Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Ο βράχος

Γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Τα όνειρα της Μαρίας Χριστίνας με το οδοιπορικό τους σε τοπία και μέρη που δε θυμόταν να τα έχει περπατήσει ποτέ στ’ αλήθεια, συνεχίζεται.
Μα τι στο καλό της συμβαίνει στ’ αλήθεια;
"Βλέπει" μέρη με τέτοιες λεπτομέρειες, που όπως λέει και η ίδια, δε μπορεί να πιστέψει ότι ΔΕΝ υπάρχουν. Θα τα περπάτησε, είτε σε κάποια του παρελθόντος στιγμή αλλά ίσως και να τα βαδίσει στο μέλλον.
Τούτη τη φορά βρέθηκε, λέει, στο σπίτι των προγόνων του πεθαμένου γαμπρού της, άντρα τής κατά πολύ μεγαλύτερης αδελφής της.
Το θυμάται με τέτοιες λεπτομέρειες, που είναι αδύνατον το σπίτι αυτό να μην υπήρξε. Και αρχιτέκτονας να ήταν, τις ίδιες λεπτομέρειες θα έβλεπε σαν αυτές που εκείνη είδε στο όνειρό της.
Ήταν μία ξύλινη κατασκευή από ξύλο όχι τραχύ όπως συμβαίνει με τα χωριατόσπιτα, αλλά λουστραρισμένο και παρά την ηλικία του βρισκόταν σε άριστη κατάσταση. Δέσποζε της περιοχής και δεν ήξερε η Μαρία Χριστίνα εάν βρισκόταν σε χωριό ή σε κωμόπολη, πάντως σε πόλη δεν ήταν.
Από τα ανοιχτά του παράθυρα σαν σε αετοφωλιά, αντίκριζες ένα ανεμπόδιστο από άλλα κτίσματα τοπίο, και περιέργως πώς, σε έκανε να νιώθεις ένα αεράκι ελευθερίας και ευχαρίστησης.
Το πιο παράξενο με το όνειρο δεν ήταν το σπίτι αυτό καθ’ εαυτό, που βέβαια όμοιό του δεν είχε ποτέ ξαναδεί, και ήταν απόλυτα σίγουρη γι’ αυτό, μα οι άνθρωποι, τους οποίους "είδε" μέσα, πέραν του από πολλά χρόνια πεθαμένου πεθερού της αδελφής της.
Ένα σιωπηλό συγγενολόι που είχε προφανώς έρθει να αποχαιρετήσει το σπίτι του συγγενή τους που επρόκειτο να πουληθεί. Τους έλεγε (μόνον αυτός μιλούσε) ότι θα εισέπραττε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσόν, σε νόμισμα ολοκαίνουριο δηλαδή Ευρώ, σε μια εποχή που η Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε καν σαν ιδέα υπήρχε ακόμα.
Ήταν καμιά εικοσαριά νοματαίοι, καθισμένοι στο άδειο από έπιπλα σαλόνι πάνω σε αόρατες καρέκλες που επέτειναν την αίσθηση του κενού και αυτή η αίσθηση του άδειου, σου έφερνε ανατριχίλα.
Το τραχύ σανιδένιο πάτωμα είχε σκουπιστεί καλά και η Μαρία Χριστίνα θυμάται ακόμη και η σκούπα ήταν από εκείνες τις αρχαίες που χρησιμοποιούσαν 70-80 πριν. Φροκαλιά την έλεγε η Σμυρνιά προγιαγιά της.
Μέσα σε κούτες κλειστές, υπήρχαν στριμωγμένα αντικείμενα που κάποτε στόλιζαν και ομόρφαιναν το χώρο. Η δε έγνοια και η αγωνία της κοπέλας ήταν εάν σε κάποια από αυτές τις κούτες, υπήρχαν δύο ακριβά ασημένια κηροπήγια δώρο που η ίδια είχε κάνει στους συγγενείς της αυτούς. Θα μπορούσε και αυτά να τα περιγράψει αν και δεν είχαν καμία σχέση με τα κηροπήγια του δικού της σπιτιού ή και αυτού της αδελφής της.
Της είπαν λοιπόν, χωρίς ήχος να βγαίνει από το στόμα τους, να μην ανησυχεί γιατί και αυτά ήταν προσεκτικά αμπαλαρισμένα σε μια κάποια κούτα.
Η κουβέντα είτε με ήχο είτε χωρίς, είχε ειρμό, νόημα και συνέχεια και όχι όπως συμβαίνει με τα όνειρα συνήθως.
Και το όνειρο, σαν σε κινηματογραφική ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, μετά και απ΄ αυτή τη διαβεβαίωση συνεχίστηκε απρόσκοπτα.
Η περιέργεια της Μαρίας Χριστίνας –στον ύπνο της πάντα– ήταν να εξερευνήσει και τα υπόλοιπα δωμάτια, που όπως τα έβλεπε έξω από τις κλειστές λουστραρισμένες τους μεγάλες πόρτες τα φαντάστηκε και αυτά άδεια, ήταν σαν συνέχεια με το σαλόνι. Ένας διάδρομος φαρδύς χώριζε το ξύλινο σπίτι στα δύο. Με πανομοιότυπες πόρτες στην απέναντι πλευρά του που προφανώς ανήκαν σε συγγενική οικογένεια.
Έξω απ ’αυτές τις επιβλητικές πόρτες καθόταν μια κυρούλα εντελώς άγνωστη στη Μαρία Χριστίνα, που προσπαθούσε να ενώσει στις πλευρές ενός ξεθωριασμένου πανιού μια γιρλάντα από στρογγυλές φουντίτσες σαν μπίλιες ένα πράγμα.
«Τι κεντάς καλέ κυρά μου»; την ρωτάει η Μ.Χ.
«Τα προικιά της εγγονής μου» απαντά η γριά.
«Μα είναι δυνατόν να θελήσει η εγγονή σου μια τέτοια παλιομοδίτικη παλιατσαρία; Και με συγχωρείς για τον χαρακτηρισμό» συνέχισε, απορώντας πώς μια γυναίκα με τέτοια αγωνιώδη προσπάθεια αγωνιζόταν να φτιάξει ένα κατ’ ευφημισμό κέντημα κατά πώς το είχε σχεδιάσει, να το δωρίσει σε ένα νέο κορίτσι.
«Είσαι βέβαιη καλή μου ότι δεν θα σου το πετάξει και συ κάθεσαι άδικα και κουράζεις τα ματάκια σου και παιδεύεσαι άδικα των αδίκων;»
«Θα της αρέσει, θα της αρέσει και θα το δεις» της ανταπάντησε εκείνη χαμογελώντας αινιγματικά, ή έτσι τουλάχιστον φάνηκε της Μ.Χ.
Στη συνέχεια, και πάντα μέσα στην απορία, ρωτάει η κοπέλα και το συμπέθερο πώς και αποφάσισε να πουλήσει ένα τέτοιο σπίτι που το καμάρωναν όλοι και που είναι των προγόνων του. Αλλά και πώς συναίνεσαν οι γιοι του σε αυτό, που σε ό,τι είχε σχέση με το χωριό τους είχαν ιδιαίτερη ευαισθησία και αδυναμία θα μπορούσε να πει κανείς;
Της απάντησε ότι είναι κρίμα να μένει έτσι ανεκμετάλλευτο αφού οι οικογένειες των παιδιών του ουδέποτε θα θελήσουν να μείνουν σ’ αυτό, ούτε καν τις ημέρες των διακοπών τους.
«Με τα χρήματα που θα πάρω, κάπου 300.000 ευρώ, -ευρώ;- θα αγοράσω ένα άλλο πιο ελκυστικό, κοντά στη θάλασσα ίσως. Τα χρήματα δεν πρόκειται να εξανεμισθούν έτσι άσκοπα», της είπε ο γέροντας ο έχων πάντα το γενικό πρόσταγμα. Και οι αποφάσεις του Νόμος.
Σε όλο αυτό το σκηνικό, η αόρατη παρουσία του πεθαμένου γιου και άντρα της αδελφής της, καθώς και της επίσης πεθαμένης συμπεθέρας, αισθητή.
Η Μαρία Χριστίνα σκεπτική και προβληματισμένη βγαίνει από την αετοφωλιά όπως βάφτισε το παράξενο τούτο σπίτι και πάει να στηθεί κάπου απέναντί του, ατενίζοντάς το να δεσπόζει στο τοπίο. Σημειωτέον ότι η κοπέλα σαν φρεσκοπαντρεμένη πριν λίγα χρόνια είχε επισκεφτεί το χωριό αυτών των ανθρώπων και είχε δει το μέρος που πάλαι ποτέ βρισκόταν το σπιτικό τους, αλλά που τότε δεν είχε απομείνει πέτρα στη πέτρα και κεραμίδι που να δηλώνει την πρότερη παρουσία του. Στο όνειρό της πάντως, δεν είχε την παραμικρή ένσταση για τη διαφορά τοπίου και σπιτιού από την πραγματικότητα. Εκείνο που σκέφτηκε ήταν ότι τότε είχε αντικρίσει έναν έρημο τόπο ΖΏΝΤΩΝ ανθρώπων, ενώ τώρα έβλεπε ένα ωραίο σπίτι ΠΕΘΑΜΈΝΩΝ… Και ακόμη ένα άλλο οξύμωρο σχήμα, ενώ όσο υπήρχε παλιά το σπιτικό τους δεν άρεσε στην αδελφή της να μένει αυτή και η οικογένειά της σ’ αυτό, τώρα που ο πεθερός της το πουλούσε, ήταν μέσα στη κατάθλιψη και τη στενοχώρια για το χαμό του…
Με αυτές τις σκέψεις, που όπως είπαμε ακολουθούσαν έναν λογικό ρυθμό και δεν ήταν πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα πράγμα συνηθέστατο και στα πιο καθαρά μας όνειρα, καθόταν εκεί έξω και θαύμαζε το παράξενο κατασκεύασμα έτσι όπως ήταν αφημένο θαρρείς, πάνω στον κακοτράχαλο βράχο. Χωρίς θεμέλια, αλλά που είχε τρόπω τινά ενσωματωθεί με τον πανύψηλο βράχο και είχε γίνει μαζί του ένα. Ναι μεν σπίτι και βράχος δύο τελείως ανόμοια πράγματα μα που η αετοφωλιά ήταν σαν η φυσική απόληξη του βράχου αυτού.
Κάποια στιγμή η κοπέλα ξύπνησε, με έντονη τη θύμηση του όλου σκηνικού, άλλο παράξενο κι’ αυτό μιας και σπανιότατα θυμόμαστε τα όνειρά μας ή και αν τα θυμόμαστε, αυτά είναι συγκεχυμένα και μόνο ένα αόριστο ρεζουμέ έχουμε από την ενύπνια ιστορία.
Εκείνη όμως θυμόταν και την παραμικρή λεπτομέρεια σαν να είχε ζήσει τόσο στο σπίτι όσο και στο γύρω απ’ αυτό τοπίο.
Θυμόταν ακόμη και τα μαγαζιά της γειτονιάς μόνο που όλα βρίσκονταν σε μέρος σκεπασμένο κάτι σαν στοά, και ήταν μαγαζιά παλαιάς κοπής καμία σχέση εχόντων με τα σημερινά.
Το πραγματικό χωριό, που όπως είπαμε είχε κάποτε επισκεφτεί, είχε τότε ελάχιστους κατοίκους που επέμεναν να ζουν σ’ αυτό και σ΄ αυτό να πεθάνουν, και είχε ένα μαγευτικό τοπίο που από το υψόμετρό του αντίκριζες μια μαγευτική πανοραμική θέα των όμορων χωριών. Μαγεία είναι η σωστή λέξη. Είχε εντυπωσιαστεί.
Μ’ αυτές τις θύμησες ξανακοιμήθηκε, με το όνειρό της όμως να μη λέει να τελειώσει, σαν να την περίμενε να ξανακοιμηθεί για να το πιάσει από κεί που πριν λίγο το είχε διακόψει.
Πάντοτε λέω, και το πιστεύω απόλυτα, ότι είμαστε οι σκηνοθέτες των ονείρων μας μα σπανιότατα θυμόμαστε τα έργα που σκηνοθετήσαμε.
Περίεργο λοιπόν δεν είναι ότι με τούτο εδώ που καθώς μου το διηγιόταν έλεγε ότι το "ζούσε" ξανά και ξανά και όχι μόνον αυτό. Τις ημέρες που ακολούθησαν όλο και μια καινούρια λεπτομέρεια ερχόταν να προστεθεί στην φανταστική ολοζώντανη εικόνα που δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό της τις νύχτες και τις μέρες της.
Δεν της το έβγαζες από το μυαλό ότι το σπίτι αυτό υπήρξε κάποτε. Θες σε μιαν άλλη ζωή; Ίσως. Και έλεγε "άλλη" ζωή γιατί στη σημερινή δεν θυμάται να είχε δει ποτέ κάτι παρόμοιο, αλλά ούτε και τα μαγαζιά γύρω απ΄ αυτό να έχουν καμιά σχέση όχι μόνο με τα σημερινά αλλά και μ’ αυτά τα απλοϊκά και του πιο απομακρυσμένου Ελληνικού χωριού.
Μήπως και τότε που βρέθηκε στο Παρίσι με τους φίλους της περίμενε να βρεθεί σε γειτονιές που τις είχε περπατήσει στα όνειρά της; Περίμενε ποτέ να συναντήσει ανθρώπους που μόνο στον ύπνο της είχε δει; Με τη διαφορά ότι σε κείνη την περίπτωση τα πρόσωπα τ’ ονείρου της ήρθαν από το μέλλον. Σε τούτο εδώ σίγουρα ήρθαν από το παρελθόν, έτσι μαρτυρούσε το όλο σκηνικό τους.
Σκέφτηκε ότι ίσως κάποιος πει ότι οι εικόνες ήρθαν μέσα από τα εκατοντάδες βιβλία που είχε διαβάσει από παιδί. Είναι μια κάποια πιθανότητα κι αυτή όπως και οι άπειρες ταινίες ελληνικές και ξένες να δάνεισαν κομμάτια από τα σκηνικά τους στα δικά της όνειρα. Μα ωστόσο, ΓΙΑΤΙ αυτή η επιμονή της φαντασίωσής της; Αυτό είναι το κύριο ερώτημά της…
Ήμουν ο μόνος από τους φίλους της που μου εξομολογιόταν όλα αυτά γιατί δεν την ειρωνευόμουν, την άκουγα και την στήριζα.
Κι εγώ με τη σειρά μου αγαπητέ μου αναγνώστη όποια και αν είναι η συνέχεια και η συνέπεια του ονείρου της καλής μου φίλης, θα σε ενημερώσω αν σε ενδιαφέρουν βέβαια ιστορίες αυτού του είδους…

