Ο Θεός κόρη μου, είναι πάνσοφος. Πριν μας στείλει το σταυρό που θα σηκώσουμε, τον ζυγίζει στα χέρια Του, υπολογίζει το θάρρος μας, τον ευλογεί κι ύστερα τον αποθέτει στους ώμους μας. Ποτέ δεν μας δίνει περισσότερο βάρος από αυτό που μπορούμε να σηκώσουμε, γι' αυτό μη φοβάσαι... ...να θυμάσαι ότι μετά από το Γολγοθά έρχεται η Ανάσταση. Όπως πάντα μετά την καταιγίδα βγαίνει το ουράνιο τόξο, να έχεις πίστη στον Θεό και να προσεύχεσαι. (σελ.385)
Έχοντας ως φυλαχτό καλά κρυμμένο στον κόρφο της τα λόγια του Γέροντα Συμεών, η Έρη πορεύεται στα κακοτράχαλα, ανηφορικά μονοπάτια της ζωής, μονοπάτια δύσβατα που γεμίζουν την ψυχή της πληγές, μονοπάτια όμως που η ίδια επέλεξε να διαβεί, πιστή πάντα στον όρκο σιωπής που είχε δώσει κάποτε στη δίδυμη αδερφή της, τη Χλόη...
Είναι φορές που ξεκινάς ένα βιβλίο δίχως να έχεις ιδιαίτερες απαιτήσεις από αυτό.
Περιμένεις απλά πως θα διαβάσεις μία ακόμη ιστορία, σαν πολλές άλλες, με κάποιο ενδιαφέρον, αποτυπωμένη γραμματικά και συντακτικά σωστά και τίποτα παραπάνω...
Αλλά από τη στιγμή που ξεκινάς να διαβάζεις πρόταση, τη πρόταση, σελίδα τη σελίδα έχεις την εντύπωση πως θα διαβάσεις κάτι δυνατό, κάτι αρκετά διαφορετικό. Κι έρχονται και φεύγουν τα κεφαλαία κι εσύ ακάθεκτος συνεχίζεις να διαβάζεις το συγκεκριμένο βιβλίο, οι σελίδες του οποίου σε έχουν μαγνητίσει και τους αφιερώνεσαι ολοκληρωτικά, παρασυρμένος από την αναγνωστική μαγεία που αναδύουν, καθώς και απ' το απέραντο ταξίδι που σου προσφέρουν στον κόσμο των αισθήσεων και των συναισθημάτων.
Οικειοποιείσαι τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς των ηρώων του βιβλίου. Γίνεσαι σάρκα από τη σάρκα τους, μέρος απ' την ψυχή τους. Βιώνεις μέσα από τα μάτια τους κάθε γεγονός άλλοτε φωτεινό, γεμάτο χαρά κι ευτυχία, κι άλλοτε σκοτεινό, γεμάτο πόνο και δυστυχία, που πλήττει τις ζωές τους.
Δακρύζεις με την θλίψη τους.
Πονάς με τον δικό τους πόνο.
Γελάς με τις αναπάντεχες και αστείες στιγμές της ζωής τους.
Ένα χαμόγελο πληρότητας και δάκρυα χαράς στολίζουν το πρόσωπο σου βιώνοντας τη λύτρωση τους.
Μία παρόμοια, συναρπαστική αναγνωστική εμπειρία βίωσα και εγώ πρόσφατα διαβάζοντας το 2ο μυθιστόρημα της συγγραφέως Μαρίας Πέττα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έξη, με τίτλο Τα μάτια που νοστάλγησα.
Η κυρία Πέττα με λόγο απλοϊκό, δίχως υπερβολές στη χρήση των καλολογικών στοιχείων, λόγο ζωντανό και ρέων, που κυλά ανεμπόδιστα σαν το γάργαρο νερό μιας πηγής, καθ' όλη την έκταση του κειμένου δημιουργεί μία αληθοφανή, ανθρώπινη ιστορία, στην οποία οι ήρωες που πρωταγωνιστούν, είναι άνθρωποι καθημερινοί, άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Άνθρωποι με τα δικά τους προτερήματα, μα και άνθρωποι με τα δικά τους πάθη και τις δικές τους αδυναμίες. Άνθρωποι στους οποίους σίγουρα μπορούμε να δούμε να καθρεφτίζεται ένα μέρος της δικής μας ψυχής. Γεγονός που γεφυρώνει την απόσταση μεταξύ των ηρώων και του αναγνώστη, τον οποίο και τον οδηγεί από τις πρώτες κιόλας σελίδες στο να ταυτιστεί μαζί τους, να τους αγαπήσει και να ζήσει “στο πετσί του” κάθε στιγμή από την πορεία της ζωής τους. Σε αυτό συμβάλει και η λιτή δομή του βιβλίου, η οποία δεν αποτελείται από χρονικές και χωρικές αναδρομές, που πολλές φορές δημιουργούν σύγχυση στον αναγνώστη, αλλά αντίθετα ακολουθεί μία απλή γραμμή που ξεκινά από την παιδική ηλικία της πρωταγωνίστριας και καταλήγει μέχρι και μετά την ενηλικίωση της, δίνοντας έτσι στον αναγνώστη την ευκαιρία να τη γνωρίσει σε βάθος και να γίνει άμεσος κοινωνός όλων των εμπειριών που καθορίσαν την διαμόρφωση του χαρακτήρα της, μα και την πορεία της ζωής της.
