Του Κωνσταντίνου Βαρδή
Ένας θεόρατος βράχος στο πλάι ακούστηκε να βρυχάται. Και δεν ήταν το μόνο. Τα τοιχώματα τραντάχτηκαν και το πάτωμα σείστηκε. Μία υπόγεια δόνηση έκανε τα πέλματά μας να μουδιάσουν καθώς είδαμε τον πέτρινο βωμό στο κέντρο της αίθουσας να υποχωρεί και να βυθίζεται σε μία σκοτεινή άβυσσο που θαρρούσες πως απορροφούσε το λιγοστό φως που έπεφτε μέσα. Ήταν μία μαύρη τρύπα που ανέδυε φρέσκο καπνό. Την πλησιάσαμε δειλά. Έβγαλα μέσα από την τσάντα μου τον φακό έκτακτης ανάγκης και τον άναψα. Φώτισα μέσα και με χαρά είδαμε τα μαρμάρινα σκαλιά ενός υπόγειου θαλάμου. Ένα νέο δωμάτιο είχε αποκαλυφθεί. Τι μας περίμενε εκεί; Δεν θα εγκαταλείπαμε αν δεν το ανακαλύπταμε. Η περιέργεια βλέπεις…
Όπως πάντα, προχώρησα εγώ πρώτος. Κάθε σκαλί ήταν αρκετά μικροσκοπικό και με δυσκολία πατούσα στις μύτες για να μην γλιστρήσει το πόδι μου και πέσω. Παρά την κούρασή μου ένιωθα την καρδιά μου να διοχετεύει με ορμή στο κορμί μου την αδρεναλίνη που παρήγαγα. Η ανάσα μου είχε γίνει κοφτή και γρήγορη για πρώτη φορά από τότε που είχαμε πατήσει το πόδι μας εκεί. Συνεχίσαμε την κατάβαση σε ένα κυκλικό σκαλιστό τούνελ με άνισες διαστάσεις και την ψευδαίσθηση πως πλησίαζα στα έγκατα της γης. Ο ιδρώτας έσταζε στο κορμί μου καυτός και τα μάτια μου δάκρυζαν από τις αναθυμιάσεις.
Το μέρος ήταν αφιλόξενο κι εγώ το ένιωθα· σα να με έδιωχνε. Σα να μην ήμουν ευπρόσδεκτος εκεί. Αγνόησα όλα τα σημάδια και προχώρησα. Φτάσαμε στο τέλος της κατηφόρας και βγήκαμε σε ένα σκοτεινό τούνελ με πέτρινους τοίχους κάτω, πάνω και στο πλάι. Ένας μακρύς διάδρομος γύρω στα διακόσια μέτρα εκτινόταν κάτω από την πυραμίδα. Όσο προχωρούσα υπολόγιζα πως βρισκόμασταν κάτω από το φυλάκιο. Θα μπορούσα να ήμουν σίγουρος αν λειτουργούσε έστω η πυξίδα μου. Εκεί κάτω όμως… τίποτα δεν λειτουργούσε. Στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε ένα άνοιγμα λουσμένο με φως. Πώς ήταν δυνατόν; Φως; Εκεί; Μήπως είχα αρχίσει να χάνω τα λογικά μου;
Το τούνελ έφτασε στο τέλος κι εμείς βγήκαμε στο φωτεινό άνοιγμα μένοντας έκπληκτοι από την τεχνογνωσία που κατείχαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τόσες χιλιάδες χρόνια πίσω. Σίγουρα έχετε ακούσει για τις μπαταρίες που κατασκεύαζαν με πήλινα δοχεία και χυμό από λεμόνι! Ναι, καλά διαβάσατε! Πλέον στεκόμασταν σε ένα τετράγωνο δωμάτιο όπου περιστοιχιζόταν από άσβεστη φλόγα χιλιάδων ετών!!!
«Αυτό είναι αδύνατο!» μονολόγησα και άπλωσα το χέρι μου να αγγίξω τις φλόγες που έμοιαζαν να χορεύουν ακούραστα σαν άυλες υπάρξεις.
«Μη!» φώναξε ο Ντάνι πίσω μου.
Τον αγνόησα και έχωσα το χέρι μου μέσα. Η φωτιά δεν με έκαψε. Αντιθέτως ένιωσα σαν θεός που μπορούσε να ελέγξει τα στοιχεία της φύσης και να τα πάρει με το μέρος του αν το έκρινε απαραίτητο! Γέλασα δυνατά! Δεν πίστευα για πρώτη φορά στη ζωή μου αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου. Οι εστίες της φωτιάς έκαιγαν σαν ολόγραμμα ανεπηρέαστες από τον χρόνο ή την καύσιμη ύλη τους. Ένα μαύρο πηχτό και κολλώδες υγρό, μέσα σε μια γούρνα, τους έδινε ακατάπαυστη ζωή. Αμέσως έβγαλα το παγούρι με το νερό και το άδειασα πάνω τους. Οι φλόγες συνέχισαν ανεπηρέαστες να λικνίζονται με χάρη επιδεικτικά μπροστά μου σα να με θεωρούσαν παρείσακτο.
Εστιάσαμε στο κέντρο του δωματίου εκεί που βρισκόταν ένα μικρό σκουρόχρωμο αγαλματίδιο. Η όψη του ήταν φρικιαστική. Έμοιαζε με παραμορφωμένο άνθρωπο με δύο κλειστά γουρλωτά μάτια που εξείχαν από τις κόγχες τους, μυτερά δόντια και κέρατα τράγου αντί για μαλλιά. Το άγγιξα παρατηρώντας πως δεν είχε μείνει καθόλου σκόνη στα χέρια μου. Οι φλόγες το προστάτευαν από τον έξω κόσμο σαν ένα είδος μαγικού τοίχου, όπως κατάλαβα, ή μήπως… προστάτευαν τον έξω κόσμο από το αγαλματίδιο; Οι τοιχογραφίες του δαίμονα ήρθαν στο μυαλό μου σαν αναλαμπή. Η καρδιά μου σκίρτησε και ένας φόβος θέριεψε μέσα μου που αγνόησα με έκδηλη επιπολαιότητα.
Το άγγιξα με το ένα χέρι προσπαθώντας να το κουνήσω. Ήταν στιβαρό και πιο βαρύ από όσο έδειχνε. Χρησιμοποίησα και το άλλο χέρι. Κατάφερα να το ξεκολλήσω από τη βάση και να το σηκώσω ψηλά σαν προσφορά θυσίας σε κάποιον σκοτεινό θεό που διψούσε για αίμα. Αυτό ήταν! Δεν μπόρεσα να αντισταθώ! Ακόμη κι αν έλεγα όλα όσα βρήκαμε σε αυτή την πυραμίδα, δεν θα μας πίστευε κανείς. Δεν είχε νόημα λοιπόν. Καλύτερα να το κράταγα εγώ! Ο Ντάνι συμφώνησε μαζί μου. Άνοιξα το κρεμαστό, από τον ώμο, πλαϊνό σακίδιο και το έχωσα με ύποπτο τρόπο μέσα. Γιατί; Ίσως γιατί εκείνο το περίεργο συναίσθημα πως κάποιος μας παρακολουθούσε είχε ξανά γυρίσει.
Αυτό είναι το σημείο που ο αναγνώστης συνήθως περιμένει να γίνει ό,τι γίνεται σε όλες αυτές τις χολιγουντιανές ταινίες. Το πάτωμα να μετατραπεί σε έναν τρεμάμενο λάκκο με καρφιά, η οροφή να αρχίσει να καταρρέει κι εμείς να τρέχουμε με τις σούπερ δυνάμεις μας προσπαθώντας να καταρρεύσουμε το τελευταίο δευτερόλεπτο. Όχι. Πολύ φοβάμαι πως δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Κανένας κρυφός μηχανισμός δεν ενεργοποιήθηκε και κανένας κυλιόμενος βράχος δεν μας κυνήγησε. Αποφάσισα πως αυτό ήταν ένα εύρημα που θα κοσμούσε την ιδιωτική μου συλλογή με τον καλύτερο τρόπο! Ακόμη ένα έπαθλο όπου θα δείχνω στα παιδιά μου όταν θέλω να τους καυχηθώ για τα κατορθώματά μου!
Αργά, αλλά γεμάτοι ενθουσιασμό πήραμε το μονοπάτι του γυρισμού. Κοίταξα το ρολόι μου. Περίμενα πως θα είχε σταματήσει κι αυτό. Ευτυχώς αυτό δεν λειτουργούσε με μπαταρία. Ήταν κουρδιστό και με είχε βγάλει ασπροπρόσωπο. Ήμασταν μέσα στην πυραμίδα λίγο περισσότερο από δέκα ώρες. Δεν είχαμε λοιπόν παρά μερικές ώρες ακόμη μέχρι να πέσει ο ήλιος. Όταν φτάσαμε στην είσοδο αντικρύσαμε το φως του να μας αποκαλύπτει με τρόπο επικίνδυνο. Σταθήκαμε στην είσοδο του μυστικού περάσματος, κάτω ακριβώς από την λινάτσα που είχαμε ρίξει πίσω μας, και περιμέναμε να πέσει πάλι η νύκτα. Εντωμεταξύ μπορούσαμε να ακούσουμε τους φρουρούς να στέκουν κυριολεκτικά πάνω από τα κεφάλια μας και να συζητούν. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά μέσα στο στήθος μου και μια έξαψη χαράς να πλημμυρίζει το μυαλό μου. Αισθανόμουν την ασφάλεια του να ξέρεις πως ο κίνδυνος περνάει τόσο ξυστά από εσένα χωρίς στην πραγματικότητα να σε αγγίζει. Ήταν σα να καθόμουν αναπαυτικά στον καναπέ του σπιτιού μου και να βλέπω το πιο αποτρόπαιο, φρικιαστικό, σοκαριστικό θρίλερ ξέροντας όμως πως είμαι ασφαλής. Σα να αφήνω τη μαγεία ενός τρομακτικού βιβλίου να με μεταφέρει στους καμένους τόπους παραφροσύνης ενεός παρανοϊκού συγγραφέα καθώς αναπαύομαι μπροστά από το τζάκι μου με μια κούπα ζεστό γάλα. Είμαι σίγουρος πως το ξέρετε καλά αυτό το συναίσθημα. Η εμπειρία του να μπορείς να γευτείς τον κίνδυνο εκ του ασφαλούς είναι ανεκτίμητη! Είναι σα να κάνεις σεξ με προφυλακτικό. Απομυζείς όλη την απόλαυση χωρίς τις μετέπειτα ευθύνες! Χα!
Η ήλιος άρχισε να σβήνει πίσω από τα ψηλά και απόμακρα βουνά της Αιγύπτου. Αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή να βγούμε όπως οι τυφλοπόντικες από τα λαγούμια τους. Αργά και σταθερά ακολουθήσαμε την ίδια διαδρομή έρποντας έως ότου απομακρυνθήκαμε και ήμασταν πλέον ασφαλής. Μας είχε πάρει αρκετή ώρα. Τόση μάλιστα που οι πρώτες ακτίνες του ηλίου φώτιζαν τις πλάτες μας.
Τα χέρια μου είχαν ματώσει και τα πόδια μου είχαν γεμίσει φουσκάλες. Το ταξίδι αστραπή που είχαμε κάνει είχε αποδώσει καρπούς πέραν του αναμενόμενου. Ο ήλιος έπεφτε στα ταλαιπωρημένα πρόσωπά μας σαν καυτό μολύβι. Οι ηλεκτρονικές μας συσκευές λειτουργούσαν εδώ και ώρα και ο Ντάνι είχε καλέσει τον οδηγό για να έρθει να μας πάρει. Όταν έφτασε ήταν ξανά βράδυ κι εμείς ήμασταν άυπνοι για πάνω από δύο μέρες. Είχα πονοκέφαλο. Αυτό το θυμάμαι καλά. Πριν πάρουμε την πτήση της επιστροφής κοιμηθήκαμε σε ένα ξενοδοχείο. Ενώ νύσταζα στην αρχή δυσκολευόμουν να κλείσω τα μάτια μου. Η υπερένταση με εμπόδισε για μία ώρα περίπου στριφογυρίζοντας στο στρώμα μου.
عزازيك
Επιτέλους ήμασταν στο αεροπλάνο και ταξιδεύαμε, κι εγώ δεν ξέρω πόσες χιλιάδες πόδια, πάνω από τον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό. Φανταζόμουν το απόκτημά μας να διακοσμεί σε περίοπτη θέση το διαμέρισμα. Ο Ντάνι μου το παραχώρησε θέλοντας να με ευχαριστήσει για όλα αυτά τα χρόνια της αδερφικής μας φιλίας. Άλλοτε του παραχωρούσα εγώ, άλλοτε εκείνος. Δεν είχε και πολλή σημασία άλλωστε. Τα πάντα κατέληγαν στο δικό μου διαμέρισμα μετά από λίγο καιρό. Είχα διαμορφώσει το διαμέρισμα με βιτρίνες και όλον απαραίτητο εξοπλισμό για την διατήρησή τους μακριά από την καταστροφική περιέργεια της γάτας μου. Άλλωστε αυτή είχε να ασχοληθεί με τα χιλιάδες παιχνίδια που γέμιζαν ασφυκτικά τα υπόλοιπα δωμάτια. Και ήταν πολλά… αλλά δεν τα χόρταινα.
Η πτήση τελείωσε κι εμείς οδεύαμε με ένα ταξί στα σπίτια μας. Πρώτα αφήσαμε τον Ντάνι και μετά συνεχίσαμε για το δικό μου σπίτι. Ο ταξιτζής με κοίταζε καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Δεν απορώ γιατί. Τον ήξερα τον λόγο. Όχι εγώ, αφού ήμουν πλέον καθαρός, αλλά η βαλίτσα μου βρωμούσε από τα λερωμένα ρούχα που βρίσκονταν μέσα της. Του χαμογέλασα ευγενικά υποκρινόμενος πως δεν κατάλαβα τίποτα. Είναι κάτι σαν το κλάσιμο δηλαδή. Μόλις την αμολήσεις, το σημαντικό είναι να κάνεις την πάπια.
Ήταν απογευματινό σούρουπο και η διαδρομή είχε φτάσει στο τέλος της. Αποβιβάστηκα έξω από την μονοκατοικία μου προσέχοντας για τυχόν αλλαγές κατά το διάστημα της απουσίας μου. Δεν υπήρχαν πολλές. Ίσως κάνα δυο τοίχοι να είχαν αλλάξει χρώμα στο νέο εμπορικό κέντρο. Έκανα αργά βήματα προς την είσοδο κρατώντας σφιχτά τις βαλίτσες μου. Ένα αυτοκίνητο σπίνιαρε πίσω μου και γύρισα να κοιτάξω ποιος ήταν. Αν και δεν κατάφερα να ξεχωρίσω λεπτομέρειες του οδηγού κατάλαβα αμέσως ποιος ήταν. Αυτό το λιπόσαρκο πρόσωπο με το ανύπαρκτο πηγούνι και το φαρδύ μέτωπο μόνο σε έναν θα μπορούσαν να ανήκουν. Ο χοντρός αντιπρόσωπος της πολυεθνικής παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση. Προς στιγμήν είχα φοβηθεί.
«Λες να βρήκε ευκαιρία και να διέρρηξε το διαμέρισμά μου;»
Αγχώθηκα. Έτρεξα προς την είσοδο του σπιτιού. Έβγαλα να κλειδιά και τα έπαιξα στα χέρια μου μέχρι να βρω το σωστό. Το έχωσα στον αφαλό και γύρισα τη μήτρα. Η γλώσσα αποσύρθηκε από την εσωτερική εγκοπή εξασφαλίζοντάς μου πρόσβαση στο κλιμακοστάσιο. Μέχρι στιγμής δεν υπήρχαν σημάδια διάρρηξης. Πάτησα τον διακόπτη για να ανάψουν τα φώτα. Δεν άναψαν. Ανέβηκα τα σκαλιά προσεκτικά περιμένοντας κάποιος να πεταχτεί από τις σκοτεινές και αθέατες γωνίες. Το ίδιο συναίσθημα ακόμη. Ένιωσα την πλάτη μου να ριγεί και ένα φύσημα στο αυτί μου σαν κάποιος να στεκόταν πίσω μου. Γύρισα απότομα. Ήμουν μόνος αλλά δεν ένιωθα μόνος. Ανατρίχιασα. Θα ορκιζόμουν πως άκουγα τη σιωπηλή ανάσα ενός πλάσματος φερμένο από άλλη διάσταση. Το ταξίδι με είχε επηρεάσει. Συνέχισα να ανεβαίνω τα σκαλοπάτια μέχρι να φτάσω στην πόρτα μου. Την παρατήρησα από απόσταση πριν την πλησιάσω. Δεν διαπίστωσα κάποια παραβίαση. Ήταν κλειστή, ανέγγιχτη. Το χερούλι της είχε σκόνη. Το σκούπισα με την παλάμη μου και χαμογέλασα. Ξεκλείδωσα την πόρτα και μπήκα στο διαμέρισμα. Με μια γρήγορη ματιά είδα πως τα πάντα ήταν όπως τα άφησα. Ένα γουργουρητό ακούστηκε από το άλλο δωμάτιο που με πλησίαζε ταχύτατα. Ο Σιλβέστρο εμφανίστηκε τρέχοντας προς το μέρος μου. Σε λίγα δευτερόλεπτα είχε τυλιχτεί στα πόδια μου σα να προσπαθούσε να με ρίξει κάτω. Έσκυψα και τον χάιδεψα. Μου είχε λείψει ο μπασταρδάκος. Τον πήρα στα χέρια και προχώρησα στο διαμέρισμα ελέγχοντας τους χώρους. Ο Τουίτι κοιμόταν μέσα στο κλουβί του κάνοντας ισορροπία σε ένα πλαστικό κλαρί. Τα παιχνίδια βρίσκονταν στην θέση τους εκτός από μερικά λούτρινα που ο γάτος μου είχε φροντίσει να τους κάνει εγχείρηση ανοικτής καρδιάς. Με κοίταξε σα να μου έλεγε: Έι φίλε… μην κοιτάς εμένα. Για όλα φταίει το καναρίνι…
Το σπίτι ήταν ασφαλείς. Όλες οι πόρτες κλειστές, όπως τις άφησα, και τα παράθυρα το ίδιο. Μπήκα στο μπάνιο και έκανα ντους. Βγήκα και έβαλα την αγαπημένη μου μουσική να παίζει. Χαλάρωσα και αποφάσισα να τακτοποιήσω τις βαλίτσες μου. Άδειασα τα πράγματα μέχρι που έφτασα στο Ουσάμπτι, στο μικρό αγαλματίδιο που πήραμε από εκεί. Το παρατήρησα κάτω από το δυνατό φως του λαμπατέρ μου.
«Περίεργο… θα ορκιζόμουν πως τα μάτια του ήταν κλειστά όταν το βρήκαμε.» μονολόγησα.
Ποιος όμως μπορούσε να ξέρει με βεβαιότητα. Λίγο η κούραση, λίγο η έλλειψή φωτός, λίγο τα παιχνιδίσματα του μυαλού και οι δεισιδαιμονίες μέσα σε εκείνον τον τάφο… ο καθένας θα μπορούσε να δει ό,τι ήθελε.
Το κράτησα ψηλά και το μετέφερα στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο του σπιτιού, μέσα σε ένα δωμάτιο, στο οποίο διακοσμούσα σε βιτρίνα τα σπάνια εκθέματα που έβρισκα στις αναζητήσεις μου. Το τοποθέτησα στην αντίστοιχη θέση κλείνοντας την ανάλογη θυρίδα. Πάτησα τον διακόπτη και ο χώρος φωτίστηκε από ένα απαλό γαλάζιο φως. Ήταν θαυμάσιο! Στάθηκα ακίνητος γύρω στα είκοσι λεπτά κοιτώντας το σαν υπνωτισμένος. Στο τέλος κουράστηκα και πήγα να δω τηλεόραση. Περνώντας από τα δωμάτια έριξα μια ματιά ξανά στα παιχνίδια μου τα οποία περίμεναν χρόνια ολόκληρα κάποιος να ασχοληθεί μαζί τους. Αυτό έφερε αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία, όταν είχα παρακολουθήσει μια ταινία τρόμου στην οποία τα παιχνίδια ήταν δυστυχισμένα γιατί τα αφεντικά τους είχαν μεγαλώσει και δεν έπαιζαν μαζί τους. Απογοητευμένα έφυγαν ενώ αργότερα επέστρεψαν προσπαθώντας να πάρουν εκδίκηση.
Για φαντάσου να είχαν μιλιά και τα δικά μου τι θα έλεγαν! Οι στρατιώτες έμεναν πιστοί φρουροί στις θέσεις τους φυλάσσοντας το δωμάτιο από την εισβολή του σατανικού Μπλοργκ· ενός αστρικού κακοποιού όπου με την ομάδα του σκορπούσε τον όλεθρο στους γειτονικούς πλανήτες. Δίπλα τους έστεκε ο Γκοτζίλα. Πιστό ομοίωμα της πρώτης ταινίας· ένας ψηλός χνουδωτός αρκούδος με μυτερά πλαστικά δόντια. Λίγο παραπέρα οι ινδιάνοι έδιναν μάχη με τους πιστολάδες της άγριας δύσης ενώ οι Βίκινγκς κράδαιναν τα σπαθιά τους ψηλά αντιμέτωποι με τους βάρβαρους. Από πάνω τους έστεκε η αγαπημένη μου κούκλα. Ο Τσάκι κρατώντας το μεγάλο πλαστικό μαχαίρι του που ήταν βαμμένο με ψεύτικο αίμα χαμογελούσε πονηρά κλείνοντάς μου τα μάτια. Ήταν μακάβριος ο άτιμος. Τον είχα αγοράσει από ένα παλαιοπωλείο. Ήταν ο τελευταίος στο ράφι κι ενώ με ανατρίχιαζε, είπα να τον αγοράσω γιατί είχα δει τις ταινίες του και μου είχαν προσφέρει γερές δόσεις πανικού. Για να μην αισθάνεται μόνος, όμως, είχα βάλει σκοπό να βρω και τη νύφη του. Είχα αποφασίσει μία από εκείνες τις ημέρες να έκανα μια έρευνα αγοράς μέσω διαδικτύου. Όταν τον είχα πρωτοπάρει, λοιπόν, έβλεπα εφιάλτες και πίστευα πως θα ανοίξω τα μάτια μου και θα τον αντίκριζα να στέκεται πάνω από το κεφάλι μου με ένα αληθινό κουζινομάχαιρο έτοιμο να το μπήξει στην καρδιά μου. Η συλλογή μου είχε τον ατελείωτο. Τηλεκατευθυνόμενα, ξύλινα, ιδιοκατασκευές, γρίφοι και ένα σωρό άλλα που με κρατούσαν απασχολημένο στις ελεύθερές μου ώρες. Αυτή όμως δεν ήταν μια από αυτές τις ώρες. Έτσι συνέχισα τον βηματισμό μου μέχρι να φτάσω στην τηλεόραση. Την άνοιξα παρακολουθώντας σαν χαμένος χωρίς να θυμάμαι τι ακριβώς. Το μόνο που θυμάμαι ήταν πως όταν άνοιξα τα μάτια μου ήταν μέρα. Είχα αποκοιμηθεί και δεν είχα καταλάβει τίποτα.
Πήγα στο μπάνιο και έριξα νερό στο πρόσωπό μου. Ένιωσα τα νεύρα μου να τεντώνουν. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν δέκα. Πώς το είχα ξεχάσει; Σε μία ώρα γινόταν το έκτακτο συνέδριο αρχαιολόγων. Χωρίς καν να πιω καφέ ντύθηκα γρήγορα και βγήκα από το διαμέρισμα. Κλείνοντας την πόρτα ένιωθα την ίδια παρουσία πίσω μου. Θα ορκιζόμουν πως κάποιος με παρακολουθούσε. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου συνέβαινε. Ακόμη και στον δρόμο δεν βρισκόταν εκείνος ο αντιπαθητικός που ήθελε το διαμέρισμά μου για ένα κομμάτι ψωμί. Έσφιξα τα χείλη μου κουνώντας το κεφάλι μου δεξιά κι αριστερά. Μπήκα στο αμάξι κι εξαφανίστηκα σπινιάροντας δυνατά.
Copyright © Κωνσταντίνος Ν. Βαρδής, 2015 All rights reserved
Διατίθεται ελεύθερα στο διαδίκτυο με άδεια Creative Commons, Αναφορά δημιουργού-Μη εμπορική χρήση-Όχι παράγωγα έργα
Το ανακαλύψατε τυχαία; Η ιστορία από την αρχή