…η ιστορία μας ξεκινά με τη φυγή της Μάρως έχοντας υπό την προστασία της τον μικρό Κωνσταντή.[1] Μοναδικός τους σκοπός είναι να γλυτώσουν απ’ τη μανία του πολέμου. Μάταια όμως. Οι ιταλικές οβίδες που συνοδεύουν το φευγιό των ξεριζωμένων χωρικών τους θερίζουν με πόνο και θάνατο.
Πρώτη απώλεια για τον Κωνσταντή είναι η υποτιθέμενη μητέρα του, η Μάρω. Προσπαθώντας να αποφύγει το μένος της καταστροφής, το αγόρι στρέφεται στην θεία του, την Χάιδω. Μια γυναίκα που όσο όμορφη κι αν ήταν εξωτερικά, τόση κακία έκρυβε η ψυχή της.
Ένα χαρακτηριστικό της μάλιστα που δεν άργησε να εκδηλωθεί, όταν το εξαντλημένο παιδί άρχισε να καθυστερεί τους εναπομείναντες διασωθέντες και η ίδια στράφηκε εναντίον του με σκοπό να το σκοτώσει…
Ωστόσο το γραμμένο της μοίρας ήταν να ζήσει τόσο αυτή όσο και ο Κωνσταντής. Όταν κινήθηκε να τον συναντήσει στο τέλος της πορείας, μια βόμβα σκότωσε όλους τους υπόλοιπους που προπορευόταν.
«Μου έσωσες τη ζωή» του είπε στεγνά, προφέροντας μηχανικά τις λέξεις.[2]
Περπατώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, κρατήθηκαν ζωντανοί βρίσκοντας καταφύγιο σε μια εκκλησία. Εκεί η Χάιδω ανάβει φωτιά προφυλάσσοντας τους από το κρύο, χρησιμοποιώντας μια καρέκλα και τα στασίδια. Συγχρόνως όμως λέει στο παιδί σκληρές αλήθειες που δεν ήταν ακόμη έτοιμο ν’ ακούσει:
«Μάνα σου είναι η Ελένη. Ο τουρκόσπορος που σε κανάκευε. Αυτή είναι η μάνα σου. Σε πήραν μέσα από την κοιλιά της και σ’ έδωσαν στη Μάρω, που ήταν στείρα…»[3]
Ακούγοντας όμως ο Κωνσταντής όλες αυτές τις σκληρές αποκαλύψεις, εύλογα αναρωτιέται φωναχτά «Αφού με έσωσες από το κρύο και τις βόμβες, γιατί με τυραννάς τώρα;»[4]
…πίσω στην Κωνσταντινούπολη, βρισκόμαστε στα χνάρια του αδελφού της Ελένης, του Ηλία και της ξαδέρφης της, Αμπασέ. Γινόμαστε μάλιστα μάρτυρες της σκηνής που ο Ηλίας της δίνει την ευκαιρία να αναστήσει ξανά το ραφείο του πατέρα της, ασχέτως του κακού που έκανε η οικογένεια της στην δική του.
«Ο αδελφός της, ο Οσμάν, μόνο προβλήματα δημιουργούσε σε όλους και από τότε που απέκτησε εξουσία τα πράγματα είχαν γίνει ακόμα χειρότερα…»[5]
Επιστρέφοντας ξανά στην εκκλησία που βρήκαν καταφύγιο οι ήρωές μας, τα ξύλα τελειώνουν και η γυναίκα ρίχνει με μανία στη φωτιά την εικόνα της Παναγίας. Τότε το παιδί «χωρίς να το πολυσκεφτεί και να χάσει χρόνο, έβαλε τα χέρια του στην πυρά για να αρπάξει την εικόνα, να σώσει ότι μπορούσε να διασωθεί. Το φλεγόμενο ξύλο του έκαψε τη χούφτα, μα κείνος, παρότι παιδάκι μόλις οκτώ χρονών, δεν ένιωσε πόνο. Ένιωσε μόνον ότι αυτό ήταν το χρέος του…»[6]
Έπειτα από τη λογομαχία τους η Χάιδω φεύγει ν’ αναζητήσει τη τύχη της αλλού, αφήνοντάς τον μόνο. Την επόμενη όμως μέρα βρίσκεται στην εκκλησία ο παπα-Φώτης που την λειτουργούσε. Η καρδιά του σκίζεται όταν βλέπει τ’ αποκαΐδια, μα χαίρεται που συνάντησε ζωντανό το άγνωστο αυτό παιδί. Τον παίρνει σπίτι του και τον φιλοξενεί μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια του.
