Απόγευμα σε μια ηλιόλουστη Θεσσαλονίκη που τα πάντα φωνάζουν πως το Καλοκαίρι πλησιάζει. Από τα τριάντα έξι που έχω ζήσει, αυτά που θυμάμαι με εντονότερα χρώματα και με χαραγμένες ανεξίτηλα στο νου μου τις γεύσεις και τους ήχους, είναι εκείνα της παιδικής μου ηλικίας.
Και τότε, ξεχνώ για λίγο το φως που υπάρχει γύρω μου και χάνομαι στις σκιές του παρελθόντος…
Ώρες ώρες μάλιστα, αυτές οι σκέψεις με κάνουν να φοβάμαι για το μέλλον, καθώς για έναν ανεξήγητο λόγο νιώθω πια το χρόνο να κυλά γρηγορότερα, σαν νερό ή σαν άμμο που ξεγλιστρά βιαστικά απ’ τη χούφτα μου.
Και τότε αναλογίζομαι πού να είναι άραγε κρυμμένο εκείνο το παιδί που ήμουν κάποτε; Παραμένω όσο αυθόρμητος θα ήθελα και ζω αληθινά εκείνα που κάποτε ποθούσα;
Συνεχίζω να ποθώ με την ίδια δίψα;
Και τι είμαστε τελικά; Μονάχα μνήμες που θα σβήσουν καθώς χαθούμε ή κάτι περισσότερο;
Κάποιες απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα τις βρήκα μοιραία, -γιατί νιώθω ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο στη ζωή-, στην ποιητική συλλογή του λογοτέχνη Ζουμπιάδη Ιωάννη, «ΨΥΧΗΣ ΔΡΟΜΟΣ».
Ο ποιητής σε κάποια από τα έργα του μας απαντά μιλώντας για τους «Άλλους», ενώ το κάνει έμμεσα για τα λάθη της δικής μας καθημερινότητας. Γίνεται καθρέφτης του εαυτού μας καταδεικνύοντας αυτά που μας έχουν καταβάλει, φτάνοντας στο σημείο να αναλογίζεται στους στίχους του πως μοιάζουμε…
«Σαν να χάσαμε κάτι από εμάς.
Άνθρωποι μόνοι.
Άνθρωποι προβληματισμένοι.
Περπατούν και κοιτούν κάτω.
Κοιτούν τη σκονισμένη άσφαλτο.
Στις οικοδομές οι γείτονες μιλούν ελάχιστα.
Χαιρετούν μηχανικά.
Λες και η εμπιστοσύνη χάνεται ή χάθηκε.
Λες και η ευγένεια είναι πολυτέλεια.»[1]
Κι έπειτα ο νους του ποιητή απευθύνεται στα συναισθήματα ψάχνοντας για κάθαρση. Προσκαλώντας και προκαλώντας μας συγχρόνως:
«Ελα και δείξε σεβασμό.
Διότι, ο σεβασμός δύσκολα κερδίζεται,
δε χαρίζεται.
Απλά έλα και κάθισε.
Δες με.
Άκου με.»[2]
Και στη συνέχεια, ο Ποιητής μας δίνει από της ζωής του το απόσταγμα, το μάθημα που αποκόμισε σε λίγες μονάχα λέξεις:
«Μην αφήσετε άλλους να ορίσουν τη ζωή σας.
Αρπάξτε τη ζωή από τα μαλλιά και ζήστε.
Και να θυμάστε ότι ζούμε μόνο μια φορά.
Αλλά, αν ζήσουμε καλά, η μια φορά είναι αρκετή.»[3]
Γιατί τί είναι άλλωστε η ζωή, ο χρόνος, τα συναισθήματα, οι αριθμοί και οι λέξεις μας, παρά της ψυχής μας ο δρόμος, που ότι δημιουργήσουμε στο πέρασμά μας, αυτό θα μείνει για να μας θυμούνται...
Όχι όμως με αίσθημα χαρμολύπης, ούτε μετρώντας αντίστροφα ως εκείνη τη στιγμή, μα ζώντας τη κάθε μέρα με φως, επειδή…
«Όλα τα’ άστρα τα έχεις σε μια χούφτα.
Και ναι… έτσι.»[4]
Και τι να’ ναι περισσότερο φωτεινό από την αγάπη;
Όταν βρεθείς ένα δειλινό να κρατάς το χέρι του αγαπημένου σου ανθρώπου και να εξομολογείσαι μεθώντας με ζωή, τότε θα ψιθυρίσεις σίγουρα λέξεις που θα ζητούν το ίδιο ταπεινά κι αληθινά όπως τους παρακάτω στίχους του ποιητή:
«Ασε με ν’ ακουμπώ στο στήθος σου.
Να νιώθω τους χτύπους σου.
Και η καρδιά να μου τα λέει όλα.»[5]
Περισσότερα από/για τον Ιωάννη Ζουμπιάδη:
Ο Ιωάννης Ζουμπιάδης και το Ψυχής δρόμος
Ο Ιωάννης Ζουμπιάδης και το Ψυχής δρόμος
[1] Από το ποίημα «Ξένοι στην ίδια πόλη», Σελ.14 (Ποιητική συλλογή «ΨΥΧΗΣ ΔΡΟΜΟΣ» ΖΟΥΜΠΙΑΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Εκδόσεις Φυλάτος, Θεσσαλονίκη 2015)
[2] Από το ποίημα «Έλα», Σελ33 (Ποιητική συλλογή «ΨΥΧΗΣ ΔΡΟΜΟΣ» ΖΟΥΜΠΙΑΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Εκδόσεις Φυλάτος, Θεσσαλονίκη 2015)
[3] Από το ποίημα «Ζήστε», Σελ36 (Ποιητική συλλογή «ΨΥΧΗΣ ΔΡΟΜΟΣ» ΖΟΥΜΠΙΑΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Εκδόσεις Φυλάτος, Θεσσαλονίκη 2015)
[4] Από το ποίημα «Και ναι…έτσι», Σελ18 (Ποιητική συλλογή «ΨΥΧΗΣ ΔΡΟΜΟΣ» ΖΟΥΜΠΙΑΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Εκδόσεις Φυλάτος, Θεσσαλονίκη 2015)
[5] Από το ποίημα «Το δειλινό», Σελ62 (Ποιητική συλλογή «ΨΥΧΗΣ ΔΡΟΜΟΣ» ΖΟΥΜΠΙΑΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Εκδόσεις Φυλάτος, Θεσσαλονίκη 2015)