Πως μετράμε... την ευτυχία;
Ε.Μ.: Με ένα αχανές μέτρο, κάθε χιλιοστό αντιστοιχεί σε ένα χαμόγελο.
Την δημιουργία;
Ε.Μ.: Σε ημίτονα σκέψης.
Την επιτυχία;
Ε.Μ.: Σε ματιές αναγνώρισης.
Πως ένιωσες όταν ολοκλήρωσες το πρώτο σου έργο, ποιο είναι αυτό και σε ποια ηλικία συνέβη;
Ε.Μ.: Συγκινημένη για την γέννηση του και ανακουφισμένη από τις οδύνες της δημιουργίας του. «Επαίτες Ονείρων», το όνομα του βρέφους. Έγινα λίγο μεγάλη μάνα, στα 38 μου χρόνια.
Αν η ζωή σου ήταν... μια σκηνή από ταινία, ποια θα ήταν αυτή;
Ε.Μ.: Η σκηνή της ιταλικής ταινίας «ΟΙ ΕΝΤΙΜΟΤΑΤΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ», που διαδραματίζεται σε σιδηροδρομικό σταθμό. Οι πρωταγωνιστές, δίνουν χαστούκια στα πρόσωπα των ανθρώπων που κρέμονται έξω από τα παράθυρα του τρένου, ενώ αυτό αναπτύσσει σταδιακά ταχύτητα για να ξεκινήσει. Έτσι και εγώ, όλο σφαλιάρες τρώω από την ζωή, εκεί που δεν το περιμένω, από αυτούς που δεν υπολογίζω. Συνεχίζω όμως με χιούμορ και περιμένω να φτάσω στον δικό μου προορισμό.
...μια μουσική σύνθεση, τι θα ακούγαμε;
Ε.Μ.: Το μουσικό θέμα «BOLERO». Μελαγχολία, ένταση, στροβίλισμα, κορύφωση.
...μια στιγμή στο χρόνο, πότε θα ζούσες;
Ε.Μ.: Την στιγμή της πρώτης κοινής μας ματιάς στο εβένινο της νυχτωμένης θάλασσας, με τον άνθρωπο που μου έστειλε το σύμπαν.
Ποιο χρώμα έχει... η χαρά;
Ε.Μ.: Παιδιάστικο ροζ.
Η λαχτάρα;
Ε.Μ.: Αιμοσταγές Κόκκινο.
Η φλόγα;
Ε.Μ.: Αποσταγμένο κίτρινο.
Πιστεύεις...
Ε.Μ.: Εις μια αγάπη, μήτηρ κλειδοκράτορα.
Πονάς...
Ε.Μ.: Για όλα όσα έχασα.
Προχωράς...
Ε.Μ.: Όταν βρίσκω την δύναμη, να αφήσω καταστάσεις πίσω μου.
Χορεύεις;
Ε.Μ.: Εν μέσω μιας καταιγίδας ευτυχίας.
Ξαναγεννιέσαι...
Ε.Μ.: Όταν κάποιος μου εμφυσήσει νέα ζωή.
Χάνεσαι...
Ε.Μ.: Σε στοές αναμνήσεων.
Πιστεύεις...
Ε.Μ.: Στους άλλους.
Τραγουδάς;
Ε.Μ.: Στην λύπη και στην χαρά μου. Ωδή σε όσα είμαι εγώ.
Διαβάζεις...
Ε.Μ.: Για να αποδράσω από τον ειδεχθή μου κόσμο, για να τραφώ, να αποκοιμηθώ αποκαμωμένη από το ταξίδι του νου.
Γράφεις...
Ε.Μ.: Για να μετουσιώνομαι από την φθορά της ύλης, να αφήσω απόδειξη στο χάος πως υπήρξα.
Παίζεις...
Ε.Μ.: Με ό,τι με κάνει να νιώθω παιδί.
Υπογραφή:
Έλσα Μαγγανάρη
Έλσα Μαγγανάρη
Νέοι ή πρωτόφαντοι καλλιτέχνες, δημιουργοί, συγγραφείς απαντούν για το έργο τους.
Περισσότερα σαν κι αυτό στη στήλη Blood New
Απόσπασμα από την ιστορία της Εύας...
