Της Καλλιόπης Δημητροπούλου
Το λυκαυγές φωτίζει τον εύθραυστο δρόμο του
και συμπάσχει με την πτώση της κρυστάλλινης βροχής.
Τείνω το χέρι μου στ' ανώφελο του χρόνου
μια εξοικείωση -όσο να το κάνεις-
τη χρεία του βαθιά υπηρετεί.
Τινάγματα ερέβους
του μέλλοντος υπαινιγμοί
του άκαιρου πιστώσεις και άλλα συναφή
συστρέφονται στη φέξη της σιωπής.
Αναμονές και παρατάσεις, ενστάσεις χρονικές
και λοιποί ουσιαστικοί προορισμοί
μεταλλάσσονται σε λεπτοδείκτες άτεγκτους
και ορίζουν την αναλγησία των ωρών.
Χαράματα, ασάλευτος στέκει κι ο νους
του απολογισμού δεινός τεχνίτης
κι αποκοιμίζει στα βαθουλά του ύπνου μαξιλάρια
τ' απόβροχα λησμονητέων συναναστροφών.
Της νύχτας τα περάσματα
με βιάση δρασκελίζουν τη στιγμή
-κοπιώδεις ονειρώξεις μιας ηδονής μοναχικής-
και χάνονται στου άκαιρου τη μήτρα.
Φευγάτες ακούσια εκροές πάνω στου χρόνου το κορμί
χρίζονται του σκότους ανούσιοι αφορισμοί
και δαπανούν πολύμορφα το φως.
Γεννήθηκα γεννιέμαι και αναγεννιέμαι
στου διάχρονου την αδηφάγα μηχανή.
Έξι και μισή
μιας αμφίβιας ώρας η σύλληψη μόλις έχει τελεστεί.
Ο χρόνος ένας φαύλος κύκλος
και η φθορά ένα ταξίδι στη βροχή.
Copyright © Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου All rights reserved, 2016
Το κολάζ που συνοδεύει την ποίηση δημιουργήθηκε από φωτογραφία επιλογή της ίδιας.
Περισσότερα από/για την Καλλιόπη Δημητροπούλου: