Αποσπάσματα
Αν είστε από εκείνους τους βιβλιόφιλους που για να αποφασίσουν αν ένα βιβλίο τούς ενδιαφέρει ή αν αξίζει την προσοχή τους πρέπει να ξεφυλλίσουν και λίγο από μέσα, γιατί δεν τους αρκεί το οπισθόφυλλο με την μικρή περιγραφή του, θα ενθουσιαστείτε από τα παρακάτω ενδεικτικά αποσπάσματα του μυθιστορήματος της Νικολίτσας Μπλούτη-Καράτζαλη, Όταν η σιωπή μιλάει στα όνειρα, που τόσο ευγενικά μου παραχώρησε. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή.
ΟΛΓΑ. ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ
Είκοσι ολόκληρα χρόνια πέταξαν από κείνο το πρωί που έκλεισε η Ελένη την πόρτα του σπιτιού της, χωρίς να γυρίσει ποτέ πίσω. Ολόκληρη γυναίκα πια η Όλγα, μητέρα και η ίδια, μα δεν κατάφερε να μαλακώσει την καρδιά της. Ήταν φορές που σκεφτόταν πως αν έκανε ένα βήμα προς τη μάνα της, θα πρόδιδε τον πατέρα της. Αυτό πίστευε πως την κρατούσε περισσότερο. Ας προσπαθούσε εκείνος με τον τρόπο του να τη συμφιλιώσει με την πραγματικότητα. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, στα χέρια του γιου του, "να προσέχεις την Όλγα, του είπε, κι εσύ κι η μάνα σου". Όταν αρρώστησε, η Όλγα τρελάθηκε απ’ την αγωνία της. Αν τον έχανε τόσο νωρίς, τόσο νέο, ένιωθε πως θα έχανε και τον τελευταίο της σύμμαχο, το μοναδικό της στήριγμα. Κι ας αγαπούσε παράφορα τον αδερφό της, ας είχε και το Γιώργο που τότε πίστευε πως θα ήταν ο άνθρωπός της για πάντα, ας υπήρχε κάπου κι "εκείνη", ως στερνή καταφυγή στην απόγνωσή της.
Ο αδερφός της στα οχτώ του αποδέχτηκε εύκολα τη φυγή της, μοιράστηκε στα δυο. Χωρίστηκαν σε στρατόπεδα, ο Λευτέρης μ’ εκείνη κι η Όλγα με τον πατέρα, που δεν εκδήλωσε ποτέ κακία για την Ελένη, μόνο η θλίψη που φώλιασε στα μάτια του, μαρτυρούσε πόσο του στοίχισε. Tα καλοκαίρια τα περνούσε κοντά της, αδημονούσε πότε θα τελειώσουν τα σχολεία για να φύγει. Υπερασπιζόταν τη μάνα του με νύχια και με δόντια, αν τύχαινε να φτάσει στ’ αυτιά του καμιά άσχημη κουβέντα γι’ αυτήν. Μια σταλιά αντράκι και πάλευε με τις σφιγμένες χούφτες του για την τιμή τους. Ώσπου ο κόσμος βαρέθηκε κι έπαψε ν’ ασχολείται με τα δικά τους, έπιασε ιστορίες αλλονών.
Κι η Όλγα εκνευριζόταν με τα σχόλια του κόσμου, μα κυρίως με τις κατάρες της γιαγιάς της που είχαν ως αποδέκτη τη νύφη της. Το θυμό που αισθανόταν η ίδια για τη μητέρα της, δεν επιθυμούσε κατά βάθος να τον νιώθουν κι οι άλλοι. Τη στάση που κρατούσε ο πατέρας της, μέσα της τη θαύμαζε κρυφά. Όπως και του Λευτέρη τη στάση, την αποδέχτηκε με τον καιρό, αφού είδε πως κι ο πατέρας της τη θεωρούσε φυσιολογική. Από κανέναν δεν άντεχε κι αυτή ν’ ακούει άσχημα λόγια για την Ελένη, κανείς δεν πίστευε πως είχε το δικαίωμα να την κρίνει. Κι ας την τιμωρούσε η ίδια με τη σιωπή της.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ. ΑΔΕΡΦΟΣ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ
Η Όλγα στα δώδεκα είχε χορτάσει φιλιά και χάδια απ’ τη μάνα τους, το ίδιο κι εκείνος… Γι’ αυτό και τον τσάτιζε η γιαγιά του, που ανήμπορη ν’ ανοίξει την αγκαλιά της στα παιδιά, κατέφευγε στις κατάρες για τη νύφη της, κάνοντας αδιάντροπα τον σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα για να πιάσουν. "Θα γυρίσουν πάνω σου, δε φοβάσαι το Θεό;" Τη ρώτησε ένα βράδυ όταν την πέτυχε να σταυροκοπιέται. "Ποιες, οι προσευχές;" έκανε αιφνιδιασμένη εκείνη που τη διέκοψε. "Οι κατάρες, τη φοβέρισε με θυμωμένο ύφος. Εγώ προσεύχομαι γι’ αυτό", της πέταξε και πήγε και κουκουλώθηκε στο κρεβάτι του για να μην την ακούει. Οι κατάρες της όμως, έφταναν από μακριά, προφανώς την πλήρωνε η Όλγα τη νύφη.
"Τι μου ‘γραψες Θεέ μου να περάσω τώρα στα γεράματα; Δε μ’ έπαιρνες καλύτερα κοντά σου να ησυχάσω, σαν τον συγχωρεμένο τον Λευτέρη μου… Τη γλίτωσε αυτός, έκλεισε τα μάτια του και πέρα βρέχει…" συνέχιζε η γιαγιά τον εξάψαλμο.
Στο σπίτι τους έβρεχε βεβαίως, ένα σύννεφο μαύρο που στάθηκε για μήνες από πάνω τους και τους κατάβρεχε όλη μέρα με δάκρυα. Μονάχα τις νύχτες ηρεμούσαν. Ο καθένας στο κρεβάτι του έπαιρνε μαζί του την πίκρα του και σκεπαζόταν, ώσπου ερχόταν ο ύπνος να τον λυτρώσει απ’ τον πόνο. Η αγωνία τού Λευτέρη, κράτησε δυο μέρες και δυο νύχτες, την τρίτη μέρα το μεσημέρι χτύπησε το τηλέφωνο κι ήταν ο μόνος πρόθυμος να το σηκώσει. Άκουσε τη φωνή της Ελένης και ησύχασε. Δεν έχασε τη μάνα του, δεν την έπιασαν οι κατάρες της γιαγιάς του, ο Θεός είναι μεγάλος για όλους, αυτός αποφασίζει για τις αμαρτίες μας κι όχι οι γιαγιάδες, σκέφτηκε τότε με ανακούφιση. Της ζήτησε το τηλέφωνό της για να μπορεί να την παίρνει, να σιγουρευτεί πως θα τη βρίσκει όποτε θελήσει. Του είπε, πως με την πρώτη ευκαιρία διακοπών από το σχολείο, θα τον περιμένει να συναντηθούν κι εκείνος ευχαριστημένος μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης, έτεινε το ακουστικό προς την Όλγα, που καθόταν παράμερα και τον κοιτούσε σαλεμένη. Η αδερφή του απομακρύνθηκε αθόρυβα και το ακουστικό έμεινε να την περιμένει από τότε… Κρύωσε η καρδιά της, κρύωσε και της Ελένης απ’ την απόρριψη που έφαγε απ’ την κόρη της.
ΕΛΕΝΗ. ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΕΥΤΕΡΗ
Το πλήρωνε ακριβά το τολμηρό βήμα της η Ελένη, καθημερινά. Με τον τωρινό άντρα της, ποτέ δε θυμάται ν’ αντιμετώπισε προβλήματα, να την απασχόλησε κάτι έστω για μια ώρα, να την προβλημάτισε η συμπεριφορά του ή οι πράξεις του. Ποτέ. Την αγαπούσε και τη σεβόταν, χαλί γινόταν να τον πατήσει, που λέει ο λόγος, μόνο να, που η ίδια δεν ένιωσε στιγμή απόλυτα ευτυχισμένη. Ένα κομμάτι της καρδιάς της είχε κοπεί και γύρευε απελπισμένα την επανένωση. Διαρκώς αφηρημένη, σκεφτική, μονίμως χαμένη στους λογισμούς της… Τι της έφταιγε ο άνθρωπος και δεν μπορούσε να του χαρίσει μια μέρα ευτυχισμένη κι ανέφελη, όπως του όφειλε, σαν ανταπόδοση για όσα έκανε για κείνη;
Τίποτα και κανένας δεν της έφταιγε. Είκοσι χρόνια πέρασαν και δεν κατάφερε να βρει τον φταίχτη, κάποιον να του αποδώσει τις ευθύνες για όσα τραβούσε, ένα πρόσωπο που να μπορεί να βρίσει ή να σιχτιρίσει για να ξαλαφρώσει το μέσα της… "Ο πατέρας σου Ελένη μου, μόνο αυτός άθελά του σ’ έκαψε", της τόνιζε συχνά η θεία της. Της Ελένης όμως, δεν της πήγαινε να τα φορτώνει όλα σ’ ένα νεκρό κι ας είναι σε θέση να σηκώνει τόνους από λάθη και σφάλματα στους ώμους του.
Ο μόνος σύνδεσμος απ’ τα παλιά ο γιος της κι η θεία της. Δε ρωτούσε για κανέναν, ούτε που νοιάστηκε για τον αντίκτυπο που είχε στο χωριό της η πράξη της. Πήρε ένα σφουγγάρι και τους έσβησε όλους απ’ τον πίνακα των αναμνήσεων. Μόνο για την Όλγα της νοιαζόταν, μόνο αυτό την έκαιγε και την τσουρούφλιζε όταν ζητούσε να της μιλήσει στο τηλέφωνο και εισέπραττε τη σιωπή και την απόρριψη. Δεν πέρασε από το μυαλό της πως θα κρατούσε χρόνια αυτή η βουβαμάρα, κάθε φορά που άνοιγε τα μάτια της μια ελπίδα φτερούγιζε μπροστά της, πως ναι, σήμερα θα είναι η μέρα που θα φέρει την κόρη της κοντά της. Αυτή η πολυπόθητη μέρα δεν έφτασε ακόμα και τώρα πια, πίστευε πως πλήρωνε πολύ ακριβά το ταξίδι της. Θα το αποτολμούσε άραγε τότε αν γνώριζε το κόστος του; Θα το έκανε, απαντούσε με σιγουριά. Κανείς στη ζωή δεν παίρνει τζάμπα ότι αξίζει, η πληρωμή στην είσοδο κάθε ευτυχισμένης στιγμής είναι απαραίτητη για να μας δηλώσει το μεγαλείο της. Πόσο κοστίζει επιτέλους η αγάπη; Για άλλους πολλά, για άλλους λιγότερα, γι’ αυτήν είκοσι ολόκληρα χρόνια σιωπής, που τα πληρώνει στην κόρη της ως φόρο τιμής για τη φυγή της.
