Είχα καιρό ν’ απολαύσω ένα μυθιστόρημα τόσο ανθρώπινο που να καταφέρνει να αγκαλιάζει με τόση δοτικότητα τα συναισθήματα, τις αγωνίες και τις απρόβλεπτες καταστάσεις της πραγματικής ζωής. Ίσως γι’ αυτό και να ταυτίστηκα τόσο αυθόρμητα με τις σκέψεις και τις πράξεις της ηρωίδας με όλα τα προτερήματα και τα λάθη που κουβαλούσε η τρωτή, ανθρώπινη της φύση.
Η ιστορία μας ξεκινά στο παρόν, εξηγώντας μας στη συνέχεια για τη ρίζα όλων εκείνων των αδικαιολόγητων πράξεων που απορρέουν από τη συμπεριφορά της ως μάνα, προς τη κόρη της. Στην αρχή ομολογώ πως της κάκιωσα θεωρώντας πως δεν είναι αυτός ο τρόπος να σταθείς στο παιδί σου. Μα όχι, δεν γνώριζα -κι όταν ωστόσο αποκαλύπτεται στην ολότητά της η αλήθεια, συμπέρανα πως άδολα θύματα στάθηκαν και οι δύο.
Κι όσο εμβάθυνε η ιστορία, τόσο υποψιαζόμουν τα κρυμμένα μυστικά μες από τις λέξεις γεμάτες υπονοούμενα που κατέληγαν εν τέλη σε απροσδόκητες αποκαλύψεις.
Γιατί οι αναδρομές στο παρελθόν είναι αλλεπάλληλες και τόσο χρήσιμες για να εξηγήσουμε την κατάληξη της ηρωίδας. Και πρόκειται για ένα κράμα εξομολογήσεων όπου βιώνουμε συγχρόνως το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μιας γυναίκας που χάνει το σύζυγο της και παλεύει την καθημερινότητά της με χιούμορ.
Παράλληλα μεγαλώνει ένα κορίτσι που προσπαθεί να περάσει ανώδυνα την μετάβασή της από την εφηβεία στην κατάσταση της συνειδητοποιημένης γυναίκας. Κι αυτή στέκει μια αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια παλιές πληγές που ποτέ δεν επουλώθηκαν, τυραννώντας από πάντα τις σιωπηλές ψυχές τους.
Μια ζωής που όπως παραδέχεται η μάνα: «Μετάνιωσα πικρά, αργότερα, που άφησα τα ‘πρέπει’ να γιγαντωθούν μέσα μου, να γίνουν αδηφάγα, στο βωμό τους θυσίασα γλυκές, χαλαρές ώρες, που θα μπορούσα να είχα ζήσει με τον άντρα μου, ξελογιάσματα, έρωτες, εκδρομές, παιχνίδι, φλερτ, καφέδες, κρασιά, ξενύχτια»[1]
Και είναι μοιραίο να σταλάζει μέσα σου κάθε σελίδα τις πραγματικές αγωνίες και μηνύματα που αποσκοπεί να περάσει η συγγραφέας. Θέλει ψυχή, καρδιά και το γνήσιο συναίσθημα της συγχώρεσης για να απαλύνεις τον πόνο των πρωταγωνιστών στην συνείδηση σου.
Γιατί ο πόνος τούτου του βιβλίου υπάρχει συγκεντρωμένος στις λίγες λέξεις της ηρωίδας: «Πονάει τόσο, που το νιώθεις ν’ απλώνεται στο σώμα, να σε χτυπάει ύπουλα και αιχμηρά παντού, στα άκρα, στο κεφάλι, στην κοιλιά, στο στήθος. Πονάει τόσο που λαχταράς να πάψεις ν’ ανασαίνεις για να γλυτώσεις απ’ αυτό…»[2]
Στο οπισθόφυλλο...
Πώς μπορεί μια γυναίκα, μια μάνα, να φέρεται έτσι σε ένα παιδί; Πώς μπορεί να είναι τόσο αδιάφορη, τόσο περίκλειστη, τόσο εχθρική όταν εκείνο εκλιπαρεί για προσοχή και αγάπη, που κάθε παιδί δικαιούται; Και ποιος μπορεί να την κατηγορήσει όταν η δική της ανάγκη για προσοχή και αγάπη ακυρώθηκε τόσο βίαια; Ποιος μπορεί να την παρηγορήσει για τα ερείπια της δικής της ζωής, γι’ αυτό που ήταν άλλοτε και ποτέ δεν θα ξαναγίνει;
Δεκατρία ολόκληρα χρόνια το καλό και το σκοτεινό κομμάτι της ηρωίδας μάχονται μέσα της σε σύγκρουση εξουθενωτική και την οδηγούν σ’ ένα ατέλειωτο κι οδυνηρό εκκρεμές αντιφάσεων. Η συμφιλίωση, οι παραδοχές, η συγχώρεση συγκρούονται διαρκώς με τον θυμό, τη διάψευση, την προδοσία, σ’ έναν αγώνα με άδηλη έκβαση.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙβίσκοςΠερισσότερα από/για την Λιάνα Τσιρίδου:
Η Λιάνα Τσιρίδου και οι Δεκατρείς νύχτες πριν το ξεμέρωμα [συνέντευξη, βιογραφικό σημείωμα, απόσπασμα μυθιστορήματος]
[1] Σελ 114 «Δεκατρείς Νύχτες πριν το Ξημέρωμα» - Λιάνα Τσιρίδου , Εκδ. Ιβίσκος, 2015
[2] Σελ 297«Δεκατρείς Νύχτες πριν το Ξημέρωμα» - Λιάνα Τσιρίδου , Εκδ. Ιβίσκος, 2015