Πώς μετράμε... την ευτυχία;
Φ.Α.: Την ευτυχία τη μετράμε σε στιγμές και αγκαλιές!
Τη δημιουργία;
Φ.Α.: Η δημιουργία γεμίζει την ψυχή μας, προσθέτουμε μικρά λιθαράκια στο έργο μας κι όταν το δούμε ολοκληρωμένο νιώθουμε πλήρεις. Μέσα από τη δημιουργία ο καθένας μας κάτι αποζητά και κάτι αποκομίζει.
Την επιτυχία;
Φ.Α.: Με την επίτευξη στόχων.
Πως ένιωσες όταν ολοκλήρωσες το πρώτο σου έργο, ποιο είναι αυτό και σε ποια ηλικία συνέβη;
Φ.Α.: Ένιωσα μεγάλη χαρά και ικανοποίηση που τα κατάφερα. Επίσης ένιωσα πως όλα είχαν πάρει το δρόμο τους όσο αφορά τους ήρωές μου μα δεν έπαψα ποτέ να τους έχω στο μυαλό μου. Το πρώτο μου έργο είναι ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Η νοσταλγία των αρωμάτων» και το ολοκλήρωσα στην ηλικία των 21.
Αν η ζωή σου ήταν... μια σκηνή από ταινία, ποια θα ήταν αυτή;
Φ.Α.: Θα ήταν η τελευταία σκηνή από την Πολίτικη κουζίνα όπου ο ήρωας βρίσκεται στο πατάρι του παλιού κι εγκαταλελειμμένου μαγαζιού του παππού του και πλημμυρισμένος από συναισθήματα αναβιώνει μέσω της σκέψης του τις στιγμές που έζησε στην Πόλη πλάι στους ανθρώπους που λάτρευε. Ταυτίζομαι απόλυτα με τη σκηνή αυτή που είναι γεμάτη νοσταλγία αφού πάντα πορεύομαι με το συναίσθημα αυτό, είτε για μια εποχή παλιά που πέρασε, για ανθρώπους που χάθηκαν, για μέρη που επισκέφθηκα, αγάπησα κι αναγκαστικά άφησα πίσω μου.
...μια μουσική σύνθεση, τι θα ακούγαμε;
Φ.Α.: Το βαλς των χαμένων ονείρων.
...μια στιγμή στο χρόνο, πότε θα ζούσες;
Φ.Α.: Θα ήθελα να ζω τη δεκαετία 70-80, την εποχή δηλαδή που νέοι οι γονείς μου ξεκινούσαν τη ζωή τους. Από όσα μου έχουν εξιστορήσει θεωρώ πως ήταν μια τρυφερή και πολύ πιο ανέμελη εποχή σε σχέση με το σήμερα. Νομίζω πως τότε όλα ήταν πιο αγνά, οι άνθρωποι διασκέδαζαν με εκδρομές στο βουνό και τη θάλασσα, τα παιδιά έπαιζαν στις γειτονιές και η φιλία είχε πολύ μεγάλη αξία.
Ποιο χρώμα έχει... η χαρά;
Φ.Α.: Η χαρά έχει το χρώμα της θάλασσας!
Η λαχτάρα;
Φ.Α.: Η λαχτάρα είναι κίτρινη!
Η φλόγα;
Φ.Α.: Η φλόγα φυσικά κατακόκκινη.
Πιστεύεις...
Φ.Α.: Πιστεύω στην αγάπη.
Πονάς...
Φ.Α.: Με την μικροψυχία, το ψέμα και τις στάσιμες αντιλήψεις.
Προχωράς...
Φ.Α.: Με κόπο αλλά με το κεφάλι ψηλά.
Χορεύεις;
Φ.Α.: Χορεύω γιατί με διασκεδάζει αφάνταστα.
Ξαναγεννιέσαι...
Φ.Α.: Μέσα από τη γραφή.
Χάνεσαι...
Φ.Α.: Στις σελίδες αγαπημένων βιβλίων.
