Γράφει ο Θεόφιλος Γιαννόπουλος
Οι πρώτες στάλες του Σεπτέμβρη χτυπάνε ρυθμικά στο τζάμι καλώντας με θελκτικά κοντά τους. Ανοίγω το φως και βρίσκω μια θέση στο παράθυρο, μένοντας αυθόρμητα εκεί ώρες πολλές για να χαθώ σε ένα ιδιαίτερο βιβλίο που διάλεξα -ή με διάλεξε-, για τούτη τη στιγμή. Άλλωστε Τι πιο όμορφο να ταξιδεύεις νοητά αφουγκραζόμενος τους ήχους της φύσης…
Ο χειμώνας δε μου χαλά το χατίρι. Κάνει αισθητή την παρουσία του άλλοτε λυσσομανώντας μανιασμένα κι άλλοτε γαληνεύοντας αποκαμωμένος θαρρείς από την υπερπροσπάθεια. Πρόσκαιρα απομακρύνεται ψιθυρίζοντας ακατάληπτους συριγμούς κι έπειτα επανέρχεται ξαφνικά το ίδιο δυνατός και θυμωμένος.
«Μου μοιάζει. Δεν τα παρατά», σκέφτομαι και συνεχίζω να περιδιαβαίνω τις σελίδες από ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να είναι κάλλιστα η πορεία της δικής μου, ανομολόγητης και μυστικής ζωής…
Είμαι συνοδοιπόρος της ιστορίας της Νικόλ-Σοφίας, ενός ανθρώπου που μέσα από τις τεχνικές της αστρικής προβολής έχει δώσει στον εαυτό της την ευκαιρία να γυρίσει στο παρελθόν για ν’ αποζητήσει την λύτρωση. Κινείται σε έναν κόσμο σχεδόν ονειρικό, μέσα από παράλληλα σύμπαντα γεμάτα από κατανοητές αλληγορίες και κρυφές ενοχές που αναζητούν εξιλέωση.
...άραγε πόσα θα αλλάζαμε κι οι ίδιοι αν μας δινόταν αυτή την ευκαιρία…
Πόσα «αντίο» ή «μου λείπεις» θα λέγαμε στους ανθρώπους της ζωής μας αν νιώθαμε ελεύθεροι και τι κατάληξη θα είχαμε αν διαλέγαμε ένα άλλο μονοπάτι μέσα από αυτόν τον δαιδαλώδη λαβύρινθο;
Σφαλίζω τα μάτια και γλιστρώ ξανά στον κόσμο της ηρωίδας:
«Κοίταξα ολόγυρα. Σαν να υπήρχαν παντού καθρέφτες, όπου και να γυρνούσα, έβλεπα ακριβώς το ίδιο πράγμα. Μπροστά μου, απλωνόταν χιλιάδες μονοπάτια. Πού κατέληγαν όμως; Σε ένα και μοναδικό ίδιο σημείο αναφοράς ή το κάθε ένα είχε ξεχωριστό τέλος; Τι είχαν στο δρόμο τους και τι θα έπρεπε να ψάξω να βρω;»[1]
Μπρος μου αναστήθηκαν τόσες αναμνήσεις, όλες τους γεμάτες εικόνες και συναισθήματα: Η γαλήνη των παιδικών χρόνων, η ταραχώδης εφηβεία και ο συμβιβασμός της ενηλικίωσης που επιφέρει την αντίστροφη μέτρηση της άδολης αθωότητας που ξεθωριάζει. Σε κάθε πόρτα αναμνήσεων που άνοιγε από τα δικά της βιώματα, έπραττα παράλληλα το ίδιο κι εγώ συναντώντας χαμόγελα, στάλες από δάκρυ και αρώματα και γεύσεις από χρόνια περασμένα, σχεδόν ξεχασμένα.
Μιμήθηκα αυθόρμητα την Σοφία: «Έκλεισα κι εγώ τα μάτια μου χαμογελώντας ακόμα… Και τι δεν θα έδινα να γυρνούσα τον χρόνο πίσω, να τα ζούσα αυτά τα χρόνια ξανά από την αρχή»[2]
Μα «Έτσι είναι η ζωή… Σαν τη θάλασσα. Τη μια γαληνεύεις και ταξιδεύεις και την άλλη παρασύρεσαι από τα κύματα και την αγριάδα παλεύοντας να κρατηθείς ζωντανός –να μην πνιγείς; Όμως συνεχίζεις…»[3]
Την προσοχή μου αποσπά ένας επίμονος θόρυβος. Κροταλίζουν έξω κάποιες λαμαρίνες. Σιγοψιχαλίζει πάλι. Αν έπρεπε να επιλέξω όμως να βρίσκομαι κάπου, θα ήταν μονάχα εδώ, μες στις σελίδες τούτου του βιβλίου να συνομιλώ με την ηρωίδα. Σκύβω ξανά για ν’ ανασάνω τις σκέψεις της. Με καρτερά και μου εξομολογείται με νόημα ότι «…το άβατο της ψυχής μας είναι ένας κόσμος ανεξερεύνητος, απατηλός, δύσκολος και επικίνδυνος»[4]
Κι όσο συνέχιζα να μετουσιώνω στο νου μου τα δικά της βιώματα στα αντίστοιχα δικά μου, τόσο με γοήτευαν οι ανατροπές και οι επεξηγήσεις που μου παρουσιαζόταν. Γιατί η αλήθεια έχει πολλά πρόσωπα, αναλόγως τα μάτια και τις καρδιές που την κρίνουν…
Κι έφτασα στη στερνή σελίδα μ’ έναν αναστεναγμό γεμάτο λύτρωση, αφού δε βρήκα μονάχα τις απαντήσεις που έψαχνα, μα και ερωτήσεις που δεν είχα ιδέα πως μπορούν να καθορίσουν αόρατα την πορεία της ζωής μου…
Σκέψου αν μπορείς ειλικρινά: Πιστεύεις πως όσα έζησες θα υπήρχαν αν δεν επαναστατούσαν μέσα σου τα «θέλω» ενάντια στα «πρέπει»;
Και τελικά, θα άντεχες κι εσύ ένα ταξίδι στο άβατο της Ψυχής;
Ήδη ξημέρωσε. Έκλεισα το βιβλίο, μα νιώθω ακόμη την ξεχωριστή ζεστασιά που μου πρόσφεραν οι λέξεις του στην ψυχή μου. Ακούω ακόμη εκείνο τον ψίθυρο μέσα μου που λέει μειλίχια και συμβουλευτικά «….όλα εξαρτώνται από τις αποφάσεις και τις επιλογές σου…»[5], μέχρι που αργοσβήνει σαν ηχώ και τα μάτια βαραίνουν.