Χωρίς φλυαρίες, περιττές περιγραφές και ασήμαντες λεπτομέρειες που δεν εξυπηρετούν την πλοκή του βιβλίου, παρά μόνο αυξάνουν τις σελίδες του, η κυρία Πέττα δίνει στον αναγνώστη απλόχερα την ουσία των τεκταινόμενων, μέσα από σύντομες περιγραφές εικόνων, καταστάσεων και χαρακτήρων, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να βρίσκεται σε εγρήγορση σε όλη τη διάρκεια του διαβάσματος, με το ενδιαφέρον του να παραμένει αναλλοίωτο μέχρι τέλους, γεγονός στο οποίο συνδράμουν και οι μικρές ανατροπές που υπάρχουν διάσπαρτες στο βιβλίο και αποκαλύπτονται σιγά-σιγά, με μέτρο στον αναγνώστη.
Χαρακτηριστικό στοιχείο του συγκεκριμένου βιβλίου είναι επίσης κι η προφορικότητα που το διαποτίζει, μιας και ένα μεγάλο μέρος του, αν όχι το μεγαλύτερο, το καταλαμβάνουν οι διάλογοι μεταξύ των ηρώων, χαρακτηριστικό πολύ θετικό κατά την άποψη μου, γιατί δίνει παλμό, ένταση και ζωντάνια στο βιβλίο, κάνει σαφώς την ανάγνωση πιο ενδιαφέρουσα και παράλληλα δημιουργεί ένα γρήγορο αναγνωστικό ρυθμό που παρασύρει τον αναγνώστη στη δίνη του.
Ακόμη, το σημαντικότερο, για μένα τουλάχιστον, στοιχείο του βιβλίου που το εξυψώνει στα μάτια μου είναι το γεγονός πως η συγγραφέας καταφέρνει να πλάσει μία παλέτα συναισθημάτων στον αναγνώστη, μία παλέτα πλούσια, που περιέχει όλα τα χρώματα των συναισθημάτων, από αυτά της θλίψης, του μίσους και της απόγνωσης μέχρι και τα χρώματα της χαράς, της αγάπης και της ευτυχίας, δίχως υπερβολές ή μελοδραματισμούς, μέσα από την απλότητα και την ουσία που χαρακτηρίζουν τις περιγραφές της, αφήνοντας τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους...
Κλείνοντας, το συγκεκριμένο αναγνωστικό ταξίδι ήταν για μένα μία τεράστια και πολύ ευχάριστη αναγνωστική έκπληξη.
Η κυρία Πέττα κατάφερε μέσα από την λιτότητα του ουσιώδη έργου της να με καθηλώσει, να με συγκινήσει, να δημιουργήσει μέσα μου τόσο δυνατά συναισθήματα που ακόμα και τώρα που γράφω το κείμενο αυτό, τα συναισθήματα αυτά να με κατακλύζουν γιατί έχουν παραμείνει και θα παραμείνουν αναλλοίωτα στην ψυχή μου για καιρό. Κατάφερε επίσης να με προβληματίσει, να με κάνει να δω με άλλο μάτι τη ζωή και να εκτιμήσω κάποια φαινομενικά ασήμαντα, καθημερινά πραγματάκια, που συνήθως επειδή τα θεωρούμε αυτονόητα τα υποβιβάζουμε, ενώ ταυτόχρονα κατάφερε να με οδηγήσει στη διαπίστωση πως πολλές φορές αρνούμαστε να δούμε την αλήθεια που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, ίσως γιατί είμαστε ακόμα πολύ αδύναμοι για να την αντιμετωπίσουμε.
Υ.Γ. Γνωρίζω πως δεν έδωσα σαφή εικόνα για την υπόθεση του βιβλίου της κυρίας Πέττα, πέρα από μία μικρή γεύση στην αρχή του κειμένου μου, κι αυτό το έκανα εσκεμμένα γιατί θέλω να σας αφήσω να ανακαλύψετε μόνοι σας τη μαγεία του συγκεκριμένου βιβλίου, που το μόνο σίγουρο είναι πως αποτελεί έναν ύμνο στην αδερφική αγάπη.
Το μυθιστόρημα της Μαρίας Πέττα, Τα μάτια που νοστάλγησα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έξη.
Οι πλαγιογραμμένες φράσεις είναι αποσπάσματα από το βιβλίο.
Στο οπισθόφυλλο λέει:
Λένε πως όσο ζούμε ονειρευόμαστε… μέχρι την τελευταία μας πνοή. Εγώ σταμάτησα να ονειρεύομαι τη στιγμή που ορκίστηκα να μην προδώσω ποτέ το μυστικό της. Ακόμα και τα όνειρα που έκανα παιδί ξεθώριασαν στη μνήμη μου. Η αδικία μού χάραζε την ψυχή σαν κοφτερή λεπίδα… Όλοι είχαν στραφεί εναντίον μου, ακόμη και η ίδια μου η μάνα. Αυτή με καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Στο μόνο που ήλπιζα ήταν η λύτρωση…
Όμως, οι άνθρωποι ποτέ δεν σταματούν να ονειρεύονται. Ποτέ δεν λησμονούν αυτό που τους δίνει πνοή να συνεχίζουν.
Ένας όρκος σιωπής, μια αλήθεια που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί κι ένας απρόσμενος έρωτας κινούν τα νήματα αυτής της συγκλονιστικής ιστορία.
Περισσότερα από/για τη Μαρία Πέττα: