…γράφει ο Θεόφιλος Γιαννόπουλος
«…τη χαμένη αθωότητά μου ψάχνω…»[1], επανέλαβα διαβάζοντας ψιθυριστά την ανοιχτή ποιητική συλλογή μπροστά μου. Θρόιζε ταξιδιάρικα η θάλασσα απέναντι μου. Θρόιζε ταξιδιάρικα η θάλασσα και μέσα μου. Φως αναστήθηκε για μια στιγμή στο πρόσωπό μου, μα έπειτα κρύφτηκε κι αυτό κάτω από το σκοτάδι της πόλης…
Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης ήταν από πάντα μια κρυψώνα προσωπική, ολόδική μου, να εξομολογούμαι και να χαράζω ποιήματα στα κύματα και να τ’ αφήνω να φεύγουν μακριά. Κάποτε, στα εφηβικά μου χρόνια έφευγα από το σχολείο και ερχόμουν εδώ, να σημαδέψω τα λευκά χαρτιά που κουβαλούσα, με σκέψεις μου, κι έπειτα να τα σκίσω κομμάτια, προσφορά στον άνεμο…
Αυτή την ώρα επέλεξα ως μοναδική συντροφιά τούτη την ποιητική συλλογή και τίποτε άλλο. Μήτε χαρτί , ούτε μελάνι, όπως συνήθιζα πάντα. Αιτία στάθηκε τόσο ο τίτλος της, «Η νοσταλγία του παλιού πόνου», όσο και το γεγονός πως με μια γρήγορη αναγνώριση στις σελίδες της, μ’ έκανε να την νιώσω ως Φίλο οικείο. Που θα μου ομολογήσει όλα του τα μυστικά ακούγοντας με κατανόηση και τα δικά μου.
Η ποιήτρια Αγγελική Μπούλιαρη αποτυπώνει στις γραφές της όλα εκείνα τα ανθρώπινα συναισθήματα που έχουν αιτία να εμμένουν και να μας συντροφεύουν σε κάθε μας χαμόγελο και δάκρυ, μοναξιές και στιγμές με αγαπημένους μας ανθρώπους. Το έργο της είναι νοσταλγικά αιχμηρό και αναγκαίο συνάμα, χρησιμοποιώντας λόγια σιωπηλά, για να τα νιώσει όσο γίνεται βαθύτερα η ψυχή. Γιατί:
«Φωνάζουν όσοι δεν έχουν τίποτα να πουν.
Σωπαίνουν όσοι τους αρρωσταίνει ης σκέψη.
Φωνάζουν οι ανόητες χαρές.
Σωπαίνουν οι λυπημένες σκέψεις.»[2]
Οι εικόνες, τα συναισθήματα και οι μουσικές που άδραξα από τις λέξεις, ήταν γεμάτες με προσωπικά ερωτηματικά, που αν τα λογιστείς όπως τους πρέπει, θα είναι η αφετηρία για την άφεση που αποζητάς.
Άλλωστε, για ν’ αποφύγεις το σκοτάδι που σε πνίγει, χρειάζεται να διαλέξεις συγκεκριμένους δρόμους για να διαβείς:
«Διαγραφή.
Ένα βήμα μπροστά.
Αν έβρισκες τη δύναμη να ξαναγεννηθείς;»[3]
Γιατί η πορεία όλων μας είναι κοινή. Όμοια τα σημάδια που ακολουθούμε, αποκτούμε κι αποφεύγουμε:
«Μ’ υπομονή κλειστές πόρτες θα μετράω.
Τον δρόμο θα μου φράζουν εμπόδια αόρατα,
Μα θα χτυπάω γροθιές στους πελώριους τοίχους.
Με χέρια ματωμένα θα λευτερώσω το πέρασμά μου»[4]
Πήρα μια ανάσα μπολιάζοντας μέσα μου αρώματα γεμάτα από θάλασσα, ουρανό και παρελθόν. Έκλεισα το βιβλίο, σταύρωσα τα χέρια και απέμεινα να αναλογίζομαι ξανά το σημείο απ’ όπου ξεκίνησα, αφήνοντας το βλέμμα να ξεχυθεί στο άπειρο μπροστά μου:
«Τη χαμένη αθωότητά μου ψάχνω,
τη στραγγισμένη ευαισθησία μου ζητώ.
Το πρόσωπο μου στους καθρέφτες κοιτάζω,
δεν με γνωρίζω, δεν με καταλαβαίνω»[5]
Αποσώνω την σκέψη και σηκώνομαι να χαιρετίσω ένα καράβι που φεύγει, χάνεται στο ορίζοντα.
Το τελευταίο για απόψε…
[1] Σελ.25 «Η νοσταλγία του παλιού πόνου» - Αγγελική Μπούλιαρη, Άνεμος εκδοτική, 2015
[2] Σελ.33 «Η νοσταλγία του παλιού πόνου» - Αγγελική Μπούλιαρη, Άνεμος εκδοτική, 2015
[3] Σελ.11 «Η νοσταλγία του παλιού πόνου» - Αγγελική Μπούλιαρη, Άνεμος εκδοτική, 2015
[4] Σελ.24 «Η νοσταλγία του παλιού πόνου» - Αγγελική Μπούλιαρη, Άνεμος εκδοτική, 2015
[5] Σελ.25 «Η νοσταλγία του παλιού πόνου» - Αγγελική Μπούλιαρη, Άνεμος εκδοτική, 2015