*

Κι ένα βράδυ που έβρεχε, που έβρεχε μονότονα, η Μαρία Χριστίνα μου τηλεφωνεί:
«Σωτήρη, Σωτήρη, σωτήρα μου, σώσε με...»
«Έλα Παναγιά μου. Πως κάνεις έτσι κορίτσι μου; Από τι μπορώ να σε σώσω ο έρμος εγώ;»
«Το θυμάσαι φαντάζομαι το όνειρο που σου αφηγήθηκα. Έτσι δεν είναι;»
«Και να ήθελα να το κάνω με αφήνεις κοριτσάκι; Μα για ποιο απ’ όλα λες;»
«Όχι βρε Σωτήρη μου γι’ αυτό του Παρισιού. Αυτό είναι σε άλλο… βιβλίο (!), για το σπίτι του συμπέθερου λέω.
Ε, λοιπόν δεν θα το πιστέψεις αλλά θυμήθηκα μια λεπτομέρεια που μόλις τώρα σχηματοποιήθηκε, τόσες μέρες που γυρόφερνε άναρχα στο μυαλό μου μέσα. Δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα και να σου πω κάτι; Καλύτερα έτσι. Γλίτωσα από τον νυχτερινό μου επισκέπτη που πια είμαι πεπεισμένη ότι ΘΕΛΕΙ ΚΑΤΙ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙ. Και θα πρόκειται για ΚΑΤΙ πολύ σοβαρό, να μου το θυμηθείς.
Κοντά στα ξημερώματα πια, καθώς φαίνεται δεν άντεξα, έκλεισα λίγο τα μάτια μου που μ’ έτσουζαν από την αϋπνία, και να’ μαι αμέσως στα γνωστά μου λημέρια. Όχι που θα την γλίτωνα. Επιμονή μια φορά, όχι αστεία ε;
Αν και βυθισμένη για τα καλά στο υποσυνείδητό μου, είχα πλήρη συναίσθηση ότι βρισκόμουν στο χωριό του συμπέθερου.
Δε θα είμαστε καλά. Αν λοιπόν θέλει σώνει και καλά κάτι να μου πει, γιατί δεν μου το λέει μια κι’ έξω να ξεμπερδεύουμε και με αναστατώνει νυχτιάτικα κοπέλα πράγμα που είμαι μόνη μου μιας και ο άντρας μου o Παύλος είναι στο Λονδίνο σε αποστολή που τον έχει στείλει το Μεγάλο αφεντικό, ο Στέφανος Μακρής ο φημισμένος detective;
Να κοιμήθηκα μισή ώρα; Σηκώθηκα. Ήταν πέντε η ώρα πριν το ξημέρωμα. Έκανα έναν δυνατό καφέ και άκουσε τώρα. Αντί να κρατηθώ ξύπνια όπως γίνεται με τη βοήθεια τέτοιων ροφημάτων οδηγήθηκα σε έναν λήθαργο βαθύ που και ατομική βόμβα να έπεφτε και να γλίτωνα από μια μου εξαέρωση, δεν επρόκειτο χαμπάρι να πάρω που λένε. Ο λήθαργος θα πρέπει να κράτησε 2-3 ώρες. Και για μια στιγμή πετάγομαι από το κρεβάτι μου μούσκεμα στον ιδρώτα.
ΤΙ ΗΤΑΝ ΕΚΕΊΝΗ Η ΛΕΙΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ κατάφατσα του τεράστιου βράχου πάνω στον οποίο ήταν ακουμπισμένη η αετοφωλιά; Και λέω "ακουμπισμένη" γιατί φαντάζομαι ότι κάπως έτσι ήρθε και ακούμπησε η του Νώε Κιβωτός πάνω στο όρος Αραράτ μετά τον κατακλυσμό, για να πάρεις μιαν ιδέα.
Τι ήταν φίλε μου, εκείνη η λειασμένη επιφάνεια ενός τετραγωνικού, πάνω κάτω, μέτρου; Το αποτύπωμα από καμιά ταμπέλα διαφημιστική; Ή ένα είδος πόρτας, μια κάθετη καταπακτή ας πούμε;
Να μην υπάρχει αυτός ο βράχος στο χωριό του συμπέθερου το αποκλείω. Ναι μεν σπίτι, είτε πραγματικό είτε αυτό τ΄ ονείρου δεν υπάρχει πια, όμως αυτό το εξόγκωμα του εδάφους ούτε καταστρέφεται με τα χρόνια ούτε το ισοπεδώνεις για να χτίσεις το σπίτι σου τη στιγμή που όλο το χωριό είναι στη διάθεσή σου, έτσι και έχεις βίτσιο να θέλεις να το χτίσεις στην ερημιά, λέμε τώρα.
Άρα Σωτήρη μου το μυστήριο το κρύβει Ο ΒΡΑΧΟΣ. Είμαι πλέον τόσο πεπεισμένη γι αυτό, όσο για το ότι η Αθήνα μου που λατρεύω, είναι εδώ και δεκαετίες πολλές, η πρωτεύουσα της Ελλάδας!!!
Αποκλείεται σου λέω να είναι αποτέλεσμα μιας ευφάνταστης ονειροφαντασίας… Να, σου μιλώ τώρα και από τα μάτια μου δεν φεύγει ο κωλόβραχος με την αετοφωλιά του. Εσύ δηλαδή τι ερμηνεία μπορείς να δώσεις σ’ αυτό που μου συμβαίνει; Μα δεν σου είπα ακόμη αυτό για το οποίο σε κάλεσα…
Που λες, όλο το πρωινό που ακολούθησε τη νύχτα της αγρύπνιας μου και του λήθαργου, άρχισα να παίρνω τηλέφωνα, συγγενολόγια κοντινά και μακρινά και με διάφορους πλαγιομετωπικούς ελιγμούς να κάνω ερωτήσεις μη και ήξεραν κοντά 2-3 γενιές πίσω, αν έκρυβε κάποιο μυστικό η οικογένεια του συμπέθερου.
Και άκου φίλε μου τί μου είπε μέσες άκρες, η τυφλή προγιαγιά του πεθαμένου άντρα της αδελφής μου:
Ο δεσποτικός και αυταρχικός αρχηγός της φαμίλιας ένα βράδυ, κτύπησε τόσο άγρια το μικρό του γιο που ήταν και η αδυναμία του (σκέψου και να μην ήταν!), που ως και οι λύκοι και τα τσακάλια της περιοχής έβγαλαν από το φόβο τους άγρια ουρλιαχτά. Ήταν μία απάνθρωπη έκρηξη θυμού, γιατί ο νεαρός 19χρονος αψηφώντας την απαγόρευσή του, πήγε και παντρεύτηκε κρυφά το κορίτσι που αγαπούσε.
Το παλικάρι από κείνο το βράδυ εξαφανίστηκε, δεν τον ματάδε κανείς. Ούτε και το τι απέγινε έμαθε ποτέ είτε συγγενής, είτε συγχωριανός και φίλος.
Άλλοι είπαν ότι το παιδί έριξε μαύρη πέτρα πίσω του, πήρε το κορίτσι του και δε θέλησε να ξαναδεί τον κύρη του.
Άλλοι είπαν ότι το παιδί το σκότωσε ο ίδιος του ο γονιός και ότι το έθαψε τόσο καλά που ούτε τα κυνηγόσκυλα και τα λαγωνικά που συνήθως ξεθάβουν πτώματα από φρεσκοσκαμμένους τάφους μυρίστηκαν κάτι. Το δε εξίσου περίεργο ήταν ότι μαζί με το παιδί εξαφανίστηκε και ο πιστός του σκύλος.
Η αλήθεια είναι ότι τότε η χωροφυλακή συνεπικουρούμενη από εθελοντές κατοίκους, ακόμη και από τους αγροφύλακες, έκανε εκτεταμένες έρευνες. Μα δε βρέθηκε ίχνος. Και μια Αγγελική Νικολούλη να υπήρχε εκείνη την εποχή δεν θα προσέφερε τίποτα περισσότερο.
Πολλοί είπαν, (πάντα κατά την τυφλή γερόντισσα,) ότι ο πεθερός της αδελφής μου γ’ αυτόν ακριβώς το λόγο ήθελε να πουλήσει το σπίτι, γιατί έκρυβε το ένοχο μυστικό που του είχε στοιχειώσει τη ζωή. Φαντάσματα τον κυνηγούσαν και άκουγε από παντού κραυγές. Ήταν και καλά οι κραυγές του αγοριού που καταριόταν τον ανόσιο γονιό του που πήρε τη ζωή του τόσο βάναυσα. 
Με τούτα και με τ’ άλλα και με φήμες που σε αγρίευαν να τις ακούς, αναγκάστηκε η χωροφυλακή μετά από καιρό να αναψηλαφήσει την υπόθεση του νέου άντρα και πια να ψάχνει σε ξεροπήγαδα και ρεματιές, για σκελετούς ή οτιδήποτε άλλο.
Μόνον αποχρώσες ενδείξεις υπήρχαν. Δεν βρέθηκε ΤΙΠΟΤΑ.
Και βέβαια μόνο με αποχρώσες ενδείξεις και φήμες αγαθών συγχωριανών, δεν στοιχειοθετείται κατηγορία για δολοφονία.