Περισσότερα σαν κι αυτό στη στήλη Blood New
Καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό βιογραφικό σημείωμα:
Ε.Μ.: Συγγραφή μυθιστορήματος «ΕΠΑΙΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ».[1]
Στο φυσικό γυαλί μιας λίμνης, θαρρείς τριμμένης με γυαλόχαρτο από το χέρι του Μέγα Εμπνευστή, καθρεφτίστηκε η αντανάκλαση της ψυχής της. Κόπιασε να αγνοήσει την επιβλητική ομορφιά του τοπίου και να την εντοπίσει. Με την βοήθεια μολυβήθρων, που δεν τις πέρασε η ίδια, κείτονταν λαβωμένη στον αμμώδες πάτο. Μολοταύτα έλαμπε ασθενώς, αναβόσβηνε με φως αισιοδοξίας. Τα υπερμεγέθη βουνά, είχαν την συμμετρικότητα των πυραμίδων, με την διαφορά, πως πατούσαν σε μια καταπράσινη μαδημένη χλόη. Διάσπαρτες φούντες από αγριόδεντρα, κρέμονταν σαν σκουλαρίκια, στην ανάποδη όψη του επιφανειακού, υγρού ειδώλου. Η ομορφιά και η ηρεμία της θέας, έδρασαν με την δύναμη ενός θαύματος, στον εσωτερικό της κόσμο. Τον γιάτρεψαν προς στιγμήν από βαθιές πληγές, χαραγμένες με βία. Χάιδεψε με κυκλικές κινήσεις, τους σκασμένους ρόζους στο ξύλινο παγκάκι. Απόλυτη ησυχία από εξωτερικούς ήχους, αρμονία σε απαλά χρώματα και ο περίεργος συνομιλητής, να την ρωτάει επίμονα, τους λόγους της φυγής της.
Θυμόταν επακριβώς, το όνομα, την ηλικία, τον τόπο καταγωγής της, μα δεν θέλησε να του τα φανερώσει. Προσπάθησε να κρατήσει τα προσωπικά δεδομένα αναγνώρισης, κρυφά, μήπως και ο ξένος, τα μαρτυρήσει σε άλλους. Διαφυλάττοντας την ανωνυμία της, στάθηκε πιο εύκολο να ξεκινήσει, όχι από πολύ παλιά, μα από εκεί, που στέρεψε η δύναμή της. Αποφάσισε να λοξοκοιτάξει στο παρελθόν. Φόρεσε την μάσκα του αφηγητή, μήπως και αποστασιοποιηθεί από τα γεγονότα. Η φωνή έπρεπε να είναι στρωτή, αν και η γλαφυρότητα της περιγραφής, δεν ήταν αναγκαία. Μέσα στο νερό, είδε την πρώτη σκηνή να ζωντανεύει.
«Μια φορά και έναν καιρό…
Σταμάτησε, λάθος επιλογή αρχής. Με αυτό τον τρόπο, έδινε την εντύπωση, πως επρόκειτο για παραμύθι. Η δική της ιστορία, ήταν πέρα για πέρα πραγματική. Για αυτό τον λόγο, υιοθέτησε και έναν δεύτερο ρόλο, αυτόν του μάρτυρα, διατεθειμένου ανά πάσα στιγμή να ορκιστεί, πως λέει την αλήθεια και μόνο αυτήν, χωρίς φόβο και πάθος. Ήταν παρούσα σε όλες τις στιγμές, για αυτό και τις μεταφέρει με ακρίβεια.
«Είναι καιρός-ναι βέβαια, αρκετός θα έλεγα- από όταν συνέβη ό, τι απευχόμουν. Η ώρα αναβόσβηνε στο ηλεκτρονικό ρολόι. Την έλεγξα μόνο για να επιβεβαιώσω, πως η νύχτα ήταν ακόμα στο αμήχανο μέσο της. Πολύ νωρίς για να σηκωθώ, πολύ αργά για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Ο μετά δόξης και τιμής σύζυγός μου, βαριανάσαινε στο επίπεδο ύπνου, που ζήλευα να φτάσω. Εδώ και μέρες, απλά λαγοκοιμόμουν, οι έννοιες δεν με άφηναν να ησυχάσω».
Διέκοψε πάλι την σταθερή πορεία αναδρομής, σημάδι μη διαχειρίσιμης νευρικότητας.
***
Από την ιστορία της Μαρίνας...
Μια νύχτα όλο μυρωδιές και χρώματα, από γαρύφαλλα και νεραγκούλες. Από πού την οσμίστηκαν τόσο μακριά και ζήλεψαν τα κάλλη της; Έγιναν μια φορά, καταπατητές της. Φωτοχυσία από ανατινάξεις, σε γέφυρες και τρένα. Επίδειξη δύναμης, στόχοι υψίστης σημασίας, αδιάλλακτοι ζηλωτές της δουλείας. Το επόμενο κιόλας πρωί, παρέλασαν στην πόλη με τανκς. Αγκυλωτοί σταυροί και σβάστικες, κοσμούσαν τις στρατιωτικές στολές τους. Ίχνος μεσογειακού ταπεραμέντου, χαρακτηρισμένοι από τη βλοσυρότητα ψυχρών λαών.
