-Τι διαβάζεις κι έχεις πέσει με τα μούτρα μέσα στο βιβλίο, Στελλίτσα μου;
-Αχ, ...άσε με και είμαι στο τέλος… σνιφ! Ακούμε και αυτό το τραγούδι… γάντι του ταιριάζει… σνιφ!
-Καλέ κλαις; Τόσο πολύ σε συγκίνησε;
-Ναι, είναι βαθιά αληθινή ιστορία, συναισθηματική πολύ…
-Πες μου σε παρακαλώ και μένα…
-Άντε να σου πω… Είναι ένα μυθιστόρημα για τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Θα μου πεις και πού είναι το πρωτότυπο; Τόσα βιβλία, τόσες ιστορίες… Κι όμως, πάντα με καθηλώνουν αυτές οι περιγραφές από τα δύσκολα εκείνα χρόνια… τόσοι άνθρωποι, εκατοντάδες διαφορετικές ζωές κι όμως όλες έχουν κοινό τον ξεριζωμό, το βάσανο της επιβίωσης, την λαχτάρα της επιστροφής… Όπως λέει κι η συγγραφέας: «…όσα βιβλία και να γραφτούν ακόμη, ποτέ δε θα είναι αρκετά. Οφείλουμε να μεταλαμπαδεύουμε την Ιστορία μας στις επόμενες γενιές, να την κληροδοτούμε, να μην την ξεχνάμε ποτέ και να διδασκόμαστε από αυτή, γιατί η Ιστορία αποτελεί το συνδετικό κρίκο του παρελθόντος με το παρόν και στα σπλάχνα της κυοφορείται το μέλλον.» (Σελ.15) Πόσο συμφωνώ… έτσι είναι ακριβώς!
Τα κύρια πρόσωπα λοιπόν… η κυρά-Λένη, η Μαρία, η Δέσποινα και γύρω από αυτές η μητέρα και ο αδελφός της Μαρίας αλλά και ο γιος της κυρά-Λένης, ο Μανώλης. Στις πρώτες σελίδες παρακολουθούμε την καθημερινότητα στις συνοικίες της Σμύρνης μέσα από τους ρυθμούς της οικογένειας της Μαρίας. Η ήρεμη και φυσιολογική ζωή όμως πληγώνεται ως το κόκκαλο, από τις επιδρομές του στρατού του Κεμάλ και τον φανατισμό κατά των Ελλήνων. Άκου πώς περιγράφει η συγγραφέας τις στιγμές μέσα στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής: «Άντρες, γυναίκες και παιδιά στριμώχτηκαν στο ναό, προσπαθώντας να βρουν λίγο χώρο να βολευτούν μέχρι να περάσει η νύχτα. Ο τρόμος, ζωγραφισμένος στα μάτια τους, είχε κλειδώσει τη φωνή τους. Οι θόρυβοι που έρχονταν απ’ έξω, οι απελπισμένες φωνές και τα ουρλιαχτά μαρτυρούσαν ότι η μεγάλη σφαγή είχε ξεκινήσει.» (Σελ.49) Οι σκηνές που ακολουθούν στο λιμάνι είναι ανατριχιαστικές, μοιάζουν ψεύτικες… σκηνές από κινηματογραφική ταινία κι όμως είναι πέρα για πέρα αληθινές! «Ωμή πραγματικότητα σ’ ένα λιμάνι που είχε πλέον μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Μόνο που αυτή η μάχη ήταν άνιση, άδικη, εφόσον μόνο η μια πλευρά είχε το δικαίωμα να επιτίθεται. Η άλλη, εντελώς απροετοίμαστη, δεχόταν τα αλλεπάλληλα χτυπήματα του εχθρού και προσπαθούσε να κρατηθεί στη ζωή. Σε μια ζωή που μοίραζε καληνύχτες…» (Σελ.61) Ακολουθούν δραματικές περιγραφές από το λιμάνι… Μπερδεύεις την αλήθεια με το ψέμα. Η συγγραφέας ξεδιπλώνει την ιστορία σιγά-σιγά καθώς μας γνωρίζει την κυρά-Λένη και πως ενώνεται η ζωή της ίδιας και της κόρης της με την Μαρία. Συνταξιδεύουμε μαζί τους σε μια βασανιστική πορεία και οι τόποι όλοι θα ενωθούν… Αϊδίνι, Καρατάσι, Μυτιλήνη, Πειραιάς, Περιστέρι. «Επιτέλους έφτασαν στις παράγκες. ’Ήταν ξύλινα μικρά δωμάτια στη σειρά, που θα στέγαζαν άτομα, όνειρα, κι ελπίδες.» (Σελ.148) Μια νέα αρχή, άλλος τόπος, άλλοι άνθρωποι, με τόσα βάρη όλοι στην πλάτη προσπαθούν μια ζωή να ξαναχτίσουν από την αρχή… Και πάντα σε κάθε δύσκολη ώρα, σε κάθε μελαγχολική αδύναμη στιγμή ακούμε το τραγούδι της γιαγιάς, από τα χείλη της Μαρίας «Ο πληγωμένος του Εσκί Σεχίρ» που μαλακώνει τις καρδιές, δίνει ανακούφιση στον πόνο. Κι έπειτα σκληρός αγώνας για επιβίωση, τρόποι να βγαίνει το μεροκάματο μα και σκέψεις πώς να αντιμετωπίσουν την άσχημη συμπεριφορά των κατοίκων αλλά δεν ήταν μόνοι… «Βοηθούσαν και στήριζαν ο ένας τον άλλον στις καθημερινές δυσκολίες που προέκυπταν κι έγιναν όλοι τους μια γροθιά. Η αλληλεγγύη τους ήταν αξιοθαύμαστη, πήγαζε από τα κοινά τους βιώματα και τον κοινό πόνο του ξεριζωμού.» (Σελ.149) Η ζωή όμως πρέπει να πηγαίνει πάντα μπροστά κι έτσι τους βλέπουμε να δουλεύουν και με μεγάλες στερήσεις να τα καταφέρνουν και πάλι να σταθούν στα πόδια τους: «Ήθελαν να μαζέψουν χρήματα για να δουν μια καλύτερη μέρα, ένα πιο ελπιδοφόρο αύριο. Είχαν βάλει σκοπό να εμποδίσουν τη δυστυχία να βρει πάτημα να ρημάξει, να γονατίσει, όπως η κακιά αρρώστια που εξαπλώνεται και στεγνώνει το κορμί και το μυαλό.» (Σελ.163) Κι ενώ όλα προχωρούν, η σκέψη για τις χαμένες πατρίδες μένει πάντα πίσω και πρόσωπα από το παρελθόν τα ξαναζωντανεύουν όλα. Θα ζήσουμε έντονα την ιστορία του Μανώλη, του γιου της κυρά-Λένης που άλλες εικόνες μεταφέρει και θα αγωνιούμε κι εμείς όπως εκείνη για την ζωή του. Μα δε θα σου πω παραπάνω, Φίτσα μου… κιχ δεν έβγαλες τόση ώρα… θα με παρασύρεις και θα σου πω το τέλος.
-Αχ, συνέχισε Στελλίτσα μου και μη με κόβεις στο καλύτερο… λίγο ακόμα…
-Όχι αποκλείεται, τίποτ’ άλλο… ή μάλλον αυτό: Ένα αντάμωμα μας καθηλώνει, η κορύφωση του τέλους λυτρωτική και όπως είδες… βουρκωμένη!
-Πες μου, ζαχαροκαλή μου! Αφού ξέρεις δε θα το διαβάσω… αύριο θα με φάει ο κακός ο λύκος!
-Ααααα, Φίτσα μου, ξέχασα να σου πω: Σε αυτές τις παραμυθένιες σκέψεις σήμερα, ΔΕΝ εμφανίζεται ΚΑΚΟΣ ΛΥΚΟΣ! Διάβασέ το με την ηρεμία σου λοιπόν!
«Ήτανε νύχτα βροχερή και βρέχει, βρέχει ακόμη κι ο πληγωμένος βογκά. {….} Το μοναχό καμάρι της, η μόνη της ελπίδα, μα τάχα της το ζήτησε, το πήρε η πατρίδα. Μεγάλωσε, το ανάθρεψε, το ζήτησε η πατρίδα, της το ‘δωσε, μα μέσα της, βαθιά μες στην ψυχή της θα ‘θελε να ΄χε πάντοτε κοντά της, το παιδί της.» (Το τραγούδι της γιαγιάς, Σελ 150-151)
Να ευχαριστήσω τις εκδόσεις Όστρια και την συγγραφέα Λίνα Μπένου για το υπέροχο ταξίδι! Πάντα επιτυχίες… ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ! ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΟΛΟΙ! (Πολλά ευχαριστώ και στο κουκιδάκι μου…)
ΥΓ: Παραμυθένια ανταμώματα έρχονται κι άλλα… Μείνετε παραμυθιασμένοι! ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!
Ακούστε το τραγούδι Μένω εκτός (Ara Dingjian, Λίνα Νικολακοπούλου, Ελευθερία Αρβανιτάκη).
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Όστρια.
Οι πλαγιογραμμένες φράσεις είναι αποσπάσματα από το βιβλίο.
Ευχαριστούμε τις εκδόσεις Όστρια για τη διάθεση του βιβλίου.
Οι πλαγιογραμμένες φράσεις είναι αποσπάσματα από το βιβλίο.
Ευχαριστούμε τις εκδόσεις Όστρια για τη διάθεση του βιβλίου.