Σε ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία, το Πέρασμα του Τζάστιν Κρόνιν, ένας θανατοποινίτης περιμένει στωικά τη μέρα που θα δοθεί τέλος στη ζωή του. Συναντώντας έναν πράκτορα ο οποίος του ζητάει να εξαγοράσει την ποινή του, ο δεύτερος θα τον χτυπήσει στο αδύνατό του σημείο: το χρόνο. Με μια ατάκα που περνάει κάθε μέρα από το μυαλό μου του λέει «Έχω έναν ολόκληρο ωκεανό χρόνου να σου δώσω».
Τώρα για κάποιον που δεν έχει διαβάσει το Πέρασμα ίσως αυτή η ατάκα να μη λέει απολύτως τίποτα, αλλά έτσι κι αλλιώς δε θα μιλήσουμε για το Πέρασμα σήμερα, αλλά για το χρόνο και το πόσο κάφρος κωλοπαιδαράς είναι.
Μια από τις κουβέντες που μισώ να τις ακούω και τη λέω κι εγώ μισώντας μετά τον εαυτό μου, είναι το γνωστό «είσαι μικρός ακόμα, έχεις χρόνο». Ννννννννναι. Πόσο χρόνο ακριβώς; Και γιατί ενώ προφανώς όλοι τη λέμε προσπαθώντας να καθησυχάσουμε την πιτσιρικαρία που έχει σκουλήκια στον κώλο και θέλει να τα κάνει όλα ΤΩΡΑ, εμένα πια κι από τις χιλιάδες φορές που την έχω ακούσει και πλησιάζοντας τα 35, μου φαίνεται ότι περισσότερο σε βάζει σε μια φάση αναβολής;
Τη μια στιγμή αισθάνεσαι απέθαντος Χαϊλάντερ και σαν το τζιτζίκι καλοπερνάς, αφήνοντας ό,τι μπορεί να αναβληθεί για αύριο και ξαφνικά αυτό το αύριο όχι απλώς έχει έρθει, αλλά ξημερώνει το μεθαύριο και το αύριο έχει γίνει χθες κι ούτε που το κατάλαβες. Άιντε μετά να σφίξεις το ζωνάρι γιατί ξαφνικά γίνατε πολλοί στο σπίτι κι εσύ μοιράστηκες σε κομμάτια πέντε για να τα προλάβεις όλα, αφήνοντας το καλύτερο κομμάτι πάντα παραπίσω. Το δικό σου. Από πού έχουμε αποκτήσει αυτό το immunity attitude, δεν ξέρω.
Δε με πειράζει ο χρόνος που περνά και με φθείρει, κι ας φθείρει όσα αγαπώ μαζί και ας τα ξεθωριάζει. Με πειράζει που ποτέ δεν κατάλαβα για πότε η ζωή έγινε κούρσα με το χρόνο και είναι άνισος ο αγώνας, γιατί ο χρόνος δεν έχει τίποτα μπροστά του εκτός από μια ατέλειωτη ευθεία, ενώ η ζωή έχει βουνά πολλά, σκοτάδια, πτώσεις, τραυματισμούς και κάποιες στιγμές πρέπει οπωσδήποτε να πάρεις μια ανάσα προκειμένου να συνεχίσεις.
Κανείς δε μου είπε ότι η ζωή είναι τρεχάλα με μια ανάσα μόνο. Τουλάχιστον θα φρόντιζα να μην καπνίζω.
Δυσκολάκι το βιβλίο το σημερινό, μικρό και ιδιαίτερα απαιτητικό από την αρχή ως το τέλος. Ήταν το πρώτο του συγγραφέα που διαβάζω, αλλά μου κίνησε πολύ την περιέργεια αυτός ο άνθρωπος και θα συνεχίσω με τα βιβλία του. Είναι από τις πολύ λίγες φορές που διαβάζω ένα βιβλίο, βλέποντας μέσα σε αυτό τον άνθρωπο-συγγραφέα.
Τολμηρό λογοτέχνη τον χαρακτηρίζουν και μ' αρέσει η συγκεκριμένη λέξη γιατί είναι ένα βήμα μπροστά χωρίς να γίνεται too much. Δε θα κρύψω ότι εντόπισα ολόκληρες μάχες γύρω από το βιβλίο στο διαδίκτυο κι έχει πλάκα όταν οι δυο πλευρές είναι εντελώς στο άσπρο-μαύρο. Αλλά δε με νοιάζει τι λένε οι άλλοι, έτσι κι αλλιώς. Αυτό στο οποίο εστιάζω εγώ είναι τα συναισθήματα που αφήνει ένα βιβλίο, κι ακόμα κι αν δεν καθίσει κάποιος να τα περιγράψει, εύκολα φαίνεται το τί ένιωσε διαβάζοντάς το. Και πίσω από όλες τις κριτικές αναγνωστών κι «επαγγελματιών» και τα πολλά σχόλια, είδα θυμό. Τουλάχιστον δεν ήμουν η μόνη που θύμωσε.
Το «Σαν το λίγο το νερό» φαίνεται ότι έχει πολλά να πει και μόνο από τον τρόπο που ξεκινάει, με το θάνατο του ήρωα και τον απολογισμό της ζωής του. Η ψυχή του τη στιγμή που ετοιμάζεται να αποτραβηχτεί από το νεκρό σώμα, κάνει μια σούμα κι εκεί δεν ξέρω πού αρχίζει και πού τελειώνει η μυθοπλασία, αν ο συγγραφέας γράφει μια φανταστική ιστορία ή αν ο ίδιος θυμάται και αναπολεί. Ήταν ανατριχιαστικά αληθινό.
Η ανάγνωση μπορεί να γίνει έως και τρομερά δύσκολη, από το εκπληκτικά πλούσιο λεξιλόγιο που σε κάνει να ντρέπεσαι και λίγο για τα "τ κνς ρ?" του 2015, τα κεφάλαιά του μοιάζουν να έχουν γραφτεί όχι από διαφορετικό άνθρωπο αλλά από τον ίδιο άνθρωπο που έχει ζήσει σε διαφορετικές εποχές (ειλικρινά εντυπωσιάστηκα), αλλά τα τεχνικό κομμάτι δε με απασχολεί, απλά σας προετοιμάζω για το επίπεδο δυσκολίας 5/5 -κι εδώ ταιριάζει ένα emoticon με άνω κάτω τελεία και κεφαλαίο D.
Χτυπάει νεύρο το βιβλιαράκι και το -άκι πάει στο μικρό του όγκο και μόνο, ο ήρωας είναι τόσο ανθρώπινος που με συγκίνησε με τις αδυναμίες του, τα ελαττώματά του, τη δυστυχία του, τον τόσο οικείο μονόλογο απολογισμού που έχουμε κάνει άπαντες τουλάχιστον μια φορά στη ζωή μας (κι έπονται κι άλλες, μη χαίρεστε), με απίστευτη ειλικρίνεια που φτάνει έως και τα πολύ προσωπικά κομμάτια του εαυτού μας που κρατάμε κρυμμένα πολλές φορές κι από μας τους ίδιους, γιατί πολύ απλά ποτέ δεν αισθανόμαστε έτοιμοι να τα αντιμετωπίσουμε. Σε αυτή την τόσο προσωπική και βασανισμένη κατάθεση ψυχής βρήκα και δικά μου κομμάτια που αναγκαστικά μετά βγήκαν στην επιφάνεια κι έπρεπε τελικά να αντιμετωπίσω θέλοντας και μη (εκεί πάει και ο θυμός).
Η ψυχή του ήρωα με τη μορφή πεταλούδας ταξιδεύει κοιτώντας τον κόσμο από ψηλά, ζητώντας μόνο να γυρίσει πίσω, στο μέρος που γεννήθηκε, στο μέρος που υπήρξε παιδί και ήταν η μόνη ευτυχισμένη περίοδος της ζωής του.
«…απόλυτη χαρά και αιθρία είναι η ύπαρξή μας. Κελαρυστό ρυάκι… Πότε βρώμισε;»
Η μηδαμινότητα του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο, το χρόνο και το άπειρο.
«…απόλυτη χαρά και αιθρία είναι η ύπαρξή μας. Κελαρυστό ρυάκι… Πότε βρώμισε;»
Η μηδαμινότητα του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο, το χρόνο και το άπειρο.