Τα μικρά αγόρια που πουλάνε τις εφημερίδες, δεν διαλαλούνε τώρα την πραμάτεια των γραμμάτων. Τις κουνάνε μόνο πέρα δώθε με δύναμη και είναι σαν να λένε χίλιες λέξεις, όλες ηχούν σαν ολοφυρμός. Στεγνά όμως τα μάτια και αν κάποια από αυτά υγράθηκαν, είναι από το ανεπαίσθητο αεράκι και όχι από φόβο. Ο Ορέστης πλήρωσε λίγες δεκάρες, για να διαβάσει τις πιο άσχημες ειδήσεις που έγραψε ποτέ φυλλάδα ‘Απροκλήτως οι Γερμανοί επετέθησαν κατά των ανατολικών συνόρων μας. Ο στρατός αμύνεται υπέρ της πατρίδος. Ήρχισαν εχθροπραξίαι’. Έτρεξε κατευθείαν στο μπακάλικο. Ήθελε να αγοράσει, όσα περισσότερα εφόδια μπορούσε.
«Άργησες σήμερα. Μα τι είναι όλα αυτά τα ψώνια; Η Ρένα κοίταξε με ανησυχία τα τρόφιμα.
«Άσε τα λόγια γυναίκα και βοήθησε με να τα κατεβάσω στην αποθήκη του καταφυγίου».
«Εντάξει, δώσε μου όμως μια εξήγηση. Γιατί είσαι έτσι αλαφιασμένος;
«Μπήκαν στην πόλη μας οι Γερμανοί. Σου αρκεί αυτό για να δικαιολογήσεις την συμπεριφορά μου; Δεν συνηθίζεσαι ο Ορέστης να την αποπαίρνει, τώρα όμως, δεν υπήρχε χώρος για παρεξηγήσεις.
«Εμείς τι κάναμε, τους καλωσορίσαμε; δεν σκόπευε η Ρένα, να κρύψει την ειρωνική της διάθεση, απέναντι στην τότε κυβέρνηση.
«Μπορείς να το πεις και έτσι. Η κατάσταση θα δυσκολέψει πολύ, τούτοι δω είναι αδίστακτοι. Ο κόσμος συνωστίζεται στα λιγοστά καταστήματα, που βρίσκει ανοιχτά. Πήγα στο μαγαζί του συμπέθερου. Ευτυχώς ο πατέρας του Άρη, μας νοιάζεται. Τον παρακάλεσα να μας κρατήσει όσες ποσότητες γίνεται. Θα μας τις φέρνει ο γαμπρός μας σιγά σιγά. Δεν φανταζόμουν, πόσο χρήσιμο μπορεί να αποδειχθεί, το να συγγενέψεις με έμπορο και μάλιστα ιδιοκτήτη δυο καταστημάτων. Πόσο ανόητος ήμουν στα αλήθεια, που ήθελα γιατρό ή δικηγόρο, στο πλευρό της. Αχρείαστοι είναι σε αυτές τις εποχές. Οι αρραβώνες της θυγατέρας μας, αποδεικνύονται σωτήριοι» είπε ο Ορέστης ανακουφισμένος.
Η Ρένα θαύμασε τον τρόπο που ο άνδρας της, στοίβαξε τις προμήθειες, ανά κατηγορία. Δοχεία με λάδι, σακιά με ζάχαρη και αλεύρι, ζυμαρικά, κονσέρβες, μπαχαρικά και όσπρια. Οι νέες προσθήκες, ήταν κυρίως ζαρζαβατικά, σαπούνια και λουκάνικα.
«Ένα μικρό μαγαζάκι, ακριβώς κάτω από τα δωμάτιά μας! αναφώνησε η Ρένα. «Ευτυχώς είσαι διορατικός, σου είμαι ευγνώμων που συνέλεξες έναν μικρό θησαυρό. Θα ναι καιρός που τα συγκεντρώνεις».
«Μόνο καιρός; ενάμιση χρόνο τώρα, που ο Χίτλερ φανέρωσε απροκάλυπτα τις διαθέσεις του, για μια Γερμανία με σύνορα τις άκρες της Ευρώπης, έκανα το κουμάντο μου».
«Αν και με αποπήρες προηγουμένως, σου αξίζει μια ένθερμη αγκαλιά. Δεν θέλω να σηκώνεις το βάρος όλης της οικογένειας πάνω σου». Είχε δίκιο η Ρένα, έτσι ακριβώς ένιωθε, για αυτό τον παίδευαν οι αϋπνίες.
«Θέλω να σας προστατέψω, να κάνω ότι μπορώ για να προλάβω πιθανούς κινδύνους, γιατί δυστυχώς τον πιο απειλητικό, δεν μπορώ να τον αποτρέψω». Στάθηκαν κάμποσοι ώρα αγκαλιασμένοι, όπως τότε, που νέοι ακόμα, ήρθαν για πρώτη φορά κοντά, αρκετούς μήνες μετά το γάμο τους, αποτέλεσμα ενός βεβιασμένου προξενιού.
***
Στην ιστορία της Ιοκάστης...
Τα χρόνια πέρασαν, σαν πιστή αντιγραφή των προηγούμενων, όπως κυλάει η καθημερινότητα για όλους τους μικρούς ή μεγάλους ήρωες της ζωής. Η Αρετή αφοσιώθηκε στην συλλογή στιγμών, που τα χείλη της διέγραφαν αβίαστα, ένα αληθινό χαμόγελο. Τις μέρες που ο Δάντης, αφοσιωμένος στις δουλειές του, έλειπε σε ολιγοήμερα ή μεγαλύτερης διάρκειας ταξίδια, το οξυγόνο έμπαινε σαν εξατμισμένο ροδόνερο στα πνευμόνια της. Έκλεινε τις πολύτιμες αυτές στιγμές, σε ένα τόσο δα φανταστικό σπιρτόκουτο. Τις άγριες νύχτες που σκέπαζαν ακόμη και το φως της ημέρας, φώτιζε με αυτές το απάγκιο του ναυαγισμένου μυαλού της. Πάλευε σθεναρά με την Σκύλα και την Χάρυβδη. Στην δική της Οδύσσεια, είχαν την μορφή του συζύγου και της αδερφής του. Η Ελένη βέβαια, παρακολουθούσε άγρυπνα κάθε λέξη και κίνησή της, με διακριτικότητα όμως πια και επιείκεια. Τα παιδιά είχαν μεγαλώσει και δεν έπρεπε να αντιληφθούν επ΄ουδενί, την ωμή ψυχολογική και σωματική βία, που έβρισκε ασφαλές καταφύγιο στο σώμα και την ψυχή της νύφης της, κυρίως από τον Δάντη, στιγμές όμως και από την ίδια, τον ηθικιστή της οικογένειας. Στην οικία Δελλή, ο ταρτουφισμός τρεφόταν και αναρριχούταν, σαν σαρκοβόρο φυτό, διψούσε για δάκρυα και αίμα.
Απαλλαγμένη από κολασμούς, η Αρετή καμάρωνε την εξωτερική και εσωτερική ομορφιά των παιδιών της. Κάθε φορά που τα κοιτούσε, ένιωθε ευδαιμονία. Σκεφτόταν πως άξιζαν κάθε θυσία. Πως τόσο η σιωπή όσο και η αδιάκοπη προσπάθειά της να μην αντιληφθούν το μαρτύριό της, έπρεπε πάση θυσία να συνεχιστούν.
Η αγαπημένη της Ελπίδα, δεκαεννέα χρόνων πια, ήταν μια περιζήτητη νύφη για κάθε αποκατεστημένο νέο της εποχής. Όμορφη, καθ εικόνα και ομοίωση της μητέρας της, είχε μια ευγένεια ψυχική και αυτό, πρόσδιδε ένα ακόμη στοιχείο, στην ούτως ή άλλως βασιλική ομορφιά της. Η εκπαίδευσή της, όπως και των αδερφών της, ανταποκρινόταν στην απαιτητική και ιδιαίτερα δύσκολη μόρφωση της νέας εκατονταετίας, η οποία είχε μόλις πατήσει το κατώφλι όχι μόνο της ελληνικής πρωτεύουσας, αλλά και ολόκληρου του διαφωτισμένου και μη κόσμου. Ήξερε γραφή και ανάγνωση, μιλούσε απταίστως την γαλλικήν, κατείχε αρίστως την τέχνη των οικοκυρικών και ο όρος ιδανική σύζυγος, ήταν αυτός που ο ευνοούμενος κύκλος των πλουσίων, της έδινε παμψηφεί.
Στόχοι και επιδιώξεις:
Ε.Μ.: Να μου δοθεί το έναυσμα να συνεχίσω.
Να καθιερωθώ στις ψυχές αναγνωστών και στην υπόληψη συγγραφέων.
Όνειρα:
Ε.Μ.: Αμέτρητα, που αφορούν την προσωπική μου ζωή, την επαγγελματική μου σταδιοδρομία, την εύρεση της ευτυχίας, μα... όνειρα!
[1] Το μυθιστόρημα αποτελείται από τρεις αυτοτελείς ιστορίες γυναικών σε διαφορετικές χρονικές περιόδους ενώ η μεταξύ τους σύνδεση αποκαλύπτεται στις τελευταίες σελίδες.
Δείτε κι αυτό:
«Είμαι μονίμως ερωτευμένη!», Έλσα Μαγγανάρη
Δείτε κι αυτό:
«Είμαι μονίμως ερωτευμένη!», Έλσα Μαγγανάρη