Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Λ.Κ.: Ήξερα ότι είναι μια πολύ καλή ιστορία. Και ήταν κάτι που αισθανόμουν ότι το όφειλα στην Παναγιώτα, τη δολοφονημένη ξαδέρφη του πατέρα μου, αλλά και στον ίδιο που έκανε απίστευτες θυσίες μέχρι να αποδοθεί, τελικά, δικαιοσύνη. Όλους τους φόβους και τους δισταγμούς μου, τους διέλυσε η γυναίκα μου. Αυτή με ώθησε να ξεκινήσω το βιβλίο.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Λ.Κ.: Συγκλονιστικό!
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Λ.Κ.: Θα τον συμβούλευα να μην βιαστεί. Αργά ή γρήγορα θα μάθει τι έγινε! Θα του έλεγα να επιχειρήσει να φέρει τον εαυτό του στη θέση των ανθρώπων της ιστορίας. Να ταξιδέψει στην εποχή τους και να εστιάσει στις στιγμές εκείνες που οι περιστάσεις τους πίεζαν να πάρουν αποφάσεις που αφορούσαν όχι μόνο τη δική τους ζωή αλλά και των άλλων. Νομίζω ότι ο αναγνώστης μπορεί να διδαχθεί πολλά από κάποιους ανθρώπους της ιστορίας. Παρότι οι περισσότεροι από αυτούς ήταν απλοί, ακόμη και αγράμματοι.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Λ.Κ.: Θα πηγαίναμε στην Τροία. Έπειτα, με καράβι στο οποίο θα επέβαιναν και πρόσφυγες θα περνούσαμε στην Ανατολική Εύβοια. Από εκεί στη Χαλκίδα. Πρώτα στο Δικαστήριο και μετά θα ρίχναμε ένα λουλούδι στα νερά της παλίρροιας. Θα ερχόμασταν Αθήνα, όπου θα ανάβαμε κερί στον τάφο του Δημοσθένη Δαπόντε (ξέρω που είναι) και θα πηγαίναμε ένα λουλούδι στο γραφείο του Εισαγγελέα Εφετών. Μετά θα πηγαίναμε στην Πάτρα από όπου θα αγοράζαμε ένα γυάλινο ποτήρι. Θα περνούσαμε τον Κορινθιακό με καράβι. Θα περπατούσαμε μετά για δέκα ώρες προκειμένου να φτάσουμε στο Κουπάκι, όπως έκανε η Παναγιώτα, επιχειρώντας να κάνουμε τα ίδια όνειρα που έκανε και εκείνη για το μέλλον. Την επόμενη νύχτα στο Κουπάκι θα κάναμε με τα πόδια την ίδια διαδρομή που έκανε και η Παναγιώτα: από το σπίτι που γινόταν το δείπνο μέχρι το σημείο όπου τουφεκίστηκε. Την τελευταία μέρα, εκεί γύρω στο ηλιοβασίλεμα, θα πηγαίναμε στο νεκροταφείο του χωριού, όπου θα διαβάζαμε το εξής (παραπομπή από το βιβλίο μου):
Στο Κουπάκι, το σούρουπο μιας ζεστής βραδιάς, αποφάσισα να ανάψω κεριά στους τάφους δικών μου στο νεκροταφείο του Αγίου Αντωνίου. Οι κερασιές, τα φρούτα των οποίων είχα φάει κάποτε για να τα αδειάσω λίγο αργότερα σε μια στιγμή φόβου και ναυτίας, είχαν χαθεί προ πολλού. Μόνο μια μεγαλοπρεπής σειρά από αγέρωχα κυπαρίσσια τριγύρω από την πέτρινη μάντρα του νεκροταφείου και το γραφικό παρεκκλήσι, παρέμεναν για να απαλύνουν την αγριάδα των μαρμάρινων ταφόπετρων και των σταυρών.
Μπορούσα να ξεχωρίσω τις μακρινές φωνές παιδιών που έπαιζαν ποδόσφαιρο στο χωριό. Το γέλιο τους διακοπτόταν πού και πού από το τριζοβόλημα των κεριών που μόλις είχα ανάψει και το βιαστικό σούρσιμο κάποιας σαύρας μέσα στα ξερόχορτα. Στα ανατολικά υψωνόταν ο λόφος του Αγίου Νικολάου, ενώ στα βόρεια διακρίνονταν, ανάμεσα στα δέντρα, τα κόκκινα κεραμίδια από τις στέγες του χωριού.
Στην πρώτη πεζούλα μπροστά μου βρισκόταν ο τάφος του πατέρα μου. Το κερί που είχα ανάψει έκαιγε, φωτίζοντας αμυδρά τα μαύρα γράμματα στο άσπρο μάρμαρο: «Θανάσης Κονανδρέας 1907-1986». Δεξιά μου, ένας άλλος τάφος, με το κερί που είχα ανάψει πριν λίγο, αποτελούσε την τελευταία κατοικία της θείας μου εδώ και μισό αιώνα: «Παναγιώτα Σουλιά – 38 ετών. Απεβίωσε στις 6 Σεπτεμβρίου 1953». Αριστερά μου βρισκόταν ο τάφος του Γιώργου Νίτσου χωρίς κεριά.
Περπάτησα και προς τις δυο κατευθύνσεις από τον τάφο του πατέρα μου και μέτρησα εννιά βήματα ανάμεσα στον τάφο του και στους τάφους των άλλων δυο, της Παναγιώτας από τη μια πλευρά και του Γιώργου από την άλλη.
Παρά το γεγονός ότι η συμμετρία αυτή ήταν σύμπτωση, με έβαλε σε σκέψεις. Τι κάνει ο πατέρας μου ανάμεσά τους; αναρωτήθηκα. Προστατεύει μήπως την Παναγιώτα ή τους κρατάει χώρια, κάτι που δεν έκανε το 1935;
Αν είχε κάνει το τελευταίο, η Παναγιώτα θα είχε την ευκαιρία να παντρευτεί έναν άντρα που της άξιζε. Η εργατικότητά της, η εξυπνάδα της και η αφοσίωσή της θα είχαν την ευκαιρία να ανθίσουν στο εύφορο, βαθύ χώμα του μικρού χωριού μας.
Το ταξίδι θα κρατούσε 10 ημέρες.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο:
Λ.Κ.: Θα έκαναν σήμερα, η Παναγιώτα και ο πατέρας μου, ό,τι έκαναν το 1935; αναρωτιόμουν ξανά.
Κατέληξα ότι οι δυο τους ήταν η μοντέρνα ενσάρκωση των αρχαίων πανέξυπνων και άκαμπτων προγόνων τους. Όπως οι ήρωες στις τραγωδίες της αρχαίας Ελλάδας, ήταν έτοιμοι να αγωνιστούν για την τιμή τους, ανεξάρτητα από το τι θα σκεφτόταν γι’ αυτούς ο υπόλοιπος κόσμος. Τα παιδιά μου εδραίωσαν τις σκέψεις μου αυτές, όταν μου θύμισαν, ότι όταν έκλεψαν την Ελένη στην Τροία, οι δικοί της δεν δίστασαν να θυσιάσουν τα υπάρχοντά τους και τη σωματική τους ακεραιότητα. Για την τιμή τους ξεκίνησαν με χίλια πλοία και πολέμησαν δέκα χρόνια.
Περισσότερες μικρές συνεντεύξεις μεγάλων βιβλιοταξιδιών εδώ
Το βιβλίο του Λουκά Κονανδρέα αφορά μια αληθινή ιστορία που συνέβη πριν από 63 χρόνια. Ο διαπρεπής γιατρός είναι γιος του ξαδέρφου της Παναγιώτας, της γυναίκας που προτίμησε να πεθάνει από το να χωρίσει τον σύζυγό της.
Κυκλοφόρησε πρώτα στα αγγλικά και έχει τιμηθεί με Χρυσό Βραβείο Beverly Hills, Book Awards, κατηγορία True Crime, με Χρυσό Βραβείο eLit Awards, Illuminating Digital Publishing Excellence, κατηγορία True Crime και με Βραβείο Nonfiction Authors Association, 2014, ΗΠΑ.
Για τη συγγραφή του βιβλίου επιστρατεύθηκαν προσωπικές μνήμες του Λουκά Κονανδρέα, τα πρακτικά από τις δίκες που έγιναν, οι εφημερίδες της εποχής αλλά και ό,τι συγκέντρωσε ο ίδιος από τις 160 συνεντεύξεις που πήρε. Το εγχείρημα αποτελεί έναν φόρο τιμής στην Παναγιώτα αλλά και στον πατέρα του που ανέλαβε την ευθύνη συμβάλλοντας στην απόδοση της δικαιοσύνης. Αναδεικνύονται οι κοινωνικές συμβάσεις που οδήγησαν την Παναγιώτα στο θάνατο και ζωντανεύει η ιστορία κατά τα προπολεμικά, τα κατοχικά και τα μεταπολεμικά χρόνια. Τέλος, σκιαγραφούνται οι γάμοι δια της βίας, μια κοινωνική συνθήκη που ισχύει και σήμερα σε διάφορα μέρη του κόσμου, τα μη δίκαια δικαστήρια και οι ευσυνείδητοι άνθρωποι που παραμένουν τέτοιοι ακόμη κι όταν η τιμιότητά τους απαιτεί θυσίες.
Σαν περίληψη...
Μια ερωτική περιπέτεια που κατέληξε σε αναγκαστικό γάμο.
Μια εξωσυζυγική σχέση, η οποία για να συνεχιστεί, θα έπρεπε να βγει οπωσδήποτε η σύζυγος από τη μέση.
Ένας πληρωμένος δολοφόνος.
Ένα σύστημα δικαιοσύνης που θα ήταν εξίσου ένοχο, όσο και οι εγκληματίες, αν δεν υπήρχε ένας έντιμος ένορκος για να μειοψηφήσει.
Ένας αποφασισμένος συγγενής, ο οποίος αγωνίστηκε σκληρά προκειμένου να οδηγήσει τον σύζυγο της ξαδέρφης του με τις τεράστιες διασυνδέσεις, όπως και τον φίλο του, ενώπιον της δικαιοσύνης…
Θα το βρείτε σε όλα τα βιβλιοπωλεία κατόπιν παραγγελίας και στο ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο captainbook.
Ο Λουκάς Αθανασίου Κονανδρέας είναι γιατρός και γεννήθηκε στο Κουπάκι Φωκίδας. Σπούδασε Ιατρική στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά τη στρατιωτική του θητεία και το «αγροτικό ιατρείο» μετανάστεψε στον Καναδά και στις ΗΠΑ για μετεκπαίδευση στην Ιατρική (Τορόντο, Σικάγο και Καλιφόρνια). Άσκησε επείγουσα ιατρική σε διάφορα νοσοκομεία της Καλιφόρνιας και στη συνέχεια μετακόμισε στο Κονέκτικατ, όπου οργάνωσε και διευθύνει μέχρι σήμερα ένα ιατρικό κέντρο επειγόντων περιστατικών. Είναι παντρεμένος με τη Γεωργία, η οποία είναι διδάκτωρ Ψυχολογίας και έχουν δυο γιους που βρίσκονται στο στάδιο των πανεπιστημιακών τους σπουδών.