-Στάση πρώτη: Από τις πρώτες ακόμη σελίδες μας κατακλύζει ένας χείμαρρος από πληροφορίες σχετικά με τους ήρωες, οι οποίες συμπληρώνονται με λογιών-λογιών μισόλογα και υπονοούμενα, τραβώντας ως ένα σημείο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μα αποπροσανατολίζοντάς τον συνάμα σχετικά με το τι είναι χρήσιμο να θυμάται και τι όχι.-
Στο επόμενο κεφάλαιο ο συγγραφέας μας γυρνά στο 1928 στην Κωνσταντινούπολη, γνωρίζοντάς μας την οικογένεια του εξισλαμισμένου Γιάννη Αντάνογλου που διατηρεί στην Πόλη εργοστάσιο κατασκευής χαλιών. Η γυναίκα του Αγγελική και τα παιδιά τους (η πολυμαθής εντεκάχρονη Ελένη και ο κακομαθημένος εννιάχρονος Ηλίας), ζουν ως κρυπτοχριστιανοί, έχοντας όμως καλές σχέσεις τόσο με το Φανάρι όσο και με την τουρκική κυβέρνηση. Την οικογενειακή τους γαλήνη έρχεται να διακόψει βίαια ο ξαφνικός θάνατος των γονιών των παιδιών, με τρόπο δραματικό μα και τόσο υπερβολικά αποτυπωμένο στις σελίδες…
-Στάση δεύτερη: Η σκηνή εξελίσσεται ως εξής: «…έπεσε στο πάτωμα δίχως να έχει αφήσει τον θάνατο από το χέρι, που σήμερα είχε πάρει τη μορφή ενός καλωδίου και τον χτυπούσε ανελέητα μέσα στο ίδιο του το σπίτι, μπροστά στα μάτια των αγαπημένων του προσώπων (…) Το σώμα του εξακολουθούσε να χτυπιέται στο πάτωμα χορεύοντας τον τελευταίο του χορό»-[1]
…και ο καταιγισμός ονομάτων και νέων συμβάντων συνεχίζονται.
Τα παιδιά κοιμούνται στο σπίτι της χριστιανής παραδουλεύτρας, Άννας. Εκεί, χωρίς να το περιμένει εισβάλλουν στην οικεία της Τούρκοι χωροφύλακες που ρωτούν επίμονα «Τι δουλειά έχουν παιδιά Τούρκων σε σπίτι Ρωμιών, ε;»[2] και σ’ ένα και μόνο βράδυ η περιουσία των γονιών περνά στα χέρια του αδερφού του Γιάννη (στον Αντώνη που υιοθετεί την Ελένη) και στον αδερφό της Αγγελικής (τον Στέφανο που υιοθετεί τον Ηλία). Όταν τα παιδιά θα ενηλικιωνόταν τότε θα μπορούσαν να διαχειριστούν τα ίδια την περιουσία των γονιών τους.
Η Ελένη δεινοπαθεί στα χέρια της γυναίκας του θείου της, της Ντιλέκ. Σύντομα γίνεται παραδουλεύτρα της, παρακολουθώντας την να δίνει όλη της την αγάπη στα παιδιά της, μα κανένα έλεος στο ορφανό κορίτσι. Σύντομα η οικογένεια μετακομίζει στο πλουσιοπάροχο σπίτι που σκοτώθηκαν οι γονείς της. Εκεί συνεχίζει να υποφέρει από το μίσος του ξαδέρφου της, Οσμάν, μα και να βρίσκει πάντα καταφύγιο στην προστατευτική αγκαλιά της ξαδέρφης της, Αμπασέ.
-Στάση τρίτη: Στη μοίρα της μικρής Ελένης ωστόσο, μπλέκεται και μια συμφωνία που αγνοεί: «….αν η Ελένη παντρευόταν Τούρκο υπήκοο, αυτομάτως όλη η περιουσία της θα μεταβιβαζόταν στην ίδια και τον σύζυγό της. Αυτό ακριβώς ήθελε να αποφύγει η Ντιλέκ».-[3]
Τα μαρτύρια της Ελένης γίνονται ολοένα και περισσότερα. Αποκορύφωμα: Πέφτει θύμα βιασμού από τον ίδιο τον ξάδερφό της και έναν φίλο του, σημαδεύοντας έτσι για πάντα το σώμα και την ψυχή της.
Με αφορμή αυτό, η οικογένεια συνωμοτεί να στείλει το κορίτσι στην Ελλάδα για να παντρευτεί, διώχνοντας από πάνω τους την ντροπή. Το πρόσχημα ήταν πως θα πήγαινε να υπηρετήσει μια οικογένεια. Ο γαμπρός βρίσκεται τελικά σ’ ένα χωριό της Θεσπρωτίας.
-Στάση τέταρτη: Στη διάρκεια του ταξιδιού της κοπέλας, συμβαίνουν πολλές απρόσμενες καταστάσεις, με σημαντικότερη την συνάντησή της με την τσιγγάνα που της λέει τη μοίρα της. Ακόμη κι εκείνη όμως, μόλις «διαβάζει» το χέρι της αποτραβιέται μακριά με τρόμο! Αυτό που της λέει φοβισμένη είναι πως «Όσο αίμα θα χύσεις, άλλο τόσο θα πάρεις».-[4]
Κι ο κατάλογος όσων θα βιώσει η ηρωίδα μας είναι μακρύς…
Η αλήθεια είναι πως διαβάζοντας ως την τελευταία σελίδα, προβληματίστηκα μέχρι πιο σημείο κτηνωδίας μπορεί τελικά να φτάσει ένας άνθρωπος, μια ψυχή. Μέχρι πού μπορεί να πάει για να εκδικηθεί μα και να συγχωρέσει. Να πονέσει και να δώσει πόνο. Να μισήσει και να τον μισήσουν.
Η αλήθεια είναι πως με δυσκόλεψε αυτό το βιβλίο στο να κατασταλάξω εάν το έζησα στο βαθμό που ποθούσε ο συγγραφέας να μας το μεταδώσει. Η ιστορία είναι πραγματικά συγκινητική (άλλωστε βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα) ωστόσο κάποια σημεία υπερβολής μειώνουν κάπως της ευχαρίστηση της ανάγνωσης. Ένα μικρό παράδειγμα είναι και το παρακάτω: «Η μάνα το έβαλε στο στήθος της κι εκείνο, σα να είχε διδαχτεί από πάνσοφους δάσκαλους και μύστες το ακριβό μυστικό μιας αρχέγονης τελετουργίας της πλάσης, έψαξε με λαχτάρα τη ρώγα».[5]
Τέλος, θα σταθώ και στην σύνοψη του οπισθόφυλλου. Θεωρώ πως δεν καταφέρνει να πληροφορήσει επαρκώς τον αναγνώστη για την ουσία της ιστορίας ούτε βέβαια προκαλεί το απαιτούμενο ενδιαφέρον για ανάγνωση.
Επανέρχομαι σε λίγο καιρό με το μυθιστόρημα «Η Παναγία της φωτιάς» του ίδιου συγγραφέα, που οι ήρωες του έχουν άμεση σχέση με το έργο που μόλις σας ανέλυσα.
Καλή αντάμωση λοιπόν!
Στο οπισθόφυλλο γράφει...
Η Ελένη, ως παιδί, ζει μια ευτυχισμένη και φαινομενικά άνετη ζωή στην Κωνσταντινούπολη του 1928. Χάνοντας, όμως, τους γονείς της από ατύχημα, όλα ανατρέπονται. Μακριά από τον αδελφό της, αντιμετωπίζει μόνη τη σκληρότητα του συγγενικού της περιβάλλοντος. Ως αντικείμενο συναλλαγής, καταλήγει στην Ήπειρο, ανάμεσα σε σκληρούς ανθρώπους της ελληνικής υπαίθρου. Πέφτει χαμηλά, αλλά ξανασηκώνεται. Όταν ο έρωτας έρθει, είναι ήδη πολύ αργά για εκείνη...
Κόνιτσα, σήμερα.
«Έχω κάνει πολλές αμαρτίες, παιδί μου…»
Η γερόντισσα Μαρκέλλα δεν έχει βγει από το μοναστήρι της Παναγιάς Βρεφοκρατούσας τα τελευταία εβδομήντα τρία χρόνια, δεμένη από ένα βαρύ τάμα.
Τώρα, τις τελευταίες ώρες της ζωής της, ζητά συγχώρεση για να σταθεί αμόλυντη στην Κρίση Του Πλάστη.
Να εξομολογηθεί.
Ο πατέρας Θεόφιλος καλείται εσπευσμένα στα βουνά της Πίνδου να τελέσει το μυστήριο της εξομολόγησης…
Το παρελθόν μπορεί να αποτρέψει το μέλλον;
Η δύναμη της πίστης έχει την ισχύ να γεννήσει ελπίδα;
Ο έρωτας αλλάζει το πεπρωμένο;
Μια ιστορία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, που καλεί τον αναγνώστη να αποδώσει δικαιοσύνη, να πάρει θέση, να δικαιώσει ή να καταδικάσει πράξεις που σημαδεύουν τις ζωές των ανθρώπων.
Το μυθιστόρημα του Σπύρου Πετρουλάκη, Η εξομολόγηση, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας.
Περισσότερα από/για τον Σπύρο Πετρουλάκη:
[1] Σελ36 «Η εξομολόγηση» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδ. ΜΙΝΩΑΣ,2015
[2] Σελ42 «Η εξομολόγηση» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδ. ΜΙΝΩΑΣ,2015
[3] Σελ77-78 «Η εξομολόγηση» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδ. ΜΙΝΩΑΣ,2015
[4] Σελ146«Η εξομολόγηση» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδ. ΜΙΝΩΑΣ,2015
[5] Σελ208-209 «Η εξομολόγηση» Σπύρος Πετρουλάκης, Εκδ. ΜΙΝΩΑΣ,2015