Θα ήταν το λιγότερο ασέβεια για κάποιον να γράψει για οποιοδήποτε έργο του Φίλιπ Ντικ, κοιτώντας απλά επιδερμικά τις ιστορίες του. Το λέω αυτό γιατί ξεκινώντας να διαβάζω το ηλεκτρικό πρόβατο, δεν μπόρεσα να μην αναζητήσω πληροφορίες στο διαδίκτυο. Να και κάτι που δεν το κάνουμε συχνά: Να διαβάζουμε ένα βιβλίο που μας εξάπτει το ενδιαφέρον για το πρόσωπο που βρίσκεται πίσω από τις λέξεις. Έπεσα λοιπόν σε κάποια επιδερμική κριτική. Καλό βιβλίο -έγραφε- αλλά είναι από αυτές τις ιστορίες που ήταν της μόδας στα χρόνια των ‘60s-‘70s και λίγο μπορεί να αγγίξει τον αναγνώστη του 2020, μπλα, μπλα. Έγινα έξαλλη. Έξαλλη! Αλλά δε θα αφιερώσω ούτε λέξη παραπάνω για αναγνώστες/κριτικούς αυτού του χείριστου είδους -αν και κατά πάσα πιθανότητα, ο συγγραφέας να γελούσε. Ή μήπως θα πληγωνόταν;
Ο Φίλιπ Ντικ υπήρξε ο απόλυτα μεταμοντέρνος Ρομαντικός. Αγάπησε βαθιά τον άνθρωπο, και πίστευε ακράδαντα στην έμφυτη καλοσύνη του. Ποτέ ο άνθρωπος δεν υπήρξε αμαρτωλός. Ποτέ. Ο άνθρωπος για τον Φίλιπ Ντικ, σπρώχτηκε στην αμαρτία. Ύπουλα και άδικα. Από έναν ύπουλο και άδικο Θεό, που βρίσκει κάθε λογής τρόπους να μην αφήνει τον άνθρωπο ήσυχο. Ο άνθρωπος λοιπόν ήταν η πηγή όλων των ερωτημάτων που τον καταδίκασαν να ζει οργισμένος ολόκληρη τη ζωή του, και τον βασάνισαν μέχρι θανάτου (κυριολεκτικά), η αρχή όλου αυτού του καλειδοσκοπίου ερωτημάτων που επέστρεφαν πάντα, πίσω στον άνθρωπο και στη μια και μοναδική ερώτηση:
Όταν πάψω να νοιάζομαι για τους ανθρώπους, παύω να είμαι άνθρωπος;
Διαβάζοντάς τον, αναρωτιέσαι αν ο κόσμος που ζούμε είναι από τους δικούς του, ή αν τον οραματίστηκε τότε. Τότε που για να παραμείνει ακέραιος έτρωγε ζωοτροφές, βυθισμένος στην απόγνωση κι έσπρωχνε τον εαυτό του στα άκρα μπουκώνοντάς τον αμφεταμίνες για να γράψει, να γράψει, να βγάλει από μέσα του όλα αυτά που σπαρταρούσαν μες στο μυαλό του, αναζητώντας πάντα, την ίδια απάντηση, γράφοντας ξανά και ξανά την ίδια ερώτηση, σαν ένας άλλος Σίσυφος καταδικασμένος σ’ έναν από τους ορισμούς της λογοτεχνίας, σαν ένας άλλος Ισμαήλ που μένει χίλιες φορές ζωντανός και μονάχος.
Για να κατανοήσεις τον Ντικ, πρέπει (πρώτα;) να έχεις διαβάσει Καμύ, και να έχεις κατανοήσει τον Κάφκα. Μα τον Κάφκα δεν τον καταλαβαίνεις στα 15, ούτε στα 20. Ίσως ούτε και στα 30, αλλά μάλλον η ηλικία δεν παίζει ρόλο εδώ. Δε διαβάζεις κάτι διαφορετικό επειδή μεγάλωσες (κι άλλαξες). Τα βιβλία του Καμύ, του Κάφκα, όπως και τα βιβλία του Φίλιπ Ντικ, αλλάζουν τα ίδια.
Ένα ερώτημα κόλλησε στο μυαλό μου όταν ξεκίνησα να διαβάζω το ηλεκτρικό πρόβατο: Γιατί σ’ αυτόν το ρημαγμένο τόπο, το πολυτιμότερο που μπορεί να αποκτήσει κανείς είναι ...ένα ζώο;
Ίσως γιατί το αμέσως επόμενο στάδιο αυτών που χρησιμοποιούν τα ζώα ως αντικείμενα, είναι να κάνουν το ίδιο με τους ανθρώπους. Εξάλλου και η Ιστορία το έχει αποδείξει. Το κυνήγι των ζώων εξελίχτηκε σε κυνήγι ανθρώπων. Μην πάτε μακριά, αλλάξτε μόνο το περιτύλιγμα και είναι πάντα εκεί -στις μετακινήσεις πληθυσμών, στους εγκλεισμούς και την απομόνωση, στις αλυσίδες και τα κλουβιά και τα πειράματα: Πανομοιότυπα βασανιστήρια, με διαφορετικούς ορισμούς -το περιτύλιγμα, για να μη θίγεται και διαταράσσεται η μνήμη, για να πιστεύουμε πάντα πως όλα αυτά ανήκαν σε μια σφαίρα του κάποτε και στα ναζιστικά στρατόπεδα.
Είμαστε στο 1992 και τα ανδροειδή που κατασκευάστηκαν αρχικά ως υπηρέτες και στάλθηκαν στις αποικίες μαζί με τους ανθρώπους που εγκατέλειψαν τη γη μετά τον Τελικό Παγκόσμιο Πόλεμο, τώρα επιστρέφουν. Ο Ντέκαρτ, ένας κυνηγός επικηρυγμένων ανδροειδών, που προσπαθεί να μαζέψει χρήματα για να αγοράσει επιτέλους ένα αληθινό πρόβατο, καλείται να τα εξοντώσει. Αυτό είναι όλο κι όλο το στόρι, παίδες. Και ο μόνος λόγος που το έχωσα με τρεις σειρές μέσα στο κείμενο, είναι για το τυπικόν του πράγματος. Μα ό,τι και να σας πω εγώ, ό,τι και να διαβάσετε στο οπισθόφυλλο, είναι λίγο, αδιανόητα και ντροπιαστικά λίγο για να περιγράψει το μεγαλείο αυτού του βιβλίου. Να δείτε που σε είκοσι χρόνια θα ξαναβγεί με αλλαγμένο το 1992. Ίσως να γίνει 2022. Ποιος ξέρει; Μακάρι τώρα που η επανέκδοσή του ήρθε από έναν καθαρά λογοτεχνικό οίκο (αυτό από μόνο του κάτι λέει!) και ξέφυγε από τον περιορισμό του Science Fiction (γιατί δεν είναι μόνο SF!), να αποφασίσετε να διαβάσετε περισσότερο Φίλιπ Ντικ. Να τον μελετήσετε θα πρότεινα εγώ.
Ο φουτουριστικός κόσμος του 1992 που για μας είναι πλέον τα μικράτα μας και το (για τότε) προχωρημένο στόρι, δεν είναι τίποτα. Είναι απλώς η βάση για να στηθεί ολόκληρος αυτός ο λαβύρινθος από ερωτήματα, θέματα, ιδέες, προσωπικές και συλλογικές ανησυχίες, και γι αυτό πρέπει να διαβάζουμε Φίλιπ Ντικ ξανά και ξανά, κι όσο τον διαβάζει κανείς δεν μπορεί παρά να νιώθει μόνο δέος γι αυτόν τον (ομολογουμένως δύσκολο) Άνθρωπο, που αγαπούσε τους ανθρώπους, αγαπούσε τα ζώα, που αμφισβητούσε κι απεχθανόταν την εξουσία στην κάθε μορφή της, που με απίστευτο θάρρος και θράσος (προ)κάλεσε την ανθρωπότητα να αμφισβητήσει την πραγματικότητα, που η αγάπη του αυτή τον ξέκανε, που η κατηγοριοποίησή του στα βιβλία επιστημονικής φαντασίας τον αδικεί. Τόσο απλά.
Τον αδικεί γιατί ο Ντικ έφτιαχνε απλώς κόσμους για να κρατήσει ασφαλείς τους αγαπημένους του, γιατί ο πραγματικός κόσμος ...δεν του έκανε. Τον αδικεί γιατί υπήρξε ένας μεγάλος, δύστροπος και ιδιαίτερος και ιδιοφυής και τρελός φιλόσοφος.
Ακόμα κι όταν γύρω σου όλα μοιάζουν σαν ένας ατέρμονος κύκλος δυστυχίας, εσύ να παραμένεις Άνθρωπος. Αυτός είναι θρίαμβος.
Αυτός είναι ο θρίαμβός μας. Αυτό. Respect.
Το βιβλίο του Φίλιπ Ντικ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Δείτε το!
Δείτε το!
Μια μικρή περίληψη:
Ο πιο πρόσφατος παγκόσμιος πόλεμος έχει αφήσει τη Γη διαλυμένη. Από τα συντρίμμια ενός κόσμου πλημμυρισμένου από ραδιενεργή σκόνη αναδύεται ο Ρικ Ντέκαρντ, κυνηγός επικηρυγμένων ανθρωποειδών. Ο Ρικ ονειρεύεται να αποκτήσει ένα ζώο, πανάκριβο σύμβολο κοινωνικής καταξίωσης στην καινούργια εποχή. Το ηλεκτρικό πρόβατο που έχει στην κατοχή του, μια σχεδόν τέλεια απομίμηση πραγματικού, τον καταθλίβει. Ώσπου ο Ρικ καλείται να σκοτώσει έξι εξελιγμένα ανθρωποειδή Nexus-6 έναντι μεγάλης αμοιβής…
Σ’ αυτό το καλειδοσκοπικό μυθιστόρημα, που ενέπνευσε την περίφημη ταινία Blade Runner, παρουσιάζεται η πάλη ανάμεσα στον άνθρωπο και στη μηχανή, στην ελεύθερη βούληση και στον άτεγκτο προγραμματισμό. Συγχρόνως αναδεικνύονται όλα τα στοιχεία που αποτελούν τον πυρήνα της μυθοπλασίας του Φίλιπ Κ. Ντικ: ένας ήρωας σε κατάσταση σύγχυσης, ασήμαντο γρανάζι του κοινωνικού μηχανισμού· ένας κόσμος σχεδόν ερημωμένος, όπου οι δυνάμεις της εντροπίας παραμένουν ενεργές· πανίσχυρες πολυεθνικές (πολυπλανητικές) εταιρίες· μια τηλεοπτική προσωπικότητα με μεγάλη επιρροή· ένας νέος μεσσίας· μια θρησκεία που αποτελεί απειλή για κάθε πολιτικό σύστημα.
Ο Φίλιπ Κίντρεντ Ντικ γεννήθηκε στο Σικάγο στις 16 Δεκεμβρίου 1928 και πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 2 Μαρτίου 1982, σε ηλικία πενήντα τεσσάρων ετών, έχοντας στο ενεργητικό του τριάντα χρόνια ιδιοφυούς συγγραφικής δραστηριότητας. Το διάστημα αυτό εξέδωσε τριάντα έξι μυθιστορήματα και πέντε συλλογές διηγημάτων.
Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς βιβλίων επιστημονικής φαντασίας. Αρκετά βιβλία του (A Scanner Darkly, Minority Report κ.ά.) έχουν μεταφερθεί με μεγάλη επιτυχία στον κινηματογράφο. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του Το ηλεκτρικό πρόβατο (2015) και Τα τρία στίγματα του Πάλμερ Έλντριτς (2016).