουργεί ποτέ προβλήματα, απολαμβάνοντας και όλα τα σχετικά προνόμια της οικογένειας και του ευρύτερου κύκλου. Η Αλίκη μας... με το ταξιδιάρικο κι αγαπησιάρικο όνομα.
Κι από την άλλη πλευρά, η Μαρία. Με ένα όνομα που του δώσανε λες και ήθελαν από τη γέννησή του να του δηλώσουν πως είναι απλά ένα ακόμα παιδί που προέκυψε και που θα μεγαλώσει κι αυτό... Μόνο που η χαρά του ανθρώπου που γίνεται γονιός, εξαντλήθηκε στην πρώτη φορά κι η Μαρία έρχεται πάντα δεύτερη. Το σχολείο το βαριέται και με το ζόρι τα καταφέρνει. Γενικά βαριέται. Είναι ένα παιδί που έχει μια διαφορετική αντίληψη για τα πάντα, ένα μικρό επαναστατικό στοιχείο που ίσως μεγαλώνοντας αλλάξει τον κόσμο γιατί πάντα ο κόσμος αλλάζει από τους τρελούς και βαριεστημένους, αλλά προς το παρόν αποτελεί το πρόβλημα του σπιτιού. Βαριέται να μελετήσει, βαριέται να συμμαζέψει, βαριέται τους γονείς της, βαριέται βαρετά και βαριεστημένα.
Η Αλίκη επιβραβεύεται για ό,τι κάνει που το κάνει πάντα καλά, σύμφωνα με τα πρότυπα των γονιών και του κόσμου, η Μαρία από την άλλη συνεχώς τ’ ακούει. Παρατηρήσεις, τιμωρίες, συμβουλές. Όλα τα κάνει λάθος.
Κι όμως, το Αλικάκι το καλό παιδί κάποτε πέφτει θύμα της τελειότητας και του ρόλου της, όταν γνωρίσει ένα αγόρι πάνω σε μια μηχανή. Ένα αγόρι σκοτεινό κι ωραίο και κακό, με σκοπό να τη μυήσει στον κόσμο της φυγής και του θανάτου: Τα ναρκωτικά. Και τότε η Μαρία, είναι αυτή που καλείται να βοηθήσει την αδερφή της για να γλυτώσει από το βήμα προς την καταστροφή που ετοιμάζεται να κάνει.
Το «Δεν Είμαι η Αδελφή Μου» είναι ένα βιβλίο νεανικό, με την υπερβολή σκόπιμα κατά τη γνώμη μου σε διάφορα σημεία για να τονίσει τα σημαντικά, ένα βιβλίο που αφήνει πολλή τροφή για σκέψη και στους γονείς, θίγοντας θέματα που πολλοί από εμάς (τους γονείς) καταλαβαίνουμε πως μας απασχολούν, συνήθως δεν ξέρουμε πώς να αντιμετωπίσουμε και τελικά τα θάβουμε κάτω από το χαλί για να απαλλαχτούμε από τις ενοχές της καθημερινής μας αποτυχίας.
Η σύγκριση των αδερφών, η ακυρώσεις των γονιών προς το ένα παιδί και οι πληγές που του προκαλούν, το αγαπημένο και (υπερ)προστατευμένο παιδί που τελικά πέφτει θύμα στους κινδύνους που παραμονεύουν, το κακό, δεύτερο παιδί που ζει με τα περισσεύματα και πληγώνεται, θυμώνει, σκληραίνει, μα μαθαίνει να προστατεύει τον εαυτό του. Πού βρίσκεται η μέση λύση; Τι κάνουμε λάθος και πώς διορθώνεται; Διορθώνεται; Σίγουρα είναι βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από όλη την οικογένεια.
Το μυθιστόρημα της Μαίρης Σάββα-Ρουμπάτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας.
Δείτε το!
Δείτε το!
Η Μαίρη Σάββα-Ρουμπάτη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δίκαιο της Ευρώπης. Για πολλά χρόνια εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο, σε περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (έζησε κάποια χρόνια στο Βέλγιο). Πάντα της άρεσε να διαβάζει, να ακούει, να μεταφράζει και να λέει ιστορίες. Ιστορίες διάφορες, για ανθρώπους, για ζώα, για πόλεις, ποτάμια και βουνά· ιστορίες μαγικές, ρυθμικές, πολύχρωμες και γκρίζες· ιστορίες στα ελληνικά, στα γαλλικά, στα αγγλικά και στα ισπανικά· ιστορίες που κρύβονται πίσω από μικρές ανύποπτες λέξεις άλλων ιστοριών. Τώρα που μεγάλωσε, μαθαίνει και γερμανικά για να διαβάζει κι άλλες ιστορίες. Μάλιστα έχει δημοσιεύσει μερικές από αυτές και κουβαλά πολλές από τα ταξίδια της. Για να μπορεί να λέει και να γράφει καλύτερα ιστορίες, πήγε σε σχολείο για παραμυθάδες, γιατί πιστεύει ότι κανείς ποτέ στη ζωή δεν σταματά να μαθαίνει.