Πως σας ήρθε η ιδέα;
Α.Γ.: Με σεισμό. Ο Τζο, μου υπαγόρευε.
Που γράψατε το βιβλίο σας;
Α.Γ.: Στο δρόμο. Μέσα σε λεωφορεία, σε μπαρ, σε πλατείες. Όπου συνήθως γράφω.
Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
Α.Γ.: Ο Τζο, ήταν κι είναι άμεσος. Ολοκληρώσαμε σε δυο μήνες από την πρώτη ομολογία που αντιληφθήκαμε, πως ο διάλογος μας θα γίνει βιβλίο.
Πως θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
Α.Γ.: Λυτρωτικό.
Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;
Α.Γ.: Παρακαλώ. Ο Τζο είναι ένας ρομαντικός τύπος που διηγείται την ιστορία του, λίγο πριν και λίγο μετά την καταστροφή του Κόσμου. Ο Τζο, είμαι εγώ και στα ποιήματα και στα δοκίμια που θα διαβάσετε, θα σας διηγηθώ πώς έζησα τον χωρισμό μου.
Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
Α.Γ.: Αγαπώ ακόμα, την Λήθη. Την Α-λήθεια. Πιστεύω να δείτε στο εξώφυλλο ένα αποστειρωμένο ζευγάρι που δεν του λείπει η αγάπη. Ποντάρω να νιώσετε πως αποτυπώνω την τέχνη μου με αυτά που με κρατούν μακριά από την ολοκληρωτική τρέλα. Περισσότερο λοιπόν, αγαπώ τις αναμνήσεις που δεν έσβησαν κι έγιναν λόγια κι από λόγια έγιναν εικόνες. Ποίηση.
Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;
Α.Γ.: Για τον Τζο, σίγουρα είμαι εγώ. Ηρωικό είναι πως με το στυλό έμεινα ζωντανός. Δεν είμαι από αυτούς που τα παρατάνε. Πολλώ δε μάλλον όταν πέρα από κάθε συνθήκη, συνεχίζουν.
Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
Α.Γ.: Στιγμές συγκίνησης, την φιλία μου κι αρκετές αφορμές για σκέψη και συζήτηση.
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;
Α.Γ.: Η αγάπη των φίλων μου. Μόνο γι' αυτή αγωνίζομαι κι αυτή με δυναμώνει. Ακόμα και για όσους ακόμα δεν γνωριζόμαστε, αλλά είμαστε φίλοι.
Φοβάστε...
Α.Γ.: Καμιά φορά, όπως όλοι. Αλλά έχω και τις άμυνές μου. Σκληραγωγούμε όχι για να γίνω ατρόμητος, ούτε για να φοβίζω τους φόβους μου. Μόνο για να ομολογώ τις πράξεις με αλήθεια. Αυτό, μου το έμαθε ο Τζο. Αν ενδιαφέρεστε και γι' αυτόν... να ξέρετε πως φοβάται πολύ τα ύψη.
Αγαπάτε...
Α.Γ.: Και ποιος δεν; Πάλι στην φιλιά θα σας απαντήσω, πως βρίσκω την ατόφια. Οπουδήποτε μπορεί η έκφρασή μου να βρίσκει τόπο να διαδοθεί. Στο ποίημα “Ένας εφιάλτης ακόμα” λέω πως: Αγαπώ τις ψευδαισθήσεις μου, όσο τις μοναξιές μου.
Ελπίζετε...
Α.Γ.: Σαν τρελός και μην μου το πάρετε αυτό. Η ελπίδα μοιάζει σα δίδυμη με την φαντασία. Αφού το φαντάζομαι, αφού ελπίζω... υπάρχει.
Θέλετε...
Α.Γ.: Πολλά. Αν τα ιεραρχούσα, θα ξεκινούσα με την Ειρήνη και την Αγάπη. Που δεν μου λείπουν αλλά θέλω κι άλλο. Και συμπληρώνω έρωτα, έμπνευση, γέλιο κι αγκαλιές.
Ποιοι αναγνώστες θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο;
Α.Γ.: Όλοι. Το βιβλίο είναι καθρέφτης κι ακόμα κι αν δεν μοιραζόμαστε παρόμοιες εμπειρίες, (συγγραφέας κι αναγνώστης), μπορούμε να μιλήσουμε και να συνδεθούμε με περισσότερα από όσα διεκδικούμε. Γράφω για να καταλαβαίνω όσο καλύτερα μπορώ, εμένα. Με διαβάζουν κι η επικοινωνία αυτή είναι αρχή για να γινόμαστε εμπειρότεροι.
Γιατί πρέπει να το διαβάσουμε;
Α.Γ.: Γιατί είμαι σίγουρος πως θα σας αρέσει. Γιατί σίγουρα, τα ποιήματα του Τζο σας αφορούν. Γιατί σίγουρα θα ταυτιστείτε. Γιατί σίγουρα θα το ευχαριστηθείτε και θα ανατρέχετε σε αυτό.
Γιατί δεν πρέπει;
Α.Γ.: Για κανέναν λόγο.
Που/πως μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Α.Γ.: Από τις εκδόσεις Άλλωστε. Και σε οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο.
Που μπορούμε να βρούμε εσάς;
Α.Γ.: Ζω κι εργάζομαι στη Νέα Σμύρνη. Θα με βρείτε στο facebook, θα σας μιλήσω για τις ιστοσελίδες και τις περφόρμανς μου. Ή σε κάποια μπάρα στην Καρύτση, να πιούμε τις μπύρες μας.
Ποιο χρώμα του ταιριάζει;
Α.Γ.: Το μαύρο, που είναι όλα τα χρώματα ενωμένα. Συγχωρέστε με αν σας φαίνομαι συγκεντρωτικός κι όχι συγκεντρωμένος. Αν απαντώ πλουραλιστικά, μα το Μαύρο του Τζο δεν είναι ματ. Είναι γυαλιστερό. Δεν είναι πένθιμο. Απλά του ταιριάζει, όσο τίποτα.
Ποια μουσική;
Α.Γ.: Η καμπανέλα του Λιστ όπως την αποδίδει ο Ζιφρά.
Ποιο άρωμα;
Α.Γ.: Όπως μυρίζει μια αίθουσα, ενός παλιού συνοικιακού σινεμά. Λίγο ξύλο, λίγες βαριές ανάσες. Ό,τι το κρατά μακριά από τη μούχλα και το σκόρο.
Ποιο συναίσθημα;
Α.Γ.: Αυτό που ο καθένας νιώθει, για όσα δεν ξεχνά. Ξεχωριστά. Ο Τζο φεύγοντας, ένιωσε ανθρωπινά.
Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;
Α.Γ.: Τίποτα. Ειλικρινά. Μόνο βιβλίο.
Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
Α.Γ.: Νεκρός.
Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;
Α.Γ.: Τον Τσαρλς Μπουκόφσκι.
Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε ή σκέφτεστε ή ζείτε; Ποιος/ποιο βιβλίο;
Α.Γ.: Κανείς όσο ο Τσαρλς Μπουκόφσκι.
Δεν χρειάζεται να σκεφτείς για να ζήσεις. Όμως όσο ζούμε σκεφτόμαστε τα/τους γύρω μας. Εμάς. Το βιβλίο που απαντά όλες μου τις ερωτήσεις είναι το “70 χρόνια φαγούρα” του Τσαρλς Μπουκόφσκι.
Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε την συνέχεια και τις τύχες τους;
Α.Γ.: Γράφω βιωματικά για να θυμάμαι. Όχι όπως θέλω, αλλά όπως είναι. Είμαι ανάπηρος από φαντασία, να γράψω για κάτι που δεν υπάρχει. Φροντίζω όμως να ντύνω την πρόζα μου με φαντασία που σκα σα βεγγαλικό. Ήρωας είμαι εγώ λοιπόν, αρκετά ζωντανός για να κατευθύνομαι, αρκετά τρελός για να με προστατεύω.
Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;
Α.Γ.: Ένα χαρτί, ένα μολύβι, ένα στυλό, έναν υπολογιστή. Φαντασία κι εμπειρία έχουμε όλοι. Και χρόνο κι ανησυχίες. Αρπάξτε ένα στυλό και γράψτε.
Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα βιβλίο;
Α.Γ.: Να νιώθει περήφανος ο συγγραφέας του.
Τι την αποτυχία;
Α.Γ.: Όλα τα ανερμήνευτα, δεν έχουν πολλά ψωμιά, δεν πάνε μακριά. Θα γυρίσουν από εδώ κι από εκεί κι όσο δεν θα μπορούν να επικοινωνήσουν ακόμα και με τον συγγραφέα τους, θα χαθούν.
Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
Α.Γ.: Μέτρο δεν θα βάλουμε ποτέ, σε όσα αγαπάμε.
Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας;
Α.Γ.: Ευγνώμων.
Ήταν το ερωτηματολόγιο Ριντ Φερστ για τα νέα βιβλία.
Ή αλλιώς, όχι μόνο το ερωτηματολόγιο του Προυστ.
Αν σας άρεσε, δείτε περισσότερες απαντήσεις επιλέγοντας την ετικέτα Ριντ Φερστ
Αν είστε συγγραφέας και θέλετε να απαντήσετε στο ερωτηματολόγιο ακολουθείστε τον σύνδεσμο
Στο δεύτερο έργο του, Είναι η λήθη, Τζο, ο Ανδρέας Γιαννόπουλος, τολμά να ζήσει και, αληθινός ως την τελευταία στάλα του κρασιού της ζωής στο ποτήρι του, μοιράζεται τις σκέψεις του μ’ ένα βάθος αξιοπρόσεκτο, και με ύφος που ανταγωνίζεται επάξια καταξιωμένους δημιουργούς του είδους του, χωρίς όμως να τους μιμείται. Με γλώσσα προσιτή αλλά και δουλεμένη μας χαρίζει στιγμές έντασης και σκέψης, όπως και δυνατών συναισθημάτων. Ένα βιβλίο που θα διαβάσετε πολλές φορές, γιατί θα αισθανθείτε σαν να το είχατε γράψει εσείς.
"Τις επαναστάσεις, Τζο,
δεν τις κάνουν οι πεινασμένοι,
αλλά οι χορτάτοι
που δεν έφαγαν τρεις μέρες."1
* Ο σιωπών συναινεί.
Δεν κατάλαβα ποια ήταν η ερώτηση σου.
Τους ανθρώπους, τους θάβουμε για να μην βλέπουμε πως σαπίζουν.
Τους θάβουμε νεκρούς.
Τις αναμνήσεις ζωντανές.
Για τον ίδιο λόγο.
Κατάλαβες ποια ήταν η απάντηση μου;2