Μερικές φορές ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να πει πολλά. Δεν έχει να κάνει με τη φλυαρία και δεν έχει να κάνει με τη μοναξιά. Είναι κάτι άλλο. Μερικές φορές ακόμα και ο πιο κοινωνικός, ο πιο ευχάριστος, ο πιο εκδηλωτικός άνθρωπος, κρύβει μέσα του χιλιάδες λέξεις. Χιλιάδες σκέψεις, ερωτήματα, αμφιβολίες, αναθεωρήσεις, απαντήσεις στις ερωτήσεις άλλων, απορίες... Μερικές φορές το μυαλό μας μοιάζει να ξεκινά να μιλά... και να μη λέει να σταματήσει. Ή μήπως δεν είναι το μυαλό αλλά η καρδιά; Η ψυχή; Ή κάτι από όλα;
Ξέρετε τι κάνουμε όλο και πιο συχνά; Δε θέλουμε να ακούσουμε. Δε θέλουμε να ακούσουμε! Δε θέλουμε ν ακούσουμε τους άλλους ανθρώπους, δε θέλουμε να ακούσουμε τους ήχους της ζωής, δε θέλουμε να ακούσουμε καν τους εαυτούς μας.
Όσο μεγαλώνουμε, τόσο περισσότερο τρέχουμε, τόσο λιγότερο ελεύθερο χρόνο έχουμε, τόσο λιγότερο ζούμε τη ζωή μας. Τελικά ίσως δε φταίνε οι εποχές. Ο άνθρωπος από ανέκαθεν έτρεχε να προλάβει τη μέρα. Παλιές εποχές, πιο "αγνή" και καθαρή ζωή μεν, αλλά λιγότερες ευκολίες, πολύ τρέξιμο. Νέες εποχές, αμέτρητες ευκολίες, αλλά γρήγοροι ρυθμοί, πολλές απαιτήσεις, πολύ τρέξιμο. Ίσως ο άνθρωπος να χάνει κι άλλα πράγματα μαζί με την παιδικότητά του, όταν μεγαλώνει. Αλλά τι; Την ικανότητά του να απολαμβάνει τη ζωή; Αλήθεια;
Δεν τη ζούμε τη ζωή μας, ρε γαμώτο. Απλά τη... διανύουμε, σαν απόσταση που πρέπει να καλύψουμε. Το θέμα είναι όμως ότι η ζωή δεν είναι κούρσα και δε μας περιμένει τίποτα περισσότερο στον τερματισμό, από το ίδιο το... τέρμα. Κανένα μετάλλιο, κανένα βραβείο, κανένα τρόπαιο ταχύτητας. Το βραβείο και το τρόπαιο τα κρατάμε στα χέρια μας τη στιγμή που παίρνουμε την πρώτη μας ανάσα ζωής. Αν είμαστε κι απ' αυτούς που γεννιούνται σε μια οικογένεια, σε ένα σπιτικό και υγιείς, τότε μπορούμε να πούμε ότι ξεκινάμε το δρόμο μας και με... πλεονέκτημα.
Αλλά γιατί στην πορεία αυτή η υπέροχη διαδρομή που λέγεται "Ζωή", καταλήγει να μας κάθεται στο λαιμό σαν αγγαρεία; Πόσες φορές ξυπνάμε το πρωί και δε βρίσκουμε κανέναν απολύτως λόγο να σηκωθούμε από το κρεβάτι μας; Πόσες φορές περνάμε τη μέρα μας... αναγκαστικά; Τι είναι αυτό που δε μας ευχαριστεί πια; Τι χάσαμε κάπου στο δρόμο; Γιατί κάτι χάσαμε, δεν μπορεί!
Το μυαλό μας μιλάει, η καρδιά μας μιλάει, η ψυχή μας μιλάει, όλα τα μέσα μας μιλάνε, φωνάζουν, διαμαρτύρονται, αλλά εμείς εκεί! Το σώμα αρνείται να ακολουθήσει, οι αισθήσεις αρνούνται να ακούσουν, να δουν, να γευτούν, να αγγίξουν, να μυρίσουν, κι εμείς εκεί. Να συνεχίζουμε σαν αυτόματα με τον ίδιο ρυθμό. Λες και μας υποχρέωσε κανείς να κάνουμε αυτό και μόνον αυτό. Μα ποιος το λέει τελικά αυτό;
Και τα βράδια στριφογυρίζουμε στα κρεβάτια μας, βλέπουμε όνειρα που δεν είναι ακριβώς όνειρα, είναι απλά σκόρπιες εικόνες, τρομακτικές πολλές φορές, ασύνδετες μεταξύ τους, ακατανόητες, που δεν τις καταλαβαίνουμε... και το πρωί ξυπνάμε με τα σεντόνια ανάκατα, ανακουφισμένοι με το φως της μέρας και μια κούραση λες κι όλη νύχτα παλεύαμε με ...τι; Τη συνείδησή μας; Τον άλλο μας εαυτό; Μα ο ίδιος εαυτός δεν είναι πάντα; Γιατί δεν τον ακούμε;
Το πολύπτυχο, ανέκδοτο αυτοβιογραφικό κείμενο, αποκαλύπτει πολλές άγνωστες πτυχές του ανθρώπου αλλά και του δημιουργού, Γιώργου Θέμελη, με μια διάθεση εξομολογητική αλλά μαζί και μ' ένα λόγο που θυμίζει παραλήρημα...
«Τα καράβια που χάνονται, πρέπει να ξέρεις, δε χάνονται... Είναι μια λίμνη, μια μαγεμένη λίμνη, μεγάλη σαν θάλασσα. Κάθε καράβι που χάνεται αράζει εκεί φρεσκοβαμμένο, με καινούργια πανιά και ξάρτια, σα να βγήκε τώρα μόλις απ' τα σκαριά. Σμίγουν εκεί μέσα όλα τα σκάφη κι αρχίζουν, μωρέ γυιέ μου, τα παλιά τους τα ταξίδια. Άμα χαθεί η λίμνη θα 'ρθουν τα σωτέλεια... Όσο υπάρχει η λίμνη, δεν χάνεται τίποτα! Τίποτα!»2
«Τα καράβια που χάνονται, πρέπει να ξέρεις, δε χάνονται... Είναι μια λίμνη, μια μαγεμένη λίμνη, μεγάλη σαν θάλασσα. Κάθε καράβι που χάνεται αράζει εκεί φρεσκοβαμμένο, με καινούργια πανιά και ξάρτια, σα να βγήκε τώρα μόλις απ' τα σκαριά. Σμίγουν εκεί μέσα όλα τα σκάφη κι αρχίζουν, μωρέ γυιέ μου, τα παλιά τους τα ταξίδια. Άμα χαθεί η λίμνη θα 'ρθουν τα σωτέλεια... Όσο υπάρχει η λίμνη, δεν χάνεται τίποτα! Τίποτα!»2
Δεν ακούμε... Κι η μοναξιά μεγαλώνει γύρω μας μέρα με τη μέρα. Κι ας μας περιτριγυρίζουν άνθρωποι. Κι ας είμαστε ακόμα και οι πιο κοινωνικοί. Οι πιο ευχάριστοι, οι πιο εκδηλωτικοί. Οι φωνές μέσα μας συνεχίζουν το τραγούδι τους κι εμείς επιδεικτικά τις αγνοούμε.
«Μα η μοναξιά με πνίγει. Είναι φόβος η μοναξιά και τρομάζω καταμεσής στο σταυροδρόμι μονάχος, που διχάζεται και τριχάζεται μπρος μου, και ζητώ στήριγμα, έναν άνθρωπο, ν´ ακουμπήσω…»
Καλή χρονιά να έχουμε όλοι μας! Και να ακούμε...! Να μας ακούμε.
Κερδίστε το!
Το koukidaki προσφέρει το βιβλίο του Γιώργου Θέμελη σε έναν τυχερό αναγνώστη. Για να συμμετέχετε στην κλήρωση κλικάρετε το παρακάτω k και συμπληρώστε τη φόρμα. Παρακαλώ, σημειώστε τα ακόλουθα:
Διαβάστε τους όρους και άλλες πληροφορίες για τις κληρώσεις, τα δώρα και τους τυχερούς εδώ. Η κλήρωση θα γίνει στις 24 Φεβρουαρίου 2016 και το βιβλίο θα αποσταλεί ταχυδρομικά.
k
Καλή τύχη!
Ο Γιώργος Θέμελης (1900-1976) γεννήθηκε στη Σάμο. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1930 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε ως καθηγητής της φιλολογίας στη Δημόσια Εκπαίδευση και τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Ωδείου. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1922 με δημοσιεύσεις ποιημάτων στις στήλες του περιοδικού "Μηνιαία Επιθεώρησις Σάμου". Υπήρξε μέλος των περιοδικών της Θεσσαλονίκης "Μακεδονικές Ημέρες" (1932-1939 -όπου το 1936 δημοσίευσε και το πρώτο του ποίημα σε ελεύθερο στίχο) και "Κοχλίας" (1946-1948), ενώ συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τα λογοτεχνικά περιοδικά "Μορφές", "Τέχνη και Ζωή", "Ορίζοντες", "Ελεύθερα Γράμματα", "Νέα Πορεία", "Ο Αιώνας Μας", "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση". Το 1945 πραγματοποιήθηκε η έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τίτλο "Γυμνό παράθυρο". Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές, λογοτεχνικές μεταφράσεις, θεατρικά έργα και δοκίμια. Τιμήθηκε με τον Α’ Έπαινο του διαγωνισμού διηγήματος της "Νέας Εστίας" (1927), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1956), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1962) και το Βραβείο του Δήμου Θεσσαλονίκης (1960). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Σε δική του μετάφραση ανέβηκαν στο Κ.Θ.Β.Ε., το 1968, οι "Δανειστές" του Στρίντμπεργκ και το "Κύκνειον Άσμα" του Τσέχωφ, και το 1970, ο "Προμηθέας Δεσμώτης" του Αισχύλου. Κατέληξε στη Θεσσαλονίκη.
To Πολύπτυχο, γραμμένο στη Θεσσαλονίκη του 1941, είναι ένα αυτοβιογραφικό κείμενο του ποιητή Γιώργου Θέμελη (1900-1976), ανέκδοτο όσο αυτός ήταν εν ζωή, στο οποίο ο ποιητής αποκαλύπτει πτυχές της ζωής του και μιλά για τις υπαρξιακές αναζητήσεις του, με ένα σχεδόν παραληρηματικό λόγο και εξομολογητική διάθεση. Ακολουθεί ένα απόσπασμα όπου μιλά για την αγάπη.
Δεν είμαι ωραίος, για να πεθάνω νέος. Δεν είμαι ρωμαλέος, για να τα βάλω με τον εαυτό μου και να βγω νικηφόρος… Αγαπώ μόνο. Η δύναμή μου αγάπη· κι η αδυναμία μου. Ακολουθώ τους ανθρώπους και προσπελάζω και πάω όπου μορφή κι όπου κάλλος… Όπου κολλήσω κολλάω, γίνομαι ίσκιος του διπλανού μου και φάντασμα σ᾽ ένα μακάριο χάσιμο…
Μα μες στην αγάπη με πιάνει συχνά μια ντροπή! Να είμαι η σκιά του άλλου, η αντανάκλαση; Να κινιέμαι μαζί του, να κάθομαι, όταν κάθεται, να σιωπώ και να βλέπω;
Τ´είναι τάχα ο άλλος, το πρόσωπό του, καθρέφτης μου να κυττάζομαι!... Αισθάνομαι πού μαι οχληρός, ένας απρόσκλητος επισκέπτης και άρα ανεπιθύμητος, και θέλω να φύγω, ν´απομακρυνθώ, να γυρίσω στον εαυτό μου… Μ´ όλον τούτο δε φεύγω, με τρέφει το θέαμα, μ´ έλκει, με γεμίζει το αλλότριο σχήμα κι η ομορφιά…
Δεν ξέρω… δε νιώθω βρισιές, κι αν με ραπίσουν από τη μια προσφέρω ευθύς την άλλη… Δε δέχομαι, δεν αισθάνομαι κανένα χτύπημα, δε με βρίσκουν τα βόλια, γλιστρούν και φεύγουν στο πλάι μου πέρα μακριά. Σε νερό στύγειον μ´έλουσαν ως τη φτέρνα και μένω απρόσβλητος, άτρωτος!... Είναι η αγάπη που με καλύπτει, ναι, μα πίσω απ´την αγάπη, βαθειά, πολύ βαθειά, αισθάνομαι, κάπου-κάπου ξαφνικά κι απροσδόκητα κάτι σκληρό, ένα χαλκό, ένα κύμβαλο αλαλάζον!... Με καλύπτει. Είναι αδιάτρητο.
Μένω απρόσβλητος απ´ οποιοδήποτε βόλι!... Μα με ξαφνιάζει αυτό το μέταλλο, αυτό το κύμβαλον κάθε φορά που το αισθάνομαι, που το ακούω μέσα μου αλαλάζον!... και φεύγω, μαζεύομαι μέσα μου…
Μα η μοναξιά με πνίγει. Είναι φόβος η μοναξιά και τρομάζω καταμεσής στο σταυροδρόμι μονάχος, που διχάζεται και τριχάζεται μπρος μου, και ζητώ στήριγμα, έναν άνθρωπο, ν´ακουμπήσω…
Αγαπώ. Όμως τι αγαπώ; Η αγάπη μου κάνει κύκλο, τυλίγει, αγκαλιάζει κ´επιστρέφει σε μένα… Είμαι ένας εγωπαθής αδιόρθωτος, ακόρεστος μες στην αγάπη μου, και-ήμαρτον, Κύριε-αισθάνομαι κάπου-κάπου που η αγάπη είναι κλοπή!... Σ´αγαπώ;… Δε σε σκοτώνω-σε γδύνω! Σου παίρνω με τρόπο, σου υπεξαιρώ μες στην περίπτυξή μου τη δροσιά και το φως, το πλούτος, ό,τι πολύτιμο, τα ρούχα που φορείς και πάω παρά πέρα… Αγαπώ π´αγαπιέμαι!...
Όλοι και όλα γυρίζουν γύρω μου, κινιούνται μέσα στον κύκλο μου της αγάπης. Τι κύκλους ή γυρίσματα μαγικά έχεις κάνει, Θεέ μου!...
Η αγάπη είναι ένας κύκλος που απλώνεται και τυλίγει, είναι ένα δίκτυ που το ρίχνεις και πιάνεις, είναι μια επίκληση, ένα βαθύ κι αναντίρρητο κάλεσμα: “η παις, εγείρου!!”.1
Ο πίνακας που κοσμεί το εξώφυλλο ονομάζεται Νυχτερινή Θεσσαλονίκη και είναι έργο του Παύλου Βασιλειάδη από τη συλλογή Θσεσαλονίκη των ζωγράφων.
Το βιβλίο θεωρείται εξαντλημένη έκδοση.
Το βιβλίο θεωρείται εξαντλημένη έκδοση.
1 Βλ. Γιώργος Θέμελης, Πολύπτυχο. Αυτοβιογραφικό κείμενο, εκδόσεις Ιανός, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 106-109. Πηγή αποσπάσματος
2 Από το οπισθόφυλλο