Γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Δεν είπε τίποτα. Μια οργισμένη και απορημένη ματιά έριξε όλη κι όλη γύρω του στο χώρο. Άνοιξε τη βαριά σιδερένια πόρτα ασφαλείας και πετάχτηκε έξω. Τον κατάπιε κυριολεκτικά ο ζόφος.
Τα τελευταία έμβια όντα που πιθανόν τον είδαν, ήταν μια κουκουβάγια που τρεις μέρες τώρα (νύχτες για να ακριβολογούμε) δεν έλεγε να βγάλει το σκασμό και ένας γκιώνης που τρομαγμένος από το απότομο κλείσιμο της εξώθυρας διέκοψε το μονότονο τραγούδι του για να μη προδώσει κι άλλο την παρουσία του. "Ξέρεις ποτέ τι μπορεί να κάνει ένας αγριεμένος άνθρωπος;" θα σκέφτηκε λουφάζοντας. Άσε που είχε αγριευτεί και με την κουκουβάγια που θα είχε λυσσάξει της πείνας τρεις νύχτες τώρα με το μεταφυσικό της παράπονο, μια μπουκιά θα τον έκανε αν πρόδιδε κι άλλο την παρουσία του. (Κουβέντες της νύχτας, τι περιμένεις ν’ ακούσεις καλύτερο!)
Η Νανά, έσκυψε πάνω από το κρεβατάκι του γιου της, ψιθύρισε "καληνύχτα μωρό μου" και σκούπισε τα νοτισμένα της μάτια, κάνοντας το σταυρό της.
Την περίμεναν δύσκολες μέρες, το ήξερε, μα ο συντελεστής δυσκολίας τους θα ήταν σίγουρα κατά πολύ μικρότερος απ’ αυτές που ζούσε εδώ και καιρό μ’ εκείνον παρόντα-απόντα από τη ζωή τους.
Τρία χρόνια παντρεμένοι και πριν το γάμο τους άλλα τρία σε σχέση. Μια σχέση που αδίστακτα θα την έλεγες παραμυθένια.
Εκείνος τελειώνοντας το Ωδείο με λαμπρές προοπτικές τενόρου υψηλών προδιαγραφών και ταλέντου και εκείνη δασκάλα φωνητικής.
Ιδιαίτερα μαθήματα σε ευκατάστατους μαθητές, συμπλήρωναν πλουσιοπάροχα τον μισθό τους σαν καθηγητές στο Ωδείο. Τους έφθαναν και τους περίσσευαν.
Προγραμμάτιζαν οι δυο τους τις συναυλίες του Μάριου στις Όπερες του Κόσμου από όπου ακούγονταν ήδη τα καλύτερα λόγια για το άστρο του που ανέτειλε. Επιπλέον ήταν πανέμορφος, ξανθός, ψηλός και παράξενο για τραγουδιστή όπερας λεπτός, σχεδόν ασκητικός.
Και ξαφνικά, το τέλος της πολλά υποσχόμενης καριέρας. Εγχείρηση θυρεοειδούς και σαν επιπλοκή μια πάρεση της φωνητικής χορδής. Καταστροφή.
Μελέτη ατέλειωτη χρόνων και χρόνων, όνειρα μιας ολόκληρης ζωής, έμειναν ξεκρέμαστα από τη μια στην άλλη στιγμή.
Σοκαρισμένοι οι δικοί τους άνθρωποι και περισσότερο οι δάσκαλοί του που ήταν το καμάρι τους. Κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει. Και η πάρεση καλά να γινόταν η ζημιά ήταν μεγάλη. Η φωνή του δεν θα ήταν ποτέ ξανά εκείνη που γνώριζαν και θαύμαζαν. Το "υψηλών προδιαγραφών και απαιτήσεων" που λέγαμε, δεν υπήρχε πια.
Όλοι έτρεξαν να του προσφέρουν δουλειά επί μόνιμης βάσης, να μην έχει κι το άγχος για τον επιούσιο.
Όταν πέρασε κάπως το μεγάλο shock παντρεύτηκαν με τη Νανά και έδειχναν ότι μπορεί και να τα κατάφερναν έστω και με ψαλιδισμένα τα φτερά… Το είδαν το πράγμα και ολίγον μοιρολατρικά, μεταφυσικά κάπως. Ως εάν μια ανώτερη Δύναμη να μην ήθελε να συνεχιστεί το όνειρο, στέλνοντας την πάρεση η οποία σημειωτέον δεν οφείλονταν σε ιατρικό λάθος αλλά σαν μία από τις συνηθέστερες επιπλοκές της επέμβασης σ’ αυτόν τον μυστήριο τελικά αδένα. Μία επιπλοκή που περνά αβρόχοις ποσί για τους περισσότερους χειρουργημένους και γίνεται νεροποντή και κυκλώνας για ελάχιστους άλλους όπως ο Μάριος. Η σουβλιά της Πληγής του θα ήταν πια μόνιμη, μα θα έπρεπε και να μάθει να Ζει μ’ αυτήν. Δεν γινόταν αλλιώς.
Η κοπέλα τού αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι εγκαταλείποντας τα δικά της καριερίστικα όνειρα, ελπίζοντας έτσι, αλλά και με το γάμο και την συνύπαρξή τους, να επουλώσει κατά το μέτρο του δυνατού τις αιμορραγούσες πληγές και αν μη τι άλλο να αποφευχθεί ένα κακοφόρμισμα με ανεπανόρθωτες συνέπειες. Μα εκείνη η σκόνη που την έβλεπε να σκεπάζει τα μάτια του και τη ψυχή του ήταν τέτοιου είδους που κανένας απορροφητήρας δεν μπορούσε να την ρουφήξει και καμία καταβρεχτήρα να την καταλαγιάσει. Και όμως με την Αγάπη και την αφοσίωσή της είδε τον Μάριο να αποκτά ένα κάποιο ενδιαφέρον για τη ζωή. Δυνάμωσε τις προσπάθειές της. Σκεπτόταν ότι σίγουρα ένα παιδάκι ήταν το κλειδί που θα ξεκλείδωνε την αμπαρωμένη κερκόπορτα της ανυπαρξίας που εκείνος βυθιζόταν. Μα και το παιδί σαν αποτέλεσμα των πράξεων των συνομωσιολογιών που τον κατέστρεψαν δεν έλεγε να έρθει. "Μα τι στην ευχή συμβαίνει με την τύχη μας;" αναρωτιόταν η Νανά ενώ ο Μάριος αντιμετώπιζε και αυτή την κατάσταση με πλήρη παθητικότητα. Με αδιαφορία να πούμε καλύτερα. Βέβαια δεν έλεγε τίποτα μα και η σιωπή του ήταν εκκωφαντική. Φως φανάρι ότι οι υπαρξιακές ανησυχίες της κυράς του θαρρείς και δεν τον αφορούσαν.
Π.χ.
«Μήπως θα έπρεπε αγάπη μου να πάμε σε κανέναν γιατρό να δούμε γιατί στην ευχή δεν μένω έγκυος παρά τις προσπάθειες, ελπίζω όχι αγγαρείας, και των δύο μας;»
«Να πας Νανά μου. ΝΑ ΠΑΣ.»
«Συγγνώμη δεν κατάλαβα. Μόνη μου θα πάω στο γιατρό; Εσύ στο έργο δεν παίζεις;»
«Συγγνώμη βρε μωρό μου. Αν πρέπει να βοηθήσω σε κάτι να πάω και γω».
«Μάριε δεν κατάλαβες. Εγώ δεν ζήτησα την βοήθειά σου την συμμετοχή σου ζήτησα πού να πάρει…»
Αλλά Ο Μάριος, πού να καταλάβει τέτοιες λεπτές έννοιες! Στον κόσμο του. Δεν καταλάβαινε αυτό που η Νανά θεωρούσε σαν το κλειδί που θα άνοιγε τις αμπαρωμένες πόρτες της ανυπαρξίας και του ενδιαφέροντος του.
Και πήγαν στο γιατρό. Όπως το φοβόταν η Νανά, ο γιατρός τούς είπε τελικά ότι το φταίξιμο ήταν εκείνου, σαν απόρροια του στρες και της απογοήτευσής του. Αιτία λοιπόν το shock που βίωσε και που εξακολουθούσε να βιώνει…
Τους συμβούλευσε δε να πάνε σε διακοπές διαρκείας και μάλιστα να πάνε κάπου που να μην του θυμίζει καθόλου τον απολεσθέντα παράδεισο. Μακριά από ό,τι είχε σχέση με μουσική ειδικώς και γενικώς.
Μα βρε γιατρέ κι εσύ, ΤΙ ΕΊΝΑΙ αυτά που λες; Άνθρωποι σαν τον Μάριο τη μουσική την κουβαλάνε μέσα τους! Αλλά κι εσύ γιατρός είσαι, πού χαμπαριάζεις από τέτοια; Μονοκόμματος και ένα κι ένα κάνουν δύο!
Και πήγαν στον Παράδεισο, στις Σεϋχέλες. Εκεί, σαν να ξαναβρήκαν το ενδιαφέρον τους ο ένας για τον άλλον από σεξουαλικής άποψης. Μην όντας αναγκασμένοι να κάνουν έρωτα για κάποιον σκοπό, αλλά για την απόλαυσή τους ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΑΝ τις στιγμές τους συνεπικουρούμενοι και από μια ερωτική φύση μεταθέτοντας το θέμα του παιδιού για πολύ αργότερα και με εξωσωματική ίσως όπως τόσος και τόσος κόσμος πια.
Και όπως συμβαίνει εννέα στις δέκα φορές απόντος του άγχους στον τομέα αυτό η Νανά μένει έγκυος! Και ο Μάριος τρελαίνεται από χαρά σε σημείο που η Νανά να ευχαριστεί το Θεό και τους Αγίους του όλους, μα και τους κακούς συνομωσιολόγους του Σύμπαντος υποσχόμενη και σ’ αυτούς να τους υπολογίζει αν εδέοντο να τους αφήσουν λίγο ήσυχους. Δούνε και λαβείν ένα πράγμα. (Τι λέω Θεέ μου, ήμαρτον! Φταίει όμως και ο ΚΟΕΛΙΟ με τις γνωστές θεωρίες του περί συνομωσίας του Σύμπαντος… Να τα λέμε αυτά.)
Φαίνεται όμως πως οι συνομωσιολόγοι αυτοί ήταν φτιαγμένοι από μια μοχθηρή πάστα τέτοια που και το ίδιο το Σύμπαν να μην μπορεί να τους ανεχθεί και τους απέβαλε στο πυρ το εξώτερο με αποτέλεσμα αυτοί να έρθουν και να τρυπώσουν στην καρδιά του Μάριου. Έτσι μετά τον πρώτο καιρό της χαράς, τα πράγματα χειροτέρεψαν και άρχισαν κάτι αναίτιοι καβγάδες που σίγουρα, αν το κυοφορούμενο έμβρυο όπως λέγεται καταλαβαίνει, δεν θα ήθελε ποτέ να έρθει στον κόσμο τούτο και να γνωρίσει τους γονιούς αυτούς…
Καμιά δυο φορές κάτι ψιλοαιμορραγίες απείλησαν με διακοπή την κύηση, μα τελικά η Νανά τα κατάφερε προσπαθώντας να κρατά την ψυχραιμία της κατά το μέτρο του δυνατού. Όμως κάτι μέσα στην καρδιά της έσπασε, στη σκέψη ότι αφού ο ερχομός του παιδιού τους δεν κατάφερε να λύσει το πρόβλημα, μα το έκανε χειρότερο πιο πολύπλοκο και δυσχερές, δεν υπήρχε σωτηρία γι’ αυτούς.
Και η ΑΓΑΠΗ τους; Αηδιασμένη, απηυδισμένη, άνοιξε την πόρτα της καρδιάς τους και όπου φύγει φύγει. Εξαφανίστηκε, μην αφήνοντας πίσω της συναισθηματικά ίχνη παρά μια δυνατή απόδειξη ότι κάποτε ναι ΥΠΗΡΞΕ. Ένα υγιές όμορφο αγόρι που όμως δεν μπόρεσε να διώξει την επαπειλούμενη απειλή που επικρέμονταν των κεφαλών τους υπό την μορφή Δαμόκλειας σπάθας.
Έτσι, προτού συμβεί και μια νέα τραγωδία ο Μάριος εν τη αχρηστία του μα και και εν τη διαύγεια πνεύματος που ακόμη είχε, τα μάζεψε και έφυγε άγνωστο για πού…
*
Η Νανά, μετά τον δύσκολο πρώτο καιρό άρχισε σιγά σιγά να ορθοποδεί, πιότερο χάριν του παιδιού της παρά για την ίδια. Και καθώς ήταν μια πολύ νέα κοπέλα που αγαπούσε τη ζωή, δεν κάθισε να κλαίει τη μοίρα της. Το πήρε κα λίγο μοιρολατρικά και μια μέρα των ημερών βρέθηκε να ανταποκρίνεται στο ενδιαφέρον φλερτ που της έκανε από την πρώτη στιγμή του χωρισμού της ένας συνάδελφος καθηγητής Σαξοφωνίστας. Μπορεί να μην ήταν ο μεγάλος έρωτας σαν αυτόν που έζησε με τον Μάριο μα ο άνθρωπος ήταν έξω καρδιά την έκανε να γελάει και της ξαναέδωσε πίσω τη ζωή τη χαμένη της. Και το κυριότερο φάνηκε να ενδιαφέρεται για το γιο της και να το αγαπάει το παιδάκι ορφανό με ζωντανούς τους γονείς του! Αχ, αχ.
Ο μικρούλης ξετρελαμένος με τον μουσικό, χωρίς να του το πει ή να το ζητήσει κανείς παρά ίσως μόνον η ανάγκη του για πατέρα, τον αποκαλούσε "μπαμπά Μίμη". Και όταν μετά λίγο καιρό σχέσης της ο Μίμης της ζήτησε να συζήσουν η Νανά δέχτηκε.
Ο καιρός περνούσε γρήγορα όπως κάνει πάντα, με τους μήνες και τα χρόνια να κυλούν σαν το νεράκι και το πιτσιρίκι έγινε πια επτά χρόνων μαθητής Δημοτικού, ολόκληρος άντρας δηλαδή! Όταν δε η Νανά τού είπε ότι σε λίγο θα ερχόταν και μία αδερφούλα να την έχει συντροφιά ο μικρός ενθουσιασμένος την έβαλε αμέσως υπό κώδωνα: "Πρόσεχε μαμά το ένα, πρόσεχε μαμά το άλλο, μην οδηγείς γρήγορα, μην σκύβεις πολύ και πιέζεις την κοιλίτσα σου". Ένα παιδάκι επτά μόλις ετών και ήταν ένα υπεύθυνο άτομο από κούνια που λένε. Μα ο άντρας γεννιέται, το "αντριλίκι" είναι χαραγμένο στο DNA του δεν είναι μόνο ανατομικά διαφορετικός. Ο χαρακτήρας του ναι μεν επιδέχεται αλλαγών αλλά κατά βάση παραμένει ο ίδιος.
Ο μικρός κληρονόμησε το ταλέντο του βιολογικού του πατέρα. Είχε μια φωνή θεία. Με γνώμονα όμως το γεγονός ότι η φωνή του θα άλλαζε με την εφηβεία, η μάνα του δεν θέλησε να τον βάλει στην διαδικασία των ωδείων ούτε να του επιτρέψει να κτίζει όνειρα από τόσο μικρός για ένα "εργαλείο" που δεν ήξεραν πώς θα το μετάλλασσε η Φύση. Τον άφησε απλά να τραγουδάει, να ακούει μουσική της αρεσκείας του και να του υπόσχεται ότι πολύ σύντομα θα του επέτρεπε να πάρει μαθήματα ηλεκτρικής κιθάρας που λάτρευε.
"Μα ηλεκτρική κιθάρα γιέ μου; ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ με την κλασική μουσική που σε γοητεύει;"
"Η ΜΟΥΣΙΚΗ είναι μία μαμά μου" τής απαντούσε περισπούδαστα!
Και επειδή καθ’ όσον γνωρίζουμε το μήλο κατά κανόνα πέφτει πάντα κάτω από τη μηλιά, μια ημέρα ο μικρός είπε στη μάνα του και τον θετό του πατέρα ότι επιθυμία του είναι να λάβει μέρος στο διαγωνισμό τραγουδιού για παιδιά με προοπτική και ελπίδα να βγει νικητής και έτσι να εκπροσωπήσει την χώρα του στον Παγκόσμιο Διαγωνισμό που θα γινόταν στο Παρίσι μετά έναν χρόνο.
"Αφού το θέλει ας κυνηγήσει το όνειρό του" σκέφτηκε η Νανά, μη δίνοντας και ιδιαίτερη σημασία στα σχέδια και τις προσδοκίες του γιου της. Η γυναίκα είχε καεί από τις φιλοδοξίες τόσο τις δικές της όσο κυρίως του πρώην συζύγου της και το τελευταίο πράγμα που θα ευχόταν ήταν να δει το γιο της στη θέση του Μάριου. Αλλά ναι μεν όπως λέγεται "μόνοι μας φτιάχνουμε τη Μοίρα μας" αλλά η κυρία αυτή κάνει πάντα του κεφαλιού της και δεν πας εσύ να λες ότι την κουμαντάρεις… Φήμες! Το μόνο που κάνεις είναι να ακολουθείς τις προσταγές και τις αποφάσεις της. Έτσι η Μοίρα πήρε τον μικρούλη από το χεράκι και άρχισε να τον οδηγεί σε έναν δρόμο που κανείς δεν ήξερε πού θα τον βγάλει…
Να ‘ταν για καλό;
Να ‘ταν ακόμη μία απογοήτευση;
Ποιος να το ξέρει από τόσο νωρίς; Αλλά και νωρίς να μην ήταν, η Μοίρα είναι τόσο απρόβλεπτη που ανατρέπει ή εδραιώνει όνειρα σε μια στιγμή. Το φιλοσόφησε πάντως το πράγμα η Νανά. Αφού ό,τι γράφει δεν ξεγράφει που λένε «κάνε γιε μου ό,τι θέλεις, εμπόδιο δεν θα σου σταθώ, αλλά να ξέρεις ότι δεν τρελαίνομαι κιόλας με τα όνειρά σου. Αρκεί να μου υποσχεθείς, να με βεβαιώσεις θα έλεγα πιο καλά, ότι δεν θα το πάρεις κατάκαρδα αν δεις αυτό που ονειρεύεσαι να μην πραγματοποιείται».
Έτσι ο μικρός, μάνατζερ του εαυτού του και σε ηλικία πάνω κάτω επτά χρόνων, πέρασε πρώτος στην οντισιόν και στον διαγωνισμό που ακολούθησε βγήκε πρώτος πολύ μακράν του δεύτερου νικητή.
Τα πράγματα άρχισαν να σοβαρεύουν, οπόταν η Νανά με τον Σαξοφωνίστα της αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να δώσουν λίγη περισσότερη προσοχή. Επειδή δε είχαν ήδη και ένα μωρό παιδί αποφασίστηκε ότι θα ήταν εκείνος που θα συνόδευε τον μικρό τραγουδιστή στην Πόλη του Φωτός για τον Παγκόσμιο Διαγωνισμό Τραγουδιού παίδων.
Εκεί κυκλοφορούσαν κάτι περίεργες φήμες για την Επιτροπή Αξιολόγησης ότι ήταν τόσο αυστηρή που ήταν ουτοπία να φανταστεί κανείς όχι ότι θα είναι ο νικητής αλλά και ότι θα επιλεγεί για να διαγωνιστεί. Έλεγαν συγκεκριμένα ότι ένα μέλος της Επιτροπής αυτής ήταν ένας τόσο μισάνθρωπος και σκληρός καθηγητής του Κονσερβατουάρ του Παρισιού που απέρριπτε ή ενέκρινε έναν τραγουδιστή με την πρώτη νότα που θα έβγαινε από το στόμα του. Και εννέα στις δέκα φορές αποδεικνύονταν σωστή η κρίση του. Είχε κύρος και το αλάνθαστο κριτήριό του προξενούσε δέος. Ε, λοιπόν ο μισάνθρωπος και "κακός" αυτός άνθρωπος, με το που άνοιξε το στόμα του ο μικρός μας, σηκώθηκε από την πολυθρόνα του υποκλίθηκε –αν είναι δυνατόν– και είπε:
"Πως σε λένε γιε μου; Εγώ δεν ξέρω αν είμαι κριτής μέχρι το τέλος της διαδικασίας μπορώ όμως να κάνω μία πρόβλεψη. Θα είσαι ΕΣΥ ο νικητής."
Το παιδί τα έχασε. Δεν ήταν συνηθισμένο σε κολακείες. Το ότι άξιζε το ήξερε, μα το θεωρούσε αυτονόητο όπως την αναπνοή του που την παίρνει ασυναίσθητα. Μα το να ακούει αυτά τα λόγια και από αυτόν ειδικά τον κριτή που όπως είπαμε προξενούσε δέος στους πάντες, τον έφεραν σε αμηχανία.
Κατεβάζοντας ελαφρά τα μάτια από σεβασμό είπε με σταθερή φωνή και άψογα Γαλλικά για τα οποία είχε εργαστεί σκληρά ένα χρόνο τώρα:
«Είμαι Έλληνας κύριε και λέγομαι Κωνσταντίνος Νίου του Μάριου και της Αθηνάς…»
Ο άνθρωπος απέναντί του έγινε κατάχλωμος τρίκλισε και πιάστηκε από το μπράτσο της πολυθρόνας του για να στηριχθεί. Ένας παρατρεχάμενος σαν από αυτούς που σπεύδουν στη Βουλή με ένα ποτήρι νερό για τους ομιλούντες τού έφερε νερό μα εκείνος τον αγνόησε. Κοιτούσε αμίλητος τον μικρό με ένα απόκοσμο ύφος και όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα μέσα σε απόλυτη σιγή γινόταν όλο και πιο χλωμός μέχρι που κατέρρευσε.
Όλοι πίστεψαν ότι αυτός ο λειτουργός της μουσικής βαθιά συγκινημένος από το ταλέντο του μικρού ότι έπαθε κάτι το πολύ σοβαρό, φοβούμενοι ακόμη και για τη ζωή του… Εκείνος όμως γρήγορα συνήλθε και ξαναβρίσκοντας τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού του σηκώθηκε από τη θέση του και είπε:
«Κυρίες και κύριοι παραιτούμαι.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να είναι αμερόληπτος κριτής.
Γιατί τούτος ο μικρός είναι ο γιος μου!»
*
Έτσι για την ιστορία να πούμε, ότι ο Κωνσταντίνος ήταν ο winner της όλης διαδικασίας και ο πρώτος μικρός Έλληνας που έγινε δεκτός στη φημισμένη χορωδία των Παρισίων κερδίζοντας και μιαν υποτροφία φοίτησης σε ονομαστό Γαλλικό Σχολείο.
Οι ξένοι πάντα τα καταφέρνουν να κάνουν δικό τους αυτό που ΑΞΙΖΕΙ!
Μα να ήταν λέτε τα βραβείο που κέρδισε, ΤΟ ΠΛΕΟΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΔΩΡΟ;