Ο Δημήτρης Κουταρέλλης είναι μέλος του συλλόγου Ελλήνων Γελοιογράφων. Γεννήθηκε το 1961 στην αστικά κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια και ήρθε στην Αθήνα το 1968. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, έλαβε τρία βραβεία σε διεθνείς εκθέσεις σκίτσου -έτη 1986, 1987 και 1990- και συνεργάστηκε με τα έντυπα: Πλατεία Εξαρχείων, Times in Kolonaki, Προσανατολισμοί Δήμου Χαϊδαρίου, Έρως κόμικς, Περιεχόμενα, Γαλέρα (με αφορισμούς), Αρκαδικό βήμα, Στυξ (Αταλάντη), και πολλά άλλα. Ασχολείται με την γελοιογραφία και την ευθυμογραφία. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία: Coutarelli Special, Special Coutarelli, Πνευματική περιτομή και Πράβδα Λαλέουσα. Είναι μέλος της Federation of European Cartoonists Organization και του συλλόγου Φίλων της Γελοιογραφίας.
Ανακάλυψα λοιπόν διάφορα έργα του στο διαδίκτυο -ναι, είναι τόσο αχανές που του ταιριάζει ακόμη και το "ανακάλυψα"- αλλά στάθηκα στο βιβλίο του Πράβδα Λαλέουσα το οποίο, αν και γράφτηκε από γελοιογράφο, δεν έχει ούτε ένα σκίτσο. Έχει έναν χείμαρρο από μικροδιηγήματα και σκέψεις όπως θα είχε ένα προσωπικό ημερολόγιο και αφορούν μια γκάμα από καταθέσεις και προβληματισμούς του ως απορίες, ανέκδοτα, ρήσεις, απόψεις, κ.α.
Ξεχώρισα δύο κείμενα που -τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου- έχουν ενδιαφέρον και δείχνουν το πνεύμα του, την καλλιτεχνική του φύση και τη στάση του απέναντι στη ζωή. Το βιβλίο κυκλοφορεί ελεύθερο στο διαδίκτυο -το βρήκα εδώ- διαθέσιμο προς ντάουν-λόουντιν· άρα όσοι πιστοί...
Πραγματικό πνευματικό κέντρο μιας χώρας είναι το μέτρο της (Μποντριγιαρ)
Το Μετρό πρέπει να είναι ένας χώρος ελευθερίας έκφρασης όπου να επιτρέπεται η είσοδος σε ομάδες ανθρώπων που με την ιδιωτική τους πρωτοβουλία (ή αν προτιμάτε αυθαιρεσία) κάνουν χάπενινγκ παίζουν μουσική τζαζ και διάφορα άλλα. Η κάθε μορφής αυθαιρεσία στο μετρό είναι δείγμα πολιτισμού και η κάθε μορφή περιορισμού δείγμα φασιστικής νοοτροπίας. Ξεχνάτε πως ήταν το Βερολίνο πριν καταλάβει ο Χίτλερ την εξουσία; Ήταν μια πόλη απόλυτης ελευθερία (όχι αυθαιρεσίας) ζωντανή και ανοικτή σε κάθε ιδέα (ακραία και μη) που συναγωνίζονταν το Παρίσι σε κάθε μοντέρνα Αβανγκαρντιστική ιδέα. Αν ο Στραβίνσκι ή ο Πικάσο τάραξαν το δεύτερο με τις πρωτοποριακές τους παραστάσεις και ιδέες, ο Μπρεχτ και άλλοι τάραξαν το πρώτο με ανατρεπτικά έργα σαν την «Όπερα της Πεντάρας» ή το «Χάπυ Εντ» δημιουργώντας σοκ. Ιδέες για την ανορθόδοξη εξέγερση των μαζών ή για την σεξουαλική καταπίεση και απελευθέρωση, για την «πιονοποίηση» ορισμένων ανθρωπίνων ομάδων από άλλους ανθρώπους.
Το Μετρό είναι μια υπόγεια πόλη που βρίσκεται ακριβώς κάτω από την υπέργεια (όπως οι φλέβες κάτω από το δέρμα) -εν αντιθέσει από άλλες πόλεις της Ευρώπης (όπου η «αναρχία» βρίσκεται κάτω από το υπέδαφος) στην Ελλάδα η αναρχία, η αυθαιρεσία και η κωλυσιεργία βρίσκονται πάνω από το έδαφος και κάτω από αυτό βρίσκεται η απόλυτη πατριαρχικά φασιστική τάξη (μη βρέξει και μη στάξει) ενώ αντίθετα άλλα πράγματα σε αυτήν τη χώρα θα έπρεπε να λειτουργούν με την τάξη την οποία λειτουργεί το Μετρό αυτής.
Το Μετρό είναι από τη φύση του επιρρεπές στην αυθαιρεσία, στο καταγώγιο. στο πνεύμα και τη νοοτροπία των ανθρώπινων αρουραίων -που κάποτε μεταβάλουν τα βαγόνια σε σπίτια τους. Υπάρχει ένας φίλος μου αστός και δημόσιος υπάλληλος που όμως παράλληλα εκτός από τις ιδιότητές του αυτές έχει και τη νοοτροπία του χίπη -πράγμα που το κάνει από έμφυτη παιδικότητα και όχι από ιδεολογία-, όπως ο Νταλί δοκίμασε να εφαρμόσει τον σουρεαλισμό στην προσωπική του ζωή (και ο Θάνος Τσίγκος ο Informerl στην δική του) έτσι και αυτός εφάρμοσε το χάπενινγκ στη δική του. Τον βολεύει αυτό το να μην πιέζει τον εαυτό του όταν του έρχεται κάποια φυσική διορθωτική ανάγκη σαν το ρέψιμο ή το κλάσιμο. Αυτός έχει μεταβάλλει το ρέψιμο και το κλάσιμο σε κάτι σαν χάπενινγκ (όπως άλλοι εκθέτουν τους εαυτούς τους γυμνούς γεμίζοντας το κορμί τους με συνθήματα). Και το παράξενο είναι ότι οι κλανιές του ερεθίζουν την φαντασία των θεατών στο να κάνουν ευφάνταστα σχόλια σχετικά με τις ακραίες αυτές λειτουργίες του. Πάντως αν όλοι οι άνθρωποι ήταν παιδιά σαν αυτόν τότε ο κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος.
Το Μετρό πρέπει να είναι ένας χώρος ελευθερίας έκφρασης όπου να επιτρέπεται η είσοδος σε ομάδες ανθρώπων που με την ιδιωτική τους πρωτοβουλία (ή αν προτιμάτε αυθαιρεσία) κάνουν χάπενινγκ παίζουν μουσική τζαζ και διάφορα άλλα. Η κάθε μορφής αυθαιρεσία στο μετρό είναι δείγμα πολιτισμού και η κάθε μορφή περιορισμού δείγμα φασιστικής νοοτροπίας. Ξεχνάτε πως ήταν το Βερολίνο πριν καταλάβει ο Χίτλερ την εξουσία; Ήταν μια πόλη απόλυτης ελευθερία (όχι αυθαιρεσίας) ζωντανή και ανοικτή σε κάθε ιδέα (ακραία και μη) που συναγωνίζονταν το Παρίσι σε κάθε μοντέρνα Αβανγκαρντιστική ιδέα. Αν ο Στραβίνσκι ή ο Πικάσο τάραξαν το δεύτερο με τις πρωτοποριακές τους παραστάσεις και ιδέες, ο Μπρεχτ και άλλοι τάραξαν το πρώτο με ανατρεπτικά έργα σαν την «Όπερα της Πεντάρας» ή το «Χάπυ Εντ» δημιουργώντας σοκ. Ιδέες για την ανορθόδοξη εξέγερση των μαζών ή για την σεξουαλική καταπίεση και απελευθέρωση, για την «πιονοποίηση» ορισμένων ανθρωπίνων ομάδων από άλλους ανθρώπους.
Το Μετρό είναι μια υπόγεια πόλη που βρίσκεται ακριβώς κάτω από την υπέργεια (όπως οι φλέβες κάτω από το δέρμα) -εν αντιθέσει από άλλες πόλεις της Ευρώπης (όπου η «αναρχία» βρίσκεται κάτω από το υπέδαφος) στην Ελλάδα η αναρχία, η αυθαιρεσία και η κωλυσιεργία βρίσκονται πάνω από το έδαφος και κάτω από αυτό βρίσκεται η απόλυτη πατριαρχικά φασιστική τάξη (μη βρέξει και μη στάξει) ενώ αντίθετα άλλα πράγματα σε αυτήν τη χώρα θα έπρεπε να λειτουργούν με την τάξη την οποία λειτουργεί το Μετρό αυτής.
Το Μετρό είναι από τη φύση του επιρρεπές στην αυθαιρεσία, στο καταγώγιο. στο πνεύμα και τη νοοτροπία των ανθρώπινων αρουραίων -που κάποτε μεταβάλουν τα βαγόνια σε σπίτια τους. Υπάρχει ένας φίλος μου αστός και δημόσιος υπάλληλος που όμως παράλληλα εκτός από τις ιδιότητές του αυτές έχει και τη νοοτροπία του χίπη -πράγμα που το κάνει από έμφυτη παιδικότητα και όχι από ιδεολογία-, όπως ο Νταλί δοκίμασε να εφαρμόσει τον σουρεαλισμό στην προσωπική του ζωή (και ο Θάνος Τσίγκος ο Informerl στην δική του) έτσι και αυτός εφάρμοσε το χάπενινγκ στη δική του. Τον βολεύει αυτό το να μην πιέζει τον εαυτό του όταν του έρχεται κάποια φυσική διορθωτική ανάγκη σαν το ρέψιμο ή το κλάσιμο. Αυτός έχει μεταβάλλει το ρέψιμο και το κλάσιμο σε κάτι σαν χάπενινγκ (όπως άλλοι εκθέτουν τους εαυτούς τους γυμνούς γεμίζοντας το κορμί τους με συνθήματα). Και το παράξενο είναι ότι οι κλανιές του ερεθίζουν την φαντασία των θεατών στο να κάνουν ευφάνταστα σχόλια σχετικά με τις ακραίες αυτές λειτουργίες του. Πάντως αν όλοι οι άνθρωποι ήταν παιδιά σαν αυτόν τότε ο κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος.
Όταν η τέχνη κάνει ακρότητες αυτό το θεωρούμε προσβολή έστω και αν οι ακρότητές της αυτές είναι αναίμακτες. Αντίθετα όταν η θρησκεία και το κράτος σκοτώνουν αυτό το θεωρούμε δικαιοσύνη.[1]
Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ
Όπως υπάρχει ο Άγνωστος Στρατιώτης έτσι θα έπρεπε να στηθεί κάπου για πρώτη φορά στον κόσμο και το μνημείο του «Άγνωστου Καλλιτέχνη». Κάποιου δηλαδή που προσπάθησε να κάνει κάτι με τα έργα του (τα οποία είχαν κάποια δόση ταλέντου και όμως απέτυχε). Τέτοιοι παρά τρίχα να γίνουν ο Βαν Γκόνγκ και ο μεγάλος Σούτιν όταν όμως κατάφεραν να ξεπεράσουν το στάδιο αυτό ήταν πλέον πολύ αργά (τουλάχιστον γι’ αυτούς).
Προτείνω λοιπόν στους αξιότιμους συνανθρώπους μου όταν στήνουν το μνημείο του Άγνωστου Καλλιτέχνη να βάλουν τη δική μου προσωπογραφία στη θέση του πορτραίτου του μνημείου του καλλιτέχνη αυτού.
Θωρώ τον εαυτό μου όχι γελοιογράφο μα έναν «κουλό» που νομίζει ότι είναι γελοιογράφος. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ενώ χρόνια τώρα προσπαθώ να κάνω κάτι με τα σκίτσα μου το 80% των μεγάλων ξένων φεστιβάλ τα απορρίπτει. Αυτό σημαίνει ότι τα σκίτσα δεν είναι ούτε καλά ούτε έξυπνα απλώς εγώ με την διαστρεβλωμένη μου φαντασία τα θεωρώ καλά και έξυπνα ενώ όλοι όσοι (μέλη επιτροπής κ.λ.π.) τα απορρίπτουν έχουν δίκιο γιατί η μακροχρόνια πείρα τους σ’ αυτόν τον τομέα τους επιβάλλει να πιστεύουν πως σίγουρα είναι εξυπνότερα τα σκίτσα επώνυμων. Ενός Κούρτου, ενός Κοσομπούκιν, ενός Φίντυ, ενός Μπάγκε ή ενός Ζλατόφσκι.
Η πλειοψηφία. Ένα πλήθος έμπειρων μυαλών μπορεί να σκεφτεί πιο σωστά από ένα μεμονωμένο μυαλό -δηλαδή ένα ψώνιο.
Εκτός και αν ο λόγος για τον οποίο γίνεται αυτό δεν είναι άλλος από το ότι όλοι είμαστε κοινότοποι και λίγοι μόνο δεν είναι. Γι’ αυτό και οι ιδέες μας συμπίπτουν και ανακυκλώνονται συνέχεια κι’ όμως βραβεύουν πάντα αυτούς όχι εμένα έστω και αν έχουμε τις ίδιες ιδέες.[1]
[1] Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Κουταρέλλη, Πράβδα Λαλέουσα (όσα δεν πρέπει να ξέρετε για μένα), Εκδόσεις Ατέρμονο, Αθήνα 2008.