Τραγουδάς;
Φ.Α.: Όταν δεν είναι κανείς άλλος μπροστά εκτός κι αν είναι πολύ δικός μου άνθρωπος και ανέχεται αυτή την ταλαιπωρία…
Διαβάζεις...
Φ.Α.: Διαβάζω λογοτεχνία και ποίηση καθημερινά, το διάβασμα είναι σαν ανάσα για ‘μένα.
Γράφεις...
Φ.Α.: Για μένα.
Παίζεις...
Φ.Α.: Σαν μικρό παιδί με τους αγαπημένους μου.
Νέοι καλλιτέχνες, δημιουργοί, συγγραφείς μιλούν για εκείνους για το έργο τους.
Προσωπικός παράδεισος
Το πλοίο έφτανε στο νησί. Σε μερικά λεπτά οι πόρτες θ’ άνοιγαν και τ’ ασβεστωμένα σπίτια με τα γαλάζια παράθυρα θα την υποδέχονταν. Σαν ψέμα τής φαινόταν. Χαμογέλασε κι έσφιξε με λαχτάρα τη λαβή της βαλίτσας. Ακολούθησε το πλήθος του κόσμου που κατέβαινε από το πλοίο κι ύστερα από λίγη ώρα είχε βγει στο λιμάνι. Ο ανοιξιάτικος ήλιος έλαμπε στον ουρανό που ήταν κεντημένος από μερικά σύννεφα που πάλευαν μ’ ένα απαλό αεράκι που τα έστελνε σε τόπους μακρινούς. Κοίταξε προς τα πάνω, όλη η χώρα του νησιού ήταν ένα μεγάλο ύψωμα γεμάτο με όμορφα σπίτια. Βγήκε από το λιμάνι και στράφηκε προς τη θάλασσα. Κοίταξε τα καΐκια, άλλα έφευγαν κι άλλα γύριζαν με τα δίχτυα φορτωμένα με τον επιούσιο. Πέρα στην άκρη του λιμανιού τη μάγεψε το εκκλησάκι που έστεκε πάνω στα βράχια. Αποφάσισε αμέσως πως θα το επισκεφθεί μόλις τακτοποιηθεί.
Ανηφόρισε και χώθηκε στα στενοσόκακα με τις πλάκες, τις βουκαμβίλιες στα ξύλινα παραθύρια, τα μαγαζάκια και τους ντόπιους με τη γλυκιά λαλιά και το χαμόγελο. Το σπίτι ήταν ψηλά, τόσο που είχε θέα από εκεί όλο το νησί και το Αιγαίο. Η ιδιοκτήτρια την κατατόπισε, την ευχαρίστησε θερμά κι ύστερα, αφού δεν έβλεπε την ώρα άνοιξε τα πατζούρια και άφησε τον ήλιο να χυθεί μέσα στο χώρο. Βγήκε στο μπαλκονάκι κι εισέπνευσε άπληστα τη νησιωτική αύρα. Αυτό το μπαλκονάκι…Τόσο μικρό κι όμως χωρούσε τη μεγάλη, ταλαιπωρημένη ψυχή της. Τίποτε άλλο δε ζητούσε παρά μόνο τούτο εδώ το μπαλκονάκι κι αυτή την ανεκτίμητη θέα.
Βρήκε τον παράδεισο που έψαχνε αφού πρώτα άντλησε δύναμη. Από πού άραγε; Από πού αντλεί δύναμη ένας άνθρωπος κακοποιημένος σωματικά και ψυχικά; Ανέχτηκε, ανέχτηκε, ανέχτηκε. Σώπαινε, σώπαινε, σώπαινε. Έβλεπε, μα εθελοτυφλούσε. Έκανε τ’ άσχημα όμορφα. Έδινε δικαιολογίες για όλα. Έβαζε τον εαυτό της σε δεύτερη μοίρα.
Είχε καιρό να ξεσπάσει πάνω της. Είχε καιρό να τη μειώσει, να την κάνει να νιώσει σαν σκουπίδι, είχε καιρό να ματώσει το όμορφο νεανικό πρόσωπό της. Πήγαιναν μήνες. Σε άλλη περίπτωση θα έπρεπε να χαίρεται, θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένη που οι προσευχές της εισακούστηκαν και ο σύντροφος της ζωής της είχε επιτέλους αλλάξει, είχε καταλάβει τα λάθη του, είχε ηρεμήσει μια για πάντα. Για πάντα; Ποιος το έλεγε αυτό;
Ήταν ένα πρωί που ξύπνησε από το φιλί του. Έφευγε για τη δουλειά, την αποχαιρετούσε. «Κοιμήσου κι άλλο, δε χρειάζεται να ξυπνήσεις από τόσο νωρίς», της είπε ψιθυριστά. Του χαμογέλασε. Του χάρισε άλλο ένα χαμόγελο, όπως έκανε πάντα. Και ξαφνικά, εκεί στο κρεβάτι της, κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα, μες στις χρωματιστές πιζάμες και τα απαλά σεντόνια, εκεί, στο σπίτι της, όπου ο καθένας θα ένιωθε ασφάλεια και θαλπωρή, συνειδητοποίησε πως ζούσε με μόνιμο σύντροφο το φόβο. Ένας φόβος που ήξερε να κρύβεται τόσο καλά που κάποιες φορές μπορούσε ακόμη και να τον ξεχνά… Να κάνει πως δεν είναι εκεί. Έπαιζε κρυφτό μαζί του, αυτό ήταν.
Ο άντρας της δε θ’ άλλαζε ποτέ. Εφόσον δε δέχτηκε τη βοήθεια από κάποιον ειδικό που του πρότεινε κάποτε, δε θ’ άλλαζε ποτέ. Σα να ξύπνησε από λήθαργο βαθύ κατάλαβε. Είδε το φόβο να στέκεται μπροστά της, να κουνά το χέρι του και να τη χαιρετά, να της κάνει νοήματα. «Εδώ είμαι, δεν έφυγα ποτέ.» Και να της χαμογελά, να της χαμογελά… Είδε την αγωνία που έκρυβε μες στα όμορφα μάτια του ο άντρας της. Αγωνία να μην αφήσει τον πραγματικό του εαυτό να ξεφύγει μέσα απ’ την ψυχή του και μια προσπάθεια να της μιλάει όμορφα και να της φέρεται με ισότητα, ενώ τα πιστεύω του ήταν άλλα…
Κι ύστερα είδε τα δικά της γεμάτα τρόμο μάτια να τον κοιτούν κάθε που γύριζε από τη δουλειά κουρασμένος κι αναρωτιόταν αν θα τη γλίτωνε και σήμερα. Και μέχρι που έπεφταν για ύπνο δεν ησύχαζε, ποτέ της δεν ησύχασε στ’ αλήθεια. Είδε τον εαυτό της να πέφτει στα γόνατα και να σφουγγαρίζει το πάτωμα, να μαγειρεύει φαγητά και γλυκά. Τι κι αν δεν τη γέμιζε τίποτε απ’ όλα αυτά, τι κι αν ήθελε να δημιουργήσει, να δουλέψει, έπρεπε να τα κάνει. Ήταν υποχρέωσή της. Και τότε ήταν που πέταξε τα τρυφερά σκεπάσματα με την πλασματική ασφάλεια πάνω από το κορμί της, έσκισε τις πιζάμες και ούρλιαξε «Φτάνει!»
Σε πόση ώρα μάζεψε τα υπάρχοντά της; Σε πόση ώρα είχε μάθει τα δρομολόγια των πλοίων; Σε πόση ώρα έφτασε στο λιμάνι; Πόσες ώρες περίμενε το πλοίο της γραμμής; Δεν είχε σημασία. Το μόνο που είχε σημασία τώρα πια ήταν πως ελευθερώθηκε από τα δεσμά του μυαλού της.
Σκούπισε τα δάκρυα που πότισαν το πρόσωπό της, σε λίγο η θολούρα έφυγε απ’ το βλέμμα κι αντίκρισε ξανά τη θέα, έμεινε εκεί να κοιτάζει σα να μην το πίστευε. Από το κολαστήριο στον προσωπικό της παράδεισο…[1]
Στόχοι και επιδιώξεις:
Φ.Α.: Στόχος μου είναι να καταφέρω μέσα από τα έργα μου να αγγίξω τις ψυχές των αναγνωστών και να θίξω ζητήματα που «καίνε» την ελληνική οικογένεια και την κοινωνία και δε συζητιούνται ανοιχτά. Επίσης επιδιώκω μέσα στις σελίδες των βιβλίων μου οι άνθρωποι να βρίσκουν ένα κομμάτι του εαυτού τους αλλά και την καλύτερη συντροφιά αφού αυτό είναι και για μένα την ίδια το βιβλίο.
Όνειρα:
Φ.Α.: Στην ψυχή μου υπάρχει μια αστείρευτη πηγή ονείρων και θεωρώ πως χωρίς αυτά η ζωή θα έμοιαζε με μελαγχολική Κυριακή. Ονειρεύομαι να έχω πλάι μου πάντα αυτούς που αγαπώ και να μπορώ να τους χαρίζω όμορφες στιγμές που αργότερα θα γίνουν όμορφες αναμνήσεις. Επίσης το μεγάλο μου όνειρο είναι να συνεχίσω αυτό που κάνω, να γράφω μέσα από την καρδιά μου. Τέλος θέλω να ταξιδέψω όσο περισσότερο μπορώ.
Καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό βιογραφικό σημείωμα:
Φ.Α.: Η λογοτεχνία με κέρδισε από την παιδική μου ηλικία, αφού ήρθα σε επαφή με το βιβλίο από πολύ μικρή, καθώς μπαινοβγαίναμε συχνά με τη μητέρα μου σε δανειστικές βιβλιοθήκες και ο πατέρας μου με εφοδίαζε με σπουδαίους συγγραφείς παιδικού βιβλίου. Από παιδί έγραφα τις σκέψεις μου και στιγμές από τη ζωή μου αλλά και διάφορες ιστορίες που αβίαστα κατέκλυζαν το μυαλό μου. Στα δεκαπέντε μου άφησα τα εφηβικά βιβλία και ξεκίνησα να διαβάζω Έλληνες και ξένους συγγραφείς που ίσως να μην ήταν για την ηλικία μου όμως δε μπορούσα να κάνω διαφορετικά…Είχα μαγευτεί. Στα δεκαεννιά μου χρόνια ξεκίνησα να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα με τίτλο «Η νοσταλγία των αρωμάτων» που ολοκληρώθηκε το 2012. Μέσα στο 2013 ξεκίνησα να γράφω μια νουβέλα με τίτλο «Η καγκελόπορτα της αγάπης» την οποία ολοκλήρωσα το καλοκαίρι του 2015. Όλα τα έργα μου παραμένουν προς το παρόν ανέκδοτα. Κατά καιρούς γράφω μικρά διηγήματα και τέλος ακόμη και σήμερα η παιδική μου συνήθεια να γράφω της σκέψεις μου στο χαρτί συνεχίζει να με ακολουθεί.
Πέρσι είχα την τύχη να παρακολουθήσω σεμινάρια δημιουργικής γραφής από τον συγγραφέα Γιώργο Σανιδά.
Η συγγραφή είναι κάτι μπολιασμένο μέσα μου, μια επιτακτική ανάγκη και χωρίς αυτήν η ζωή μου θα ήταν άνοστη.
[1] Με το διήγημα Προσωπικός παράδεισος η Φρόσω Αποστόλου έλαβε μέρος στον Δεύτερο Διαγωνισμό Διηγήματος του Bonsaistories