Στο ζουμί

Τελικά αυτό το τριπάκι με τους συγγραφείς κι αναγνώστες φιλαράκια στα sm,1 ενώ στην αρχή το βρήκα σούπερ σαν προοπτική, στην πορεία διαπίστωσα ότι κάνει κακό και στις δυο πλευρές. Δεν είναι και λίγο να αγαπάς τα βιβλία και να μπορείς να είσαι σε επαφή με τους αγαπημένους σου συγγραφείς. Πόσο μάλλον να μπορείς και να συναντηθείς μαζί τους! Με φαντάζομαι να συναντώ μερικούς από τους πολύ αγαπημένους μου (οι περισσότεροι έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια βέβαια, αλλά λέμε τώρα) και να πίνουμε καφεδάκι σα φίλοι καλοί, να τα λέμε στο φατσοβιβλίο και να γελάμε χα χα και χου χου, αλλά... ξέχασα. Σιγά μην ασχολιόταν κανείς τους με το φατσοβιβλίο.
Δεν ξέρω τι έχετε στο νου σας περί συγγραφέων, αλλά στο δικό μου μυαλό έχω εικόνες από αμέτρητα μουτζουρωμένα και πεταμένα χαρτιά (στον κόσμο μου ακόμα οι συγγραφείς γράφουν με το χέρι, άντε σε γραφομηχανή), ξενύχτια, καφέδες, ποτά, καβγάδες με αόρατους ήρωες, τοίχους με σχέδια, σημειώσεις, φωτογραφίες, απομόνωση και άλλα τέτοια κινηματογραφικά.
Αλλά βλέπω στα ελληνικά sm συγγραφείς που 24/7 τους βρίσκεις online, να φωτογραφίζονται στα σπίτια τους, στα εξοχικά τους, με τα σκυλιά τους, το γυαλί τους, στα ταξίδια τους, με την αμαξάρα τους, ποζάροντας επαγγελματικά και κάνοντας παιχνίδι με τον κόσμο. Πού τον βρίσκουν τόσο χρόνο; Το βιβλίο δεν έχει χρήμα, πάει και τελείωσε, πάρτε το χαμπάρι. Όλοι όσοι γράφουν βιβλία πρέπει να κάνουν something else for a living κι άμα βάλεις τη δουλειά, την οικογένεια, το νοικοκυριό και όλα τα σχετικά, θα έπρεπε οι μέρες να έχουν 46 ώρες για να τα προλάβει κάποιος όλα κι όχι 24. Ή μήπως όλοι τους είναι τακτοποιημένοι οικονομικά κι έχουν άλλους να κάνουν τις δουλειές τους σπιτιού και να μεγαλώνουν τα παιδιά τους; Ελάτε, πείτε μου το μυστικό. Πώς τα καταφέρνετε και γράφετε ένα βιβλίο 500-600 σελίδων το χρόνο και κάνετε και όλα τα παραπάνω;
Θα αναφερθώ πάλι στον St. King -και δεν είναι θέμα προσωπικής αδυναμίας, απλά τυχαίνει να είναι ένας συγγραφέας που (παρ-)ακολουθώ εδώ και 20 χρόνια περίπου (και πάλι δεν έχω διαβάσει ούτε τα μισά από όσα έχει γράψει) κι έτσι έχω μια αξιοπρεπή πληροφόρηση και μια σαφή εικόνα για να μπορώ να τον αναφέρω ως παράδειγμα.
Ο Στ. Κινγκ λοιπόν, ο οποίος είναι (εκδοτικό φαινόμενο) συγγραφέας που ζει από τα βιβλία του, ακολουθεί έναν «απλό» συλλογισμό-κανόνα. Γράφει ένα βιβλίο και το πετάει στην άκρη. Το εξαφανίζει και το ξεχνάει. Βάζει μόνο μια υποσημείωση στο ημερολόγιό του -να το ξεθάψει μετά από 18 μήνες. Στο διάστημα αυτό έχει ήδη γράψει το επόμενο βιβλίο. Κι όταν φτάσει η μέρα στο ημερολόγιο, το ξεθάβει και το ξαναδιαβάζει. Και το έχει ξεχάσει πια... Αφού ήδη έχει «μπει» στον κόσμο του επόμενου βιβλίου του. Έτσι έχει αποστασιοποιηθεί αρκετά, ώστε να μπορεί να δει τα «κενά» στην ιστορία και να το διορθώσει. Δίνει άλλους 3-6 μήνες γι’ αυτή τη δουλειά κι όταν το βιβλίο είναι έτοιμο να εκδοθεί, έχει ήδη ξεκινήσει με το επόμενο.
Ο κανόνας των τριών, λοιπόν. Ένα υπό έκδοση, ένα στο συρτάρι, ένα στη γραφομηχανή. Αλλά ο Κινγκ είναι ο Κινγκ, και πόσοι Κινγκ υπάρχουν σ αυτόν τον κόσμο; Και δε θα τον δει κανείς να παίζει έτσι στο φατσοβιβλίο. Επικοινωνεί με τους αναγνώστες του με ένα μοναδικό τρόπο: με τα βιβλία του και μόνο. Κι έχει διδάξει πολλά, πολλά, πολλά σε όλους όσους αγαπούν το γράψιμο, χωρίς να παίζει στο φατσοβιβλίο το παιχνίδι τσάι, παρεούλα και συμπάθεια. Παίζει με τα βιβλία του και τις εισαγωγές ή επιλόγους που γράφει σ’ αυτά, απευθυνόμενος στους αναγνώστες. Τα Social Media τα χρησιμοποιεί αλλιώς.
Πάμε στα δικά μας τώρα. Το κακό με το κολλητηλίκι συγγραφέων κι αναγνωστών στο Ελλαδιστάν είναι ότι οι συγγραφείς ξιπάζονται, σηκώνουν πολύ ψηλά τον αμανέ και ρίχνουν πολύ τον πήχη. Τελεία. Όλοι μέσα μας κρύβουμε λίγο από τα 15 δευτερόλεπτα δημοσιότητας του Γουόρχολ και δεν κοιτάμε το τι κάνουμε και πώς και με ποιον, αρκεί να βγούμε μια φωτογραφία με κάποιον που αύριο θα βγει στη Μενεγάκη.
Οι συγγραφείς γουστάρουν αυτό το καινούργιο thingy με τις φωτογραφίες, τις συνεντεύξεις, τις παρουσιάσεις, τις μουσικές, φώτα, κάμερες, θαυμαστές, αυτόγραφα και πάει λέγοντας, γεμίζουν τα πνευμόνια τους αυτοϊκανοποίηση και αυτοεπιβεβαίωση (και καλά κάνετε, μαζί σας), αλλά σταματούν εκεί. Θεωρούν ότι, ναι, έφτασα πια στην κορυφή, αφού έβγαλα βιβλίο, πουλάει, βγάζω λεφτούλια, βγαίνω στην τηλεόραση, ο κόσμος με γουστάρει, τι άλλο να ζητήσω;
Έτσι κανείς τους, κανείς τους όμως, δε γράφει ένα καλύτερο επόμενο βιβλίο. Κανείς. Κανείς τους δε νιώθει πια την ανάγκη να εξελιχθεί, να βελτιωθεί, να γίνει καλύτερος. Κανείς πια δεν νιώθει ότι πρέπει να είναι πραγματικά καλός σ’ αυτό που κάνει, για να γράψει ένα καλό βιβλίο, για να το εκδώσει και πάει λέγοντας.
Να σας θυμίσω τι γινόταν τα χρόνια προ-διαδικτύου και υπολογιστών; Το τι κράμπες κι αγκυλώσεις πάθαιναν τα χέρια από το γράψιμο, το τι μουντζούρα, κλάμα και διόρθωμα, κόντρα διόρθωμα, το τι αντίγραφο του αντιγράφου, ω αντίγραφο και τι ποδαρόδρομο με τα χειρόγραφα παραμάσχαλα έκαναν κάποιοι, παρακαλώντας έστω έναν -Έναν!- να διαβάσει το βιβλίο τους; Το τι ταξίδι, τι διάβασμα έπρεπε να ρίξουν για να αντλήσουν πληροφορίες, ώστε να ξέρουν γι αυτό που θα γράψουν; Το τι αγώνα έδιναν οι συγγραφείς πριν γίνουν συγγραφείς, για να γίνουν συγγραφείς; Τη δικαίωση του να δει κάποιος το βιβλίο του με εξώφυλλο και μοσχομυριστό χαρτί;
Και τώρα έχουμε ένα τεράστιο όπλο στα χέρια μας, το πληκτρολόγιό μας και τον κειμενογράφο μας, τον αυτόματο διορθωτή μας, και τη μηχανή αναζήτησης δίπλα για κάθε πληροφορία, το φακελάκι για το ψηφιακό γραμματάκι -το διάβασες; Πως σου φάνηκε; Ναι, θέλει εκεί κι εκεί προσοχή- ένα απίστευτα δυνατό εργαλείο, ένα εργαλείο που σε κάνει viral σε 24 ώρες, ένα εργαλείο που δίνει εντελώς άλλη διάσταση και δύναμη στη διάδοση από «στόμα με στόμα»... κι εμείς παίζουμε με τη χούφτα μας στο φουμπού.
Στην άλλη πλευρά τώρα, οι αναγνώστες. Έχω ένα διαδικτυακό φιλαράκι που αρέσκεται στο να διαβάζει και να γράφει μετά την άποψή του γι’ αυτό που διάβασε. Και λέω άποψη και μάλιστα προσωπική, και όχι κριτική. Η βιβλιοκριτική είναι άαααααααλλο κεφάλαιο και δε θα το συζητήσουμε τώρα. Η κριτική πέθανε όταν πέθανε και η λογοτεχνία. Period. Όλοι μας γράφουμε την προσωπική μας άποψη. Αυτοί που νομίζουν ότι γράφουν κριτικές, να το κοιτάξουν, είναι θέμα.
Το φιλαράκι λοιπόν αυτό, χρησιμοποιεί ψευδώνυμο και κανείς (?) δεν ξέρει ποιος κρύβεται πίσω από αυτό. Ο λόγος; Όπως λέει και ο ίδιος, για να μην επηρεάσουν την άποψή του οι γνωριμίες με τους συγγραφείς. Αυτό τα λέει όλα, έτσι δεν είναι;
Δηλαδή μπορεί να διαβάσουμε ένα κακό βιβλίο, αλλά εκεί, να στρίψουμε το μυαλό μας ντε και καλά πως ήταν καλό, γιατί αύριο μπορεί να πιούμε καφέ με το συγγραφέα και ντροπή, πώς είναι δυνατόν να μη μας άρεσε το βιβλίο του; Μπορεί να γελάτε ορισμένοι, αλλά το θέμα είναι πολύ σοβαρό. Υποβαθμίζουμε οι ίδιοι την κρίση μας. Ρίχνουμε μόνοι μας τον πήχη κι επιβεβαιώνουμε κακά βιβλία. Εμείς μένουμε ικανοποιημένοι με τα κακά βιβλία, οι συγγραφείς μένουν ευχαριστημένοι με τα κακά βιβλία που γράφουν, οι εκδοτικοί συνεχίζουν να πουλάνε κακά βιβλία (που είναι και ακριβά- viven los piratas!) και όλα είναι ένας φαύλος κύκλος που το μόνο του αποτέλεσμα είναι τα κακά βιβλία. Τέλος.
Το ξανασκεφτήκατε;
Πάμε τώρα παρακάτω. (Το σημερινό θα τραβήξει πολύ, καλά το καταλάβατε).
Όταν ένας συγγραφέας μου ζητά προσωπικά να διαβάσω το βιβλίο του και να γράψω μετά την άποψή μου γι’ αυτό, πρέπει τότε οπωσδήποτε να το διαβάσω, είτε μου αρέσει είτε όχι. Και να δικαιολογήσω την άποψή μου. Στο προσωπικό μου μπλογκ, γράφω για ό,τι θέλω, όταν θέλω, όπως θέλω κι αν πέσω σε κακό βιβλίο, ή θα το προσπεράσω και θα κλάψω τα λεφτά που έδωσα, ή θα το επιστρέψω από κει που το δανείστηκα, αλλά δε θα ασχοληθώ με αυτό. Πιθανότατα δε θα το τελειώσω καν. Μου σπαταλά το λιγοστό και υπερπολύτιμο χρόνο μου.
Εκτός αν τα θέλει ο κώλος του, αν είναι ένα βιβλίο «φαινόμενο», βιβλίο που ξεσήκωσε τα πλήθη των αναγνωστών, βιβλίο που δίχασε τους αναγνώστες, βιβλίο που προκάλεσε γενικά και προκάλεσε και την περιέργειά μου... έτσι θα το διαβάσω για να δω κι εγώ προς τι όλος ο ντόρος. Δε διαβάζω βιβλία για να τα θάψω μετά, έχω πιο σοβαρά πράγματα να κάνω. Είπα ήδη ότι ο χρόνος μου είναι λίγος και πολύτιμος (βλέπε δυο νήπια με μόνιμο ανάδρομο κι ανάποδο Ερμή). Αυτό που έχω ανάγκη είναι καλά βιβλία.
Πάμε τώρα στο βιβλίο επιτέλους; Αρκετά μεγάλος ήταν ο πρόλογος.
Μη Με Λησμόνει - Κώστας Κρομμύδας
«Στο Παρίσι, μια γυναίκα με μυστηριώδες παρελθόν γράφει την τελευταία λέξη σε ένα γράμμα με άγνωστο παραλήπτη…
Στην άκρη των ματιών της έχει περισσέψει ένα δάκρυ για τον μοναδικό άνθρωπο που βρέθηκε να την αγαπήσει. Έναν άνθρωπο που τον «σκότωσαν» γιατί ο έρωτάς τους θεωρήθηκε έγκλημα.
Την ίδια ώρα, η Πέρσα στροβιλίζεται στη σκηνή με κλειστά τα μάτια. Το θυελλώδες χειροκρότημα του κόσμου την τραβάει από την έκσταση και την κάνει να τα ανοίξει. Ένας άγνωστος άντρας στην πρώτη σειρά την κοιτάζει μαγεμένος. Το βλέμμα του κλειδώνει στο δικό της. Ο νεαρός φωτογράφος Κωνσταντίνος αισθάνεται ότι αντικρίζει μια αρχαία θεά. Και η Πέρσα νιώθει ότι μόλις συνάντησε το πεπρωμένο που έψαχνε χρόνια.
Ένας φωτεινός δρόμος ανοίγει. Μια συγκλονιστική αληθινή ιστορία αρχίζει να ξετυλίγεται περνώντας από τα Γιάννενα, το Γαλαξίδι και την Πάτμο. Ένα μικρό μπλε λουλούδι σε ένα γράμμα κρύβει το μεγάλο μυστικό.
Πόσο μπορεί κανείς το παρελθόν να λησμονήσει…»2

Κατ’ αρχάς δε μιλάμε για λογοτεχνία, έτσι; Τα περισσότερα βιβλία ανήκουν κάπου και τις περισσότερες φορές ανήκουν σε λάθος κατηγορία κι αυτό κυρίως εξυπηρετεί μόνο στη θέση που θα πάρουν στα ράφια και τίποτα άλλο. Αλλά το συγκεκριμένο δεν είναι λογοτεχνία. Δε χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Όποιος θεωρεί αυτή την τοποθέτηση λάθος, ας αφήσει αυτή την ανάρτηση κι ας διαβάσει τίποτα άλλο. Λοιπόοοον, στο ζουμί. Το βιβλίο πάσχει. Πολύ. Από γραφή. Ενώ έχει τη βάση μιας καλής κι ενδιαφέρουσας ιστορίας, η «ασθενής» γραφή το χαλάει.
Αν διαβάσετε λίγο από κανόνες στιχουργικής, θα καταλάβετε πολλά και πολύ όμορφα πράγματα -και βασικότατα. Δε φτάνει μόνο η καλή έμπνευση και η καλή ιδέα -εδώ η καλή ιστορία- αλλά και η τεχνική. Η έλλειψη ή η κακή τεχνική μπορεί να καταστρέψει ένα στίχο -ένα ποίημα- εδώ ένα βιβλίο. Η «ποιητική αδεία» είναι ένα δήθεν δικαίωμα που χρησιμοποιούν οι αδέξιοι ποιητές (κι εδώ οι αδέξιοι συγγραφείς) για να παρακάμπτουν κανόνες. Οι μεγάλοι και καλοί δημιουργοί δεν έχουν ποτέ την ανάγκη να καταφύγουν στην ποιητική αδεία.
Θα σας πω δυο λόγια κι ας μη φαίνεται επί του θέματος -κι όμως είναι. Βασικά τεχνικά λάθη στη στιχουργική και κατ’ επέκταση στη γραφή γενικά, είναι η χασμωδία, το κακέμφατο και η επανάληψη (που μάλιστα θεωρείται χειρότερο σφάλμα από τα τρία). Όλα τους προκαλούν το ίδιο πρόβλημα: Σταματούν τη ροή του λόγου, το ρυθμό. Το βασικό σε ένα βιβλίο είναι να το αρχίσεις και να το τελειώσεις, χωρίς πισωγυρίσματα, χωρίς ξαναδιαβάσματα, χωρίς σκαλώματα -άσχετα με την ιστορία που είναι κατά κύριο λόγο θέμα προσωπικού γούστου.
Εδώ λοιπόν έχουμε και τα τρία λάθη. Με μια φίλη που το συζήτησα μου είπε πως η γραφή του συγγραφέα είναι «σεναριακή» κι εκείνης της αρέσει. Εμένα πάλι καθόλου. «Σεναριακή» είναι και η γραφή στο «13 μέρες για να βρεις το δολοφόνο» κι αγανάκτησα. Το σενάριο είναι άλλο πράγμα κι εξυπηρετεί άλλους σκοπούς. Άλλο είναι επίσης η γρήγορη, κοφτή γραφή, άλλο η σεναριακή. Πολλοί το μπερδεύουν.
Το πρόβλημά μου με αυτό το βιβλίο ήταν η κακή γραφή του, το φτωχό λεξιλόγιό του και η έλλειψη ζωντάνιας των χαρακτήρων. Διάβασα πρόσφατα ένα βιβλίο με 5 βασικούς χαρακτήρες, τους οποίους θυμάμαι με τα ονόματά τους, και μπορώ να σας μιλήσω για τον καθέναν ξεχωριστά και να σας πω τι είδους άνθρωποι (έστω φτιαχτοί) είναι. Γιατί είναι ολοζώντανοι χαρακτήρες, ο καθένας με την προσωπικότητά του, την εμφάνισή του, τις ιδέες του, τις απόψεις του, ακόμα και το δικό του τρόπο ομιλίας.
Εδώ συνεχώς πισωγύριζα για να ξαναδιαβάσω παραγράφους, γιατί είχα συνεχώς την εντύπωση πως διαβάζω την ίδια πρόταση, ακριβώς λόγω των παραπάνω λαθών. Επαναλαμβανόμενες λέξεις, ή λέξεις τοποθετημένες λάθος πχ οι θεατές χειροκρότησαν θερμά το θέαμα -όλα αυτά τα «θε» με έκαναν να αναρωτιέμαι συνέχεια αν ξαναδιάβασα την ίδια σειρά... κι όταν διαβάζω δε θέλω να αναρωτιέμαι, ούτε να σκέφτομαι.
Αν ήμουν εκδοτικός, δε θα έβγαζα στην αγορά ποτέ το Μη Με Λησμόνει. Όχι έτσι. Αν ήμουν ο συγγραφέας, θα το ξανάγραφα και θα το δούλευα πολύ. Πολύ όμως. Αν το βιβλίο απευθύνεται στην τυπική μερίδα αναγνωστών που διαβάζουν μαγειρεύοντας ή σκουπίζοντας ή μιλώντας στο τηλέφωνο βλέποντας ταυτόχρονα Μενεγάκη, ΟΚ, πάσο. Αν το βιβλίο απευθύνεται σε μένα που έχω περισσότερες απαιτήσεις (και μην μπλέξετε τις απαιτήσεις με τη βαριά κουλτούρα, καμία σχέση), με έχασε από την 4η σελίδα.
Συνεπώς, το καλό βιβλίο θέλει πολλή δουλειά, πολύ χρόνο, πολύ διάβασμα, πολλή εξάσκηση, και μια ιστορία με αρχή-μέση-τέλος που ακόμα κι αν είναι καλή, δεν επαρκεί για να δημιουργήσει ένα καλό βιβλίο. Με τις υγείες σας.
Κλικ για περισσότερα της Κατερίνας
Περισσότερα από/για τον Κώστα Κρομμύδα:

1 Τα αρχικά των λέξεων Social Media δηλαδή Κοινωνικά Δίκτυα.
2 Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.