Τα τελευταία χρόνια οι ελπίδες της λιγόστεψαν. Φτερούγισαν μία-μία και πέταξαν μακριά, σαν πουλάκια που εγκαταλείπουν τη φωλιά τους. Αφού δεν τη δέχτηκε πλάι της στις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής της, το πιο πιθανό είναι να μην το κάνει ποτέ, σκέφτεται καθώς αναλογίζεται πόσες όμορφες στιγμές έχασαν κι οι δυο τους. Στα όνειρά της μονάχα μπορεί και την ανταμώνει…
ΓΙΩΡΓΟΣ. ΑΝΤΡΑΣ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ
Θάλασσα τα έκανε! Έτσι δε λένε γι’ αυτούς που αποτυχαίνουν; Ποτέ του δεν μπήκε σε καλούπια αυτός, δε φοβήθηκε κανέναν και τίποτα, μονάχα τα μάτια του γιου του φοβάται σήμερα που ξέρει πως απέτυχε… Ήθελε λέει, να κυνηγήσει το όνειρό του και το ‘κανε. Και τι κατάλαβε; Ορίστε η κατάντια του. Ενώ ο αδερφός του που έμεινε πίσω έγινε άριστος οικογενειάρχης, έχει τη γυναίκα του, δυο παιδιά, τη δουλειά του κι είναι ευχαριστημένος. Γιατί φαίνεται ο άνθρωπος που είναι ευτυχισμένος, αντιμετωπίζει τη ζωή με θάρρος, την πιάνει απ’ τα κέρατα και τη δαμάζει, όπως του έλεγε ο συγχωρεμένος ο παππούς του που λάτρευε τη γη και τα παιδιά.
Πήρε στο λαιμό του και το κορίτσι. Να πει πως το Ολγάκι είναι απαιτητικό, θα πει ψέματα. Είναι από τη φύση της ολιγαρκής, μια κανονική και ήρεμη ζωή ονειρευόταν στο πλάι του. Ούτε γυναίκα τού έξω είναι, ούτε σπάταλη είναι. Το παιδί, οι φωτογραφίες της κι αυτός, της αρκούσαν με το παραπάνω. Όλα τα λάθη του τα αναγνωρίζει ο Γιώργος, δεν είναι κανένας αναίσθητος, μόνο που δε μπορεί να τα σβήσει πια και να τα διορθώσει. Την ικετεύει για μια ευκαιρία ακόμα, μέσα του όμως γνωρίζει πως του δόθηκαν πολλές κι αυτός τις προσπέρασε.
Πάλι τα θαλάσσωσε! Ντρεπόταν για κείνον η Όλγα, ντρεπόταν κι αυτός... Πώς να την αντικρούσει; Με τι επιχειρήματα να την πείσει, αφού συνεχώς κατρακυλούσε; Πόσο τον άλλαξε αυτό το βρωμοδηλητήριο που κυλούσε στις φλέβες του αντί για αίμα. Βίαιος αυτός! Ούτε μυρμήγκι δεν άγγιζε κάποτε, πρόσεχε μην τα πατήσει. Σεβόταν τη ζωή… Σήκωσε το χέρι του στην Όλγα, στη μάνα του και στον αδερφό του, σ’ αυτούς που αγαπούσε, για να υπερασπιστεί τον μίζερο εαυτό του, γιατί δεν ήθελε να τον λυπούνται, γιατί βαρέθηκε τις συμβουλές τους. Δεν είναι ο Γιώργος αυτός, σίγουρα όχι. Είναι ο άλλος του εαυτός, αυτός που τον σιχαίνεται και τον περιφρονεί κι ο ίδιος. Τι άβυσσος είναι αυτή, τι λαβύρινθος! Πώς θα μπορέσει να ξεφύγει τώρα, που έμεινε στ’ αλήθεια μόνος;
Μόνος, κατάμονος με μια θλίψη να στάζει αργά στη ψυχή του, κρέμεται τώρα στην κουπαστή του πλοίου, παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού, με την καρδιά ακόμα ζεστή απ’ την επαφή του με την Όλγα και το παιδί. Τον φώναξε "μπαμπά" δυο τρεις φορές ο μικρός κι εκείνος στο τσακ κρατήθηκε και δεν έβαλε τα κλάματα. Τόσο του έλειψε αυτό, τόσο που το περίμενε με λαχτάρα.
Και τώρα… μόνος ξανά, αυτός, η θάλασσα και δυο γλάροι που τριγυρίζουν το πλοίο. Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Πόσο είχε καπνίσει απ’ το πρωί… Ένα πακέτο και βάλε, άνοιξε το δεύτερο πριν λίγο κι όσο ήταν κοντά τους δεν το αναζήτησε, μόλις έκανε ν’ ανάψει ένα, σκέφτηκε το παιδί και το έσβησε αμέσως. Τι σου κάνει η ευτυχία! Παιχνίδια που σου παίζει, είπε λιγωμένος απ’ τη γεύση της δυνατά. Κανένας δεν τον άκουσε. Ίσως οι γλάροι που φτερούγισαν τρομαγμένοι μακριά…
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Τη γυναίκα του την παντρεύτηκε μόλις πήρε το πτυχίο του, επειδή πίστευε πως αυτό είναι το επόμενο βήμα μιας μακρόχρονης σχέσης, όχι βέβαια πως δεν αισθανόταν τίποτα γι’ αυτήν, απεναντίας… Ήταν ο παιδικός του έρωτας και κάποια αισθήματα σ’ αυτή την ηλικία ποτέ δε σβήνουν και σίγουρα δεν ξεχνιούνται. Ακόμα και τώρα, καθώς γυρνούσε νοερά πίσω στα πρώτα τους ραντεβού, ένα γλυκό ρίγος διαπερνούσε το κορμί του, όλα τότε ήταν θαυμάσια και πρωτόγνωρα για τους δυο τους. Με τα χρόνια άλλαξαν, έγιναν άλλοι άνθρωποι. Ο αδυσώπητος χρόνος τούς τύλιξε στα γρανάζια του και τους αποπροσανατόλισε απ’ τα σχέδια που κάνανε. Ήρθε μετά και το παιδί, που "έπρεπε" να ολοκληρώσει την ευτυχία της οικογένειας κι άλλαξε για τα καλά τη ρότα του καραβιού τους.
…Ώσπου έφτασε η Όλγα, ναυαγός απ’ το δικό της ταξίδι να τους χτυπήσει την πόρτα και να τον ξυπνήσει από τον λήθαργο της αδιάφορης πραγματικότητας. Μόνο που αυτός, δεν ήταν σε θέση να της πιάσει το χέρι και να περπατήσουν σ’ ένα δικό τους αύριο, δυστυχώς σκόνταφτε σε πολλά, σε κάθε του βήμα, σε κάθε πρόσωπο που συναντούσε. Στη Μαρίνα, στους γονείς του, στο παιδί, στα πεθερικά του, στον κύκλο του. Ως και στον κόσμο γενικότερα, που λέει κι η γυναίκα του, θα έπρεπε να δώσει λόγο, γι’ αυτά που αισθανόταν, θα τον έπιαναν στο στόμα τους για να τον κρίνουν με τα δικά τους μέτρα και σταθμά, όπως έκαναν άλλωστε κατά καιρούς με πολλά παράνομα ζευγάρια.
Έστηνε παγίδα ο έρωτας σε τρεις και βάλε οικογένειες, μα αυτό αδυνατούσε να το χειριστεί πια ο Γρηγόρης. Δεν ήθελε άλλωστε, αυτό απαντούσε με σιγουριά στον εαυτό του τις ώρες που έπιαναν ψιλή κουβεντούλα, αφού δεν είχε άλλον να μοιραστεί αυτά τα τόσο πρωτόγνωρα κι όμορφα συναισθήματα, που άναβαν φλόγες στα σωθικά του κι εκείνος τα δεχόταν, τα προσκαλούσε κι ας ήξερε καλά πως μπορεί να καεί… Γιατί να τον εμποδίσει; Τώρα είναι ζωντανός, το νιώθει, η καρδιά του χτυπάει ξανά δυνατά, το μυαλό του ξέφυγε απ’ τη δουλειά, πέταξε στην Όλγα, φώλιασε στη μυρωδιά του κόρφου της, η ψυχή του διψάει για το χαμόγελό της, το γάργαρο γέλιο της που αφειδώλευτα το χαρίζει στα παιδιά, άρχισε να κοιτάει πάλι το ρολόι του και αδημονεί να τελειώσει πιο γρήγορα τη δουλειά να κερδίσει λίγο χρόνο μαζί τους…
ΟΛΓΑ
Ποτέ δεν είχε γευτεί η Όλγα με το Γιώργο τη θαλπωρή της καθημερινότητας, που δένει τα ζευγάρια σαν αλυσίδα μέρα με τη μέρα και κάνει τον έναν σύντροφο απαραίτητο στον άλλον, μέσα απ’ αυτές τις μικρές συνήθειες που μοιράζονται. Δεν είχαν χουζουρέψει με τον πρωινό καφέ, δεν είχαν μοιραστεί στο ίδιο τραπέζι το γεύμα ή το δείπνο τους μαζί με το παιδί, σαν αληθινή οικογένεια. Τόσο ανέφικτο; Αναρωτιόταν κι εκείνη τότε, όπως ο Γρηγόρης σήμερα.
Πόσο όμορφα ήρθαν τα λόγια του Γρηγόρη ν’ αγγίξουν τη ψυχή της! Ποτέ η ίδια δε θα τολμούσε να συλλαβίσει τα όσα ξεχείλιζαν σαν χείμαρρος απ’ την καρδιά της. Μόνο για κείνη θα τα κρατούσε. Σε ποιόν άλλωστε να τολμούσε να τα εκμυστηρευτεί; Πώς αυτή η άμεμπτη, που τόσα χρόνια τιμωρούσε τη μάνα της σαν εγκληματία για τον έρωτά της, άφησε τον εαυτό της έρμαιο σ’ έναν έρωτα που θα έκανε ευτυχισμένα δυο πρόσωπα, μα θα πλήγωνε άλλα δέκα;
Έφτασε λοιπόν η στιγμή, που κατάλαβε πως οι ώμοι της δεν αντέχουν άλλα τόσα χρόνια σιωπής. Σίγουρα πρέπει ν’ αποκλείσει τη μοναξιά για συντροφιά της. Τόσα χρόνια μαζί της τι κέρδισε; Σιωπή. Τίποτα άλλο. Ναι, ήρθε η ώρα που χτύπησε παράφορα το ρολόι της καρδιάς της να την ξυπνήσει από το λήθαργο της μοναξιάς… Πρέπει πλέον να αποδεχτεί πως την έχει ανάγκη. Πως μονάχα σ’ εκείνη μπορεί να εμπιστευτεί και να ξετυλίξει τις πιο μύχιες σκέψεις της. Πως μόνο εκείνη είναι σε θέση να την ακούσει, χωρίς να της προσάψει την παραμικρή ενοχή. Η μάνα είναι το καταφύγιο για όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής μας, ο άνθρωπος που θα πονέσει και θα κλάψει μαζί μας, που θα μας παρηγορήσει και θα μας συγχωρήσει ακόμα και τα πιο φοβερά σφάλματά μας, μονολόγησε με σιγουριά κι ανακούφιση στον εαυτό της. Πόσο στ’ αλήθεια ποθεί παράφορα αυτή την ανεπανάληπτη στιγμή που θα γείρει στον ώμο της και θα συλλαβίσει την πιο όμορφη λέξη… Μητέρα!
Από εκείνη τη μέρα, η Όλγα αποφάσισε ν’ αφεθεί στο ένστικτό της. Να μην παλεύει πια με τα αισθήματα που έτρεφε για το Γρηγόρη, να μην τα βλέπει σαν αντιπάλους που ήρθαν να ταράξουν τη γαλήνη της, αλλά να τ’ αποδεχτεί και να τα καλωσορίσει. Σαν κουρασμένους ταξιδιώτες που έφτασαν στο κατώφλι της διψασμένοι, αναζητώντας μια γωνιά για να ξαποστάσουν. Εκείνη τη μέρα, τους άνοιξε με χαμόγελο την πόρτα της καρδιάς της και τα υποδέχτηκε με τρυφερότητα.
ΕΛΕΝΗ
Μια ώριμη κοπέλα είχε τώρα απέναντί της, μια γοητευτική καλοσχηματισμένη γυναίκα. Πόσα χρόνια Θεέ μου! Πόσες χαρές, πέταξαν μες στη σιωπή… μονολογούσε μέσα της συγκλονισμένη. Στεκόταν εκεί, μακριά και κοντά της ταυτόχρονα. Φοβόταν να την πλησιάσει, μην ήταν όνειρο… Μην την αγγίξει και χαθεί… Μονάχα όταν εκείνη της άπλωσε ξανά τα χέρια να τη δεχτεί στην αγκαλιά της, μόνο τότε το αποτόλμησε. Την πλησίασε μ’ έναν μικρό δισταγμό. Έπιασε τα χέρια της με λαχτάρα, μύρισε το άρωμα που ανέδινε το κορμί της και την τράβηξε στον κόρφο της αργά, σαν μωρό που φοβάται μην το ξυπνήσει. Ψιθύρισε ξανά το όνομά της… "Όλγα ψυχή μου… Εσύ είσαι, ήρθες…" και συνέχισε να την αγκαλιάζει, να τη φιλά και να μην τη χορταίνει…
Εκείνο το βράδυ, που ξάπλωσε τα μεσάνυχτα στο κρεβάτι της η Ελένη, πίστευε πως από την υπερένταση που την είχε καταβάλλει δε θα μπορούσε να κλείσει μάτι κι όμως κοιμήθηκε σαν πουλάκι. Ούτε που κατάλαβε πότε την πήρε ο ύπνος. Χωμένη στο στήθος του Σπύρου, έφερνε εμπρός της όλες τις εικόνες που χώρεσαν αυτή την ευλογημένη μέρα στα μάτια της. Η καρδιά της χόρευε σ’ έναν ασύλληπτο ρυθμό χωρίς να νιώθει την παραμικρή κούραση. "Σπύρο, κοιμάσαι;" Του ψιθύρισε κάποια στιγμή αναστενάζοντας ευχαριστημένη. "Όχι", της απάντησε ο άντρας της, φέρνοντας το χέρι του να χαϊδέψει τα μαλλιά της. "Τα κορίτσια κοιμούνται αγκαλιά με τον μικρό στο ξενώνα, δεν ήθελαν να χωρίσουν, συνέχισε η Ελένη να του μιλάει, παρασυρμένη απ’ την αναπάντεχη ευτυχία της. Δε θα τολμήσω ποτέ πια να ζητήσω τίποτα άλλο απ’ το Θεό. Είκοσι ολόκληρα χρόνια προσευχόμουν γι’ αυτή την υπέροχη μέρα και μου τη χάρισε. Αν πέθαινα απόψε, θα έφευγα πολύ ευτυχισμένη, βυθισμένη στην αγκαλιά του αγαπημένου μου και γύρω τις ανάσες των παιδιών μου να με ζεσταίνουν…"
Το επόμενο βράδυ ξενύχτησαν μάνα και κόρη, ανοίγοντας τα φύλλα της καρδιάς τους η μια στην άλλη, για να ξεκαθαρίσει το θολό τοπίο που σαν ομίχλη είχε απλωθεί ανάμεσά τους όλα αυτά τα χρόνια. Όταν η Όλγα ζήτησε τη συμβουλή της, μήπως και καταφέρει να βγει απ’ το αδιέξοδο στο οποίο είχε από μόνη της εγκλωβιστεί, η Ελένη της απάντησε με δυο λόγια..
"Ο έρωτας ψυχή μου, μονάχα δυο αφορά… Όλοι οι άλλοι είναι κομπάρσοι, αν σου απλώσει το χέρι για δεύτερη φορά μην του αντισταθείς… Τώρα ξέρεις, πόσο πολύ πονάει η μοναξιά. Μην τη διαλέξεις ξανά…"
Περισσότερα: