Γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Τι ήταν τούτο τώρα;
Πιστολιά μου φάνηκε ή κλατάρισμα λάστιχου από φορτηγό βαρέως τύπου; Και ο κόσμος; Που είναι ο κόσμος που λογικά θα έπρεπε τώρα να είχε βγει στους δρόμους ως είθισται;
Και γιατί μαντάμ εσύ μου αναρωτιέσαι;
Εσύ στους δρόμους βρίσκεσαι τούτη δω την ώρα και στιγμή;
Πως και το απαιτείς από τους άλλους και λες και είθισται; Που μέσα του περιλαμβάνει το σύμπαν πλην εσού. Ο άγραφος Νόμος του "όλοι φταίνε εκτός από μένα".
Δε βαριέσαι. Σε λίγο θα μάθουμε. Αν δεν δούμε να καταφθάνουν τα εκατά θα σημαίνει ότι μόνον ο φορτηγατζής έχει πρόβλημα.
«Ας ντυθούμε λοιπόν καλού κακού, γιατί μπορεί και τα κανάλια να καταφτάσουν όπου να ‘ναι και αυτά δεν διστάζουν να τρυπώσουν και στα σπίτια μας ακόμη. Μη βγούμε και στο γυαλί όπως μας γέννησε η μάνα μας αν και θα είμαστε δικαιολογημένοι με τούτον δω τον καύσωνα. Και όχι τίποτα άλλο αλλά δεν ξέρουμε και πώς μας προτιμά το πρόσωπο, με ρούχα ή χωρίς. ΝΑ θυμηθώ να την ρωτήσω άμα τα φτιάξουμε.»
Αυτά σιγοψιθύριζε ο Μίλτος καθώς ντυνόταν, σιγοσφυρίζοντας συγχρόνως. Πώς το πετύχαινε αυτό, μυστήριο. Δική του πατέντα. Φόρεσε στα γρήγορα μια βερμούδα χωρίς σώβρακο και ένα σέξυ φούτερ που αναδείκνυε τα μυώδη μπράτσα του που απέκτησε κατόπιν επίπονης άσκησης -τα αγαθά κόποις κτώνται (ήταν το moto του). Έχεις τις γκομενίτσες που γουστάρεις όταν αθλείσαι. Αγαθά εν προκειμένω, σημαίνει Μαρικάκι.
«Τι έγινε μπάρμπα Μήτσο; Τι ήταν αυτό το μπαμ που ακούστηκε στα πέριξ;
Δεν τ’ άκουσες; Α, καλά. Αν χρειαστεί βελτίωση η ακοή σου έλα να σού μιλήσω για κάτι ακουστικά, μα κάτι ακουστικά σούπερ ντούπερ, σαν αυτά που αγόρασε ο παππούς μου και ακούει ως και τις σκέψεις μας ακόμη. Αυτό βέβαια δεν είναι απαραίτητα και τόσο καλό γιατί συνέχεια παρεξηγείται και λέει ότι του τα ψέλνουμε πίσω από την πλάτη του.
"Ναι, ναι, μη και δεν σας άκουσα που μιλούσατε για οίκους ευγηρίας (γιατί δεν τα λέτε γηροκομεία να ξεμπερδεύουμε;)" είπε μιαν ημέρα έτσι όπως μας είδε όλους μαζεμένους στο σπίτι του. Βρε τον μπαγάσα τον παππού μου. Εμείς μία και μόνο μία σκέψη είχαμε κάνει επί του θέματος τούτου, πως την άκουσε;
Γι’ αυτό σού λέω. Μιλάμε για τέτοια βιονικά ακουστικά μπάρμπα Μήτσο. Τι λες το λοιπόν;»
Και πριν καλά καλά τελειώσει τη φράση του και προτού αυτή απαντηθεί, πράγμα που ενίσχυε την ανησυχία του Μίλτου για την βαρηκοΐα βαρέως τύπου του γέροντα καλή ώρα σαν το φορτηγό, κατέφτασαν τα "εκατά" και πετάχτηκαν έξω πέντε έξι μπάτσοι.
«Τι γίνεται εδώ;» ρωτά ο επικεφαλής στα χέρια του οποίου έλαμπαν ένα ζευγάρι απαστράπτουσες χειροπέδες.
«Και που να ξέρουμε εμείς τι γίνεται αρχηγέ;» ρώτησε πειρακτικά ο Μίλτος.
«Εσύ ομορφονιέ εξυπνάκια βλέπεις αυτές που κρατώ; Όχι βλέπεις; Εκείνο που αναρωτιέμαι ξέρεις τι είναι; Τώρα να σου τις φορέσω ή λίγο αργότερα; Λέγε μου λοιπόν τι έγινε, γιατί αλλιώς θα βρεις τον μπελά σου για απόκρυψη στοιχείων από τις αρχές. Λέγε λοιπόν…
Έτσι, ο φουκαράς ο Μίλτος, εκών άκων τους εξιστόρησε τον ήχο του δυνατού μπαμ μη παραλείποντας να περιγράψει τόσο γλαφυρά την εικόνα ακόμα και τη βιασύνη του να βγει να δει τι έγινε παραλείποντας να βάλει και το σώβρακό του…
Οι μπάτσοι απλώθηκαν στον δρομίσκο ο οποίος έμελλε σε λίγο να γίνει διάσημος ανά την επικράτεια. Και είναι να απορεί κανείς πώς γίνεται κάτι το τόσο ασήμαντο να μετατρέπεται σε διάσημο σε μια στιγμή, ενώ υπό κανονικές συνθήκες δεν θα μπορούσες αυτό να το πετύχεις έστω και αν προσπαθούσες μια ζωή.
Ο επικεφαλής βγάζει μια ντουντούκα από το περιπολικό και αρχίζει να καλεί τους κατοίκους να βγουν και να πουν τί γνωρίζουν για το ΜΠΑΜ που ασφαλώς παρέπεμπε σε πιστολιά, δεδομένου ότι σε μεγάλη ακτίνα γύρω δεν υπήρχε μήτε κλαταρισμένο φορτηγό μήτε μηχανάκι και ποδήλατο.
Η ντουντούκα ξύπνησε στους ηλικιωμένους άγριες θύμισες και τους έκανε να λουφάξουν έτσι περισσότερο Δεν τα ήθελαν τα μπλεξίματα και τις φασαρίες. Δεν τις άντεχαν πια ούτε σωματικά ούτε ψυχικά. Οι όποιοι νεαροί βρίσκονταν στα σπίτια τους είτε λόγω σκασιαρχείου από το σχολείο, είτε για κάποιο άλλο λόγο δεν θέλησαν και αυτοί να βγουν ξέροντας ότι από μάρτυρες μπορούν να βρεθούν και κατηγορούμενοι για κάποιον λόγο. Και μόνο το Κατερινιώ, μια ξύπνια χωριατοπούλα που δούλευε σαν βοηθός μοδίστρας στο ατελιέ της ονομαστής μαντάμ Μαριανθής, το επάγγελμα της οποίας μέχρι πριν από την κρίση τελούσε υπό μαρασμόν και τώρα νεκραναστήθηκε με τη Μαριάνθη να τρέχει και να μη φτάνει που λένε. Εμφανίστηκε θαρραλέα λοιπόν η μικρά, λέγοντας δυνατά:
«Ένα ΜΠΑΜ ικούσαμι και δεν ηξεύρομε από πούθε προήλθε τούτο».
«Μάλιστα. Ελληνίδα είσαι ελόγου σου κοπελιά;»
«Αμί, τι είμαι ξένη;»
«Όχι. Απλά ρώτησα».
«Να μη ρωτάς στρατηγέ μου. Εγώ σε ρώτησα από που κρατάει η σκούφια σου;»
«Νάτες και οι εξυπναδίτσες μας μεσημεριάτικα».
«Πού ‘ναι τις οι εξυπνάδες μου κυρ Αστυνόμε; Πες του κι εσύ βρε Μίλτο έτσι δεν γενικέ;»
Ο Μίλτος να έχει γίνει σαν το παντζάρι κόκκινος μα και πανευτυχής που του απηύθυνε το λόγο η κοπελιά που τόσο καιρό την γυρόφερνε αλλά αδύνατον να την πλησιάσει. Μιλάμε για πολύ του ακατάδεκτου πια.
«Ναι κυρ Αστυνόμε. Έτσι ακριβώς όπως τα λέει η πανέμορφη γειτονοπούλα μου έγιναν τα πράγματα», ψέλλισε ο ασώβρακος νεαρός.
Οι αστυνομικοί, βλέποντας ότι δεν βγάζουν άκρη και ξέροντας ότι από στιγμή σε στιγμή θα κατέφθαναν τα κανάλια που ήδη είχαν αργήσει και θα άρχιζαν να εξιστορούν ευφάνταστα σενάρια από τη μια και να μέμφονται την ανικανότητα της αστυνομίας από την άλλη που δεν μπορούσε να διαλευκάνει κάτι το τόσο απλό όπως ένα ΜΠΑΜ, αποφάσισαν να μετέλθουν πιο αποτελεσματικών μέσων.
Η ντουντούκα ξανά:
«Πληροφορούμε τους κατοίκους της περιοχής ότι εκ των πραγμάτων αναγκαζόμαστε να κάνουμε έρευνα σε όλα τα σπίτια παρουσία εισαγγελέα βέβαια. Αρχίζουμε σε δέκα λεπτά και ο χρόνος μετράει από ΤΩΡΑ».
Για πότε γέμισε ο δρόμος που μέχρι λίγα δευτερόλεπτα πριν αριθμούσε μόνο, το Κατερινιώ, τον Μίλτο και το μπάρμπα Μήτσο τον κουφό, τι να λέμε!
Άρχισαν να μιλούν όλοι μαζί και δυνατά. Μήπως γιατί "φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης" που λένε; Μπορεί…
«Παρακαλώ σκασμός! Σιωπή ήθελα να πω. Θα μιλήσετε όταν ερωτηθείτε. Αλλιώς θα θεωρηθεί ότι το έργον της αστυνομίας παρακωλύεται. Είπα και λάλησα».
Ένας κοκκινομάλλης πιτσιρικάς με κάτι πανέμορφες καφετιές πιτσιλάδες στα κόκκινα αφράτα του μάγουλα, πλησιάζει τον επικεφαλής και του λέει θαρρετά:
«Αστυνόμε, άλφα ή βήτα δεν έχει σημασία, ΕΓΩ ξέρω τι έγινε ακριβώς. Θα σου το πω, αρκεί κι εσύ να μου υποσχεθείς ότι δεν θα έχω μπλεξίματα».
«Να τα μας τώρα που θα υποκύψουμε και σε όρους που μας βάζουν οι μπόμπιρες. Μα για λέγε, για λέγε πριν σ΄ αρχίσω στις φάπες».
«Κυρ Αστυνόμε εγώ σου μιλώ αντρίκια και με ευγένεια. Αν εσύ μου αποκριθείς με σφαλιάρες τότε κι εγώ το ράβω και μετά θα τρέχουμε σε δικαστήρια ότι βιαιοπράγησες σε ανήλικο, καθ’ υπέρβασιν καθήκοντος και θυμήσου με όταν τεθείς εκτός Σώματος της Αστυνομίας ή σε διαθεσιμότητα στην καλύτερη περίπτωση. Εγώ σαν ανήλικος δεν έχω να φοβηθώ μήτε δικαστήρια, μήτε δικαστές. Το ξέρεις και το ξέρω».
Κόκκαλο ο μπάτσος, τη στιγμή που έφτανε και το πρώτο κανάλι και άπλωσε τα "μαρκούτσια" του, Θεός συγχωρέστον τον Ράλλη. Απλώθηκαν και έπιασαν δουλειά.
«Λέγε λοιπόν ρε τσόγλανε... μετά βίας κρατιέμαι».
«Είμαι λάτρης της Χημείας και τρεις φορές βραβευμένος σε Ολυμπιάδες και άλλους διαγωνισμούς. Που σημαίνει ΌΤΙ και αξιοσύνη διαθέτω και πείρα. Έχω, ΕΙΧΑ, μετατρέψει το υπόγειο του σπιτιού μου σε εργαστήριο για τα πειράματά μου. Δυστυχώς κάτι δε πήγε καλά και το σύστημα εξερράγη. Κρίμα, γιατί είχα καταβάλει πολύ κόπο και όλο μου το χαρτζιλίκι πάνω στο πείραμα που αν πετύχαινε θα γραφόμουνα με χρυσά γράμματα στο βιβλίο ΓΚΙΝΕΣ. Αντί όμως για το βιβλίο αυτό, φοβάμαι θα γραφτώ στου διαόλου τα κατάστιχα και τις σφαλιάρες που από σένα γλίτωσα, θα τις εισπράξω και με επιτόκιο από τον πατέρα μου, που όπου να ναι καταφτάνει ειδοποιημένος από τον μπάρμπα ΜΗΤΣΟ.
ΖΗΤΩ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ της ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΣΑΝ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΠΟΥ ΚΑΤΕΘΕΣΕ ΑΥΘΟΡΜΗΤΩΣ.
Ούτε φόνος λοιπόν, ούτε κλαταρισμένο λάστιχο φορτηγού βαρέως τύπου. Ανατίναξη χημικού εργαστηρίου ενός φιλόδοξου νεαρού με κατακκόκινα μαλλιά και υπέροχες καφετιές φακίδες γύρω από μια όμορφη μυτούλα και τ’ αφράτα μάγουλα που σου ερχόταν να τα τσιμπήσεις. Πράγμα που αποτελούσε για το πιτσιρίκι τον μόνιμό του εφιάλτη. Αντί χαιρετισμού τσιμπιά στα μαγουλάκια. Φρίκη.
Λατρεμένοι μικροί χημικοί που προοιωνίζουν καλά. Δεν βαριέσαι, όλοι από κάπου αρχίζουν και μέσα σ’ αυτά τα κάπου, θα υπάρχουν και ΜΠΑΜ.
ΑΝ ΔΕΝ ΠΑΘΟΥΝ ΠΩΣ ΘΑ ΜΑΘΟΥΝ;
Τ Ε Λ Ο Σ
Copyright © Λένα Μαυρουδή Μούλιου All rights reserved, Ιούλιος 2016
Το συνοδευτικό κολάζ αποτελείται από τμήματα explosion πίνακα που δημιουργήθηκε ως performance art. Πηγή
Από την ίδια: