Θα ξεκινήσω την ανάλυσή μου σχετικά με το βίωμα μου στο έργο της συγγραφέως Σοφίας Κραββαρίτη, θέτοντάς σας εξαρχής το ερώτημα που σκάλωσε αμέσως στο νου μου μόλις έφτασα στην τελευταία σελίδα του μυθιστορήματός της: Ως πού θα φτάνατε για την αγάπη;
Η ιστορία ξεκινά με την ηρωίδα μας, την Μαργαρίτα, να αποβιβάζεται από το πλοίο γεμάτη προσμονή για την συνάντήσή της με τον αγαπημένο της Άρη.
«Πως έγιναν έτσι οι ζωές μας; Γιατί αφήσαμε τόσα χρόνια να πάνε χαμένα;», ρωτάει τον εαυτό της γεμίζοντας μας με ερωτηματικά για όσα μεσολάβησαν.
Όλες οι σκέψεις των ηρώων όμως σβήνουν έπειτα από κάποιες στιγμές, παρασυρόμενες από το χάδι του έρωτα. Γιατί τούτο είναι το μόνο γιατρικό που μπορεί να ξορκίσει ένα παρελθόν τόσο σκοτεινό, που έχει ακόμη τη δύναμη να κρατά πάντα όμηρο το μέλλον.
Κι έπειτα μας δίνονται σιγά σιγά ψήγματα εξηγήσεων για το πού οφείλετε η τόση θλίψη που υπήρχε ριζωμένη μέσα τους.
Η ιστορία μεταφέρετε εναλλάξ στο παρελθόν και στο παρόν, αναλύοντας με πάσα λεπτομέρεια τα όσα προηγήθηκαν που τους οδήγησαν εδώ.
Τότε, που παιδιά ακόμη, οι γονείς απαγόρευαν αυτόν τον γάμο, φτάνοντας στο σημείο μάλιστα η δεκαεξάχρονη Μαργαρίτα να ξυλοφορτώνεται για χάρη του Άρη. Ωστόσο τίποτε δεν φαινόταν ικανό να την κρατήσει μακριά από τον αγαπημένο της.
Στον αντίποδα ο Άρης ήταν είκοσι χρονών. Παιδί και άντρας συνάμα που τον βρίσκουμε να ξενιτεύεται στην Αμερική. Όμως η έγνοια της παιδικής του αγάπης, δε σβήνει παρά το χωρισμό.
Τον έχει επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που έπειτα από χρόνια τον βρίσκουμε να αναρωτιέται για το κακό που εν γνώσει του δημιούργησε στη ψυχή της, σκεπτόμενος «Σου πήρα την αθωότητα μικρή μου;».
Ακολουθούμε όλα αυτά τα πώς και τα γιατί που τους έφτασαν εδώ, μες από τις δυσκολίες μιας μοίρας που δεν ευνόησε ποτέ τα όνειρά τους. Αρκούσε ωστόσο εικοσιπέντε χρόνια μετά μια τυχαία ανάγνωση ενός άρθρου από τον Άρη, που αφορούσε την έκθεση φωτογραφίας της παλιάς του αγάπης, για να αναζωπυρώσει την ανάγκη να την πλησιάσει.
Και παρ’ ότι τις ζωές του χώριζε μια χαώδης απόσταση, τα «θέλω» τους αναπλήρωσαν αυτό το κενό. Γιατί όπως αναφέρει στις σελίδες της η συγγραφέας , οι ήρωες «Δεν το ήξεραν, η μοίρα όμως τους ήθελε μαζί. Απλά έπρεπε να κάνουν το ταξίδι τους πρώτα. Διαδρομές χαμένες... χάρτες σκισμένοι... πυξίδες χαλασμένες...»
Και τούτες οι αναμνήσεις που τους συνόδευαν μοιραία όλα αυτά τα χρόνια της απουσίας, έγιναν χάδι, έγιναν φιλί, αποζητώντας τον προσωπικό Παράδεισο των πρωταγωνιστών που έχουν ανάγκη την λύτρωση.
Οι δυο τους ταξιδεύουν στα ελληνικά νησιά ζώντας όσα τους στερήθηκαν. «Σ’ έναν κόσμο που η αγάπη τους δεν απειλούνταν από τίποτα...», με τις εξομολογήσεις να τους φέρνουν όλο και πιο κοντά, σμίγοντας τα όσα έγιναν πριν δεκαετίες, με το παρόν. Γιατί «το μέλλον δεν το γνώριζαν. Και δεν ήθελαν να το μάθουν. Το παρελθόν όμως ήταν γνώριμο. Το αγαπούσαν. Και απλά το ξαναζούσαν.»
Αφήνοντας μια γεύση νοσταλγική στη Ψυχή, που συνοψίζεται λίγο πριν το τέλος στους στίχους της ποιήτριας Εύας Παυλίδου:
«Στρίψε το μαχαίρι καλά να βεβαιωθώ πως αγαπήθηκα.
Σκόρπισε γύρω μου τις λέξεις σου για κάθε θάνατό μου...
Κι ύστερα πες στο Θεό ότι πέθανα όμορφα τη δίκαιη ώρα...»
Γιατί αποτελεί ένα έργο που μας θυμίζει πως η ζωή φεύγει, κι αν θέλουμε να ζήσουμε τα όνειρά μας, είναι στο χέρι μας για να τα καταφέρουμε…
Το μυθιστόρημα της Σοφίας Κραββαρίτη, Ο Θεός άργησε πολύ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Όστρια.
Οι πλαγιογραμμένες φράσεις είναι αποσπάσματα από το βιβλίο.