Με δυο λόγια το νέο βιβλίο του Τάσου Μακράτου σκιαγραφεί την οδύσσεια των επί σαράντα έτη ξενιτεμένων και την επιστροφή τους στην πατρίδα. Η συμβολική μορφή των τραυμάτων, των ματαιώσεων και των στερήσεων, ο Εστερημένος ο Μέγας -και οι Συν Αυτώ οι μεγάλοι του πνεύματος-, αναλαμβάνει να νοηματοδοτήσει -όμορφη λέξη που αντέγραψα από το δελτίο τύπου- την πορεία των ξενιτεμένων μας και να τους δικαιώσει -αλλά μπορεί και όχι· τέτοια ερωτήματα πλανώνται πάντα γύρω από τις σκέψεις.
Διαβάζοντας την περίληψη και τον κατατοπιστικό πρόλογο καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για μία καταγραφή αναμνήσεων και νοσταλγίας, όπως και ένας απολογισμός ζωής, εκείνων που ωρίμασαν στην ξενιτειά επί σαράντα έτη, επιβίωσαν της μοίρας τους πάντα με τη σκέψη και την καρδιά τους στραμμένες στην Ελλάδα (τους/μας), κράτησαν ζωντανή τη γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα, το άρωμα και το χρώμα της πατρίδας-μάνας γης μέσα τους και διένυσαν δεκαετίες ολόκληρες με το όνειρο της επιστροφής ως απαραίτητο κομμάτι της ολοκλήρωσής τους.
Πού να κρατηθεί κανείς, όταν καταθέτει τους απολογισμούς του; Τι θα αντισταθμίσει τον αέναον εστερημένο της ανθρώπινης ουσίας και θα της παρέξει στοχασμένη ανακούφιση; αναρωτιέται ο συγγραφέας προσφέροντας το πλαίσιο των αναζητήσεών του προτού επιβεβαιώσει ότι ακόμα και ο ίδιος ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να γεμίσει την ανθρώπινη καρδιά, με εκείνη την λατινική φράση του Αλμπέρ Καμύ: Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο.[1]
Όταν αρχίσει η κανονική αναγνωστική εμπειρία οι λέξεις (μου) μοιάζουν φτωχές για να περιγράψουν την αισθητική ένταση του κειμένου, τις εκφραστικές του αποχρώσεις, την νοσταλγία της πατρίδας που μόνο όσοι την στερήθηκαν μπορούν να νιώσουν απόλυτα... Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα πλούσιο περιγραφικό εννοιολογικό και μεταφορικό λεξιλόγιο με άνεση και εξαίσια γνώση, και δεν εννοώ αυτών καθαυτών των λέξεων, αλλά του ρυθμού που θέλει να έχει το κείμενό του, του μέτρου πάνω στο οποίο βασίζεται η καταγραφή όλων, της αισθητικής που του ταιριάζει, των συναισθημάτων που αποδίδει...
Κάτι ενθυμητικό... ...κάποια σελίδα μισοφάγωτη... ...τα χρόνια απροσδιόριστα... ...τα μάτια μας τα νεανικά ακραιγνή και έκπλαγα... ...ακίνητοι υπτίως ξέπνοοι... ...μασούσαμε ηδονικά την παιδική μας ηλικία... ...με κινήσεις καλλίροες... ...η μνήμη μεσίστια... ...και τα φύλλα πρασίνιζαν τα δάκρυά μας...
Αποφασίζει να εκφραστεί με έναν χειμαρρώδη λόγο απαλλαγμένο από παύσεις θαρρείς. Ασταμάτητα γράφει η πένα στο χαρτί, ρέουν οι λέξεις χωρίς τελεία ή κόμμα, φεύγει το κείμενο όπως η ζωή. Γοργά, σαν να βιάζεται να τερματίσει ενώ είναι τόσο, μα τόσο, όμορφο!
Όλο το έργο χρωματίζεται με μπλε και πράσινο, από το πιο απαλό γαλάζιο ως το πιο σκούρο, όλη η γκάμα των δύο "χρωματίζουν" πρόσωπα, αναμνήσεις, ρούχα, αισθήματα, τοπία... περισσότερο από κάθε άλλη απόχρωση (το μυαλό μας καταπράσινο όπως η ελπίδα, οι κάρτες ορθογραφημένες μπλε όπως το μελάνι τους, πράσινα τα χείλη βουβά, οι μνήμες γαλάζιες να μας αποστέλλει μέσα σε χαρά ασημοπράσινη, κ.ο.κ.), και μέσα από πρωτόφαντες περιγραφές:
Νά μακριά μία μορφή γαλάζια
με χείλη διπλά και παρειές ευκαρπείς
και τα μαλλιά σπαστά πορτοκαλί
σμιχτά του ήλιου και της δύσης του
τα μάτια πιο κάτω είχαν αφεθεί
πάνω στη γη καστανά δεσποτικά
και υπερμενή τα βλέμματά τους
Ακολουθεί ένα ταξίδι σε όλη την Ελλάδα. Πόλεις, χωριά, νησιά, βουνά, ποτάμια, άνθρωποι, μυρωδιές, χρώματα, προσωπικότητες, λογοτέχνες, ιστορία, ήθη, έθιμα, παράδοση, μορφολογία, προϊόντα... Όλη η Ελλάδα μέσα σε ένα βιβλίο για τον νόστο και αντιπρόσωπος όλων των ξενιτεμένων ο Οδυσσέας -ποιος άλλος; Του αναλογεί ένα μεγάλο μερίδιο στο βιβλίο όπου τον προσδιορίζει και μαζί με αυτόν τον κάθε άνθρωπο που βρίσκεται μακριά από τον τόπο του. Οδύσσεια εκείνος, οδύσσεια και οι σύγχρονοι Οδυσσείς ενώ πίσω στην πατρίδα οι Πηνελόπες και οι Τηλέμαχοι καρτερούν τους ανθρώπους τους.
Χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι η παράλληλη αναφορά και στα δύο φύλα, σα να αισθάνεται ότι έτσι ολοκληρώνονται τα συναισθήματα, οι αναμνήσεις, οι περιγραφές:
Χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι η παράλληλη αναφορά και στα δύο φύλα, σα να αισθάνεται ότι έτσι ολοκληρώνονται τα συναισθήματα, οι αναμνήσεις, οι περιγραφές:
Πονεμένε άνδρα και γυναίκα πονεμένη...
...όλοι μαζί όλες μας μεθούσαμε
με φίλες και φίλους σταθερούς...
...ένας-ένας μας τον ασπαζόμασταν αποχαιρετιστήρια
καθεμιά μας τον κέρναγε μια αγκαλιά...
...ένας-ένας μας τον ασπαζόμασταν αποχαιρετιστήρια
καθεμιά μας τον κέρναγε μια αγκαλιά...
Τίποτα δε θα καταστρέψει την υπέροχη γραφή του, τον ποιητικό λόγο, το νοερό ταξίδι σε όλη την Ελλάδα, στην κάθοδο -ως τον Άδη- και στην άνοδο -ως το φως- των περιπλανώμενων ηρώων του. Τίποτα δε θα διαταράξει τη ροή του, το ηχόχρωμα.
Όταν φτάσεις στο τέλος, προφανώς θα ήθελες να είχε κι άλλο, ενώ μερικές πολύ κατατοπιστικές σημειώσεις ολοκληρώνουν την εμπειρία προσφέροντας πληροφορίες για κάποια από τα πρόσωπα του έργου και ιστορικά στοιχεία. Στο μεταξύ φλέγοντα ερωτήματα απομένουν να απαντηθούν (Θα είναι πλέον ο βίος μας απείρακτος; Οι εγγυήσεις στέρεες; Σήμερα τι;) αλλά γι' αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να περιμένει κανείς το τέλος, την ύστατη πνοή. Ένα είναι βέβαιο στο βιβλίο του νόστου:
Όταν φτάσεις στο τέλος, προφανώς θα ήθελες να είχε κι άλλο, ενώ μερικές πολύ κατατοπιστικές σημειώσεις ολοκληρώνουν την εμπειρία προσφέροντας πληροφορίες για κάποια από τα πρόσωπα του έργου και ιστορικά στοιχεία. Στο μεταξύ φλέγοντα ερωτήματα απομένουν να απαντηθούν (Θα είναι πλέον ο βίος μας απείρακτος; Οι εγγυήσεις στέρεες; Σήμερα τι;) αλλά γι' αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να περιμένει κανείς το τέλος, την ύστατη πνοή. Ένα είναι βέβαιο στο βιβλίο του νόστου:
Εμείς γη θα ξαναγίνουμε
στη γη μας.