Ποιος ξέρει, ίσως απόψε να’ ναι και η δική μου ευκαιρία ζήσω ένα όνειρο που μέσα του όλα να μπορούν να διορθωθούν…
Θεόφιλος Γιαννόπουλος
Η Μαρία Μακράκου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Από μικρή είχε την τάση της δημιουργικής γραφής καταγράφοντας τις σκέψεις της και τις ανησυχίες της σε ένα σωρό ημερολόγια, από τα οποία χρησιμοποιήθηκαν πραγματικά κείμενα και στο έργο. Σπούδασε Marketing στο Anglia Polytechnic University της Αγγλίας και ασχολήθηκε επαγγελματικά με την αντισφαίριση μέχρι την ηλικία των 17. Από τότε προπονεί και η ίδια πλέον, προσπαθώντας πάντα να μην χάνει την επαφή της με το γραπτό λόγο, όπου την έφερε μέχρι εδώ, στην εξέλιξη αυτής της ιστορίας. Λίγες ημέρες πριν την αποστολή του έργου της προς έκδοση, καλωσόρισε το πρώτο της παιδί.[6]
Κείμενο οπισθόφυλλου
Νομίζω πως τα έχω καταφέρει, αλλά δεν είμαι σίγουρη. Δίνω λίγο χρόνο ακόμα. Δεν ξέρω τι να περιμένω, εξάλλου δεν το έχω ξανακάνει. Κοιτάζω γύρω μου χωρίς να κουνηθώ καθόλου… όντως, τα πάντα μοιάζουν παγωμένα. Σαν μοντάζ σε ταινία. Πατάς ένα κουμπί και η εικόνα παγώνει. Βλέπω το σώμα μου ακόμα ξαπλωμένο με τα μάτια κλειστά. Κοιτάζω τα πόδια μου και τα χέρια μου και διαπιστώνω πως η φιγούρα μου είναι φωτεινή. Αισθάνομαι τόσο ελαφριά, όσο ένα πούπουλο». Μετά από μια σειρά σημαντικών γεγονότων που σημάδεψαν την ζωή της, η Νικόλ θα ταξιδέψει μέχρι τα βάθη της ψυχής της, για να δώσει απαντήσεις σε όλα αυτά που εδώ και χρόνια την απασχολούν. Ένα ταξίδι που εγκυμονεί τραγικούς κινδύνους, με τον μεγαλύτερο να μείνει για πάντα παγιδευμένη εκεί. Μια διαφορετική περιπέτεια, μια ιστορία που απαιτεί να ειπωθεί, ένα παράλληλο σύμπαν που θα μπορούσε να γίνει το παρόν της. Επιλογές, μυστικά και άγνωστοι δρόμοι που μας περιμένουν να τους ταξιδέψουμε.[7]
Δείτε και αυτό:
Η Μαρία Μακράκου και Ένα ταξίδι στο άβατο της ψυχής
Περισσότερα από τον Θεόφιλο Γιαννόπουλο:
Ασπρόμαυρο φυσικά!
Αναζητώντας δρόμο διαφυγής με τις λέξεις της Λένας Φατούρου...
Ανασαίνοντας «Το καλοκαίρι στο φάρο» της συγγραφέως Νατάσσας Καραμανλή
Με Φίλο οικείο τη Νοσταλγία του παλιού πόνου της ποιήτριας Αγγελικής Μπούλιαρη
Ανασαίνοντας «Το καλοκαίρι στο φάρο» της συγγραφέως Νατάσσας Καραμανλή
Με Φίλο οικείο τη Νοσταλγία του παλιού πόνου της ποιήτριας Αγγελικής Μπούλιαρη
[1]Σελ. 20 «Ένα ταξίδι στο Άβατο της Ψυχής» Μαρία Α. Μακράκου, Εκδ. Πηγή, 2014
[2]Σελ. 115 «Ένα ταξίδι στο Άβατο της Ψυχής» Μαρία Α. Μακράκου, Εκδ. Πηγή, 2014
[3]Σελ. 116 «Ένα ταξίδι στο Άβατο της Ψυχής» Μαρία Α. Μακράκου, Εκδ. Πηγή, 2014
[4]Σελ. 34 «Ένα ταξίδι στο Άβατο της Ψυχής» Μαρία Α. Μακράκου, Εκδ. Πηγή, 2014
[5]Σελ. 139 «Ένα ταξίδι στο Άβατο της Ψυχής» Μαρία Α. Μακράκου, Εκδ. Πηγή, 2014
[6]Λογοτεχνικό Βιογραφικό της Συγγραφέως, από αυτήν την ιστοσελίδα
[7]Ομοίως με την υποσημείωση 6