Και τώρα τόσα χρόνια μετά, ήρθε ένα περίεργο όνειρο να… ξυπνήσει να ξεθάψει το παρελθόν. Πίστευε ότι ήταν ένα είδος τιμωρίας για τη μνήμη του γέροντα να αποκαλυφθεί η φρικτή του αλήθεια που την έκρυψε τόσο επιμελώς και το παιδί του να βρει αναπαμό στο αιώνιο ταξίδι του. Ζητούσε να ανακαλυφτεί ο τάφος του και έστω κι’ έτσι να αμαυρωθεί η μνήμη του πατέρα φονιά.
Κοντολογίς φίλε καλέ μου, μου περνάει από το μυαλό ότι ο τάφος του αγοριού είναι εκεί στη φάτσα του βράχου πίσω από τη λειασμένη επιφάνεια.»
«Μα βρε κορίτσι μου , λογικέψου. ΠΏΣ μπόρεσε γέρος άνθρωπος να σκάψει, να λαξεύσει να πω πιο καλά, τον βράχο, χωρίς να γίνει αντιληπτός; Και το πτώμα; Δεν μύριζε εν τω μεταξύ; Και άντε και πες ότι με κάποιο πρόσχημα εργασιών στην αετοφωλιά του (που ήταν το υποτιθέμενο σπίτι του) ότι δικαιολογούσε και τις εργασίες στον βράχο. Μα επαναλαμβάνω, τον νεκρό πού στην ευχή τον είχε παραχώσει για να μη μυρίζει; Τι με βάζεις τώρα και λέω τέτοια μακάβρια πράγματα! Και πόσον καιρό να του πήρε η κατασκευή της περίεργης αυτής σαρκοφάγου; Και…»
«Σωτήρη άφησε τα και, και τα και, και έλα να με βοηθήσεις. Θα πάμε στο χωριό. Απ’ όσο γνωρίζω κανείς δικός μου πλην της αδελφής μου έχει ποτέ πάει εκεί. Και όσο με αφορά πήγα κάποτε μία όλη κι όλη φορά, όπως σου είπα και ομολογώ ότι ΒΡΑΧΟ δεν είδα. Που σημαίνει ότι λάθος μου έδειξαν το σημείο που υποτίθεται ήταν το σπίτι της φαμίλιας, και ότι ο ΒΡΑΧΟΣ ήταν κάπου αλλού. Το εν λόγω χωριό στα σύνορα με την Αλβανία. Για να το επισκεφτείς ήσουν υποχρεωμένος να ζητήσεις μία ειδική κρατική άδεια αφού περνούσες από μια μικρή ανάκριση, για το τί πήγαινες να κάνεις και τα λοιπά.
Φυσικά, σήμερα είναι αλλιώς, αυτό δα έλειπε! Τότε ελλόχευαν χίλιοι κίνδυνοι με άδεια ή και χωρίς.
ΑΧ βρε Σωτηράκη μου να μπορούσα λέει να έβγαζα μια φωτογραφία του βράχου με την αετοφωλιά πάνω του έτσι όπως την βλέπω με τα μάτια του μυαλού και της ψυχής μου. Είμαι σίγουρη ότι όλο και κάποιος από τους εναπομείναντες απογόνους θα την αναγνώριζε έστω και αν δεν υπάρχει πια η αετοφωλιά.»
«Για στάσου. Σ’ αυτό νομίζω ότι μπορώ να σε βοηθήσω. Ναι, ναι υπάρχει τρόπος. Μπορούμε να απευθυνθούμε σε έναν από αυτούς τους ζωγράφους της αστυνομίας που κατορθώνουν με στοιχεία με τα οποία θα τροφοδοτήσεις το ταλέντο τους να σχηματίσουν μια ζωγραφιά που θα πλησιάζει κατά πολύ την ζητούμενη. Εσύ δεν έχεις παρά να οδηγείς τη σκέψη του και εκείνος με το χέρι και το ταλέντο του θα κάνει τα υπόλοιπα».
«Δεν μου λες; Εγώ δεν λέω πάντα ότι μετά από τον Παύλο μου είσαι ο number two άντρας της ζωής μου;
Πόσο με λυτρώνεις να ήξερες παλικάρι μου.»
«Έλα μωρό. Ηρέμησε και κόψε τις πολλές γλύκες μη σ΄ ακούσει η καλή σου φίλη και σύζυγός μου και έχουμε αιγαιοπελαγίτικα μπουρίνια. Εντάξει;
Αστειεύομαι βέβαια βρε. Ίσα ίσα που η Ζωή μου, χαίρεται όταν ακούει να της παινεύουν τον αγαπημένο της. Επιβεβαιώνουν έτσι, λέει, και το δικό της πιστεύω ότι αξίζω την αγάπη των πάντων!!!»
«Από μετριοφροσύνη πάντως σκίζουμε Σωτηράκο μου ναι;
Τι να σου πω; Ας ήμουνα καμιά 10ριά χρόνια νεότερη και σου έλεγα αν θα ζήλευε η Ζωή ή όχι. Μη κοιτάς που πια δεν είμαι στην πρώτη μου νιότη, στην εποχή των ερωτικών μου θριάμβων, τότε που σφάζονταν παλικάρια στην ποδιά μου. Έχεις ακουστά για μια Μαρία Πενταγιώτισσα; Κάτι τέτοιο τέλος πάντων στο πιο μοντέρνο.»
«Μη το λες, μη το λες. Ε, δε σε πήρανε δα και τα χρόνια; Δεν έχεις και συ ακουστά για το ποια κότα έχει το πιο καλό ζουμί;»
«Τι να σου πω Σωτήρη μου. Μπράβο. Το τί μου τόνωσες το ηθικό δεν λέγεται. Άστο και δεν το σώζεις, δεν σου το συγχωρώ, ακούς γριά κότα! Ο παραλληλισμός σου γκάφα πολλών αστέρων. Ευχαριστώ.»
«Τα έκανα σκατά, ζητώ συγγνώμη, εγώ ο αρχιγκαφατζής του κερατά. Μαριχρί μου, σε μισή ώρα είμαι σπίτι σου. Περίμενέ με».
Αμέσως μετά, τηλεφώνησε σε έναν φίλο του υψηλόβαθμο αστυνομικό του ζήτησε πληροφορίες για το πώς να έρθει σε επαφή με τον ειδικό ζωγράφο που λέγαμε. Και για καλή του τύχη εκείνη την ώρα στο γραφείο του φίλου του βρισκόταν και ο ζωγράφος. 
Του είπε μέσες άκρες τί ακριβώς ήθελαν απ΄ αυτόν και τηλεφωνεί της Μαρίας Χριστίνας:
«Πενταγιώτισσα, ετοίμασε μολύβια, ξύστρες, μπογιές -έχεις ή να αγοράσω;- ετοίμασε και καφέδες καθώς και από εκείνο το γλυκό το κερκυραϊκό που με τρελαίνει, ναι μωρέ το κουμ κουάτ, -κάθε φορά ξεχνάω πώς το λένε- και ώσπου να πεις "κύμινο" ερχόμαστε ο ζωγράφος κι εγώ.»
Έτσι η κοπέλα είχε τη χαρά να δει τον ταλαντούχο ζωγράφο να της ζωντανεύει την εικόνα, αυτήν ακριβώς που εδώ και μέρες της είχε στοιχειώσει τη ζωή.
Αμέσως μετά και χωρίς σχόλια την πέρασε στο face book της και περίμενε να δει τον ευλογημένο ΚΑΠΟΙΟΝ που θα της έγραφε ή θα τηλεφωνούσε να της πει:
"Πού το θυμήθηκες βρε θηρίο αυτό το αρχαίο σπιτικό; Θα πρέπει να έχουν περάσει και γω δεν ξέρω πόσες δεκαετίες που το είδα όρθιο ακόμα, για τελευταία φορά. Να δεις πότε ήταν; Ναι, λίγο πριν πάω φαντάρος… Μετά αφέθηκε στην τύχη του, μέχρι που διαλύθηκε εξ΄ων συνετέθη."
Λοιπόν αυτή η κοπέλα πρέπει να είχε και μαντικές ικανότητες, γιατί ακριβώς έτσι συνέβη, Μόνο στο φύλο διέφερε. Δεν ήταν ΚΑΠΟΙΟΣ, ΜΑ ΚΑΠΟΙΑ.
Μια υπέργηρη συγγένισσα της οικογένειας τηλεφώνησε για να της πει πάνω κάτω τα λόγια που η Μαρία Χριστίνα περίμενε να ακούσει.
Τρελάθηκε.
Μα κρατώντας και την ψυχραιμία της, ρώτησε την γηραιά κυρία να της πει λεπτομέρειες για το πού ακριβώς βρισκόταν το σπίτι αυτό του βράχου, σε ποιον ανήκε και ό,τι άλλο τέλος πάντων γνώριζε. Και εκείνη με μνήμη ελέφαντα και υψηλής ευκρίνειας, καλύτερη από τη δική της που θα μπορούσε να είναι και δισέγγονή της, της είπε πράγματα και πράγματα που να γράψεις μυθιστόρημα Εποχής.
«ΣΩΤΗΡΗ έλα αμέσως. Ό,τι και αν κάνεις παράτα το σου λέω και έλα. Λυπάμαι αν σε ξεβολεύω μα σου έχω νέα καυτά. Συγγνώμη φίλε μου για το ξεβόλεμα μα γι’ αυτό δεν είναι οι φίλοι; Για να ξεβολεύονται όταν έχεις την ανάγκη τους; Κάνω λάθος; Αχ φίλοι, φίλοι ευλογημένοι.»
«Κλείσε και έφτασα μωρό μου. Πες πως είμαι κιόλας εκεί. Κλείσε και έφτασα σου λέω που λέει ο Πορτοκάλογλου με το γνωστό του άσμα.»

*

«Ώστε υπήρξε το σπίτι αυτό στ’ αλήθεια ε; Και όπως είπες ανήκε στην οικογένεια του πεθερού της αδελφής σου. Εκείνη τι λέει για όλα αυτά;
Δεν της είπες ΤΙΠΟΤΑ; Κύριε των δυνάμεων.
Μα γατί δεν της είπες; Ίσως εκείνη να πρόσθετε κανένα κομμάτι και να λυθεί το puzzle που προσπαθούμε να συναρμολογήσουμε και δεν μπορούμε.»
«Σωτήρη μου δεν θα το έκανα αυτό για τίποτα στο κόσμο. Η αδελφή μου δεν συνήλθε ποτέ από την απώλεια του άντρα της. Δεν θα την αναστάτωνα και εγώ τώρα με τις ονειροφαντασίες μου, θα ήταν πέρα για πέρα εγωιστικό.
Όταν ολοκληρωθεί το puzzle που λες, τότε βλέπουμε. Τώρα πες μου τι κάνω;»
«Τι κάνουμε, θέλεις να πεις καλύτερα.
Ε, λοιπόν, εκείνο που κάνουμε, είναι μια ωραία μακρινή πενθήμερη εκδρομή, κατά το χωριό του συμπέθερου σου, Θα την οργανώσουμε έτσι που να την απολαύσουμε συγχρόνως. Εσύ βέβαια κι εγώ, καθώς και η Βιβή με τη Ζωή. Τι λες; Και μένα ποιος τη χάρη μου. Μόνος εγώ ανάμεσα σε τρεις κούκλες.
Συμφωνείς;
Φύγαμε»
Και πήγαν.
Καημένη Πατρίδα. Καημένη Ελλάδα! Πως σε έχουμε εγκαταλείψει έτσι;
Δάση βαθύσκιωτα από βελανιδιές με κεφαλόβρυσα κελαριστά, κατοικία Θεών και άγριων θηρίων.
Κάμποι άσπαρτοι με αγριόχορτα ψηλότερα από το μπόι τ’ ανθρώπου. Και το μόνο ίσως ον που λείπει από αυτή τη χλωρίδα και την πανίδα του τόπου είναι ο άνθρωπος!
Πως την εγκατέλειψε αυτήν την ομορφιά;
Η απάντηση απλή.
Γιατί η γη δεν του πρόσφερε αυτά που ήθελε και ήθελε όλο και πιο άπληστα.
Μα να ήταν μόνο αυτό; Ή έφυγε και εγκατέλειψε τη γη του προτιμώντας την ξεραΐλα της πόλης με εξασφαλισμένο όμως το μεροκάματο μιας οικοδομής ή ενός εστιατορίου σαν γκαρσόνι;
Εύκολη ζωή και η γη των προγόνων που τόσο αίμα χύθηκε γι ’αυτήν, στο πυρ το εξώτερον.
Τα καλοκαίρια την θυμόταν τη γη του και αργότερα με αιτία την κρίση και τα έξοδα, την ξέχασε ολότελα. Και αυτό είναι κάτι που πονάει. Μα και ποιος να μείνει σε ένα χωριό να πούμε όταν οι νέοι θέλουν να σπουδάσουν να ξεφύγουν από τη μιζέρια, δεν ζεις μόνο με όμορφα τοπία καλλιεργώντας τα χωράφια σου. Σαρδελοποιήσου λοιπόν στην πόλη που κανέναν δεν ήξερες και κανείς δεν σε ξέρει και μείνε να θυμάσαι το χωριό στα παραμύθια που διαβάζεις στα εγγόνια σου, εκεί που ωραιοποιούνται τα πάντα.
Πόνος, όχι αστεία!

*

Ήταν Ιούλιος μήνας όταν έγινε η εκδρομή.
Δεν χρειάζονταν πια μήτε κρατική άδεια μήτε υπήρχε δυσκολία να φτάσεις στο χωριό, μιας και ο κεντρικός δρόμος ασφαλτοστρώθηκε (να εξυπηρετήσει ποιον άραγε τώρα πια;) σε ένα τέταρτο της ώρας φτάνεις στην πόλη ενώ παλιά διέσχιζες βουνά και λαγκαδιές για να φάσεις, μετά από περπάτημα μιας ημέρας. Πρόοδος, λέει, που ωφελεί όμως ποιον, που να πάρει;
Πέρασαν από το αστυνομικό τμήμα τύποις και το μόνο που τους συνέστησαν εκεί, ήταν να προσέχουν τα φίδια, ήταν η εποχή τους και ήταν πολλά και παντού.
«Προσέξτε μη και πέσει κάποιο από δαύτα πάνω σας από κανένα δέντρο και….»
Τι ήταν να το πει αυτό, το όργανο; Αγριεύτηκαν οι κυρίες και δεν ήθελαν να πάνε.
«Ελάτε ρε παιδιά. Στην Ελλάδα είμαστε και όχι στη ζούγκλα του Αμαζονίου προσπάθησε να αποφορτίσει το κλίμα ο δόλιος ο Σωτήρης ανήσυχος κρυφά και ο ίδιος. Μία συμβουλή έδωσε το όργανο αυτό ήταν όλο.»
«Ωραία, ας πάμε, μα από το αυτοκίνητο δεν πρόκειται να βγούμε» είπε η κατά τα άλλα θαρραλέα Ζωή!
«Ας είναι, έστω κι έτσι ας πάμε. Τι δηλαδή; Φτάσαμε μέχρι εδώ, να μη δούμε τον ιστορικό βράχο του ονείρου της Μαρίας Χριστίνας; Δεν παίζει, παίζει;»
«Εγώ πάντως, φίδια ή μη, αγριόχοιροι ή μη, λύκοι ή μη, τσακάλια ελέφαντες ή μη, θα πάω» είπε η Μ. Χ.
Και ξεκίνησαν.
Και έφτασαν.
Και λοιπόν; Και που στην ευχή να πάνε να βρουν το βράχο; Ποιον να ρωτήσουν, τα δέντρα ή τα αγριόχορτα; Και μήπως υπήρχαν οδοί; Μα καλά. Το χωριό άδειασε από ανθρώπους, νέκρωσε και η ρυμοτομία του; Όχι βέβαια.
Νέκρωσαν οι ονομασίες των οικοδομικών τετραγώνων; Ναι. Προς τα που να πάνε να ψάξουν; Το χωριό ήταν μεγάλο, δεν ήταν λίγα τετραγωνικά.
Βλέπεις καημένη Μαρία Χριστίνα τι κάνουν τα ελλιπή σου όνειρα; Έκαναν focus στο βράχο μόνο, χωρίς άλλες λεπτομέρειες. Ως και αυτές της υπέργηρης και πανέξυπνης συγγένισσας δε ήταν αρκετές για να κατατοπιστείς.
Άρχισαν εποχούμενοι να κινούνται στην τύχη και τελείως άναρχα, από τη μία άκρη του χωριού στην άλλη οριζοντίως και καθέτως, δεξιόστροφα και αριστερόστροφα οι δύο κοπέλες να βλέπουν από τη μία πλευρά του οχήματος και ο Σωτήρης με τη Μ.Χ. από την άλλη. Μα δε βαριέσαι! Βράχος ΠΟΥΘΕΝΑ.
Να τον είχαν σκεπάσει τα αγριόχορτα; ΑΠΟΚΛΕΊΕΤΑΙ.
Τι διάολο, υπάρχουν αγριόχορτα γίγαντες;
Ναι αλλά και ο βράχος να γκρεμίστηκε με τα χρόνια από καμιά διάβρωση του πετρώματος του, κομματάκι απίθανο.
Υπομονή παιδιά και θα τον βρούμε. Μπήκαμε που μπήκαμε στο χορό, δεν θα χορέψουμε και κανέναν ηπειρώτικο κλαψιάρικο; Θα αφήσουμε τη Μ.Χ. να βασανίζεται με το όνειρο που την στοίχειωσε;
Το είχαν πάρει χαμπάρι πια και οι φίλοι της ότι επρόκειτο για ένα όνειρο που αν δεν πραγματοποιούνταν ο σκοπός του, δε θα εγκατέλειπε τις νύχτες και τις μέρες της, έτσι όπως είχε στοιχειώσει τη ζωή της.
Έκανε φρικτή ζέστη, παρόλο το υψόμετρο του χωριού. Να πιουν μια τσιτσιμπίρα να ξαποστάσουν, -από ποια κούραση βρε παιδιά, μη λέμε και παπαριές- και μετά να αρχίσουν ξανά το ψάξιμο. Λιγότερο άναρχα τώρα, αφού το τοπίο τους ήταν πια πιο οικείο.
Τι είχε πει η Μαρία Χριστίνα;
Δεν είχε πει ότι η αετοφωλιά είχε ανεμπόδιστη θέα από τα παράθυρα;
Άρα έβλεπαν είτε σε πλατεία είτε σε φαρδύ δρόμο και ο βράχος δεν ήταν τρυπωμένος κάπου στα ενδότερα του χωριού.
Με σύστημα τώρα, σηματοδότησαν τους δρόμους μια και είχαν προνοήσει να φέρουν μαζί τους σημαιούλες αντί να ρίχνουν ψιχουλάκια σαν το παραμύθι με τον κοντορεβιθούλη και να τα τρώνε τα πουλιά!
Και αυτό ήταν ό,τι σωστότερο είχαν σκεφτεί να πράξουν για να μην τριγυρνούν άσκοπα και χάνουν το μπούσουλα. Αποδείχτηκε πόσο σωστά ενήργησαν γιατί σε λίγο να τον ο βράχος μπροστά τους, λιγότερο μεγαλόπρεπος απ’ αυτόν του ονείρου. Μα αναμφίβολα ήταν αυτός. Πού να τον πάρει και να τον σηκώσει.
Τον φωτογράφησαν περισσότερο απ’ ό,τι θα έκαναν οι παπαράτσι για την Αντζελίνα Τζολί και τον Μραντ Πιτ. Με ζουμ, με χωρίς ζουμ, και οι φωτογραφίες της πολαρόιντ ήταν τέτοιας ευκρίνειας που ως και μια μικρή σαύρα απαθανατίστηκε κοιτάζοντας τον φακό απορούσα για την ξαφνική της διασημότητα!
Τώρα αν παρατηρούσες καλύτερα θα έβλεπες σε ένα σημείο κατάφατσα να είναι πιο λείο από την γύρω περιοχή.
«Είδες Σωτήρη μου; Ακριβώς όπως το είδα στο όνειρο.»
«Και τώρα που το είδες καημένη μου τι έγινε; Αρχηγός είσαι βέβαια, εσύ αποφασίζεις. Δίνεις να, έτσι μια και ανεβαίνεις εκεί πάνω και διαπιστώνεις αν κρύβεται κάτι από πίσω.»
«Καλά καλά ειρωνεύσου με» παραπονέθηκε η Μαρία Χριστίνα.
Ξάφνου κοκαλώνουν όλοι.
Έλα Χριστέ μου τ’ είναι τούτο που έρχεται κατά δω;
Να’ναι άνθρωπος ή μακρινός απόγονος του, πώς τον είχε πει η παροιμία του Plautus, homo homini lypus est;
Mα για να περπατάει στα δύο, μάλλον για άνθρωπο πρόκειται. Και όσο τους πλησίαζε τόσο πείθονταν για τη σκέψη τους αυτή.
Ένας άνθρωπος τελικά, που αν και άγριος στην όψη με μαλλιά που ήταν μακριά και τόσο πεντακάθαρα, που γυάλιζαν στον ήλιο και γένια που έφταναν μέχρι το στήθος του, (θα είχαν ξεχάσει εδώ και χρόνια τι εστί ψαλίδι και ξυράφι), είχε μια φωνή ζεστή και γλυκιά. «Γεια σας πατριώτες, πως από τα μέρη μας;» τους ρώτησε ενώ αυτοί ακόμα δεν είχαν συνέλθει από την έκπληξη.
Τόσες ώρες τώρα είχαν συνηθίσει στην απόλυτη σιωπή με μόνο τα τιτιβίσματα των πουλιών και το κρώξιμο των τζιτζικιών και ένα αεράκι που σφύριζε και όσο πήγαινε δυνάμωνε μα δεν δρόσιζε καθόλου.
«Προσκύνημα στη γη των προγόνων μας πατριώτη» είπε η Μαρία Χριστίνα. «Από δω είσαι κύριε;»
«Γέννημα και θρέμμα κυρά μου. Μόνος μου έμεινα να φυλάω Θερμοπύλες. Όλοι εγκατέλειψαν τον τόπο τους, μα εγώ δεν φεύγω. Θα το κάνω μια και καλή όταν έρθει η ώρα μου».
Η Μαρία Χριστίνα θεώρησε σαν θείο δώρο την παρουσία του ανθρώπου αυτού. Τον ρώτησε λοιπόν αν ήξερε τίποτα για τον βράχο που πάνω του κάποτε υπήρχε ένα παράξενο σπίτι που ήταν έτσι και έτσι και αλλιώς.
Της απάντησε ότι το μόνο που θυμόταν ήταν οι μαρτυρίες των παλιών που έλεγαν, ότι στο σπίτι κατοικούσε ένας δύστροπος άνθρωπος που δεν διαφέντευε μόνο το σπιτικό του με έναν αυταρχικό τρόπο, μα και όλο το χωριό καθώς είχε την δύναμη στα χέρια του. Λέγανε δε, ότι ένας από τους λόγους που οι χωρικοί έφυγαν, ήταν και αυτός. Δεν άντεχαν άλλο.
«Μα καλά. Κάποτε και αυτός πέθανε. Γιατί δεν ξαναγύρισαν οι άνθρωποι στο χωριό τους;» ρώτησε η Μαρία Χριστίνα.
«Έλα μου ντε; Και εγώ το ίδιο ρώτησα τους δικούς μου γέρους. Προτίμησαν λέει την εύκολη ζωή της πόλης. Είχαν ρίξει μαύρη πέτρα πίσω τους όλοι εκτός από την αφεντιά μου.
Τον πονάω τούτον τον τόπο. Έχει ψυχή. Είναι ζωντανός. Μου λείπει, δεν λέω, η ανθρώπινη συντροφιά, περνούν και μήνες να ανταλλάξω δυο κουβέντες με έναν άνθρωπο, μα τι να κάνω. Το πήρα απόφαση και σιγά σιγά συνήθισα».
Κουβέντα στην κουβέντα η Μ.Χ. τον ρώτησε για το επίμαχο λειασμένο τετραγωνικό μέτρο στην πρόσοψη του βράχου, αν ήξερε τι στην ευχή ήταν.
Της είπε ότι δεν τον είχε ποτέ απασχολήσει και δεν είχε ιδέα ούτε τι ήταν ούτε πώς έγινε.
Πρότεινε να σκαρφαλώσει να δει από κοντά και καλύτερα.
Η κοπέλα μόνο που δεν τον φίλησε από τη χαρά της. Δεν είχε τολμήσει να του ζητήσει κάτι τέτοιο μα ούτε και από κανέναν άλλο, αν δεν ήταν ειδικός. Ήταν πράγματι επικίνδυνο. Ο βράχος πανύψηλος, κακοτράχαλος και έτσι και έπεφτες από τα ύψη του θα γινόσουν αλοιφή.
«Πατριώτη θα σου χρωστάω ευγνωμοσύνη.»

