Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Γ.Κ.: Χρόνια σκεφτόμουνα να γράψω κάτι για ένα εκρηκτικό ζευγάρι. Το όλο θέμα γεννήθηκε από τέσσερις σκηνές τεσσάρων ταινιών. Η πρώτη σκηνή είναι από την ταινία Κώδικας τιμής με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο και την Σερλίζ Θερόν. Είναι η σκηνή όπου ο Ντε Νίρο κάθεται στο τραπέζι του ψυχιατρείου με το χέρι του να στηρίζει το κεφάλι του κι εκεί μπαίνει η Σερλίζ Θερόν και του κρατάει το χέρι χαϊδεύοντας το! Και του μιλάει τόσο τρυφερά και γλυκά που το κτήνος μέσα του ησυχάζει. Πόσο δυνατή σκηνή είναι αυτή; Έτσι ακριβώς ξεκινάω και την νουβέλα μου. Η δεύτερη είναι από το Κινγκ Κονγκ εξού και ο δευτερεύων τίτλος “η ομορφιά σκότωσε το κτήνος” κάτι το οποίο είναι το μότο αυτής της υπέροχης ταινίας του Πίτερ Τζάκσον. Είναι η σκηνή όπου το κτήνος πέφτει από τον ουρανοξύστη αφού αντάλλαξε βλέμματα με την αγαπημένη του. Μπορεί όλη του την ζωή να έζησε σαν Ζώο, σαν ένα αγρίμι, αλλά στο τέλος πέθανε σαν ένα ανώτερο ον και αυτό φαίνεται καθαρά από το βλέμμα του. Το κτήνος νικήθηκε όχι όμως επειδή σκοτώθηκε, αλλά επειδή αγαπήθηκε και αγάπησε! Τι να λέμε τώρα; Η τρίτη σκηνή είναι από τον απίθανο Χαλκ. Και είναι η στιγμή όπου ο Χαλκ προκειμένου να δει την αγαπημένη του έχει διαλύσει κυριολεκτικά έναν ολόκληρο στρατό, έχει γκρεμίσει ελικόπτερα έχει συντρίψει τανκς και τι δεν έχει κάνει σας λέω. Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά τα υπερόπλα δεν μπορεί να τον κουμαντάρει και να τον ηρεμήσει. Ο Χαλκ ηρεμεί και ξαναγίνεται άνθρωπος όταν συναντά την αγαπημένη του και για λίγα δευτερόλεπτα ανταλλάσσουν βλέμματα. Και έτσι ότι δεν μπόρεσε να κάνει ένας ολόκληρος στρατός το κατάφερε μια γυναίκα. Πραγματικό έπος! Το ίδιο ακριβώς θέμα υπάρχει και στο Κινγκ Κονγκ όπου το τέρας έχει καταστρέψει ολοκληρωτικά μια πόλη προκειμένου να βρει την Ναόμι Γοτς και όταν την συναντάει παίζει μαζί της σαν μικρό παιδί στον πάγο! Μια ποίηση! Και στο τέλος όταν ο χαρακτήρας μου γκρεμίζει το σύμπαν με τις γροθιές του είναι επηρεασμένο από τις γροθιές του Ντε Νίρο στον τοίχο στην συγκλονιστική σκηνή του Οργισμένου ειδώλου. Εναλλακτικό τίτλο είχα σκεφτεί το “Ρέκβιεμ για ένα οργισμένο είδωλο”. Που λέτε είχα στο μυαλό μου για χρόνια να γράψω κι εγώ την δική μου εκδοχή για το θάνατο του τέρατος που έχουμε μέσα μας, αλλά δεν έβγαινε τίποτα. Δεν ήξερα καν τι είδος ήθελα να το κάνω. Πρώτα το δούλεψα σαν ταινία μικρού μήκους, μετά σαν μονόλογο, σαν θεατρικό και μετά το παράτησα. Περάσανε χρόνια και έπρεπε η καρδιά μου να δεχτεί ένα τεράστιο χτύπημα για να αρχίζει να γράφει. Και αυτό ήταν η αγάπη. Η αγάπη με ξεκλείδωσε. Και είπα να γράψω κάτι για μια γυναίκα που αγαπούσα μπας και μέσω της τέχνης μαλάκωνα την ψυχή της, την συγκινούσα και εν πάση περίπτωση την έκανα να δει το τι είναι ικανή να κάνει σε κάποιον. Εμπνεύστηκα από αυτήν μιας και ήταν πολύ δύσκολος χαρακτήρας και βοήθησε πολύ στην ιστορία μου, και θέλησα να της μιλήσω μέσα απ’ αυτό το έργο. Απέτυχα βέβαια μιας δεν νομίζω να της άρεσε αφού δεν μου είπε ποτέ την γνώμη της, αλλά ήρθε το βραβείο σαν παρηγοριά και οι πολύ καλές κριτικές των αναγνωστών. Είναι εκπληκτικό αν σκεφτεί κανείς το ότι ήμουνα κλειδωμένος για 10 και βάλε χρόνια και ότι όταν με χτύπησε κεραυνός το τελείωσα μέσα σε τρεις μέρες. Γι’ αυτό λέω: αγαπάτε αγαπάτε αγαπάτε. Μπορείτε να καταφέρετε απίστευτα πράγματα αν βάλετε αυτό το συναίσθημα βαθιά μέσα σας.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Γ.Κ.: Εκρηκτικό.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Γ.Κ.: Εγώ τίποτα. Αλλά το βιβλίο μου θα του έλεγε να αγαπήσει μέχρι παραφροσύνης. Και όταν εννοώ παραφροσύνη εννοώ να μην φοβηθεί. Να μην φοβηθεί να δώσει και να δεχτεί αγάπη. Θα έχει χάσει τα πάντα. Αν δεν είχα αγαπήσει τα καλύτερά μου έργα δεν θα είχαν γίνει ποτέ. Θα ζουσα σε μια μετριότητα. Μπορεί να μην κέρδισα αυτό που ήθελα όμως δεν έχασα ολοκληρωτικά. Και ξέρετε γιατί; Γιατί αυτός που τα δίνει όλα δεν χάνει ποτέ. Μπορεί να χάσεις την υγεία σου, αλλά όχι την αξιοπρέπειά σου.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Γ.Κ.: Σε έναν μαγικό κόσμο εκεί που μόνο οι λίγοι έχουν πρόσβαση. Στον κόσμο που δεν χωράει η μοιρολατρία και η ηττοπάθεια. Εκεί όπου οι άνθρωποι δεν φοβούνται να αγαπήσουν και να αγαπηθούν μήπως και πληγωθούν ή γίνουν ρεζίλι. Εκεί που τα δίνουν όλα. Και θα κρατούσε αιώνια.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Γ.Κ.: « Όσο σπουδαία και να είναι η μουσική, κανένα κομμάτι, καμιά μελωδία, κανένα μοτίβο, καμιά θεία έμπνευση δεν μπορούσε να συγκριθεί με το χάδι της, την αγκαλιά της, την ανάσα της. Και το κατάλαβε καλά τα βράδια που επέστρεφε στο μικρό διαμερισματάκι του σκοτωμένος από τα ωράρια του θανάτου, και έχοντας για συντροφιά ένα μικρό κασετόφωνο όπου άκουγε τις αγαπημένες του μελωδίες. Εκεί, στο θλιβερό υπόγειο του κατάλαβε ότι η μουσική δεν είναι το παν. Ότι καμία μελωδία δεν μπορούσε να αναπληρώσει την παρουσία της, και πως η συναναστροφή του με τους ανθρώπους του μόχθου και της εργασίας είχε χαλιναγωγήσει τις ιδιορρυθμίες του και είχε βάλει φρένο στην επιθετική του συμπεριφορά. Ε, βέβαια, εκεί δεν περνούσαν οι εκκεντρικότητες και οι βεντετισμοί του. Εκεί ήταν απλά για να εκτελεί. Να κουβαλάει. Αν δημιουργούσε έστω και το παραμικρό πρόβλημα δεν θα του την χάριζαν. Θα τον έδιωχναν και θα έβρισκαν μέσα σε πέντε λεπτά άλλον. Έτσι, το ένστικτο της επιβίωσης αποδείχθηκε πολύ πιο ισχυρό από τον δαιμονισμένο εαυτό του. Εκεί στις σκαλωσιές του τρόμου, στις πιο αντίξοες συνθήκες, εκεί όπου ένα λάθος θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο, ξανάγινε άνθρωπος.»
Περισσότερες μικρές συνεντεύξεις μεγάλων βιβλιοταξιδιών εδώ
Στην υπόθεση...
Ένας χώρος και δυο αντίπαλοι σε μια μονομαχία μέχρις εσχάτων. Μόνο που αυτή η αναμέτρηση δε γίνεται για να τους χωρίσει ή να αναδείξει κάποιον νικητή, αλλά για να ενώσει το πολύπαθο ζευγάρι. Πρόκειται για μια σπαρακτική ερωτική ιστορία, για ένα εντυπωσιακό, βαθύ ψυχογράφημα ταραγμένων ψυχών, πάντα ξεχωριστών, πάντα ανθρώπων που ξεφεύγουν από τον μέσο όρο και την κοινή λογική. Μόνο που εδώ ο συγγραφέας αφήνει τα κοινωνικοπολιτικά του σχόλια να περάσουν στο περιθώριο, στα πίσω - πίσω, με μια εντελώς διακριτική παρουσία και αφήνει τα πάντα στους δυο του χαρακτήρες. Με έναν σφιχτοδεμένο ρυθμό, με μια αριστοτεχνική σύλληψη, με ένα ξεδίπλωμα της ιστορίας και με μια εντυπωσιακή δομή.
Το βιβλίο του Γιώργου Κατσούλα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αγγελάκη.