Γράφει ο Χρίστος Μαβόγλου
Ανέβηκα στην Αθήνα λίγο πριν κλείσω τα 5 μου. Όχι μόνος μου. Οι γονείς μου έκαναν την όλη ζημιά. Αυτή βέβαια είναι και η δουλειά τους. Να ακολουθούνε το κοπάδι, για τη μεγαλύτερη ασφάλεια των παιδιών τους. Μάταια προσπάθησα να τους προειδοποιήσω. Αλλά αυτοί δεν πίστευαν σε σημάδια και προλήψεις. Ακάθεκτοι ετοίμασαν με επιμέλεια τα πάντα. Φόρτωσαν τα υπάρχοντά μας σε ένα φορτηγό, ανεβήκαμε όλοι μαζί σε αυτό, για να γλυτώσουμε τα εισιτήρια του τρένου, και φτάσαμε. Μόνο μία εικόνα θυμάμαι από την Καλαμάτα. Μία σκάλα κυκλική σε μία αυλή. Θυμάμαι και το σκουριασμένο καρφί που χώθηκε στο δεξί μου χέρι στη μετακόμιση, αλλά κανείς δεν κατάλαβε το συμβολισμό του. Κι εγώ, μόλις τέλειωσα με τα κλάματα, και αφού δέχτηκα τις πρώτες βοήθειες, περιεργάστηκα το σημάδι με καμάρι, δυόμιση ολόκληρα εκατοστά. Είναι από τις ουλές που τις θεωρούσα παράσημο ανδρείας, σημάδι να αποδεικνύω την αντρεία μου στους άντρες μου, στα στρατιωτάκια μου, βεβαίως. Από τα πρώτα παιχνίδια που είχαμε όλα τα αγόρια ήταν τα πιστόλια. Τα καλύτερα ήταν αυτά με τα καψούλια. Λίγη δυναμίτης, ένα χτύπημα με τον πλαστικό κόκορα και οι πυροβολισμοί έδιωχναν τον εχθρό. Τόσοι άδικοι πόλεμοι καταγράφηκαν στα γονίδια των προγόνων μας. Αυτά τα γονίδια μας oρμήνευαν να είμαστε έτοιμοι, ανά πάσα στιγμή, να πολεμήσουμε. Κι όταν δεν είχαμε λίγες δραχμές να αγοράσουμε καψούλια, αλλάζαμε τα όπλα μας με ευκολία.
Στην Αθήνα έμεινα μέχρι τα 18 μου και μετά από τα 28 μου μέχρι τα 33 μου. Την δεύτερη περίοδο δεν τη λογαριάζω, γιατί ήμουν προσηλωμένος να κατακτήσω τον κόσμο και δεν πρόσεχα, δεν παρατηρούσα, ζούσα αλλού. Στο Δημοτικό ο κόσμος μου ήταν μια μπάλα και πολλά ασήκωτα βιβλία. Τα χρόνια μου από τα 12, ήταν τα πιο σημαντικά, τότε που απέκτησα την ελευθερία να φεύγω μακριά από το σπίτι και να εξερευνώ. Μια εξερεύνηση πάντα με ενθουσίαζε, αν και δεν επέλεξα τελικά το μονοπάτι του εξερευνητή. Η μόνη εξερεύνηση που πραγματικά έχω ξεκινήσει είναι η εξερεύνηση του εαυτού μου. Μερικοί λένε ότι αυτή είναι η μόνη εξερεύνηση που μπορεί να κάνει κάποιος.
Γυμνάσιο είχα δίπλα στο σπίτι μου, αλλά οι γονείς μου δεν ήθελαν να πάω σε αυτό. Πολύ αυστηρό, πολλοί δυσαρεστημένοι γονείς, φήμη για περίεργους καθηγητές. Δεν ξέρω αν οι φήμες ήταν αληθινές, ούτε μπορώ να τις κρίνω, αλλά για μένα ήταν η αφορμή για το ξεκίνημα μιας περιπέτειας. Όχι της πρώτης, αλλά της μεγαλύτερης.