Θα έχετε δει φαντάζομαι, κάτι αγριοκάτσικα κρητικά, Κρι Κρι τα λένε πώς καταφέρνουν και κινούνται πάνω σε πανύψηλους και σχεδόν κάθετους βράχους και βουνοπλαγιές, με τί σβελτάδα ανεβοκατεβαίνουν χωρίς ποτέ να κουτρουβαλιαστούν θαρρείς και τα πόδια τους βεντουζάρουν πάνω τους.
Δίνει μια και αρχίζει να σκαρφαλώνει σαν αίλουρος. Ανέβαινε ανέβαινε και όλοι έτρεμαν μη και ο άνθρωπος πέσει και έχουν δράματα. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά.
Να λοιπόν, κάπως έτσι έκαναν και εκείνοι που λάξευσαν τον βράχο. Αυτό που για εκείνη φάνταζε ακατόρθωτο για ανθρώπους σαν αυτόν ήταν παιχνιδάκι. Ανθρώπινα Κρι Κρι, γιατί όχι;
Κρατώντας την ανάσα της και πεθαμένη από την αγωνία της ακούει τη φωνή της να του λέει:
«Για κοίταξε, υπάρχει κάπου εκεί στο λείο μέρος καμιά ρωγμή καμιά εσοχή κάτι που να δείχνει ότι μπορεί και από πίσω να υπάρχει κούφωμα;»
«Κυρά μου, με γυμνά χέρια δεν μπορώ τίποτα να κάνω και τίποτα να καταλάβω. Ελάτε αύριο το πρωί. Θα φέρω τα κατάλληλα εργαλεία και θα σου λύσω όποια απορία θες. Τώρα αρχίζει και σκοτεινιάζει. Πρέπει να πάω να μαντρώσω τα ζωντανά μου και έχω ήδη αργήσει. Άντε και μη μου τα κατασπαράξει κανένας λύκος. Έχουμε καμπόσους από δαύτους εδώ γύρω. Να είστε εδώ κατά τις 8 το πρωί. Και τώρα γεια σας» είπε και έφυγε, αφήνοντάς τους σκεπτικούς τόσο με την απουσία του, όπως έγινε και με την παρουσία του.
Ώστε είχε και βιος αυτή η περίεργη ανθρώπινη ύπαρξη; Και γη ολάκερη να την καλλιεργήσει και να ζει απ’ αυτή. Γιατί, φως φανάρι δεν είχε καμιά επαφή με προμήθειες από μπακάλικα και όλες εκείνες τις πηγές από τις οποίες εμείς προμηθευόμαστε για να ζήσουμε. Ζούσε με τον αρχέγονο τρόπο και καθώς φαίνεται ζούσε καλά, αν παράβλεπες τη μοναξιά του βέβαια, που απορίας άξιον πώς την άντεχε.
Πως το λέει μια παροιμία μας; "Μονάχος ούτε στον Παράδεισο."
Δεν βαριέσαι τα πάντα είναι θέμα συνήθειας. Έμενε στον δικό του παράδεισο χωρίς Εύες, μηλιές και "φίδια" μεταφορικά, γιατί από πραγματικά, πλούσια η περιοχή. Και για του λόγου το αληθές, να’ το ένα που πλησίαζε κουλουριασμένο σαν τη μάνικα που ποτίζουμε τον κήπο μας. Πλησίαζε έρποντας και τους κοίταζε απειλητικά. Ξεφωνίζοντας τα κορίτσια όρμησαν στο αυτοκίνητο, αφήνοντας τον Σωτήρη να παλεύει να το διώξει από κάποια απόσταση βέβαια μη και εκτόξευε κανένα δηλητήριο και άντε να εύρισκες αντίδοτο σε τούτη την ερημιά και ας ήταν και παραδεισένια…
Μα το άτιμο δεν έφευγε και ούτε φοβόταν τις ανθρώπινες απειλές. Λες να ήταν θυμωμένο που διατάραξαν το ήρεμο και αγνό περιβάλλον του τα παράξενα ανθρώπινα όντα; Πολύ πιθανόν. Είδε και απόειδε και ο Σωτήρης και εγκατέλειψε τις προσπάθειες. Μήτε ήρωας ήταν, μα μήτε ο Άι Γιώργης με τη σπάθα του για να το αντιμετωπίσει, καβάλα στο ατρόμητο άλογό του. Τρέχει, μπαίνει και αυτός στην ασφάλεια του αυτοκινήτου και ουστ χαμένο μη περάσει από πάνω σου και δεν προλάβεις να καταλάβεις ποιος ήταν τελικά ο πιο δυνατός. Και να’ χεις χάρη που ο Σωτήρης σε άφησε να ζήσεις, όχι γιατί σε λυπήθηκε, αλλά γιατί αγνοούσε αν στο διπλανό χωριό υπήρχε πλυντήριο αυτοκινήτων να καθαρίσει μετά τις βρωμιές που θα άφηνες πάνω στις ρόδες του, μπρ μπρ.
Το επόμενο πρωί ήταν στην ώρα τους και ο ερημίτης ήταν ήδη εκεί και τους περίμενε.
Πρότεινε, πριν πιάσουν δουλειά, να πάνε από το φτωχικό του να τους φιλέψει με ένα καλό πρωινό γεύμα.
Και βέβαια εκείνοι δεν τόλμησαν να αρνηθούν μη και το θεωρήσει προσβολή. Αθάνατη Ελληνική φιλοξενία.
Τους περίμενε μια ακόμα μεγάλη έκπληξη.
Καταμεσής ενός υπέροχου περιβολιού μια ξύλινη καλύβα βγαλμένη θαρρείς από κανένα παραμύθι του Άντερσεν Πανέμορφη, γερή, και πεντακάθαρη.
Αν ο άνθρωπος ζούσε έτσι, πώς και δεν θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο οι συγχωριανοί του και προτιμούν τα κλουβιά της πόλης στριμωγμένοι σαν σαρδέλες στις πολυκατοικίες, εκεί όπου δεν ξέρεις ποιος είναι ο γείτονας που σε χωρίζει απ’ αυτόν ένα λεπτός μονότουβλος τοίχος;
Ο ερημίτης κυρ Ηλίας έπιασε την απορία τους και τους είπε:
«Και πώς να μείνουν οι άνθρωποι εδώ με τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους χωρίς σχολειό, χωρίς γιατρό, χωρίς διασκέδαση που για τον νέο άνθρωπό είναι τροφή; Δεν ζει κανείς μόνο με την ομορφιά της φύσης, με χωρίς προοπτική για τα παιδιά του. Δεν είναι όπως παλιά που ο άνθρωπος τη λέξη "μόρφωση" μόνο ακουστά την είχε. Το μέλλον του και το μέλλον των παιδιών του εξαρτιόταν από τη γη. Απ’ αυτήν ζούσε και γι’ αυτήν μοχθούσε. Και το χωριό του, το πρόσφερε αυτό. Τώρα, άντε να πεις στα παιδιά σου να μείνουν και να μοχθήσουν να κάνουν τη γη να καρπίσει και να έρθει ένα ξαφνικό χαλάζι να σου καταστρέψει τους κόπους μιας χρονιάς μέσα σε 10 λεπτά. Δεν έχει πια ο άνθρωπος ούτε την υπομονή ούτε την καρτερία, γι΄αυτό ερημώνουν όλα τα χωριά. Δεν είναι μονάχα τούτο εδώ.
Και η Ελλάδα αφήνεται, ερημώνει και σε κανέναν αιώνα ή δυο, θα είναι μια Χώρα δίχως χωριά. Μόνον όμορφα τοπία και πού και πού, κανένας ερημίτης σαν ελόγου μου.
Πονάει η ψυχή μου σαν τα σκέπτομαι αυτά μα…
Κάθισαν στη σκιά μιας φουντωτής συκιάς και απόλαυσαν από μια κούπα φρέσκο κατσικίσιο γάλα και ένα ψωμοτύρι που νοστιμότερο δεν είχαν ξαναγευτεί. Και αφού εκτός από τα μάτια τους ευφράνθηκε και το στομάχι τους ξεκίνησαν για το βράχο. Μα ο κυρ Ηλίας τους σταμάτησε:
«Περιμένετε λίγο. Έρχεται καταιγίδα. Δεν θα κρατήσει πολύ, 10 λεπτά, και πολύ λέω.»
Η συντροφιά κοιτάχτηκε με απορία. Είναι με τα καλά του ο Χριστιανός; Με τέτοιο καταγάλανο ουρανό φοβάται για καταιγίδα με δυο τρία αθώα συννεφάκια; Μα έως ότου να πουν κύμινο τα αθώα συννεφάκια που τελικά δεν ήταν και τόσο αθώα, άρχισαν να βαραίνουν. Λίγες ψιλές σταγόνες στην αρχή και μετά… Που στην ευχή το βρήκαν το τόσο νερό; Και αστραπές και βροντές και τα γύρω βουνά να αντηχούν και να πολλαπλασιάζουν τον ήχο. Μια μαγεία σκέτη.
Και τα φρούτα τα άγρια που σάπιζαν στα δέντρα πάνω, αφού κανείς δεν τα μάζευε μοσχομύρισαν με τη βροχή που τα έριξε στη γη για να φάνε τα ζώα όλα και να πουν: "Δόξα σοι ο Θεός."
Οι χωματόδρομοι του χωριού ρούφηξαν το νερό με λαχτάρα και η παρέα δεν είδε πουθενά να σχηματίζονται χείμαρροι και ποταμάκια Δεν περίσσευε νερό για να πάει έτσι στα χαμένα χωρίς να το έχει ανάγκη η διψασμένη γη. Και μόνο ο ξεροπόταμος για πότε γέμισε βρε παιδί μου! Που σημαίνει, θα υπάρχει νεράκι να πιουν τα φυτά για τουλάχιστον ένα 10 ήμερο, μέσα στην κάψα του Καλοκαιριού. Για αργότερα, μια ακόμη ευλογημένη βροχούλα ίσως, και έχει ο Θεός…
Σε 10 λεπτά, όπως το είχε προβλέψει ο εμπειρικός μετεωρολόγος δεν υπήρχε στην απλωσιά του ουρανού ούτε ίχνος σύννεφου. Τον κυρ Ηλία δεν τον δίδαξε κανένα σχολείο παρά μόνο η φύση που ήξερε να την ερμηνεύει .Και όπως φαίνεται, ήταν άριστος μαθητής…

