Ποτέ δεν έπαψαν να με εντυπωσιάζουν τα μικρά βιβλία. Παρόλο που παλιότερα αγόραζα μόνο βιβλία άνω των 500 σελίδων, τώρα πια το έχω κόψει. Παλιότερα σκεφτόμουν το βιβλίο καθαρά συμφεροντολογικά: Όσο περισσότερες σελίδες, τόσο πιο συμφέρουσα η αγορά, τόσο περισσότερες μέρες ανάγνωσης, άρα αξίζει τον κόπο (το ποσό). Είναι και ακριβά, πανάθεμά τα. Μου πήρε πολλά χρόνια και πολλά άχρηστα βιβλία -που χάρισα ή τσαλάκωσα ή πέταξα χωρίς ίχνος τύψης- για να καταλάβω το λάθος αυτής της λογικής. Τη διαφορά άρχισε να κάνει το ανικανοποίητο μέσα μου και η διαπίστωση πως είχα πολλά βιβλία τα οποία δεν είχα καμιά πρόθεση να ξαναδιαβάσω, παρόλο που δεν τα θυμόμουν πλέον.
Αντίθετα, μεγαλώνοντας (και υποτίθεται ωριμάζοντας) παρατήρησα πως έχω βιβλία που τα έχω διαβάσει και τρεις και πέντε και δέκα φορές, και πάντα θέλω να τα ξαναδιαβάζω, παρόλο που θυμάμαι πια τόσο καλά το θέμα και την ιστορία τους και παρόλο που τα έχω διαβάσει πίσω και πέρα από τις λέξεις. Υπάρχουν βιβλία που δεν τα βαριέσαι ποτέ. Αυτό. Υπάρχουν βιβλία που κάθε φορά που τα διαβάζεις, είναι μια νέα εμπειρία. Κάπως έτσι άρχισα να βλέπω το βιβλίο πιο... επενδυτικά. Κάπως έτσι άρχισα να σκέφτομαι βιβλιοθήκες που καλύπτουν έναν ολόκληρο τοίχο, παλιότερες εκδόσεις, βιβλία στολίδια και βιβλία που θέλω να έχουν τα παιδιά μου.
Ανακάλυψα πως τις περισσότερες φορές, τέτοια βιβλία ήταν μικρά. Λίγες σελίδες. 300 το πολύ. 200. Ακόμα και 100 και κάποιες φορές λιγότερες. Εκεί είδα και την πραγματική δύναμη των λέξεων, όταν αυτές μπαίνουν στη σωστή σειρά και με το σωστό τρόπο. Διαβάζω και δε σκέφτομαι, παρά οι λέξεις μαζί με τις εικόνες τους περνούν κατευθείαν στο μυαλό μου και μένουν εκεί, ολοζώντανες.
Τότε και το κόστος του βιβλίου έπαψε να έχει τόσο μεγάλη σημασία, παρόλο που υπάρχουν εποχές που είναι ένα κόστος το οποίο δεν μπορώ να καλύψω. Μα υπάρχουν τρόποι, αρκεί να ψάξει κανείς, και όπως μαθαίνεις να διαβάζεις πίσω από τις λέξεις, μαθαίνεις και να κοιτάς πίσω από τις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων.
Ο μαστρο-Πέτρος είναι ένας χαρακτήρας που πολύ θα ήθελα να είχα γνωρίσει. Σίγουρα είναι ένας χαρακτήρας που έχει αποτυπωθεί πια στο μυαλό μου και θα παραμείνει εκεί, θα τον θυμάμαι.
Σιδεράς στο επάγγελμα, λυγισμένος στα δύο από ένα πολυβόλο που κουβαλούσε για χιλιόμετρα στην πλάτη του στο πεδίο της μάχης στην Κατοχή. Όμορφος άντρας, θεριός, πανέξυπνος, ετοιμόλογος και με ψυχή παιδιού. Φυλάει το όπλο του σ’ ένα κιβώτιο κι ούτε που φαντάζεται πως θα έρθει η ώρα να το ξαναχρησιμοποιήσει. Μα κάποτε φτάνει αυτή η ώρα, όταν η δασκάλα του χωριού του που την αγαπά σα να είναι κόρη του, δολοφονείται από μια σπείρα Γερμανών αρχαιοκάπηλων.
Ο μαστρο-Πέτρος ξέρει πως το «αναθεματισμένον αγγλικόν κατασκεύασμα» θα τον βγάλει ακόμα μια φορά ασπροπρόσωπο και θα τον συντροφεύει για πάντα. Ακόμα και στο θάνατο.
Το βιβλίο του Σπύρου Γιακουμάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Όστρια.
Στο οπισθόφυλλο γράφει...
Στο οπισθόφυλλο γράφει...
O γέρο Μανωλάκης είχε περάσει μικρός χτικιό κι η φωνή του στη δίνη των χρόνων είχε εξασθενήσει. Τα λόγια του έβγαιναν από το πανωλαίμι του αδύναμα, τάπαιρνε ο αγέρας και τα σκόρπιζε πριν ακουστούν. Ρώταγε τον παραγιό του που τον βόηθαγε στ' όργωμα: ''Τι χαμπάγια Λεφτεάκη;'' Καλά καλά δεν πρόφερε ούτε το ρο κι η άρθρωσή του ήταν χαλαρή, αδύνατο ο Λεφτέρης να καταλάβει τα λόγια του γέρου. Αφουγκραζόταν μόνο ένα ξερό σφύριγμα όμοιο οχιάς πριν ριχτεί στο θύμα. Από διαίσθηση ρίσκαρε ένα ''καλά είμαι μπάρμπα''. Τότε ο γέρο Μανωλάκης χαμογελούσε διάπλατα κι ύστερα ξερόβηχε βάνοντας την απαλάμη του μπροστά στα χείλη. Τα μικρά πουλίσια μάτια του είχαν θολώσει από συγκίνηση που ο Λεφτέρης ήταν καλά στην υγειά του. Έστρεφε τότε το γυρτό μικροκαμωμένο κορμί του με τα αδύνατα κανιά κατά το στενό καλντερίμι που έβγαζε από το χωριό στο Λιβάδι, όπου οι χωριανοί είχαν τις καλλιέργειές τους.