Τη χρονιά που πήγα Γυμνάσιο, το 1979, ιδρύθηκε ένα νέο σχολείο στην Κυψέλη, το 60ο Γυμνάσιο Κυψέλης. Οι γονείς μου άκουσαν ενθαρρυντικά λόγια από μια φίλη τους, που θα πήγαινε το γιο της. Κάθε νέο σχολείο, αφού σπάσει το αβγό του, πρέπει να τραφεί. Κανείς δεν ρώταγε αν η διεύθυνση των νέων μαθητών είναι μέσα στα τυπικά όρια και γράφτηκα χωρίς κανένα πρόβλημα.
Είκοσι λεπτά με τα πόδια ήταν η απόσταση από το σχολείο στο σπίτι μου, με γρήγορο περπάτημα. Την είχα κάνει και 8 λεπτά τρέχοντας. Τρέχοντας σαν αγριοκάτσικο, προσπαθώντας να αποφύγω τα αυτοκίνητα, τις λακκούβες, τα πεζοδρόμια, να περνάω ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και να αποφεύγω τους μεγάλους που περίμεναν στη στάση. Στην επιστροφή η απόσταση φάνταζε μεγαλύτερη. Η κατηφόρα μετατρέπονταν σε ανηφόρα και με δυσκολία ο χρόνος σταματούσε στα 30 λεπτά. Αυτό ήταν σπάνιο, όμως, γιατί πολλές φορές δεν γύριζα μόνος, αλλά με κάποιο συμμαθητή μου παρέα. Και όσο πιο πολύ μιλάγαμε τόσο πιο μικρά γίνονταν τα βήματά μας.
Έτσι τα τρία χρόνια του Γυμνασίου και τα άλλα τρία του Λυκείου περπάτησα κάθε σχολική μέρα στους στενούς δρόμους της Κυψέλης. Όχι όλης. Από την οδό Κυψέλης μέχρι την Ευελπίδων και από την Παξών μέχρι την Λαζαράδων. Περπάτησα όλες τις πιθανές διαδρομές και είχα μάθει όλες τις ιδιομορφίες κάθε δρόμου. Ποια μαγαζάκια υπήρχαν και που, ποιος δρόμος είχε τα πιο πολλά καυσαέρια και ποιος τα πιο μεγάλα πεζοδρόμια.
Συχνά ανέβαινα την Σπετσών, έστριβα στη Σκοπέλου μετά στη Δοϊράνης και μετά στη Μπερόβου. Άλλες φορές ανέβαινα την Κυψέλης, έστριβα στην Σκύρου, μετά στην Καυκάσου και τέλος στην Λαζαράδων. Κάποιες άλλες πάλι φορές ξεκινούσα από Παξών, έστριβα στην Κερκύρας, μετά σε ένα μικρό στενάκι την οδό της Αλήθειας, έπρεπε να λέω μόνο αλήθειες εκείνη τη μέρα, Ζακύνθου, Αργοστολίου, Πεστών, ανέβασμα στα σκαλάκια, Γιαννιτσών, Μπερόβου, Τζουμαγιάς, Βιθυνίας, λίγο ακόμα και έφτασα.
Όλα αυτά δεν έχουν σημασία, παρά μόνο για να λαχανιάσετε διαβάζοντάς τα. Φέρνοντάς τα, όμως, όλα πάλι στη μνήμη μου νιώθω ότι έζησα την αποκαθήλωση της αίγλης της Αθήνας, περπατώντας μέσα από τα σοκάκια της Κυψέλης.
Ο πατέρας μου θα μπορούσε να είχε μείνει να ζήσουμε στην Ξάνθη ή ακόμα καλύτερα στην Καλαμάτα. Στην Αθήνα επέλεξε, στη γειτονιά του πιο συγκεκριμένα, εκεί που γεννήθηκε και μεγάλωσε, μια περιοχή προσφύγων που χτίστηκε πάνω σε βράχους και μπαζωμένα ρέματα. Μια Αθήνα που ήταν το κέντρο του κόσμου και όλη η άλλη επαρχία την κοιτούσε με ζήλια. Και η Κυψέλη το μάτι της. Το μέρος που κοίταζε στις γύρω περιοχές με κύρος, μια συνοικία που όλοι ήθελαν να μείνουν, μια μεγάλη μάζωξη ανθρώπων. Κάθε τετράγωνο, ένα μεγάλο χωριό. Αυτό ίσως να περίμεναν οι πρώτοι που άφησαν το μικρό τους το χωριό και αγόρασαν, με δάνειο, ένα ημιυπόγειο στην Κυψέλη, ή ένα τριαράκι στο δεύτερο όροφο, με κοινό δωμάτιο για τα παιδιά. Μεγάλες πολυκατοικίες, μαρμάρινες είσοδοι, επένδυση ξύλου, μέχρι και ανελκυστήρα είχαν. Τι άλλο να ήθελε κάποιος; Και αν ήταν μεγάλη η πολυκατοικία είχε και θυρωρό: το στόμα, το αυτί και το μάτι της πολυκατοικίας. Περίεργο θα φαινόταν σήμερα στον οποιονδήποτε νέο. Κάποιος ανθρωπάκος, χωρίς όνειρα, να αφήνει το νησί του για να κάτσει σε μια καρέκλα και να ανοίγει την πόρτα, να μοιράζει τα γράμματα, να ελέγχει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Κάποιος ανθρωπάκος να επιλέγει να ζήσει σα φυλακισμένος.
Και αυτό που ήταν το όνειρο έγινε η φυλακή. Μικρά διαμερίσματα, χωρίς μονώσεις, άκουγες από το φωταγωγό όλες τις έντονες συζητήσεις μεταξύ των θυμωμένων συζύγων. Στενοί δρόμοι, που γίνονταν ακόμα στενότεροι με τα αυτοκίνητα που έπρεπε να σφηνωθούν στο χείλος του πεζοδρομίου.
Έτυχε να μπω και σε διαμερίσματα της Κυψέλης που ήταν άνετα, με έπιπλα που μαρτυρούσαν την αίγλη μιας άλλη εποχής. Αλλά τα διαμερίσματα, ανήλια, μύριζαν μούχλα και σήψη, όπως και η ίδια η Αθήνα, που ήδη γινόταν ανυπόφορη.
Στον 5 ο όροφο μιας μεγάλης πολυκατοικίας επισκέφτηκα μια φορά την κυρία Καίτη. Έμενε σε ένα τεράστιο οροφοδιαμέρισμα, μια πενηντάχρονη κυρία, ψηλή, όμορφη στα νιάτα της, κακογερασμένη, όμως, από το τσιγάρο και το ποτό. Ο σύζυγός της μεγαλοδικηγόρος, με πατημένα τα 80, και ελάχιστα να περιμένει από τη ζωή. Η κυρία Καίτη όλο νεύρα, έκδηλα επηρεασμένη από την εμμηνόπαυση, αλλά και από την φανερή έλλειψη σεξ, της έφταιγαν όλα, μα πάνω απ’όλα ο σύζυγός της, που δεν της πλήρωσε το αντίτιμο της αγοραπωλησίας της νεότητάς της στο ακέραιο. Δεν είχε δουλέψει ποτέ στη ζωή της, τα χρήματα που έβγαζε κάποτε ο σύζυγός της είχαν ξοδευτεί σε λούσα και ταξίδια και τώρα δεν μπορούσε να σκεφτεί πως θα πέρναγε με τη μειωμένη σύνταξη που της αναλογούσε, σαν την άφηνε ο άντρας της.
Το 1995 έτυχε να ξαναβρεθώ στο ίδιο σχολείο που μαθήτευσα. Σαν καθηγητής. Κατέβηκα με λαχτάρα στο υπόγειο να δω το νεκροτομείο. Το κτίριο φιλοξενούσε παλιά το Νοσοκομείο της Αεροπορίας, και στα διαλείμματα, οι λίγοι μαθητές που τολμούσαμε, κατεβαίναμε τα σκαλιά, κοιτάζαμε τα χτιστά κρεβάτια και τους δοκιμαστικούς σωλήνες που είχαν απομείνει και πλάθαμε φρικιαστικές ιστορίες με τη φαντασία μας, με φαντάσματα όσων είχαν πεθάνει μέσα στο νοσοκομείο. Με απογοήτευση διαπίστωσα πως το είχαν καθαρίσει και το είχαν μετατρέψει σε κλειστό γυμναστήριο, για τις βροχερές μέρες.
Πηγαίνοντας και γυρνώντας από το σχολείο, εκείνη τη χρονιά περπάτησα τους ίδιους δρόμους και τα ίδια σοκάκια, σαν να ήμουν πάλι μαθητής. Πιο δύσκολα αυτή τη φορά να περπατώ, μια και δεν υπήρχε ούτε μια σπιθαμή ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Σε κάθε γωνία τα αυτοκίνητα ξεκουράζονταν. Υπήρχαν και κάποια που είχαν πεθάνει, αλλά κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί να τα μετακινήσει. Τα πεζοδρόμια είχαν αλλάξει χαρακτηρισμό χρήσης σε παρκαροδρόμια. Αδόκιμος όρος, όπως αδόκιμη και η ζωή εκεί. Τα παιδιά είχαν λιγοστέψει στο δρόμο. Παντού μια σιωπηλή θλίψη. Εκείνη τη χρονιά σοκαρίστηκα όταν είδα έναν μετανάστη να ψάχνει στα σκουπίδια. Του έδωσα ένα χαρτονόμισμα. Το πήρε και συνέχισε. Εικόνα, προάγγελος της νέας εποχής. Το όνειρο μιας μεγάλης αγαπημένης γειτονιάς είχε μετατραπεί σε σκυφτά πρόσωπα, αμίλητα, αγέλαστα με κενό βλέμμα, και φοβισμένο περπάτημα.
Δέκα χρόνια μετά έτυχε να ξαναπεράσω από την Κυψέλη, έχοντας μετακομίσει μακριά από την Αθήνα. Με το αυτοκίνητο. Είχε κίνηση στην Πατησίων και σκέφτηκα να κόψω δρόμο από την Κυψέλη. Γνωστό το μέρος, θα ήταν παιχνιδάκι για μένα μέσα από τα στενά. Έτσι νόμιζα. Κι ενώ έλεγα παλιά πως οι δρόμοι δεν μπορούν να γίνουν μικρότεροι από τις καταλήψεις των κοιμισμένων αυτοκινήτων, εκείνη τη μέρα κατάλαβα την πλάνη μου. Τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα είχαν με φοβερές μηχανορραφίες αυξηθεί, αρπάζοντας οποιοδήποτε κομμάτι δρόμου ή πεζοδρομίου που μπορούσε να το χτυπήσει ο ήλιος. Η πρόνοια για να περάσει κάποιο μεγαλύτερο όχημα, καμία. Συνεχόμενες χαραγές στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα έδιναν μια νότα περιπέτειας στην αποστολή που είχα αναλάβει. Ευτυχώς οδηγούσα μικρό αυτοκίνητο και με πολύ κόπο, ειδικά στις στροφές, τα κατάφερα. Με τα πόδια πιο σύντομα θα είχα φτάσει. Από τότε δεν ξαναπέρασα από την Κυψέλη.
Σήμερα το 60ο Λύκειο μαθαίνω, ότι καταργήθηκε. Το 60ο Γυμνάσιο μετακόμισε στο διπλανό κτίριο του 15ου. Όλα έχουν αλλάξει. Τελευταία εικόνα στη μνήμη μου η Σπετσών. Μακρύς, ευθύς ήσυχος δρόμος με ψηλά δέντρα και λίγα αμάξια να τον διασχίζουν. Οι παλιές πολυκατοικίες ίδιες και απαράλλαχτες, με κλειστά μπαλκόνια και γκρίζο φόντο. Ελάχιστα μικρομάγαζα ακόμα το παλεύουν. Και οι περαστικοί ακόμα λιγότεροι.
Η Κυψέλη προηγείται πάντα της μοίρας που επιφυλάσσει το μέλλον στην Αθήνα. Η Κυψέλη ήταν από τις πρώτες συνοικίες που εμφανίστηκε αντιπαροχή, τα πολλά αυτοκίνητα, τα μικρά διαμερίσματα, ο κόσμος που άρχιζε να κοιτάζει μόνο τη δουλειά του. Τα κλειστά παντζούρια, η απομόνωση, η φυγή. Ένας κύκλος έκλεισε για την Κυψέλη. Ένας κύκλος κλείνει για την Αθήνα.
Το μάτι της Αθήνας έχει αποκτήσει καταρράκτη και οδεύει στην τύφλωση.
Ή μήπως όχι;
Ξαναγυρνάω με τη σκέψη μου στο 1979. Γίνομαι 12 χρονών και μπαίνω μέσα στην τάξη. Ένας νέος κόσμος ξετυλίγεται. Δίπλα μου μαθητές που συζητούν, που γελούν, που παίζουν, που όλα είναι σημαντικά, ακόμα και τα ασήμαντα. Διαβάζουμε από Καζαντζάκη μέχρι Μπορίς Βιάν. Και το θεωρούμε φυσιολογικό για την ηλικία μας. Έχουμε μια ζωντανή φιλόλογο, με άγνοια κινδύνου, να μας διαβάζει κάθε εβδομάδα τη Μυθολογία του Τσιφόρου. Μία ψιθυριστή σκέψη της είναι αρκετή για να ανάψει τη φλόγα να γράψουμε. Αυτό που σήμερα το λέμε δημιουργική γραφή, το πρωτογευτήκαμε τότε. Η πρώτη και η τελευταία φορά σε όλα τα μαθητικά μου χρόνια που έγραψα με χαρά.
Κάτι διαφορετικό ένιωθα στην Κυψέλη. Δεν μπορώ να το περιγράψω διαφορετικά, από το να χρησιμοποιήσω μία λέξη: Δονήσεις. Κάτι μυστικό ξεχωρίζει αυτή τη γειτονιά από όλες τις άλλες. Ήμασταν πιο ώριμοι από την ηλικία μας, σταματούσαμε το χρόνο και κάναμε βουτιές για να μαζέψουμε ένα ακόμα σφουγγάρι, ένα ακόμα κοχύλι.
Προσπαθώ να αφουγκραστώ με τη φαντασία μου την Κυψέλη σήμερα. Νιώθω ένα ζευγάρι μάτια να με κοιτάζουν. Δύο μάτια που έχουν ζήσει τον τρόμο, που έχουν ζήσει τον πόλεμο, που έχουν ζήσει την εξαθλίωση. Δύο μάτια που ζουν σε ένα ημιυπόγειο που δεν είναι ένα απλό δωμάτιο. Είναι ένα καταφύγιο, ο πύργος του παραμυθιού, ένα καράβι που αρμενίζει, η αφέλεια να κοιμάσαι χωρίς το φόβο αν θα ξυπνήσεις.
Η αριστοκρατία εγκατέλειψε την Κυψέλη, όπως η ερωμένη εγκαταλείπει τον προστάτη της, για κάποιον που τις χαρίζει πιο πλούσια δώρα.
Κάποιοι άλλοι άνθρωποι, προσπαθούν να γεμίσουν τον άδειο χώρο. Στα μάτια τους βλέπεις τη δίψα να ζήσουν, την αγωνία τους να ανασάνουν.
Το δάσος αναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του. Η φωτιά δίνει μια νέα ευκαιρία στα νεαρά δέντρα να βρουν ζωτικό χώρο. Ένα δάσος ανθρώπων.
Έχω μία ελπίδα πως δεν είναι καταρράκτης αυτό που βλέπω στο μάτι της Αθήνας.
Πως είναι δάκρυα χαράς, για την ελπίδα που θα ξαναγεννηθεί, για το μέλλον που έρχεται.
Copyright © Χρίστος Μαβόγλου All rights reserved, Σεπτέμβριος 2016
Του ίδιου: