Γράφει ο Χριστόφορος Τριάντης... σε μια στιγμή δυσθυμίας, όπου η ύπαρξη παλεύει με τον χρόνο και νικιέται κατά κράτος, κι αυτό είναι ένα κομμάτι που μένει σαν αιμορροούσα πληγή.[1]
Η εξορία είναι το εναπομείναν
προνόμιό μου
κι η πολιτεία του τίποτα
ο απόλυτος προορισμός
της εξορίας μου.
Συνεξόριστοί μου στα κελιά:
οι τρελοί, οι αθώοι, οι άγιοι.
Κι άλλη ουσία δεν έχει η πολιτεία,
παρά να μετρά τον χρόνο αντίστροφα,
αδειάζοντας τις στάλες τής ύπαρξης
στα ποτάμια του παράλογου,
δίχως στόχους, σχέδια κι ελπίδες
(προνόμια σκλάβων,
και φιλόσοφων είναι αυτά).
Ω! Εδώ η έκσταση είναι
το εύρημα των εξορίστων.
Ξεχάστηκε σαν απόθεμα πρωταρχικού φωτός
στις πτυχώσεις αγέννητων κόσμων.
Και η παραίτηση απ’ τα δεινά της φύσης
των εξορίστων είναι ο κυνισμός,
σαν οπισθοδρομούν,
αλλάζοντας καταφύγια κι εποχές.
Στην πολιτεία -μυστικά- λατρεύουν
ό,τι ήταν και ό,τι θα γίνουν
στις λεωφόρους της αμφιβολίας.
Οι μακαρισμοί στις ομορφιές της φύσης
αδιάφορα περνούν,
σαν αναλαμβάνουν οι λέξεις
να κουβαλάνε τους κοινούς φόβους
σε πορείες θριάμβου κι αποστροφής.
Κι έπειτα να τους εξαφανίζουν,
σαν βάρος αδιάφορο για θεούς και
άθρησκους ισορροπιστές.
Η ύπαρξη άχθος μυστήριο,
και το άλογο, γέλιο προκαλεί:
στους τρελούς, στους αθώους, στους αγίους.
Η γνώση, θανατερή αναλαμπή
ανιαρής ζωής υποζυγίων και χρονολατρών,
εγκαταλείφθηκε οριστικά
στην πολιτεία των εξορίστων,
στην πολιτεία του τίποτα…
Copyright © Χριστόφορος Τριάντης, All rights reserved, 05/2016
[1] Έτσι εκφράστηκε ο ίδιος σχετικά με τη συγγραφή του έργου του.
Πηγή έργων του R. Garth Studios που αποτελούν τη συνοδευτική εικόνα.
Περισσότερα του ίδιου: