Στην υπόθεση...
Ένα κορίτσι, που περνά πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια ενώ αναγκάζεται ακόμη και να εργαστεί σκληρά σε πολύ μικρή ηλικία για να ζήσει, ταξιδεύει ολομόναχη προς τους μοναδικούς εν ζωή συγγενείς της αναζητώντας όχι μόνο μια οικογένεια αλλά και το μέλλον που ονειρεύεται. Η Αρετή μεγαλώνει σε αντίξοες συνθήκες και γνωρίζει το πιο σκληρό πρόσωπο της ζωής. Κι όταν όλα θα μοιάζουν τραγικά και μαύρα, όταν δεν θα της έχει απομείνει πια ίχνος δύναμης, όταν όλα φαίνονται αδιέξοδα παρά τη γενναιότητά της κι όταν τίποτα και κανείς δεν έχει απομείνει εκεί γι' αυτή... ένας Θεός εκεί πάνω -ίσως κι ένα αστέρι όπου κατοικεί ο φύλακας άγγελός της- θα της απλώσει το χέρι για να κρατηθεί, θα της προσφέρει το χαμένο κουράγιο και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Από την Ξάνθη στην Καβάλα... στις Σέρρες... και από την Ελλάδα στο Παρίσι και τη Βοστόνη... μια διαδρομή ζωής που ξεκινά με ανέχεια σε ένα ελληνικό χωρίο, όπου οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα παρά ο ένας τον άλλο, και φτάνει σαράντα χρόνια μετά στο άλλο ημισφαίριο της γης... ίσως και σε ένα αστέρι.
Στην Ξάνθη... ένα ελληνικό χωριό, με απλούς ανθρώπους που ποντάρουν στην αλληλοστήριξη για να επιβιώσουν της ανέχειάς τους, είναι ο τόπος που έμελλε να γεννηθεί και να μεγαλώσει η Αρετή. Στην Καβάλα αναζητά τους μοναδικούς συγγενείς που έχει -πια- αλλά παρά τη δύναμη ψυχής με την οποία αντιμετωπίζει κάθε αντιξοότητα και το πείσμα της για πρόοδο, αναγκάζεται για δεύτερη φορά σε φυγή... κι αυτή τη φορά, δεν υπάρχει πια κανένας δικός της άνθρωπος. Στις Σέρρες, το άρωμα των καπνόφυλλων την ακολουθεί όπως και η ντοπιολαλιά των κατοίκων της: μουχαμπέτι, μπαξέ, κοκόνα, παντούφλες... αλλά την περιμένει και ο πιο μαύρος εφιάλτης της. Οι πίκρες, τα βάσανα, οι πόνοι, οι δυσκολίες και η αδικία που βιώνει η ηρωίδα της Ευθυμίας Αθανασιάδου μοιάζουν να μην έχουν τέλος. Κι όμως, εκεί που φαίνεται ότι αγγίζει το υπέρτατο σκοτάδι της, μια μικρή λάμψη, μια αδιόρατη φωτεινή στιγμούλα τής ξαναδίνει πνοή ενώ, όπως χαρακτηριστικά λέει κι εκείνη, ο καθένας βρίσκεται αντιμέτωπος με τον δικό του πόνο... που για τον καθένα είναι ο μεγαλύτερος που υπάρχει. Διαβάζοντας μετρώ πολύ πόνο -και αίμα- αλλά και μια γλυκύτητα, κυρίως όταν γίνεται σαφές ότι πάντα βγαίνει ένα καλό από ένα κακό. Στο Παρίσι θα ανταμειφθεί για τη δουλειά και τον αγώνα της, θα κερδίσει το χαμένο έδαφος καθώς έχει έρθει πια η ώρα να λάβει, που μπορεί να κατακτήσει, να διεκδικήσει, να κερδίσει... Είναι μόλις φοιτήτρια και έχει ζήσει ήδη μια ολόκληρη ζωή. Με μια μικρή φράση, η συγγραφέας προσφέρει μεγάλες ανάσες οξυγόνου στην πολύπαθη ηρωίδα της: Ένα ταξίδι, μια συνάντηση μέσα στον χρόνο ανοίγει τώρα νέους ορίζοντες γράφει, ενώ σε ένα άλλο εδάφιο θα της ψιθυρίσει ότι η αγάπη δεν έχει όρια, δεν έχει φραγμούς, δεν έχει σύνορα, ούτε θρησκεία ή γλώσσα. Δεν έχει γενικώς κανέναν περιορισμό.
Χαρακτηριστικό της γραφής είναι η παντελής έλλειψη προσδιορισμού του χρόνου. Η Ευθυμία Αθανασιάδου επέλεξε να μην αναφέρεται στο χρόνο, ούτε σε μακροπρόθεσμο πλαίσιο, για παράδειγμα: σε ένα έτος, πριν από δύο χρόνια, μετά από τρεις μήνες, το 1961... αλλά ούτε και σε βραχυπρόθεσμο ορισμό του, κι έτσι, δε θα συναντήσουμε φράσεις όπως: στις 7 το βράδυ, ή ήταν πρωί Δευτέρας... Δε θα μάθουμε ποτέ τι ώρα ήταν όταν έφυγε η μητέρα της ή ποια μέρα της εβδομάδας έφτασε στην πόλη του φωτός και ποιο έτος, όμως μπορούμε να υπολογίζουμε το χρόνο συνδυάζοντας τα στοιχεία της αφήγησης. Καθώς αναρωτιέμαι πότε να γεννήθηκε άραγε η Αρετή σημειώνω ότι στα προεφηβικά της χρόνια οι πολίτες της Καβάλας ή της Ξάνθης αναζητούσαν άμαξα για τις μετακινήσεις τους, ζούσαν σε χωμάτινα σοκάκια και σε μικρά, απέριττα και φτωχικά σπίτια που τα ζέσταινε ένα τζάκι ή μια ξυλόσομπα ενώ δεν αναφέρεται πουθενά κάποιος πόλεμος, ούτε ο εμφύλιος, οπότε η ηρωίδα μας γεννήθηκε σε μεταπολεμική εποχή και σε ελεύθερη πατρίδα. Κι όταν ενηλικιώθηκε μπορούσαν να πετάξουν με τα γρήγορα αεροπλάνα που εκμηδένισαν τις αποστάσεις. Τέλος, όταν έγινε σαράντα ετών και επέστρεψε στα πάτρια εδάφη για να ξαναβρεί όλους τους ανθρώπους που γνώρισε κατά την παραμονή της στις τρεις ελληνικές πόλεις, Ξάνθη, Καβάλα και Σέρρες, την είδαμε να περπατά σε ασφαλτοστρωμένους δρόμους, να χρησιμοποιεί αυτοκίνητο και να τους επισκέπτεται σε διαμερίσματα πολυκατοικιών. Λογικά, η Αρετή, γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 40, ενηλικιώθηκε γύρω στα 1968 και ωρίμασε κατά το 1990. Αλλά και πάλι, πόση σημασία έχουν όλα αυτά; Αφενός, το ουσιαστικό είναι να χαρείς την αναγνωστική περιπέτεια, να την πονέσεις την Αρετή και να ανακουφιστείς μαζί της όταν ξεπερνά τις δυστοπίες της, να περιπλανηθείς στα δρομάκια των πόλεων μαζί της, να κρυώσεις από το βοριά που διαπερνά τη ζακέτα της, να αφουγκραστείς τους χτύπους της καρδιάς της, να θυμώσεις για χάρη της, να παλέψεις κοντά της, να συμπαρασταθείς στην πορεία της... Αυτά έχουν σημασία. Κι αφετέρου, μήπως κι ο χρόνος δεν είναι κάτι σχετικό;
Στα άλλα χαρακτηριστικά του βιβλίου, η συγγραφέας συγκρίνει τους Έλληνες με τους κατοίκους της Αμερικανικής ηπείρου. Άνθρωποι που δε τους χωρίζουν μόνο τα χιλιάδες χιλιόμετρα αλλά και μια σειρά διαφοροποιήσεων στη νοοτροπία, στην καθημερινότητα και στις αντιδράσεις τους. Αναδεικνύει την εγκαρδιότητα, τον αυθορμητισμό αλλά και τον πουριτανισμό των Ελλήνων, το καλό και νόστιμο γεύμα που έχουν στο τραπέζι τους απέναντι στην άνθιση του πρόχειρου και γρήγορου φαγητού των Αμερικανών και στις προοδευτικές θέσεις τους που ενώ απελευθερώνονται κοινωνικά παραμένουν ψυχροί, τυπικοί και μετρημένοι. Επιδέξια αναφέρει τη σημασία του μέσου στις εγχώριες θέσεις εργασίας έναντι της προόδου των άξιων και ικανότερων στην Αμερικανική αγορά αλλά δε παραλείπει να σημειώσει την μεγάλη ιστορία της χώρας μας και τα αρχαία μνημεία που συναντάμε σε όλη την επικράτεια, τις ηλιόλουστες μέρες και τον εκπληκτικό γεωφυσικό μας πλούτο.
Με δυο λόγια...
Είναι ευκολοδιάβαστο καθώς ρέουν οι σελίδες της ιστορίας της Αρετής και των άλλων χαρακτήρων, έχει τριτοπρόσωπη γραφή, διαθέτει ρυθμό και ανθρωποκεντρικούς διαλόγους. Είναι στολισμένο με ρόδα -πολλή ομορφιά δίπλα σε πάμπολλα αγκάθια-, έχει άρωμα καπνού, τον ήχο που κάνει το πέλμα βαδίζοντας πάνω σε ξερά φθινοπωρινά φύλλα και μια δίκαιη συγγραφέα που δίνει σε κάθε χαρακτήρα ό,τι του αξίζει δικαιώνοντας τους ενάρετους και τιμωρώντας τους κακούς, σαν μια παραμυθένια σύμβαση. Εκείνη με την πένα της και η ζωή με τον τρόπο της.
Ένα πεντάρφανο και πάμφτωχο πλάσμα που εργάζεται σε απάνθρωπες συνθήκες για ένα πιάτο φαΐ είναι η Αρετή που, παρά τις κακουχίες, έχει το κουράγιο να αντισταθεί και να συνεχίσει. Και καθώς η Ευθυμία της δίνει σιγά σιγά μικρές ανάσες και τη φέρνει πιο κοντά στα όνειρά της, γνωρίζουμε συμπαραστάτες και βοηθούς στο δρόμο της, πραγματικούς φίλους και ανθρώπους που την αγαπούν και της προσφέρουν το χέρι τους να κρατηθεί γκρεμίζοντας τα άσχημα χρόνια καθώς γεμίζουν την καθημερινότητά της με δύναμη και ευτυχία. Έχει τόση αγάπη, ευγένεια και ανθρωπιά το βιβλίο που μοιραία σκέφτομαι ότι έτσι έζησε και η συγγραφέας του. Τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει η ηρωίδα της; Κατάφερε να ξεπεράσει τον ίδιο το θάνατο που της προσέφεραν κακοποιώντας την, τον ψυχικό και σωματικό της πόνο και την φτώχεια της. Στο τέλος της ημέρας, η Αρετή (όνομα και πράγμα αφού με αρετή πορεύθηκε) θα τα έχει καταφέρει; Μπορεί η γη να είναι μεγάλη, απέραντη, αλλά ο κόσμος μας είναι τόσο μικρός, λέει, όσο η οικογένειά μας θα συμπληρώσω, ενώ σε μία στιγμή απολογισμού αναγνωρίζει: Πόσα πολλά μπορεί να σκέφτεται και ν' αντέχει ο άνθρωπος; Πόσο χώρο έχει στο μυαλό, στην ψυχή και στην καρδιά του; Σαν ψέματα μού φαίνεται η δική μου ζωή, λες και διαβάζω ένα βιβλίο. Μα, κάπου εκεί στην επόμενη στροφή... σα να την περιμένει μια ανέλπιστη ευτυχία... γεμάτη από λευκά τριαντάφυλλα.
Χαρακτηριστικό της γραφής είναι η παντελής έλλειψη προσδιορισμού του χρόνου. Η Ευθυμία Αθανασιάδου επέλεξε να μην αναφέρεται στο χρόνο, ούτε σε μακροπρόθεσμο πλαίσιο, για παράδειγμα: σε ένα έτος, πριν από δύο χρόνια, μετά από τρεις μήνες, το 1961... αλλά ούτε και σε βραχυπρόθεσμο ορισμό του, κι έτσι, δε θα συναντήσουμε φράσεις όπως: στις 7 το βράδυ, ή ήταν πρωί Δευτέρας... Δε θα μάθουμε ποτέ τι ώρα ήταν όταν έφυγε η μητέρα της ή ποια μέρα της εβδομάδας έφτασε στην πόλη του φωτός και ποιο έτος, όμως μπορούμε να υπολογίζουμε το χρόνο συνδυάζοντας τα στοιχεία της αφήγησης. Καθώς αναρωτιέμαι πότε να γεννήθηκε άραγε η Αρετή σημειώνω ότι στα προεφηβικά της χρόνια οι πολίτες της Καβάλας ή της Ξάνθης αναζητούσαν άμαξα για τις μετακινήσεις τους, ζούσαν σε χωμάτινα σοκάκια και σε μικρά, απέριττα και φτωχικά σπίτια που τα ζέσταινε ένα τζάκι ή μια ξυλόσομπα ενώ δεν αναφέρεται πουθενά κάποιος πόλεμος, ούτε ο εμφύλιος, οπότε η ηρωίδα μας γεννήθηκε σε μεταπολεμική εποχή και σε ελεύθερη πατρίδα. Κι όταν ενηλικιώθηκε μπορούσαν να πετάξουν με τα γρήγορα αεροπλάνα που εκμηδένισαν τις αποστάσεις. Τέλος, όταν έγινε σαράντα ετών και επέστρεψε στα πάτρια εδάφη για να ξαναβρεί όλους τους ανθρώπους που γνώρισε κατά την παραμονή της στις τρεις ελληνικές πόλεις, Ξάνθη, Καβάλα και Σέρρες, την είδαμε να περπατά σε ασφαλτοστρωμένους δρόμους, να χρησιμοποιεί αυτοκίνητο και να τους επισκέπτεται σε διαμερίσματα πολυκατοικιών. Λογικά, η Αρετή, γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 40, ενηλικιώθηκε γύρω στα 1968 και ωρίμασε κατά το 1990. Αλλά και πάλι, πόση σημασία έχουν όλα αυτά; Αφενός, το ουσιαστικό είναι να χαρείς την αναγνωστική περιπέτεια, να την πονέσεις την Αρετή και να ανακουφιστείς μαζί της όταν ξεπερνά τις δυστοπίες της, να περιπλανηθείς στα δρομάκια των πόλεων μαζί της, να κρυώσεις από το βοριά που διαπερνά τη ζακέτα της, να αφουγκραστείς τους χτύπους της καρδιάς της, να θυμώσεις για χάρη της, να παλέψεις κοντά της, να συμπαρασταθείς στην πορεία της... Αυτά έχουν σημασία. Κι αφετέρου, μήπως κι ο χρόνος δεν είναι κάτι σχετικό;
Στα άλλα χαρακτηριστικά του βιβλίου, η συγγραφέας συγκρίνει τους Έλληνες με τους κατοίκους της Αμερικανικής ηπείρου. Άνθρωποι που δε τους χωρίζουν μόνο τα χιλιάδες χιλιόμετρα αλλά και μια σειρά διαφοροποιήσεων στη νοοτροπία, στην καθημερινότητα και στις αντιδράσεις τους. Αναδεικνύει την εγκαρδιότητα, τον αυθορμητισμό αλλά και τον πουριτανισμό των Ελλήνων, το καλό και νόστιμο γεύμα που έχουν στο τραπέζι τους απέναντι στην άνθιση του πρόχειρου και γρήγορου φαγητού των Αμερικανών και στις προοδευτικές θέσεις τους που ενώ απελευθερώνονται κοινωνικά παραμένουν ψυχροί, τυπικοί και μετρημένοι. Επιδέξια αναφέρει τη σημασία του μέσου στις εγχώριες θέσεις εργασίας έναντι της προόδου των άξιων και ικανότερων στην Αμερικανική αγορά αλλά δε παραλείπει να σημειώσει την μεγάλη ιστορία της χώρας μας και τα αρχαία μνημεία που συναντάμε σε όλη την επικράτεια, τις ηλιόλουστες μέρες και τον εκπληκτικό γεωφυσικό μας πλούτο.
Με δυο λόγια...
Είναι ευκολοδιάβαστο καθώς ρέουν οι σελίδες της ιστορίας της Αρετής και των άλλων χαρακτήρων, έχει τριτοπρόσωπη γραφή, διαθέτει ρυθμό και ανθρωποκεντρικούς διαλόγους. Είναι στολισμένο με ρόδα -πολλή ομορφιά δίπλα σε πάμπολλα αγκάθια-, έχει άρωμα καπνού, τον ήχο που κάνει το πέλμα βαδίζοντας πάνω σε ξερά φθινοπωρινά φύλλα και μια δίκαιη συγγραφέα που δίνει σε κάθε χαρακτήρα ό,τι του αξίζει δικαιώνοντας τους ενάρετους και τιμωρώντας τους κακούς, σαν μια παραμυθένια σύμβαση. Εκείνη με την πένα της και η ζωή με τον τρόπο της.
Το μυθιστόρημα της Ευθυμίας Αθανασιάδου, Στο σεντούκι της ψυχής μου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έξη.
Οι πλαγιογραμμένες φράσεις είναι αποσπάσματα από το μυθιστόρημα
Οι πλαγιογραμμένες φράσεις είναι αποσπάσματα από το μυθιστόρημα
Ευχαριστώ τις εκδόσεις ΈΞΗ και την Ισμήνη Λαμπροπούλου για την προσφορά των βιβλίων