Γι' αυτό και όπως είπε κι η Αν Μπρασάρις (είδατε τι ωραία σας πάω από το πολλά βαρύ στο ελαφρο-προ-εφηβικό;) στο Sisterhood Everlasting «Δεν έχεις χρόνο. Αυτή είναι η πιο πικρή και πιο όμορφη συμβουλή που μπορώ να σου δώσω. Αν δεν έχεις αυτό που θέλεις τώρα, απλά δεν έχεις αυτό που θέλεις».
Αυτό το βιβλίο θα το συνόδευα μόνο με μουσική της Enya και το αγαπημένο Only Time. Συνδυάστε τα και θα με θυμηθείτε. Και να μην περιμένετε. Γενικά.
Στη βράση κολλάει το σίδερο. Άντε καλημέρες!
Κερδίστε το!
Σας άρεσε; Ευκαιρία να το διεκδικήσετε! Κλικάρετε το παρακάτω k και συμπληρώστε τη φόρμα για να συμμετέχετε στην κλήρωση. Παρακαλώ, σημειώστε τα ακόλουθα:
Διαβάστε τους όρους και άλλες πληροφορίες για τις κληρώσεις και τα δώρα εδώ. Η κλήρωση θα γίνει στις 23 Μαρτίου 2016 και το βιβλίο θα σταλεί ταχυδρομικά.
k
Τα σπίτια τους παιγνιωδώς ενταγμένα στην φύση -με υλικά παρμένα απ' τον περίγυρο- δεν την επισκίαζαν... ...Το σπίτι τους ήταν ως μέγεθος στην ανθρώπινη κλίμακα. Σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, έλεγαν. Εντούτοις είχαν απλοχώρια και γιατί δεν είχαν περίσσια πράγματα και γιατί τα πρόσωπα εγκολπώνονταν το ένα το άλλο, δεν προσέκρουαν ακόμα οι ατομικότητες... ...Τα πιο πολλά πράγματα -με δυσκολία βέβαια- τα έφτιαχναν μόνοι τους. Αλλά αυτή η δυσκολία τούς έμαθε να ξεχωρίζουν το σημαντικό και το απαραίτητο και ενστάλαζε στα αντικείμενα αφοσιωμένον χρόνο... ...Αλλά και η γιορτή με το καθημερινό, η ανάπαυλα με τον κάματο, το σύνηθες με το ιδιαίτερο, αποτελούσαν μια αρραγή ολότητα. Δεν ήταν διακριτή καμιά όψη της ζωής, αλλά όλες χωνεμένες η μια στην άλλη. Δεν δούλευαν, ούτε αναπαυόντουσαν, απλώς ζούσαν...
...Φαίνεται πως η εξωτερική στέρηση -στέρηση με το χυδαίο νόημα του ακόρεστου ατομιστή- η εξωτερική δυσκολία εν πάση περιπτώσει, συμβάδιζε με την εσωτερική ευδία. Ξεσουμπέκιαστη ζωή, όπως έλεγαν για την απουσία του άγχους...
Ο συγγραφέας είπε...
Διαβάσματα υπάρχουν. Πρωτόγενες δεν είναι τίποτα. Αλλά όλα κατέβηκαν από το δικό μου το μυαλό χωρίς κανένα πρότυπο.
Ο συγγραφέας είπε...
Διαβάσματα υπάρχουν. Πρωτόγενες δεν είναι τίποτα. Αλλά όλα κατέβηκαν από το δικό μου το μυαλό χωρίς κανένα πρότυπο.
Ο Σωτήρης Δημητρίου γεννήθηκε το 1955 στη Θεσπρωτία. Διηγήματά του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και στο θέατρο και έχουν περιληφθεί σε ξενόγλωσσες ανθολογίες ελληνικού διηγήματος. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Ψηλαφήσεις», τις συλλογές διηγημάτων «Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη» (Ύψιλον 1989), «Ένα παιδί απ’ τη Θεσσαλονίκη» (Κέδρος 1989), «Η φλέβα του λαιμού» (Εκδόσεις Πατάκη, 1998), «Η βραδυπορία του καλού» (Εκδόσεις Πατάκη, 2001) και το μυθιστόρημα «Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου» (Κέδρος 1993). Το 2005 κυκλοφόρησε επίσης, από τις Εκδόσεις Πατάκη το αφήγημά του «Τα οπωροφόρα της Αθήνας».