Ωστόσο συνεχίζεται να μαίνεται ο πόλεμος στα γύρω μέρη, κάτι που αναγκάζει όλους ν’ ακολουθήσουν το δρόμο της φυγής. Τα παιδιά και η γυναίκα του παπά πηγαίνουν στην Αμφιλοχία κι ο παπα-Φώτης με τον Κωνσταντή πορεύονται προς τη μονή της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας.
Επόμενος προορισμός τους το Μεγάλο Πάπιγκο. Εκεί που το παιδί βρίσκει μια νέα οικογένεια στο πρόσωπο του αδερφού του ιερέα, του μαστρο-Λάμπρου. Μαζί του μαθαίνει την τέχνη του ξυλουργού και τόσο εκείνος όσο και η γυναίκα του, του χαρίζουν την αγάπη που του αξίζει…
Παράλληλα η Αμπασέ μαθαίνει στο ραφείο της τα άσχημα μαντάτα για τη μητέρα της: «….η ράφτρα έσκυψε το κεφάλι ρίχνοντάς το ανάμεσα στα δυο της χέρια. Αναστέναξε και έψαξε μέσα της να δει αν είχε θλίψη, καημό ή άλλο σεκλέτι. Δε χρειάστηκε πολύ χρόνο για να αποφασίσει…»[7]
Κι εδώ οι ιστορίες πολλών και διαφορετικών ανθρώπων (του Κωνσταντή, της μητέρας του Ελένης και των δικών τους ανθρώπων στην Κωνσταντινούπολη και όχι μόνο) θα γίνουν υποχείρια στα περίεργα παιχνίδια της μοίρας.
Και πραγματικά είναι φορές που το κοντά είναι παράλληλα και τόσο μακρινό για τους ήρωές μας: «Μύριζε και ξαναμύριζε σα το λαγωνικό η Ελένη, δακρύζοντας ασταμάτητα. Εκεί, στα σκεπάσματα, που από κείνη κιόλας τη στιγμή ήταν δικά της, οσφραινόταν το άρωμα του Κωνσταντή της…»[8]
Άραγε οι δρόμοι τους θα ενωθούν;
Κι αν ναι, τι αντίτιμο θα χρειαστεί για κάτι τέτοιο;
Εν κατακλείδι, ο συγγραφέας σε αυτό του έργο συνθέτει ένα κλίμα δραματοποιημένης αγωνίας, ώστε να αναζητούμε την αλήθεια σε κάθε επόμενη σελίδα.
Η πρώτη μου διαπίστωση είναι πως λείπουν οι όποιες υπερβολές της «Εξομολόγησης» που αποτελεί το πρώτο μέρος της ιστορίας αυτής, ενώ τονίζεται σε ανθρώπινο βαθμό η χαρά και η λύπη.
Για το τέλος ωστόσο άφησα κάτι που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τουλάχιστον παράξενο, μιας και είναι ένα γεγονός που μου έφερε ανάμεικτα συναισθήματα. Αφορά το σημείο εκείνο που συναντώ τους τούρκους ήρωες του βιβλίου να μιλούν με τα οικεία μας «με» και «σε»! Ενδεικτικά σας αναφέρω το μικρό απόσπασμα:
(…) Μόλις το είδε η Ντιλέκ, ξέχασε αμέσως τη διαμάχη της με την Αμπασέ και επικεντρώθηκε στη λιχουδιά.
«Τι με έφερες, γιαβράκι μου;» ρώτησε λιγωμένη (…)
«Σουτζουκάκια σε έφερα» απάντησε ο Οσμάν[9]
Τη μόνη εξήγηση που έδωσα στον εαυτό μου, είναι ότι ίσως το συγκεκριμένο γεγονός βασίζεται στην στενή συναναστροφή Τούρκων και Ελλήνων της Πόλης… αυτό μονάχα!
