Η συλλογή των κειμένων που περιέχονται στο έργο του Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου «ΔΟΚΙΜΙΑ», θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως μια πηγή γνώσεων γύρω από την γραφή και τα κίνητρα που ωθούν έναν λογοτέχνη να εμπνέεται, να δημιουργεί και να μοιράζεται τις σκέψεις του.
Προσωπικά αφιέρωσα όλη μου την προσοχή διαβάζοντας τα κεφάλαια με τους τίτλους «Ξαναβρίσκοντας τον ποιητή», «Η ποίηση και το κοινό της», «Η σχετικότητα των κριτηρίων και των κρίσεων» και «Πνευματική δημιουργία και καινοτομία». Αιτία ήταν η ανάγκη μου να αναλύσω βαθύτερα όσα νιώθω και ζω ερχόμενος σε επαφή με το μελάνι, το χαρτί, την ψυχή μου και την ψυχή του αναγνώστη.
Βεβαίως υπάρχουν και εκτεταμένες αναλύσεις γύρω από τα έργα του Σεφέρη, του Σαραντάρη, του Παπατσώνη, του Λιάκου, του Κόνεσκι και του Μεσίνα ενώ γίνεται ιδιαίτερο αφιέρωμα και στη σάτιρα του Νικόλαου Κουτούζη.
Επίσης μαθαίνουμε για τη γενιά του 70 και την μεταπολεμική μας ποίηση, καθώς και για τον κοινοβουλευτικό επικριτή του Παλαμά, μιας και ο ποιητής μας ήταν ένας ένθερμος υποστηρικτής της επικράτησης της δημοτικής γλώσσας.
Έχω μονάχα μια ένσταση να κάνω σχετικά με την αναφορά του ποιητή Μπλάζε Κόνεσκι ως «Σλαβομακεδόνα».[1] Συγκεκριμένα αναφέρεται από τον Αντώνη Θ. Παπαδόπουλο στο κεφάλαιο «Διαβάζοντας Μπλάζε Κόνεσκι» και σας το μεταφέρω:
‘Πρωτόπιασα την ποιητική συλλογή του Σλαβομακεδόνα ποιητή Μπλάζε Κόνεσκι,[2] που τιτλοφορείται «Η κεντήστρα» με αρκετή περιέργεια και ενδιαφέρον. Γιατί, πρέπει να ομολογήσω, ότι ήταν η πρώτη μου επαφή με βιβλίο λογοτέχνη από τον ευρύτερο γιουγκοσλαβικό χώρο….’
Ο μόνος τρόπος για να δεχτώ αυτό τον χαρακτηρισμό από τον δημιουργό του κειμένου, θα ήταν εάν ο εν λόγο ποιητής γεννήθηκε από σλάβους γονείς σε μέρος της Μακεδονίας μας. Οτιδήποτε άλλο συγχέει την ιστορία και την πολιτική με την λογοτεχνία, χρησιμοποιώντας ως όχημα την ελευθερία και την δημοκρατία του λόγου για να βαφτίσουμε και να προωθήσουμε κάτι το οποίο δεν ισχύει. Και πραγματικά ως Μακεδόνα με προσβάλλει αυτή η αναφορά στον Σκοπιανό ποιητή ως σλαβο-Μακεδόνα.
Για το τέλος, σας μεταφέρω ως ευχή τους εμπνευσμένους στίχους του Μιχάλη Κατσαρού στο ποίημά του «Η διαθήκη μου», όπως αναφέρονται στο βιβλίο:[3]
«Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς
που λέγονται μεγάλοι
(….)στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
(….)σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια στα θούρια
(….)ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
Αντισταθείτε.»
Ο συγγραφέας εξηγεί το πνεύμα του βιβλίου, στον πρόλογό του:
...τα κείμενα αυτά επιμένουν να μιλούν ακόμα για ποίηση και ποιητές. Κι αυτό πότε; Μα σε μέρες, που η ποίηση παραμένει στη γωνία περιφρονημένη, πρώτα - πρώτα από τους αναγνώστες, γιατί εκ πρώτης όψεως τους περισπά η ένταση και η σαγήνη των εικόνων της τηλεοπτικής οθόνης, ύστερα από τους εκδότες, γιατί η ποίηση δεν… «πουλάει» (λες και υπήρχαν εποχές, που πλούτιζαν από την ποίηση) και τέλος από τους ίδιους τους ποιητές, που κλείστηκαν στον εαυτό τους, σιγοψιθυρίζοντας με απελπισία ακατανόητα ξόρκια. Έχω τη γνώμη ότι αυτοί, που εξακολουθούν ν’ αγαπούν την ποίηση, να πιστεύουν στη διαχρονική αξία της και να γοητεύονται ακόμα από την ομορφιά της, πρέπει να μην αμελούν να καταθέτουν τον δικό τους λόγο για το αντικείμενο αυτό της αγάπης τους, όσο κι αν η φωνή τους επικαλύπτεται ακόμα από τους εκκωφαντικούς ήχους μιας θλιβερά απογυμνωμένης καθημερινότητας ή περιφρονητικά αγνοείται. Μέσα στον ορυμαγδό αυτό ο λόγος τους γίνεται ψίθυρος. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι ανέκαθεν οι «ψιθυριστές» ήταν επίφοβοι. Μ’ αυτή την έννοια τα κείμενα αυτά ας θεωρηθούν απλοί ψίθυροι και είναι γι’ αυτό, που εμείς θα εξακολουθούμε να «μιλάμε ακόμα για ποίηση και ποιητές».
[1] Σελ.110 «Δοκίμια» Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος, Εκδόσεις ΡΕΩ, 2010
[2] Με μια σύντομη έρευνα στο διαδίκτυο, μπορείτε εύκολα να μάθετε επίσης το πώς κατασκευάστηκε η γλώσσα των Σκοπίων και ποια ήταν η συμβολή του Μπλάζε Κόνεσκι σε αυτή. Προσωπικά ωστόσο, όταν διαβάζω τα έργα οποιουδήποτε λογοτέχνη, κρατώ όλα εκείνα τα θετικά που έχει να μας προσφέρει μες από τη γραφή του. Γιατί η λογοτεχνία ενώνει. Δεν έχει χρώμα, σημαία, γλώσσα, παρά μόνο ένα κοινό στοιχείο: Συναισθήματα.
[3] Σελ.45-46 «Δοκίμια» Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος, Εκδόσεις ΡΕΩ, 2010