Γράφει ο Γιώργος Ζώτος
H Βιβή έκλεισε το τηλέφωνο και το πέταξε με δύναμη στο κρεβάτι. Εκείνο έκανε γκελ στο στρώμα και πέφτοντας κάτω, διαλύθηκε σε τρία κομμάτια. Σκατά! Έσκυψε και μάζεψε τα κομμάτια προσπαθώντας να το συναρμολογήσει, χωρίς ωστόσο να τα καταφέρει καθώς έτρεμε από τα νεύρα της.
Συνεχώς στο μυαλό της είχε αυτό το κάθαρμα που μόλις της είχε τηλεφωνήσει. Μα δεν θα σταματήσει ποτέ; Αυτή τη φορά της είπε να συναντηθούν σε μία ώρα, στη καφετέρια που βρίσκεται στη γωνία Ιπποκράτους και Σκουφά.
Σήκωσε το ακουστικό του σταθερού τηλεφώνου στο κομοδίνο και πήρε τον Βασίλη στο κινητό. Κλειστό. Συνήθως όταν το κινητό του είναι κλειστό, είναι σπίτι. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να θυμηθεί το τηλέφωνο του σπιτιού του. Τρέμοντας ακόμα από τα νεύρα πληκτρολόγησε τον αριθμό.
Από τον διάδρομο άκουσε βήματα να ανεβαίνουν τις σκάλες. Ο Αργύρης ερχόταν πάνω. Βρήκε την ώρα! Το τηλέφωνο καλούσε. Ο Αργύρης πλησίαζε. Ευτυχώς ο Βασίλης το σήκωσε γρήγορα.
«Παρακαλώ;»
«Βασίλη, πήρε πάλι αυτός. Στις δύο ακριβώς, Ιπποκράτους και Σόλωνος. Ξεκινάω τώρα. Μην αργήσεις».
Έκλεισε λίγο πριν μπει ο άντρας της στην κρεβατοκάμαρα. Αμέσως πετάχτηκε πάνω και του είπε χώνοντας βιαστικά τα κομμάτια του κινητού της στη φαρδιά τσέπη της ζακέτας της:
«Θα λείψω για λίγο, θα κατέβω με τη Θεώνη στο Κολωνάκι να χαζέψουμε τα μαγαζιά.»
«Και φυσικά θα τα ξεσηκώσετε όλα», απάντησε ο Αργύρης, όπως πάντα ετοιμόλογος.
«Εξυπνάδες!»
Ντύθηκε στα γρήγορα κι έφυγε καθώς έπρεπε να περάσει πρώτα από τη τράπεζα να σηκώσει τα πέντε χιλιάρικα που της ζητούσε αυτός.
Ο Τίτος τέντωσε τα πόδια του κάτω από το γραφείο και κοίταξε πάλι το φάκελο του φωτογράφου Μηνά Χρηστίδη. Και τι ατασθαλίες δεν είχε κάνει! Ψευδείς δηλώσεις, απλήρωτο ΦΠΑ, λάθη στα τιμολόγια. Ένα σωρό ελλείψεις και παρατυπίες. Και τώρα στεκόταν απέναντι του σα βρεγμένη γάτα ζητώντας να γίνει μία ρύθμιση για να μπορέσει να γλιτώσει τη φυλακή. Η αλήθεια είναι ότι τον λυπήθηκε τον κακομοίρη.
«Ξέρετε κύριε έφορε, ο λογιστής μου με κρέμασε. Του είχα τυφλή εμπιστοσύνη και μου την έφερε... Βοηθήστε με όσο μπορείτε, σας παρακαλώ, είναι κρίμα να πάω φυλακή.»
«Αγαπητέ μου, περάστε αύριο για να έχω ενημερωθεί για την κατάσταση πλήρως. Να ξέρετε όμως ότι πέρα από μια μικρή επιμήκυνση για να αποφύγετε, προσωρινά τουλάχιστον, την προσωποκράτηση δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο».
«Ό,τι μπορείτε, χίλια ευχαριστώ!»
Μόνο που δεν του φίλησε τα χέρια φεύγοντας.
Πριν ακόμα προλάβει να βγει από την πόρτα το σταθερό τηλέφωνο του γραφείου του χτύπησε.
«Παρακαλώ;»
Από την άλλη άκρη μια αγχωμένη γυναικεία φωνή μίλησε γρήγορα:
«Βασίλη, πήρε πάλι αυτός. Στις δύο ακριβώς, Ιπποκράτους και Σόλωνος. Ξεκινάω τώρα. Μην αργήσεις»
«Κυρία μου έχετε κάνει λάθος» προσπάθησε να της εξηγήσει. Όμως, πριν ακόμα αρθρώσει την πρώτη λέξη, η γραμμή είχε κλείσει.
Κατέβασε το ακουστικό και κοίταξε το ρολόι του. Ήταν μία ακριβώς. Στις δύο, η άγνωστη που του τηλεφώνησε είχε ραντεβού με κάποιον Βασίλη στη γωνία Ιπποκράτους και Σόλωνος. Θα περιμένει αρκετά και στο τέλος θα απογοητευτεί και θα φύγει. Στο κάτω κάτω ας πρόσεχε, δεν ήταν δικό του το λάθος. Ας φρόντιζε να πάρει το σωστό αριθμό.
Βέβαια η Εφορία είναι επί της Κωλέτη, ούτε 5 λεπτά με τα πόδια από το ραντεβού. Θα μπορούσε να σχολάσει πέντε λεπτά νωρίτερα και να πάει. Τουλάχιστον να την ενημερώσει να μην περιμένει άδικα τον Βασίλη. Ε, λοιπόν αυτό θα έκανε! Θα είχε και τη συνείδηση του ήσυχη.
Ένα τέταρτο πριν τις δύο η Βιβή βγήκε από τη τράπεζα στην Ακαδημίας έχοντας πάρει εκατό χαρτονομίσματα των πενήντα ευρώ. Τα είχε τυλίξει σε μια χαρτοσακούλα και τα είχε στριμώξει στη μικρή, κομψή τσάντα της καθώς ανέβαινε την Ιπποκράτους για να πάει στο ραντεβού με τον Βασίλη. Στον δρόμο τραβούσε τα αντρικά βλέμματα σαν μαγνήτης. Ήταν μια σαραντάρα από αυτές που χαρακτηρίζουν ζουμερές. Η καλλίγραμμη σιλουέτα της, το αριστοκρατικό περπάτημά της και τα εμφανώς πανάκριβα ρούχα και παπούτσια τραβούσαν την προσοχή ακόμα κι αν τα τεράστια μαύρα γυαλιά δεν άφηναν να φανούν τα όμορφα κατάμαυρα μάτια της.
Μόλις έφτασε στη Σόλωνος άναψε τσιγάρο προσπαθώντας να κατανικήσει το άγχος της. Πουθενά ο Βασίλης. Δύο παρά τρία λεπτά. Έσβησε το τσιγάρο και αμέσως άναψε ένα καινούργιο.
Ένας κουστουμαρισμένος γκριζομάλλης την κοίταζε επίμονα από το απέναντι πεζοδρόμιο. Μόλις το φανάρι για τους πεζούς άναψε πράσινο την πλησίασε χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
Φτάνοντας δίπλα της τη ρώτησε: «Κυρία μου, περιμένετε τον κύριο Βασίλη;»
«Ποιος είσαι εσύ;» Τον ρώτησε χωρίς ίχνος ευγένειας.
«Αυτός που πήρατε τηλέφωνο πριν μία ώρα», απάντησε εκείνος ήρεμα. «Τίτος Φαληρέας» είπε δίνοντας το χέρι του για χειραψία αν κι εκείνη δεν φάνηκε να το προσέχει.
«Δεν κατάλαβα; Ποιος σε πήρε τηλέφωνο;»
«Εσείς κυρία μου! Με πήρατε τηλέφωνο νομίζοντας ότι πήρατε τον Βασίλη, όμως πριν προλάβω να σας πω ότι κάνατε λάθος εσείς το είχατε ήδη κλείσει…»
«Θέλετε να πείτε ότι ο Βασίλης δεν ξέρει τίποτα;» τον διέκοψε έντρομη.
«Λυπάμαι πολύ».
Η γυναίκα έδειξε να καταρρέει: « Όχι, όχι δε μπορεί. Καταστράφηκα! Δεν γίνονται αυτά! Τέτοια γκαντεμιά ρε γαμώτο;»
Για πολλοστή φορά τον τελευταίο καιρό της ήρθε να βάλει τα κλάματα· το μόνο που την κρατούσε ήταν ότι βρισκόταν μπροστά σ’ έναν ξένο μέσα στη μέση του δρόμου. Εκείνος έδειξε να ενδιαφέρεται: «Μπορώ μήπως να βοηθήσω;»
«Τώρα πια κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει. Ότι είναι να γίνει θα γίνει».
«Πάντως αν νομίζετε ότι μπορώ να σας φανώ έστω και λίγο χρήσιμος...»
Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Η εμφάνισή του θύμιζε περισσότερο στοργικό πατέρα και όχι τον χειροδύναμο άντρα που χρειαζόταν αυτή τη στιγμή. Από την άλλη, καλύτερα να τη συνόδευε ο «πατέρας» της στο ραντεβού παρά να συναντούσε μόνη της τον εκβιαστή. Κι έπειτα, ο Βασίλης, ακόμα και τώρα να τον έπαιρνε στο τηλέφωνο, θα έκανε τουλάχιστον μισή ώρα να έρθει. Είχε το δικαίωμα όμως να μπλέξει έναν ξένο στα δικά της; Το σκέφτηκε άλλη μια φορά. Δεν ξέρει καν τ’ όνομα του· ίσως και να της το είπε μα ούτε που το συγκράτησε. Και φυσικά δεν είχε σκοπό να τον ξαναδεί.
Η ώρα περνούσε. Μ' ένα δισταγμό που γρήγορα εξανεμίστηκε, μίλησε σχεδόν παρακλητικά:
«Μπορείς να έρθεις κάπου μαζί μου; Εδώ πιο πάνω... στη Σκουφά. Πέντε λεπτά θα κάνουμε».
«Θα μπορούσα. Όμως δεν βρίσκω τον λόγο…»
«Απλά θα ήθελα διακριτικότητα, χωρίς ερωτήσεις»
«Φοβάμαι κυρία μου ότι δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Θα είχα όλη την καλή διάθεση αν μου εξηγούσατε το σκοπό, όμως έτσι δεν γίνεται.»
«Θα με βοηθούσατε πολύ, κι ούτε που θα μιλήσετε καθόλου. Μόνο για παρέα. Κι ότι ακούσετε θα το κρατήσετε μυστικό! Αυτό μόνο»
«Επαναλαμβάνω ότι μου μυρίζει βρομοδουλειά και δεν θα ήθελα να εμπλακώ. Χαίρεται κυρία μου. Λυπάμαι πολύ.»
Ο Τίτος γύρισε για να φύγει. Η κυρία τον σταμάτησε απότομα. Δεν χρειαζόταν να το σκεφτεί άλλο. Αφού ήθελε να μάθει, θα μάθει. Ένας ακόμα. Ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος θα ήταν.
«Θα σας πω με λίγα λόγια γιατί δεν έχουμε χρόνο. Όμως αν διαπιστώσετε ότι δεν έχω δόλο, ούτε πρόκειται να μπλέξετε, θα με βοηθήσετε;»
Ο Τίτος γύρισε και την κοίταξε. «Σας ακούω» είπε γεμάτος περιέργεια.
«Πρόκειται για έναν εκβιαστή. Μου ζητάει χρήματα για να μην μιλήσει στον… στον άντρα μου. Έχει κάτι φωτογραφίες μου με τον Βασίλη... τέλος πάντων αυτό σας φτάνει νομίζω. Το πρόβλημα μου είναι ότι τη πρώτη φορά που συναντηθήκαμε ήμουν μόνη και… ζήτησε κι άλλα. Εκτός από λεφτά. Καταλαβαίνετε… Από τότε παίρνω τον Βασίλη για να με συνοδεύει. Όταν αυτός ο άθλιος τον βλέπει μαζί μου δεν τολμά να… Γι' αυτό σας θέλω. Δεν θα μιλήσετε, απλά θα δείξετε ότι ξέρετε και ότι δεν έχετε σκοπό να με αφήσετε μόνη στα χέρια του. Και μη φοβάστε, ένα θρασύδειλο ανθρωπάκι είναι».
Τον κοίταξε παρακλητικά: «Αυτό μόνο σας ζητώ. Τι λέτε;»
Εκείνος το σκέφτηκε για λίγο.
«Σκουφά που; Θέλω να πω, σε σπίτι; Σε μαγαζί; Που;»
«Στη παραπάνω γωνία, Ιπποκράτους και Σκουφά» βιάστηκε να διευκρινίσει η Βιβή. «Έχει μια καφετέρια. Εκεί θα περιμένει!»
«Πάμε», είπε και ξεκίνησε πρώτος.
Η Βιβή τον ακολούθησε. «Σ’ ευχαριστώ που το κάνεις αυτό για μένα», είπε καθώς έτρεχε να τον προλάβει, «είσαι πολύ ευγενικός»
«Και περίεργος, να δω πως είναι η φάτσα ενός εκβιαστή. Ξέρεις τους θεωρώ πολύ μεγάλα καθάρματα και ταυτόχρονα θρασύδειλους. Κάνουν τον νταή στις κυρίες και μυξοκλαίγονται σε όσους δεν τους παίρνει»
«Έτσι είναι, έτσι ακριβώς. Το κάθαρμα!»
«Θα σε πείραζε να μου πεις το όνομα σου; Μόνο το μικρό, μήπως χρειαστεί να σε φωνάξω μπροστά του και…»
«Μα ναι! Πως δεν το σκέφτηκα κι εγώ. Με λένε Βιβή. Εσύ; Τίτος μου είπες; Θυμάμαι καλά;»
«Ναι! Τίτος Φαληρέας. Πάμε λοιπόν να δούμε τι είδους κάθαρμα πρόκειται, Βιβή».
Έφτασαν στην καφετέρια που είχε μερικά τραπέζια στο πεζοδρόμιο και η Βιβή του έδειξε έναν τύπο ο οποίος καθόταν σε ένα τραπεζάκι με γυρισμένη τη πλάτη. Έκατσαν ταυτόχρονα στις δύο καρέκλες απέναντι του. Το σοκ για τον Τίτο, αλλά και για τον εκβιαστή ήταν μεγάλο. Το θρασύδειλο ανθρωπάκι που καθόταν απέναντι του δεν ήταν άλλος από τον Μηνά Χρηστίδη, τον φωτογράφο που πριν μια ώρα τον παρακαλούσε για την ρύθμιση των χρεών του.
Στο πρόσωπό του φάνηκε ο τρόμος καθώς τον αναγνώρισε. Ο Τίτος έκλεισε ήρεμα τα μάτια του δίνοντας του να καταλάβει ότι δεν θα έλεγε ποιος ήταν και παρακολούθησε τη συναλλαγή.
Η Βιβή έβγαλε το πακέτο από τη τσάντα της και το πέταξε στο τραπέζι. Ο Χρηστίδης, αφού πρώτα κοίταξε τον Τίτο, το πήρε δειλά και το έβαλε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Η Βιβή είπε με σπασμένη φωνή:
«Τελευταία φορά!»
Τότε ήταν που ο Τίτος με μια αυτοπεποίθηση που την εντυπωσίασε, μίλησε:
«Ασφαλώς και είναι η τελευταία φορά, Βιβή μου. Δεν νομίζω ότι ο κύριος θα ήθελε να μπερδευτεί ξανά στις υποθέσεις σου. Να ‘σαι σίγουρη γι αυτό», είπε κοιτάζοντας τον εκβιαστή με νόημα.
«Ναι, ναι» βιάστηκε να συμφωνήσει ο Χρηστίδης. «Τέρμα!»
Φεύγοντας η Βιβή τον ευχαρίστησε γι' ακόμα μία φορά ενώ εκείνος επανέλαβε τη πεποίθηση του:
«Είμαι σίγουρος ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά.»
«Εγώ δυστυχώς δεν είμαι καθόλου σίγουρη.»
«Λοιπόν Βιβή, γράψε το τηλέφωνο μου, και αν τυχόν υπάρξει και άλλη φορά, που δεν το νομίζω, πάρε με τηλέφωνο. Πρόσεξε μην κάνεις λάθος αυτή τη φορά!»
«Ναι θα προσέχω Τίτο μου, αν και αυτή τη φορά φαίνεται ότι το λάθος μου βγήκε σε καλό! Σ' ευχαριστώ πολύ για όλα».
Γέλασαν μαζί για αρκετή ώρα και χώρισαν σαν παλιοί φίλοι.
Copyright © Γιώργος Ζώτος All rights reserved, 2015
Περισσότερα από τον Γιώργο Ζώτο:
Στη φάκα [αστυνομικό διήγημα]
Αφιέρωμα στην αστυνομική λογοτεχνία
Τον καιρό που η μονόπολη ήταν μονοπώλειο
Αφιέρωμα στην αστυνομική λογοτεχνία
Τον καιρό που η μονόπολη ήταν μονοπώλειο