Νάτος ο βράχος. Είχε πλυθεί για τα καλά, γυάλιζε στον ήλιο και ήταν σαν ένα καλωσόρισμα.
Ο ερημίτης άπλωσε κάτω στην νοτισμένη γη μια τεράστια μπλε κορδέλα, σαν αυτές που χρησιμοποιούν στα εμπορικά πλοία για να σηκώνουν οι γερανοί τα τεράστια κιβώτια από τα κοντέινερς. Σε κάθε της άκρη σκάλωσε ένα πράγμα σαν σπιρούνι απ’ αυτά που χρησιμοποιούν οι εναερίτες της Δ.Ε.Η. Παίρνει τη μία άκρη και την πετά όσο μπορούσε ψηλότερα στο βράχο για να σκαλώσει. Μετά έκανε το ίδιο με την άλλη. Ελέγχει αν αγκιστρώθηκαν τα σπιρούνια καλά πάνω στο μαλακό πέτρωμα του βράχου, φαίνεται να ικανοποιήθηκε από το σκάλωμα, γιατί μουρμούρισε "εντάξει". Πιάνεται σαν… μαϊμού από τη μία πλευρά, σκαρφαλώνει και λέει στον Σωτήρη να γυρίζει μία τροχαλία ή όπως αλλιώς λέγεται, για να τον ανεβάσει στο επιθυμητό ύψος και μέρος.
Βγάζει ένα δυο κρεμασμένα από τη μέση του εργαλεία και αρχίζει να κτυπά, μια τον βράχο μια την λεία επιφάνεια. 
Ντουπ, ντουπ, ντουπ. Και δεν χρειαζόταν να είσαι ειδικός για να καταλάβεις ότι ο ήχος του κάθε…ντουπ ήταν διαφορετικός.
«Κενός από πίσω» φωνάζει.
«Νάτα, νάτα, τα καλέσματα τ’ ονείρου μου παιδιά. Δεν με πιστεύατε. Τώρα τι μου λέτε; Έχει γούστο να επαληθευτεί και η υποψία μου ότι εκεί μέσα είναι θαμμένο το αγόρι.»
Ο κυρ Ηλίας βάζει από μια σφήνα σε κάθε μία από τις πλευρές του τετραγώνου και αρχίζει να τις κτυπάει. Σε κάθε του κτύπημα η καρδιά της Μαρίας Χριστίνας κτυπούσε γρηγορότερα.
Σε μια στιγμή και σχετικά εύκολα μετακινείται αυτό το τετράγωνο εν είδει πόρτας ή κατακόρυφης καταπακτής, και αφήνει ένα σκοτεινό κενό πίσω της. Ο Σωτήρης πετάει έναν φακό δυνατό στο Ηλία και αυτός με επιδεξιότητα τον πιάνει στον αέρα. Αμέσως φωτίζει το κούφωμα και λίγο ακόμη να έχανε την ισορροπία του και να έπεφτε από ψηλά από την έκπληξή του, την ίδια στιγμή που και η Μ.Χ. ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει ακούγοντάς τον να φωνάζει:
« Παναγιά μου τι είναι τούτο;»
«Παιδιά, δεν αντέχω άλλο. Πάω στο αυτοκίνητο. Τη συνέχεια μου τη λέτε εσείς» είπε η Μαρία Χριστίνα.
«Άκουσε κορίτσι μου. Νομίζω ότι πρέπει να μείνεις εδώ, γιατί το όνειρο από σένα ζήτησε να λύσεις το γρίφο». Είπε πειρακτικά η Ζωή και μαζί της συμφώνησαν και οι άλλοι.
Έτσι με την καρδιά της να τρέμει σαν φυλλαράκι στο φύσημα τ’ ανέμου έμεινε για να ακούσει αυτά που ήξερε ότι θα άκουγε.
Και ναι μεν ο ερημίτης εξασκημένος στα στοιχεία και τα στοιχειά της Φύσης ήταν ένας ατρόμητος άνθρωπος αλλά δεν έβλεπε και συχνά βέβαια σκελετούς για να έχει εθιστεί στη θέα τους και να μείνει απαθής . Εξού και το επιφώνημα.
«Δύο σκελετοί, ενός ανθρώπου και ενός ζώου, είτε λύκου είτε σκύλου…» ξαναφώναξε ο ερημίτης.
«Συμπαθάτε με μα μέσα δεν μπαίνω. Καλέστε παιδιά την αστυνομία σας παρακαλώ μην έχουμε μπλεξίματα.
Τώρα.
Δύο τηλέφωνα θυμάμαι απ’ έξω, το ένα της αστυνομίας και το άλλο του Νοσοκομείου. Δεν πιστεύω να έχετε αντίρρηση; Πατριώτη κάλεσε τους πολιτσμάνους σε παρακαλώ.»
Και ο Σωτήρης έκανε αυτό ακριβώς.
Και η αστυνομία κατέφτασε απίστευτα γρήγορα και τους είπαν ότι ανέμεναν και τον εισαγγελέα ανακριτή, με τον ιατροδικαστή να φτάσουν οσονούπω.
Πράγματι κατέφτασαν και αυτοί και φωτογράφησαν τους σκελετούς άπειρες φορές πολύ περισσότερες απ’ ό,τι είχαν φωτογραφηθεί στη ζωή τους όλη, με σάρκα πάνω τους!
Το ίδιο έγινε και με τον βράχο που πέτρωμα ξεπέτρωμα δεν φαντάστηκε ποτέ ότι θα τύχαινε μιας τέτοιας διασημότητας.
«Και τίνος ιδέα ήταν αυτή να εξερευνηθεί το κούφωμα;» ρώτησε ο αστυνόμος.
«Που να σου εξηγούμε τώρα; Μα αν έχεις υπομονή και καλοπιστία θα σου πούμε. Μοιάζει με παραμύθι, μα παραμύθι δεν είναι» συστήθηκε ο Σωτήρης συστήνοντας και τις κυρίες. Τον κυρ Ηλία βέβαια τον ήξερε καλά.
Από δω και πέρα, η συντροφιά των τεσσάρων δεν είχε λόγο παρουσίας στη σκηνή του δράματος και με τη συνοδεία του αστυφύλακα πήγαν στο αστυνομικό τμήμα να περιμένουν τους εμπειρογνώμονες να τελειώσουν τη μακάβρια δουλειά τους, αυτή της συγκομιδής των οστών.
Δουλειά και η δική τους, μα κάποιος έπρεπε να την κάνει. Και αυτή ήταν μόνο η αρχή. Το κυρίως έργο έως ότου να βγει το πόρισμα είχε μέλλον ακόμα.
Ο Σωτήρης δεν είπε τίποτα στις κοπέλες για να μην τις αναστατώσει μα ήταν σίγουρος ότι δεν θα ξεμπέρδευαν εύκολα.
Πως ήταν δυνατόν να γίνει πιστευτή η ιστορία της Μαρίας Χριστίνας και όλα εκείνα τα κουφά που τόσες μέρες τώρα την άκουγαν να τους λέει; Κουφά ή όχι όμως, να που επαληθεύονταν με μαθηματική ακρίβεια. Και καλά αυτοί, ήταν φίλοι της και έτειναν ευήκοον ους σε ό,τι τους έλεγε. Μα το έργο της αστυνομίας ήταν άλλο. Να είναι καχύποπτη με τους πάντες μέχρι που να αποκαλυφθεί η όλη αλήθεια. Και ως τότε, ο δρόμος μακρύς!
Όσο περνούσε η ώρα, την, ας την πούμε "ανακούφιση" της εύρεσης του νεκρού αγοριού, (αυτός θα ήταν, δεν θα ήταν άλλος) διαδέχτηκε μια άλλη οδυνηρή και μεταφυσική σκέψη στο μυαλό της Μαρίας Χριστίνας.
Τι μου συμβαίνει Θεέ μου; Τι γίνεται με μένα και τα όνειρά μου; Και να έχεις και τους ειδικούς να σου ισχυρίζονται ότι εμείς φτιάχνουμε τα όνειρά μας, εμείς τα σκηνοθετούμε με διάφορες παραλλαγές!
Πώς ήταν δυνατόν εγώ να γνωρίζω την οικογένεια του νεκρού παλικαριού καλύτερα από την αδελφή μου την ίδια; Δικός της κουνιάδος ήταν. Γιατί να μη "δει" εκείνη όλα αυτά που έζησα ΕΓΩ; Εγώ, ζήτημα είναι αν όλους εκείνους τους από χρόνια πεθαμένους, στην πραγματικότητα τους είδα τρεις τέσσερις φορές όλες κι όλες και πολλές λέω. Γιατί αυτή η αλλόκοτη προτίμηση στο άτομό μου;
Και βέβαια αυτή τη φορά τον ψυχίατρο δεν τον γλυτώνω. Αν δε η Μοίρα μου επιφυλάσσει καμιά δυο ακόμη τέτοιες ιστορίες θα σημαίνει, αφενός ότι είμαι κάτι σαν μέντιουμ και αφετέρου ότι τα νεύρα μου θα γίνουν όχι απλώς τσατάλια που λένε αλλά θα διαλυθούν εξ ων συνετέθησαν οπόταν "έχετε γεια βρυσούλες…"
Ο Σωτήρης, σαν να μάντεψε τον χαμό που γινόταν στο μυαλό της φίλης του την χάιδεψε τρυφερά λέγοντάς της:
«Μη φοβάσαι μωρό. Δεν είναι κατάρα αυτό που σου συμβαίνει. Έχεις μια παράξενη είναι η αλήθεια ικανότητα ενόρασης που σπάνια συναντιέται σε συνανθρώπους μας. Σύμφωνοι. Μα αυτό είναι χάρισμα, να το ξέρεις, αρκεί να το δεχτείς να ζεις μαζί του και να μη σε βασανίζει. Δώσε του χώρο στη ζωή σου για να μπορείς να βοηθάς, να δίνεις λύσεις και απαντήσεις σε παράξενα ερωτήματα. Που το βλέπεις το κακό;
Θέλεις τη συμβουλή μου; Ωραία, Μη πάσχεις λοιπόν κάθε φορά που ένα σου όνειρο γίνεται κουραστικό και επίμονο. Θέλει να κάνει το κέφι του έως ότου σου ξεκαθαρίσει τι ακριβώς θέλει από σένα. Άστο να κάνει παιχνίδι, έχει και αυτό την πλάκα του.
Άλλοι στη θέση σου, θα το είχαν καλλιεργήσει, μη με ρωτάς με ποιον τρόπο, δεν ξέρω να σου πω. Θα το είχαν κάνει επάγγελμα εδώ και καιρό και θα είχαν γίνει εκτός από πλούσιοι, διάσημοι, και περιζήτητοι. Μπορείς ακόμη να κάνεις επιλογή με ποια σου όνειρα να ασχοληθείς μη πάθεις και υπερκόπωση κιόλας μωρό.
Αυτό το τελευταίο ήταν αλήθεια λίγο επίπονο, εκτός από επίμονο, είχε βλέπεις να κάνει με φόνο όπως και εκείνο του Παρισιού. Μόνο που εκείνο σου ήρθε από το ΜΕΛΛΟΝ ενώ τούτο εδώ, από το απώτερο ΠΑΡΕΛΘΌΝ. Για θυμήσου και εκείνο με τις μαύρες τουαλέτες. Δεν χρησίμευσε σε κάτι; Να γράψω ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο στο μυθιστόρημά μου τότε που η έμπνευσή μου είχε μπλοκαριστεί;
Ηρέμησε λοιπόν και έλα να δούμε τι θα γίνει με τούτη δω την ιστορία. Η αστυνομία νομίζει ότι έπιασε λαβράκι χωρίς καν να πάει για ψάρεμα. Μόνο του ήρθε το ψάρι και κάθισε στο πιάτο τους. Τι να πουν; "Δεν σε τρώω;’"
Οι άνθρωποι αυτοί ζουν μια ζωή μονότονη, με εγκλήματα συνηθισμένα καθημερινά που δεν τα κάνουν κέφι. Είδες πως έκαναν για τούτο δω; Φονικό, το δίχως άλλο, μα να σκότωσαν και το σκύλο μαζί του; Γιατί;
Να σου πω εγώ το γιατί.
Γιατί το ζωντανό νύχτα και μέρα θα κλαψούριζε στα ριζά του βράχου εκεί που ήταν θαμμένο το παιδί. Οπόταν και πανίβλακες να ήταν όλοι, θα καταλάβαιναν ότι "κάποιο λάκκο είχε η φάβα" δηλαδή κάτι έκρυβε ο βράχος, που δεν ήταν και γρανιτένιος και ήταν εύκολο να λαξευτεί και να χρησιμοποιηθεί σαν σαρκοφάγος. Και έτσι το σκότωσαν και έθαψαν και αυτό μαζί με τον ήδη νεκρό νεαρό άντρα.
Μπορεί πάλι το πιστό σκυλί μη θέλοντας να ζήσει μετά το θάνατο του κυρίου του, να τρύπωσε κάποια στιγμή στο κοίλωμα και να πέθανε από ασφυξία. Έχουμε χιλιάδες τέτοια παραδείγματα αυτοθυσίας.
Αυτό δεν θα το μάθουμε, όπως ίσως να μη μάθουμε και τον τρόπο θανάτου του παλικαριού. Όμως δεν ξέρω πάλι. Οι ιατροδικαστές και οι ανθρωπολόγοι βρίσκουν από τι πέθανε ένα ταλαιπωρημένος σκελετός που βρέθηκε σε ανασκαφή, θαμμένος πάνω από 2500 χρόνια και δεν θα βρουν την αιτία θανάτου ενός νεαρού σκελετού 50 ή 60 ετών;
Θα πάρουν δείγμα προφανώς για D.N.A. και με τι θα το αντιπαραβάλουν; Κανείς δεν ξέρει πού βρίσκονται τα οστά του γέρου. Μα για στάσου, η αδελφή σου θα ξέρει βέβαια πού είναι τα οστά του συζύγου της ναι; Οπόταν δεν υπάρχει πρόβλημα.
Θα μου πεις και ποιος ο λόγος και το όφελος; Ε, πως! Να υπάρξει ταυτοποίηση προς αποφυγή του "μήπως" και του "λες". Να ψάλει ο παπάς μία ευχή να αναπαυτεί η ψυχή που βολοδέρνει για χρόνια, γιατί θάφτηκε σαν σκυλί, ενώ ο σκύλος σαν άνθρωπος!
Δεν μπορεί να έκανε μάταια τέτοιο ταξίδι στο χρόνο μέσω του ονείρου σου.
Δεν έχουν και άδικο οι παλιοί που λένε ότι ο πεθαμένος, όσα χρόνια και αν περάσουν δεν βρίσκει αναπαμό αν δεν αποκαλυφτεί ο τρόπος του θανάτου του και ο ίδιος ο φονιάς του.»
«Σωτήρη Σωτήρη, η φαντασία μας καλπάζει. Μάθαμε στα σίγουρα ότι ο νεκρός είναι ο κουνιάδος της αδελφής μου;
Τώρα άλλα πράγματα πρέπει να μας απασχολούν.
Τα καχύποπτα όργανα της τάξης λογικό είναι, σαν τους πρώτους ύποπτους να θεωρήσουν ΕΜΑΣ. Δεν λένε πως ο δολοφόνος γυρνά στον τόπο του εγκλήματος; Πως ξέραμε ΠΟΥ να ψάξουμε; Και μη μου πεις ότι θα δώσουν βάση στις φαντασιώσεις μου και τα όνειρά μου; Θα νομίζουν ότι τους δουλεύω και τους περνάω για αφελείς επαρχιώτες.»
«Ναι, αλλά γιατί να τους ειδοποιήσουμε για την ανακάλυψή μας; Μπορούσαμε να το κρατήσουμε κρυφό».
«Και ο κυρ Ηλίας; Υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Θα κρατούσε τέτοιο μυστικό για χάρη μας; Γιατί να κάνει εμάς καλύτερα από τις αρχές; Την ανάγκη τους έχει και όχι τη δική μας. Εμάς πότε θα μας ξαναδεί; Οπόταν αυτός ο πονηρός ελιγμός μας δεν στέκει.
Και δεν μου λες Σωτήρη, αν ο ιατροδικαστής αποδείξει τον χρόνο θανάτου του σκελετού εγώ τι σχέση μπορώ να έχω; Δεν θα υπήρχα όχι σαν νήπιο τότε, αλλά ούτε σαν σκέψη στην κοιλιά της μάνας μου. Η μόνη του ίσως υποψία εναντίον μου, θα είναι ότι ξέρω ΠΟΙΟΣ ήταν ο δολοφόνος και τον καλύπτω για να διαφυλάξω την τιμή της οικογένειας.»
«Τι να σου πω αγαπητή miss Marple. Για το αστυνομικό σου δαιμόνιο και την ευστροφία, σου βγάζω την τραγιάσκα μου ελλείψει καπέλου. Μπράβο το κορίτσι μου.»
«Να τους έρχονται. Ας δούμε τι θα ακούσουν τα αφτάκια μας.»

*

Ο αστυνόμος με ύφος χιλίων Καρδιναλίων τους λέει:
«Για να τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά πατριώτες. 'Οργανον, καφέδες για όλους και σβέλτα.»
«Yes, Sir.»
«Λοιπόν ακούω. Οι κυρίες πρώτα.»
«ΌΧΙ οι κυρίες κύριε αστυνόμε μου Άλφα ή Βήτα, με συγχωρείτε αν μου διαφεύγει ο βαθμός σας, η ΚΥΡΊΑ να λέτε, δηλαδή εγώ. Οι φίλες μου, ουδεμία σχέση έχουν με την υπόθεση. Προσφέρθηκαν να με συντροφεύσουν στο ταξίδι μου στα μέρη σας και απλά παραβρέθηκαν στην μακάβρια αποκάλυψή μου.»
«Καλώς, καλώς. Συνεχίστε παρακαλώ.»
Και η Μαρία Χριστίνα άρχισε να του ξετυλίγει το κουβάρι των ιδιαιτεροτήτων που είχαν τα όνειρά της.
Ο αστυνόμος την ξαναδιακόπτει λέγοντας:
«Κυρία μου να εξηγούμεθα. Ειλικρινά, σας δίνω μήπως την εντύπωση του αφελούς επαρχιώτη αστυνομικού; Μοιάζω για τόσο ηλίθιος να κάθομαι εδώ και να χάνω τον καιρό μου ακούγοντας τις μαλα….,τις εξυπνάδες που μου ξεφουρνίζετε; Μα τι είναι αυτά που μου λέτε για ενοράσεις και κουραφέξαλα και μοιάζετε για άνθρωπος μορφωμένος, ή πέφτω έξω;»
«Λυπάμαι κύριε αστυνόμε μου Άλφα ή Βήτα, αυτά που σας είπα και θα τα ξαναπώ όσες φορές και αν χρειαστεί δεν απέχουν της αληθείας ούδε γραμμής.
Και επειδή κατανοώ τις απορίες σας, στη θέση σας θα έκανα το ίδιο, έρχομαι να σας προτείνω να καλέσετε 5-6 ψυχολόγους να αποκτήσουν άποψη επί του θέματος και να διαφωτίσουν το σκότος των αποριών και υποψιών που καταφανώς έχετε για το πρόσωπό μου. Θα μου προσφέρετε μεγίστη εξυπηρέτηση γιατί ούτως ή αλλιώς αυτό σκόπευα να κάνω κι εγώ μόλις μου επιτρέπατε να αφήσω το φιλόξενο τούτο γραφείο σας.»
«Συνεχίστε παρακαλώ κυρία μου. Δεν ξαναδιακόπτω, θα προσπαθήσω να φανώ ψυχραιμότερος και κατά το δυνατόν ευγενέστερος. Πράγματα δύσκολα βέβαια αλλά θα κάνω το καλύτερο. Αν μη τι άλλο θα προσπαθήσω…»
«Κύριε Αστυνόμε μήπως θα ήταν καλύτερα να περιμέναμε και τον κύριο εισαγγελέα; Όσο να’ ναι ως καθ΄ύλην αρμόδιος ίσως να έβλεπε την υπόθεση με λιγότερη καχυποψία. Δεν ξέρω αλλά έχω την εντύπωση ότι αν τα γεγονότα αυτά συνέβαιναν κάποια χρόνια πριν, τότε που για να έρθουμε σε τούτα δω τα μέρη χρειαζόμασταν διαβατήριο, ίσως και να βρισκόμουν ακόμη μέσα σε κανένα μπουντρούμι και ευκολότερα θα ανακάλυπταν οι δικοί μου τον νεκρό που εξετάζει τώρα ο γιατρός παρά εμένα την τύποις "ζωντανή". Από τη στιγμή αυτή, ό,τι θέλετε θα το συζητάτε μετά του κυρίου συνηγόρου μου που παρευρίσκεται στη συντροφιά μας. Και το αμέσως επόμενο βήμα μου θα είναι να καλέσω τον κουμπάρο μου το Στέφανο Μακρή να λύσει τον γρίφο. Γιατί, το βλέπω ότι εσείς μεροληπτείτε εναντίον μου και αναρωτιέμαι γιατί.»
Και η συζήτηση συνεχίστηκε σ΄αυτό το στυλ μεν, αλλά όλο και γινόταν και πιο πολιτισμένη. Να ήταν η παρουσία του δικηγόρου; Το όνομα το μαγικό του Μακρή που άνοιγε πόρτες κλειστές και προκαλούσε δέος από τα κατώτατα μέχρι τα ανώτατα όργανα της Αστυνομίας; Ή και η ευγλωττία της Μαρίας Χριστίνας και η πειστικότητα των λεγομένων της; ΌΛΑ αυτά μαζί, σαφέστατα.
Ο Αστυνόμος ανέκρουσε πρίμνα και ήταν αυτή μια πρώτη ανάσα και ένα πρώτο χαλάρωμα στις τεντωμένες μέχρι διαρραγής χορδές της κιθάρας που ήταν τα νεύρα όλων τους.
Με τούτα και με της΄άλλα η ώρα είχε περάσει και οι άνθρωποι πεινούσαν. Ο καλόβολος ερημίτης ζήτησε και πήρε την άδεια να πάει μέχρι το σπίτι του να φέρει κάτι να τσιμπήσουν. Τον πήγε με το περιπολικό ο αστυφύλακας γιατί ήταν αρκετή η απόσταση.
Επέστρεψε με μια σακούλα χθεσινοβραδινό μα αφράτο ψωμάκι και με εκείνο το θεσπέσιο τυρί. Αχλάδια από το περβόλι του και μελωμένα σύκα.
Κάθισαν όλοι στη βεράντα της αστυνομίας και τα καταβρόχθισαν. Έτσι καρδαμωμένοι και με αναπτερωμένο το ηθικό βάλθηκαν να αντιμετωπίσουν τον εισαγγελέα ανακριτή που εν τω μεταξύ επέστρεψε από την έρευνα του βράχου μαζί με το γιατρό.

*

«Καλώς τον κύριο προϊστάμενο. Περίεργη υπόθεση για τα δεδομένα της περιοχής μας, δεν βρίσκετε; Μας έχει συγκινήσει και ο σκύλος… Να τον σκότωσαν κι αυτόν;»
«Όλες σας τις απορίες θα τις λύσει ο γιατρός μην ανησυχείτε καθόλου.»
Οι νεοφερμένοι χαιρέτησαν με εγκαρδιότητα την ομήγυρη, κάτι είπαν με τον αστυνομικό ιδιαιτέρως και ξανάφυγαν για τον Βράχο. Θα επέστρεφαν γρήγορα είπαν. Πήραν αυτή την φορά μαζί τους και τον αστυνομικό, αρνούμενοι την όποια άλλη παρουσία. 
Μα πως στην ευχή θα ανέβαιναν πάλι στο βράχο, ήταν τόσο εύκολο γι’αυτούς; Ήταν και μιας κάποιας ηλικίας και αυτό ήταν επικίνδυνο.
Μα έχοντας ειδοποιηθεί για το δύσκολο της πρόσβασης είχαν φέρει μαζί τους όλα αυτά που θα διευκόλυναν το έργο τους. Οι άνθρωποι ήξεραν τη δουλειά τους.
Με σπιρούνια πιο εξελιγμένης τεχνολογίας, ξανασκαρφάλωσαν στον βράχο, προσέχοντας και την παραμικρή τους κίνηση, γιατί το τσίρκο τούτο δεν διέθετε δίχτυ ασφαλείας για τα ακροβατικά τους. Ο γιατρός έβαλε με προσοχή σε μια σακούλα τα ανθρώπινα οστά και σε μιαν άλλη του zώου. Ήταν όντως σκύλου τους είπε. Το έμπειρο μάτι του διέκρινε κάτι στο δάπεδο της σαρκοφάγου τελικά, που έμοιαζε με πλάκα που πάλαι ποτέ χρησιμοποιούσαν στην πρώτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου. Σκεπασμένη με ένα στρώμα παχιάς πετρωμένης σκόνης συμβούλευσε τον αστυνομικό με μια σπάτουλα να την ξεκολλήσει από το δάπεδο με προσοχή για να μη σπάσει. Ίσως και να ήταν σπουδαίο το εύρημα που θα "μιλούσε" ενώ οι νεκροί δεν το μπορούσαν! Ο αστυνομικός αφού την ξεκόλλησε, σαν να κρατούσε το Άγιο Δισκοπότηρο την τοποθέτησε σε μια πάνινη τσάντα. Και κατέβηκαν από τα ύψη κλείνοντας πρώτα με την σχετικά ελαφριά πόρτα το άνοιγμα της μικρής σπηλιάς.
Με το που κατέβηκαν, πιάνει μια μπόρα σαν την προηγούμενη και ο ιατροδικαστής με μεταφυσική διάθεση είπε:
«Θαρρείς και η βροχή ήρθε να ξεπλύνει το ανοσιούργημα που έλαβε χώρα σε τούτο το μέρος αρκετές δεκαετίες πριν.»
«Πολύ πιθανόν πολύ πιθανόν. Άκουσα σήμερα τέτοια μεταφυσικά που ίσως και τούτη η βροχή να έχει σχέση μαζί τους» είπε ο αστυνομικός γελώντας. 
Μέχρι να μπουν στο αυτοκίνητο ήταν βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο. Έμοιαζαν σαν να έχουν βγει από το πλυντήριο, χωρίς να περάσουν από τη φάση του στυψίματος. 

*

Πρώτο τους μέλημα σαν έφτασαν στο τμήμα, ήταν να βάλουν στεγνές καθαρές στολές και ήταν να πεθαίνεις στα γέλια με το γιατρό με στολή αστυφύλακα 2-3 νούμερα πιο στενή για τα κιλά του. Αυτή διέθετε όμως το κατάστημα…
Γελούσαν όλοι. Καλό σημάδι. Δεν ήταν προκατειλημμένοι εναντίον των πρωτευουσιάνων. 

*

Το ένα από τα δωμάτια του αστυνομικού Τμήματος μετατράπηκε σε εργαστήριο του ιατροδικαστή. Άπλωσε τα οστά σε ένα τραπέζι (θα ήθελαν να ήξεραν τα κορίτσια αν αυτό το τραπέζι θα το ξαναχρησιμοποιούσαν για τον οποιονδήποτε λόγο οι Αστυνομικοί) και με προσοχή τα εξέταζε.
Γνωμάτευση:
«Θάνατος του ανθρώπου από κτύπημα στο πίσω μέρος της κεφαλής όχι από φονικό όπλο ούτε από κτύπημα χειρός. Θα πρέπει κάποιος να βιαιοπράγησε πάνω του έντονα και ο νεαρός άντρας 18-20 χρόνων έπεσε κάτω και κτυπώντας σε σκληρό έδαφος ή σκαλοπάτι έμεινε στον τόπο. Έμμεση δολοφονία δηλαδή.
Αυτή είναι η τελική μου γνωμάτευση και άλλο να προσθέσω δεν έχω. Η εξέταση του D.N.A. θα πιστοποιήσει επισήμως την ταυτότητα του νεκρού. Αν πρόκειται για τον νεαρό της ιστορίας που μας είπε η κυρία, να γιατί δεν τον εύρισκαν οι έρευνες που γίνονταν αφού ήταν ήδη νεκρός και θαμμένος στον βράχο.»
Τότε θυμήθηκε και το εύρημα της σαρκοφάγου, την πλάκα δηλαδή. Την πόντισαν σε έναν κουβά με χλιαρό σαπουνόνερο και όταν την έβγαλαν τους περίμενε η μεγαλύτερη των εκπλήξεων. Χαραγμένα πάνω της διάβασαν τα εξής:
«Είναι ο γιος μου ο μικρός. Δεν πέθανε από το χέρι μου, όμως πέθανε εξ’ αιτίας μου. Τον κτύπησα, έπεσε και πέθανε επί τόπου (σημείωση διάνα έκανε ο γιατρός). Είθε όταν πεθάνω να μην λιώσω ποτέ. Να βασανίζομαι ες αεί στον Άδη που θα βρεθώ σε λίγο.»
«Οπόταν κυρίες και κύριοι έχουμε και το όνομα του μικρού και το όνομα του "εξ αιτίας". Δεν χρειάζεται πια το D.N.A. Ένας παπάς χρειάζεται να ψάλει για τους νεκρούς. Ειδοποίησε αστυφύλαξ τον παπα Λάμπρο εκ μέρους μου.
Τελικά ο Γέρος δεν ήταν και τόσο κάθαρμα, κατά την ταπεινή μου γνώμη.»
Όλοι είχαν μείνει βουβοί μ’ αυτά που άκουγαν. Μέχρι που η Μαρία Χριστίνα βρίσκοντας τη μιλιά τους είπε:
«Βρίσκω σωστό, τα οστά του παιδιού και του πιστού του σκύλου να ταφούν ξανά εκεί που βρέθηκαν. Και η πόρτα να χτιστεί έτσι που να μην μπορέσει κανείς να την ξανανοίξει.
Θα το κάνει αυτό ο κυρ Ηλίας, έτσι πατριώτη;
Έτσι, τα δύο δυστυχισμένα πλάσματα που πέθαναν γιατί αγάπησαν πολύ, θα βρουν επιτέλους τη γαλήνη.»
Έτσι και έγινε. Μια σεμνή σύντομη τελετή με έναν παπά να ψάλει και να εννοεί αυτά που λέει και η παρέα των τεσσάρων, οι Αρχές και ο κυρ Ηλίας να παρακολουθούν κατασυγκινημένοι. 
Από εκείνο το ίδιο της βράδυ, η Μαρία Χριστίνα δεν ξαναείδε όχι μόνο το γνωστό της όνειρο, αυτό που την βασάνιζε, αλλά και κανένα άλλο. 
Έως πότε θα κρατούσε το διάλειμμα δεν ήξερε βέβαια.
Ένιωθε λυτρωμένη αλλά και ικανοποίηση που μπόρεσε να προσφέρει τέτοια υπηρεσία σε μιαν ανθρώπινη ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ, στο αιώνιο ταξίδι της ψυχής της . 
Δεν ήταν καθόλου "λίγο".
Ήταν;

Τ Ε Λ Ο Σ

Copyright © Λένα Μαυρουδή Μούλιου All rights reserved, 2016

Το κείμενο αποτελεί το πρώτο αυτοτελές μέρος νουβέλας της Λένας Μαυρουδή Μούλιου η οποία βραβεύτηκε με έπαινο στον διαγωνισμό της Π.Ε.Λ. 

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα