Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Ν.Μ.Κ.: Μεγαλώνοντας πιστεύω, όλοι μας κάποια στιγμή νιώθουμε έντονα την ανάγκη ν’ αναπολήσουμε τα περασμένα, με μια δόση νοσταλγίας να μας πλημμυρίζει για όσα όμορφα ζήσαμε. Το "Κάποτε… στον Παράδεισο", είναι ένα βιβλίο ζυμωμένο με αναμνήσεις μυρωδάτες από τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό. Υφασμένο με περίσσια στοργή κι αγάπη στον αργαλειό της μνήμης, εκεί που φύλαξα σαν ανεκτίμητο θησαυρό τα όμορφα εκείνα ανέφελα χρόνια. Πλεγμένο με τον λιτό κι απέριττο λόγο ενός δεκάχρονου ορφανού και κεντημένο με την αγνή παρθενική ματιά του. Αφηγητής και ξεναγός μας στα μονοπάτια του χθες, είναι ο μικρός Δημοσθένης, που θα μας σεργιανίσει στα σοκάκια του χωριού του, εκεί που μεγάλωσε με τη μικρή αδερφή του την Αγγέλα με τη φροντίδα της γιαγιάς τους.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Ν.Μ.Κ.: "Θυμήσου…"
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Ν.Μ.Κ.: Να απολαύσει το σεργιάνι με τον μικρό Δημοσθένη. Nα τον εμπιστευθεί και ν’ αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο, να γυρίσει στο χθες και να ξαναγίνει παιδί. Να τον ακολουθήσει στις γειτονιές και στις αλάνες, να γελάσει, να συγκινηθεί και να ονειρευτεί μαζί του… τον δικό του Παράδεισο.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Ν.Μ.Κ.: Στο όμορφο χωριό μου βέβαια. Θ’ ανταμώναμε με τον μικρό Δημοσθένη και τους φίλους του στην πλατεία και στο εξής θα γινόταν ο ξεναγός μας. Θα γυρνούσαμε όλα τα σοκάκια του βαδίζοντας στα χνάρια αγαπημένων προσώπων, θα μας αγκάλιαζε η μυρωδιά φρεσκοψημένου ψωμιού ζυμωμένου από τα χέρια της γιαγιάς, θα μας τύλιγε η ευωδιά των βασιλικών σεργιανώντας τις γειτονιές του, θα αγναντεύαμε τους ελαιώνες που το αγκαλιάζουν με στοργή. Θα γευόμασταν τη γλύκα από ένα τσαμπί σταφύλι την ώρα που θα τρυγούσαν οι νοικοκυραίοι στην αυλή τους τον Σεπτέμβρη. Θα περνάγαμε απ’ το σχολειό του για ν’ ακούσουμε το γλυκό τιτίβισμα των παιδιών που κελαηδούν χαρούμενα στο προαύλιο. Θα στεκόμασταν ν’ ανάψουμε ένα κεράκι στην εκκλησιά του Άι-Γιώργη και θ’ ακολουθούσαμε την περιφορά της εικόνας του με ευλάβεια. Κι ύστερα… θα κατεβαίναμε στην πλατεία για ν’ απολαύσουμε το πανηγύρι του. Θα πίναμε το κρασάκι μας συντροφιά με τους ζεστούς ανθρώπους του. Θα γνωρίζαμε την τσαούσα γιαγιά του, τη μικρή του αδερφή, τον παπά Λουκά που τους συντρέχει σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής τους, τη γειτόνισσα τη θεία Μαρίνα που κατέφυγε ο μικρός ήρωας για να του μάθει τα "αρχαία ελληνικά" και τα παρατσούκλια των χωριανών τους. Κάπου εκεί γύρω θα έπιανε η ματιά μας ανάμεσα στο κοριτσομελίσσι και τη Βαρβάρα, την πρώτη αγάπη του μικρού Δημοσθένη, που τον έχει μεθύσει με την ομορφιά της κι η σκέψη της του κρατάει συντροφιά τα βράδια μέχρι να τον πάρει ο ύπνος…
Το ταξίδι μας θα κρατούσε έναν ολόκληρο χρόνο. Έτσι θα γνωρίζαμε καλύτερα τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου από κοντά. Θα μοιραζόμασταν τις λύπες και τις χαρές τους και σίγουρα θα στενοχωριόμασταν πολύ όταν θα ερχόταν η ώρα του αποχαιρετισμού, γιατί θα συνειδητοποιούσαμε πως αφήνουμε πίσω μας έναν μικρό, χαμένο… Παράδεισο!
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο.
Ν.Μ.Κ.: Αυτός είναι ο θάνατος; Έτσι είναι ο θάνατος; "Μαμά, μαμά, μαμά" μουρμουρίζω συνέχεια και θέλω να ουρλιάξω γιατί ’μαι σίγουρος πως μ’ ακούει… "ΜΑΜΑ, ΜΑΜΑ..."
Ένα χέρι με σκουντάει απαλά την ώρα που καταλαβαίνω γι’ άλλη μια φορά ανάμεσα στα πόδια μου ένα ζεστό υγρό να τρέχει και να μουσκεύει τα σεντόνια. Ντρέπομαι τόσο πολύ που θέλω να εξαφανιστώ, να μην υπάρχω αύριο το πρωί που η γιαγιά θα συγυρίζει το κρεβάτι και θα δει ξανά τα κατουρημένα σεντόνια.
- Όνειρο ήτανε παιδί μ’, ησύχασ’… ακούγεται η ψιθυριστή φωνή της γιαγιάς και με το χέρι της με σκεπάζει απαλά με την κουβέρτα.
Στη μέση η Αγγέλα μας κοιμάται βαθιά. Αυτή ανασαίνει κανονικά και ποτέ δεν πετάγεται στον ύπνο της, μάλλον δε βλέπει ποτέ όνειρα. Μέχρι να ξανακλείσω τα μάτια και να σιγουρευτώ πως είμαι στο κρεβάτι μας, η γιαγιά έχει κιόλας αρχίσει το ροχαλητό, που δε με πειράζει πια, γιατί μου δίνει τη σιγουριά πως είναι κοντά μας. Ευτυχώς που μας πήρε στο μεγάλο κρεβάτι το δικό της και κοιμόμαστε κι οι τρεις μαζί, από τότε που η μαμά κι ο μπαμπάς μάς αφήσανε. Τέσσερα χρόνια έχουνε περάσει από τότε κι εγώ συνεχίζω με τους εφιάλτες που με τυραννάνε να μουσκεύω το κρεβάτι. Όλη τη μέρα τη βγάζω στην κάμαρη μου και διαβάζω ή γράφω ή χαζεύω, αλλά τα βράδια η γιαγιά μάς μαζεύει δίπλα της για να μη φοβόμαστε μοναχά μας τώρα που οι γονείς μας φύγανε. “Φύγανε…”, έτσι μας είπε η γιαγιά την άλλη μέρα απ’ την κηδεία κι η Αγγέλα μας συνέχισε να παίζει με την κούκλα της χωρίς να τη νοιάζει, λες κι είναι βέβαιη πως από στιγμή σε στιγμή θα ξαναρθούνε. Όμως τώρα καταλαβαίνω κι εγώ πως έχω μεγαλώσει πολύ και δε γίνεται να κοιμάμαι με δυο γυναίκες ολόκληρος άντρας! Από βδομάδα θα της πω, πως θέλω να κοιμάμαι στη δική μου κάμαρη και θα βάλω τα δυνατά μου να μη φοβάμαι, γιατί έτσι πρέπει να κάνουνε οι άντρες.
Σαν περίληψη...
"Ο άντρας του σπιτιού, εγώ! Θα γίνεται δηλαδή ό,τι θέλω εγώ! Και μένα… ποιος θα με φροντίζει; Γι’ αυτό δερνότανε και τράβαγε τα μαλλιά της η κακομοίρα η γιαγιά μου; Εμάς έλεγε "ορφανά"; Με χρειάζεται δηλαδή τώρα; Κι η Αγγέλα μας; Πρέπει να τις προσέχω εγώ γιατί άλλος άντρας δε θα ’ναι στο σπίτι; Τη μαμά μου όμως δε θα την ξαναδώ ποτέ, ούτε τον μπαμπά μου! Θα τους ξανασυναντήσω όμως, και τότε θα ’μαι μεγάλος, άντρας κανονικός, κι αυτοί θα με περιμένουνε και θα με καμαρώνουνε που μεγάλωσα κι έγινα όμορφος σαν τον μπαμπά και που πρόσεχα τις γυναίκες όπως κι αυτός. Κάποτε… Στον παράδεισο!"
Μια τρυφερή ιστορία αγάπης δυο μικρών ορφανών που μεγάλωσαν στο χωριό τη δεκαετία του 70, κάτω από τις φτερούγες της τσαούσας γιαγιάς τους. Ο δεκάχρονος ορφανός Δημοσθένης θα μας σεργιανίσει με τον λιτό κι απέριττο λόγο του στα σοκάκια του χωριού του, στις γειτονιές που μοσχοβολούσαν γιασεμιά και βασιλικούς. Θα περπατήσουμε μαζί του στα μονοπάτια του χθες και θα νοσταλγήσουμε τα παιδικά μας χρόνια, τότε που τα ήθη, τα έθιμα κι οι παραδόσεις μας ήταν αλληλένδετα με την καθημερινότητά μας. Η ντοπιολαλιά του χωριού και τα παρατσούκλια των χωριανών θα μας διασκεδάσουν… Θα γελάσουμε γάργαρα κι αβίαστα με το χιούμορ του μικρού αφηγητή και θα συγκινηθούμε, όταν το βλέμμα μας σκοντάψει πάνω στις έγνοιες που τον βασανίζουν καθημερινά, από τότε που ’μελλε να ’ναι αυτός ο άντρας του σπιτιού!
Μέσα απ’ την αγνή, παρθενική ματιά του, ο μικρός θα μας υφάνει περίτεχνα στον αργαλειό τής καθημερινότητάς τους, τις χαρές και τις λύπες τους, τους φόβους και τους εφιάλτες του. Με πινελιές περίσσιας αγάπης θα μας ζωγραφίσει τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα… Ώσπου θα φτάσει σ’ εκείνη τη "μαύρη" γι’ αυτόν μέρα, που θα ’ρθει αντιμέτωπος μ’ ένα φοβερό μυστικό, ικανό να σημαδέψει τη ζωή του για πάντα, αφού του άνοιξε περίεργους λογαριασμούς με τη μάνα του, που βρίσκεται πια κοντά στο Θεό. Όμως, ο μικρός Δημοσθένης είναι σίγουρος πως όταν συναντηθούνε κάποτε εκεί ψηλά, όπως τον βεβαίωσε ο παπαδονονός του, θα πάρει τις απαντήσεις που θέλει από εκείνη.[1]
Το μυθιστόρημα της Νικολίτσας Μπλούτη Καράτζαλη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Όστρια.
Περισσότερα από/για την ίδια:
[1] Από τη σελίδα των εκδόσεων Όστρια στο facebook.