Στο οπισθόφυλλο κατατοπιστικά αναφέρει...
Στο οπισθόφυλλο κατατοπιστικά αναφέρει...
Στον Νόστο Ελληνικό ο Τάσος Μακράτος
απεικονίζει ποιητικά την οδύσσεια
της ανθρώπινης ύπαρξης,
όταν εγκαταλείπει ο άνθρωπος
την μητέρα-πατρίδα και ζει επί σαράντα χρόνια
στην ξενιτειά. Στην επιστροφή του,
γεννιέται έντονα το ερώτημα για την δικαίωση
του μέχρι τότε βίου του και την νοηματοδότησή του.
Απάντηση αναλαμβάνει να δώσει
ο Εστερημένος ο Μέγας και οι Συν Αυτώ…
Ο Τάσος Μακράτος (λογοτεχνικό όνομα του Τάσου Μακρόπουλου) γεννήθηκε στον Πειραιά με καταγωγή από Σμύρνη, Κεφαλλονιά και Μεσσηνία. Σπούδασε Φιλολογία και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Μηχανολόγος-Ηλεκτρολόγος στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Τη διετία 1985-1986 έκανε μεταπτυχιακές Σπουδές Νεοελληνικής και Βυζαντινής Φιλολογίας στο Παρίσι, στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Paris IV).
Στα Γράμματα παρουσιάζεται με τη νεανική ποιητική του σύνθεση Ο Υπαίτιος (1974) και ακολουθούν έως σήμερα άλλα δέκα έργα του. Παράλληλα με την συγγραφική του δραστηριότητα, ως φιλόλογος-ερευνητής ασχολείται με έρευνα πάνω σε κείμενα Νεοελληνικής, Βυζαντινής και Γαλλικής Μεσαιωνικής Λογοτεχνίας (Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών).
Το 1977 βραβεύεται στον λογοτεχνικό διαγωνισμό «Νεολαία ’77» με το Ποίημά του Ειρηνοβόλο Σπέρμα και το φθινόπωρο του 1982 ταξιδεύει και παραμένει επί 3μηνο στη Νέα Υόρκη, όπου το έως τότε λογοτεχνικό του έργο παρουσιάζεται στο Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού και στο Ελληνικό Ραδιόφωνο (WEVD) της Νέας Υόρκης από τον ποιητή Νίκο Σπάνια. Το 1996 λαμβάνει το Α' βραβείο Ποίησης από την Διεθνή Ακαδημία Διάδοσης του Πολιτισμού της Ρώμης για τον ποιητικό του ύμνο προς τη γυναίκα Δοξαστικόν ες Αεί.
Εργογραφία:
Ποίηση: Ο Υπαίτιος (1974), Ο Προλετάριος (1977), 28 Ποιητές, συλλογικό έργο (1980), Μυστικοί Έρωτες (4 τόμοι), I. Ερωτιάζειν (1984), II. Ερωμένες Ημέρες (1984), III. Ο Παρατατικός του Έρωτα (2008), IV. Παραλλαγές σ’ ένα ατέλειωτο Εμείς (2008), Διάλογος με τον Διονύσιο Σολωμό και την Ελευθερία. Μεσολογγίου Ύμνος (2011), Της Ιστορίας Κατορθωμένοι (2013).
Υπό έκδοση: Ο Χρόνος στα Άκρα (4 τόμοι), Όταν η Μήδεια, Ουτοπία Άλφα, Οι ασύμμετρες ώρες του Έρωτα
Μελέτη: La femme dans les romans byzantins de chevalerie (Univ. Paris IV, 1986)
Μετάφραση (υπό έκδοση): Guillaume de Lorris & Jean de Meun, Le Roman de la Rose (Γαλλικό Μεσαιωνικό Έμμετρο Μυθιστόρημα)
[1] Ολόκληρη η φράση του Αλμπέρ Καμύ: La lutte elle-même vers les sommets suffit à remplir un cœur d'homme; il faut imaginer Sisyphe heureux. Από το έργο Ο μύθος του Σίσυφου (1942).
Οι πλαγιογραμμένες φράσεις είναι αποσπάσματα από το βιβλίο.
Ευχαριστώ τις εκδόσεις Λιβάνη, τον Τάσο Μακράτο και την Μαρία Κουκουβίνου για την αποστολή του βιβλίου.