Καλές αναγνώσεις να σας ευχηθώ.
Το μυθιστόρημα του Σπύρου Πετρουλάκη, Η Παναγιά της Φωτιάς, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας
Θεσπρωτία, 30 Οκτώβρη 1940
Οι οβίδες σφύριζαν με μανία πάνω από τα κεφάλια τους και εκείνοι, τρομοκρατημένοι, δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. […]
Η Μάρω, πανιασμένη από τη φωτιά της κόλασης που ξετρύπωνε από τα μαύρα σύννεφα του ουρανού, κρατούσε σφιχτά τον Κωνσταντή στην αγκαλιά της.
Είχε κουρνιάσει σαν το πουλάκι κάτω από ένα δέντρο και προσπαθούσε να προφυλάξει τον εαυτό της και το κατατρομαγμένο παιδί.
Του χάιδευε τα μαλλιά μέσα από την κάπα του και του ψιθύριζε απαλά: «Σ’ αγαπώ, Κωνσταντή μου, σ’ αγαπώ, παιδί μου. Μη φοβάσαι».
Όμως στο μυαλό της ερχόταν και τρύπωνε ο τρόμος· ο τρόμος και η αδικία.
Σκέφτηκε ότι αυτή την ώρα η Ελένη θα είχε σηκωθεί από το κρεβάτι, πετώντας τα σκεπάσματά της. Θα έβγαινε έξω και θα αντίκριζε ένα έρημο και άδειο χωριό. «Της άξιζε!» είπε φωναχτά, δίχως να τη νοιάζει που την άκουγε το παιδί της.
Ωστόσο, μέσα της γνώριζε ότι αυτό που είχαν κάνει στη δύσμοιρη γυναίκα ισοδυναμούσε με θάνατο, ψυχικό και σωματικό.
Ήταν από τις λίγες φορές που η Μάρω επικαλούνταν τη βοήθεια του Θεού: «Θεέ μου, κάνε να μην πέσει το κακό πάνω στο κεφάλι μου.
Δεν έφταιγα μόνον εγώ» παρακάλεσε και στην προσευχή της προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον εαυτό της – και τις πράξεις της.
Το ψηφιδωτό της Εξομολόγησης
αποκαλύπτεται και καθηλώνει…
Περισσότερα από/για τον Σπύρο Πετρουλάκη:
[1] Τον γιο της Ελένης, της ηρωίδας του βιβλίου «Η εξομολόγηση» του Σπύρου Πετρουλάκη (Εκδόσεις Μίνωας, 2015)
[2] Σελ. 30 «Η Παναγιά της Φωτιάς» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδόσεις Μίνωας, 2016
[3] Σελ. 36 «Η Παναγιά της Φωτιάς» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδόσεις Μίνωας, 2016
[4] Σελ. 38«Η Παναγιά της Φωτιάς» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδόσεις Μίνωας, 2016
[5] Σελ. 25 «Η Παναγιά της Φωτιάς» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδόσεις Μίνωας, 2016
[6] Σελ. 39«Η Παναγιά της Φωτιάς» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδόσεις Μίνωας, 2016
[7] Σελ. 101«Η Παναγιά της Φωτιάς» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδόσεις Μίνωας, 2016
[8] Σελ. 141«Η Παναγιά της Φωτιάς» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδόσεις Μίνωας, 2016
[9] Σελ. 83«Η Παναγιά της Φωτιάς» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδόσεις Μίνωας, 2016
[6] Σελ. 39«Η Παναγιά της Φωτιάς» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδόσεις Μίνωας, 2016
[7] Σελ. 101«Η Παναγιά της Φωτιάς» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδόσεις Μίνωας, 2016
[8] Σελ. 141«Η Παναγιά της Φωτιάς» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδόσεις Μίνωας, 2016
[9] Σελ. 83«Η Παναγιά της Φωτιάς» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδόσεις Μίνωας, 2016