Του Κωνσταντίνου Βαρδή
«Δείξε μου…» η δίψα για γνώση ήταν αποτυπωμένη το βλέμμα μου.
Εκείνος ξεφύσησε σα να διασκέδαζε με την ανυπομονησία μου και απάντησε. «Κάθε πράγμα στην ώρα του. Πρώτα…» γύρισε στο πλάι δείχνοντάς μου το τοπικό εστιατόριο «Θα γεμίζουμε τα στομάχια μας γιατί έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.» Τον κοίταξα με επιφύλαξη. «Μην ανησυχείς. Ένα μήνα που βρίσκομαι εδώ έχω φάει αρκετές φορές και ποτέ δεν έχω πάθει τίποτα.»
Συμφώνησα κάνοντας επαναφορά του εγκεφάλου μου στις εργοστασιακές ρυθμίσεις. Καθίσαμε στο φαγάδικο όπου σέρβιραν τοπικές λιχουδιές. Δεν νομίζω πως έχει νόημα να σας περιγράψω πώς ήταν διακοσμημένος εσωτερικά ο χώρος. Αυτές ήταν λεπτομέρειες που ο εγκέφαλός μου δεν ήταν σε θέση να συγκρατήσει. Το φαγητό όμως ήταν νόστιμο. Αυτό το θυμάμαι. Σχεδόν, μπορώ να αισθανθώ την γεύση του να επανέρχεται στον ξερό μου ουρανίσκο.
Η σερβιτόρα ήρθε και καθάρισε το τραπέζι μόλις αδειάσαμε τα πιάτα μας. Πλέον όλος ο πάγκος ανήκε σε εμάς. Ο Ντάνι άπλωσε τον χάρτη του, αδιαφορώντας για τους τριγύρω, πάνω στην ξύλινη επιφάνεια. Στην αρχή τρόμαξα αλλά διαπίστωσα πως κανείς δεν ασχολιόταν μαζί μας. Ηρέμησα και άφησα τα λόγια του φίλου και συνεργάτη να με παρασύρουν.
Από την τσέπη του πουκαμίσου έβγαλε ένα σημειωματάριο και το άνοιξε. Ήταν γεμάτο ζωγραφιές με μαύρο γραφίτη και σχέδια που έμοιαζαν ακαταλαβίστικα στους αδαείς. Αυτός χαμογέλασε. Μελετούσε πολλά χρόνια το συγκεκριμένο έκθεμα και είχε μαζέψει όσες πληροφορίες χρειαζόταν για να ξεκινήσει. Φωτογραφίες, ντοκουμέντα, θεωρίες και άλλες συνωμοσίες τον είχαν οδηγήσει στο συμπέρασμα πως το αίνιγμα δεν είχε λυθεί ακόμη. Πολλά ερωτήματα παρέμεναν αναπάντητα κατά την άποψή του, και τώρα πια και δική μου. Τα επιχειρήματά του ήταν σωστά, ή τουλάχιστον έτσι θεωρούσα. Στο τέλος σήκωσε το κεφάλι και κοιτώντας με στα μάτια με ρώτησε.
«Λέω πως πρόκειται να γράψουμε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία!» του απάντησα γεμάτος χαρά και μαζέψαμε τα σχέδια βάζοντάς τα με θριαμβευτική διάθεση στους σάκους μας.
Βγήκαμε από το εστιατόριο και συναντήσαμε τον άνθρωπο που θα μας μετέφερε μέχρι την κοιλάδα των βασιλέων. Η απόσταση που είχαμε να διανύσουμε ήταν πραγματικά τεράστια. Τι λιγότερο να περιμένει κανείς σε μία αχανή έκταση όπως αυτή της Αφρικανικής ηπείρου; Ούτε λίγο, ούτε πολύ απείχαμε σχεδόν εξακόσια χιλιόμετρα από το όνειρο. Οκτώ βασανιστικές ώρες ταξιδιού κάτω από τον καυτό, σαν λιωμένο μολύβι, ήλιο. Το ταξίδι σε αυτή την τοποθεσία απαγορευόταν, αλλά ο άνθρωπος που θα μας μετέφερε ως εκεί δεν ήταν κάποιος τυχαίος. Μας είχε εξυπηρετήσει αρκετές φορές εισπράττοντας το ανάλογο αντάλλαγμα. Ήταν ντόπιος και γνώριζε τα κατατόπια και πώς να ελιχθεί για να μην έχει μπλεξίματα. Δεν ήταν και το καλύτερο παιδί.
عزازيك
Το ταξίδι άρχισε. Στην αρχή χάζευα τις ατελείωτες εκτάσεις προσπαθώντας να βρω κάτι να σκοτώσω την ώρα μου. Με τον Ντάνι είχαμε συζητήσει τα πάντα στις δύο πρώτες ώρες. Μετά τα θέματα είχαν τελειώσει οπότε είχαμε αρκεστεί κι οι δύο στο ατένισμα του ατελείωτου ουρανού. Η μονότονη βοή του μοτέρ του αυτοκινήτου είχε εισβάλει τόσο καλά μέσα στον εγκέφαλό μου που σε κάθε ανοιγόκλεισμα των ματιών η εικόνα του οχήματος έπαιρνε σχήμα και μορφή μέσα στο απόλυτο σκοτάδι του μυαλού μου. Λίγο αργότερα τα βλέφαρά μου βάρυναν μέχρι που βυθίστηκα σε λήθαργο γλυκό και μεθυστικό από την πολλή ζέστη. Ακόμη και στον ύπνο μου ονειρευόμουν πως οδηγούσα εκείνο το παλιάμαξο που βούιζε σαν σμήνος παγιδευμένων μελισσών μέσα στις σκέψεις μου.
Ένα απότομο τράνταγμα ήταν αρκετό για να πεταχτώ σαν ελατήριο χτυπώντας στην οροφή της λιμουζίνας μας. Ο οδηγός γέλασε αποκαλύπτοντας τα χρυσά του δόντια που γυάλισαν κάτω από το ημίφως της ημέρας. Κοίταξα έξω. Είδα, πίσω από το παράθυρο, τον ήλιο και το φεγγάρι να μοιράζονται τον ίδιο ουρανό. Να στέκονται αντικριστά στα δύο σημεία του ορίζοντα σαν αρχαίοι πολεμιστές έτοιμοι να ξεχυθούν σε μάχη.
Από τον καθρέπτη του αυτοκινήτου είδα το βλέμμα του οδηγού να έχει καρφωθεί πάνω μας. Ίσως τον ενοχλούσε η μυρωδιά μας. Ήμουν ιδρωμένος. Ένιωθα την ανάσα μου βαριά καθώς το δέρμα μου γυάλιζε. Παρέμεινα ξύπνιος βυθισμένος στις σκέψεις μου. Έπρεπε να ήμουν προετοιμασμένος ψυχολογικά καθώς η παράνομη είσοδος σε πυραμίδα δεν ήταν η ευκολότερη δουλειά που μπορούσε να κάνει κάποιος.
Η ώρα κύλησε γοργά και όταν συνειδητοποίησα πού βρισκόμασταν ο ήλιος είχε σχεδόν δύσει κι εμείς απείχαμε μοναχά μερικά χιλιόμετρα από την κοιλάδα των βασιλέων. Σε λίγο θα ήταν σκοτάδι. Όχι, δεν ήταν λάθος ο υπολογισμός μας. Αυτή ήταν η καλύτερη ώρα για να περάσεις απαρατήρητος μέσα σε μια πυραμίδα. Θα σταματούσαμε πέντε χιλιόμετρα πιο πίσω και θα συνεχίζαμε απαρατήρητοι από ένα απόμερο μονοπάτι μακριά από τα βλέμματα των φρουρών του τοπικού φυλακίου. Ήταν δύσβατο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Εκεί απέκτησα ακόμη ένα σημάδι στη δεξιά φτέρνα που μαρτυρούσε τα κατορθώματά μου.
Σταματήσαμε και κατεβήκαμε. Τότε μόνο είδα πως όλη αυτήν την ώρα ο οδηγός δεν είχε ανάψει καθόλου τα φώτα του αυτοκινήτου. Λογικό. Αφού πήραμε τους ταξιδιωτικούς μας σάκους από την μπαγκαζιέρα σταθήκαμε στην αρχή του μονοπατιού. Κοιτάξαμε πίσω μας τον οδηγό που μας χαιρέτησε με ένα χαμόγελο. Έβαλε πρώτη, κάνοντας το σασμάν να βογκήξει, και απομακρύνθηκε αργά από εμάς σηκώνοντας ένα μικρό σύννεφο άμμου.
Κοίταξα τον Ντάνι στα μάτια. Στρέψαμε το κεφάλι μας στο μονοπάτι που χανόταν πίσω από σκόρπια χαλάσματα. Κάπου εκεί βρισκόταν η λαμπρή μας ανακάλυψη που περίμενε να ξεσκεπαστεί. Περπατήσαμε αρκετή ώρα προσέχοντας να μην χτυπήσουμε κάπου. Όπως είπα και πριν όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Τα πόδια μου είχαν γεμίσει πληγές και το ίδιο του Ντάνι. Παρόλα αυτά δεν το βάλαμε κάτω. Σε λίγο μπορούσαμε να δούμε την κορυφή της πυραμίδας να ξεχωρίζει ανάμεσα στις υπόλοιπες. Μέχρι εκείνη τη στιγμή υπήρχε ηρεμία και το βουητό του αέρα. Κάποιες αναμοχλεύσεις της ερήμου και ξερόμπαλες από μπλεγμένα κλαδιά παρασύρονταν στις ριπές του ανέμου που είχε αρχίσει να δυναμώνει. Η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά αναγκάζοντάς μας να φορέσουμε από μία ζακέτα για αρχή.
Ένα χιλιόμετρο, περίπου, πιο κάτω ακούσαμε και ανθρώπινους ψιθύρους να καταφθάνουν στα αυτιά μας. Γνωρίζαμε πως πλέον βρισκόμασταν πολύ κοντά παρόλο που η κορυφή της πυραμίδα είχε χαθεί μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Ένα χιλιόμετρο ακόμη, το πολύ, και θα φτάναμε επιτέλους στην είσοδο του ναού. Αυτό όμως που έπρεπε να κάνουμε εκείνη τη στιγμή ήταν να περπατήσουμε πιο αθόρυβα και προσεκτικά κι από γάτες. Έτσι αργά και βασανιστικά πέρασε το χιλιόμετρο κάνοντας δύο φορές σε χρόνο για να διανύσουμε το τελευταίο χιλιόμετρο από όση ώρα κάναμε για να διανύσουμε τα τέσσερα.
Επιτέλους η πύλη της πυραμίδας σηκωνόταν ψηλά λίγα μέτρα μπροστά μας. Από πάνω έστεκε, σαν άγρυπνος φρουρός, το φεγγάρι που χανόταν πίσω από τα σκόρπια σύννεφα. Αυτό ήταν καλό. Θέλαμε να έχει σύννεφα εκείνο το βράδυ γιατί παρόλο που είχαμε πάει νύκτα, όπως είναι γνωστό οι πυραμίδες δεν έχουν σκιά, θέλαμε την απόλυτη κάλυψη που μπορούσε να μας δώσει η φύση. Τι κι αν το περίπολο βρισκόταν εκατό μέτρα μακριά, δεν θα παίρναμε το ρίσκο να τα τινάξουμε όλα στον αέρα.
Πλησιάσαμε, αφού συρθήκαμε σαν σαύρες, ακριβώς μπροστά της. Δεν υπήρχε περίπτωση να μπούμε από εκεί και το ξέραμε. Απλά αυτό ήταν το μοναδικό σημείο από το οποίο έπρεπε να περάσουμε για να πάμε στο πλάι. Γιατί στο πλάι; Θα σας πω ένα μυστικό. Οι πυραμίδες ήταν φτιαγμένες ώστε να μην ανοίγουν από έξω, παρόλο που υπήρχε πόρτα. Ήταν το τέλειο κλείδωμα. Μια πόρτα, χωρίς εξωτερική κλειδαριά και κανένας τρόπος να την ανοίξεις. Άρα, πώς στα κομμάτια την κλείδωναν από μέσα; Μπορείτε να φανταστείτε; Μην σας κουράσω άσκοπα. Θα σας το αποκαλύψω εγώ.
Αναλόγως τον νεκρό που είχαν θάψει μέσα στην πυραμίδα και το αξίωμα που κατείχε κατασκεύαζαν και την δομή του κτίσματος. Στο τέλος έκλειναν μέσα τον τελευταίο χτίστη για να κάνει απόρθητη εσωτερικά την εξωτερική πύλη ώστε να παραμείνει ασύλητος ο ναός. Όταν τελείωνε η δουλειά του περίμενε λίγες ώρες, ίσως και μέρες, μέχρι να ενεργοποιηθεί ένας μηχανισμός όπου θα του αποκάλυπτε τη μυστική έξοδο την οποία γνώριζε μονάχα ο κατασκευαστής και πλέον ο άτυχος χτίστης. Και λέω άτυχος γιατί συνήθως αυτό ήταν ένα ψέμα. Ο μηχανισμός δεν ενεργοποιούταν ποτέ καταδικάζοντας τον χτίστη σε τραγικό θάνατο από παράνοια και αυτοκτονία. Δεν είναι τυχαίο που σε κάθε ανασκαφή πυραμίδας όλα τα δωμάτια βρίσκονται σε κατάσταση λεηλασίας καθώς και τα υπάρχοντα που είχαν τοποθετηθεί για να συντροφεύουν το μοναχικό ταξίδι του νεκρού στον άλλον κόσμο. Σπασμένες πήλινες κατασκευές, αναποδογυρισμένα έπιπλα, ξεφτισμένες τοιχογραφίες είναι μόνο μερικά από τα ευρήματα κάθε ανοιγμένου τάφου, ακόμη κι αν είναι ασύλητος. Αυτά στους πιο χαμηλόβαθμους, αξιωματικά, νεκρούς.
Στους βασιλιάδες, επειδή φοβόταν την λεηλασία του ίδιου του νεκρού, φρόντιζαν όντως να υπάρχει μυστική έξοδος. Αλλά… υπάρχει και ένα μεγάλο αλλά. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Ο τελευταίος χτίστης μόλις έβρισκε τη μυστική έξοδο, του λαβυρίνθου, τον περίμενε μία δυσάρεστη έκπληξη. Ο ίδιος ο κατασκευαστής, όπου είχε κάνει τα σχέδια, τον περίμενε εκεί για να δώσει ένα τέλος στην ασήμαντη ζωή του. Δεν μπορούσε, βλέπεις, να ρισκάρει την διαρροή μιας τόσο σημαντικής λεπτομέρειας. Και πού να ακούσετε την πιο τραγική ακόμη ειρωνεία. Οι συγγενείς του νεκρού βασιλιά πλήρωναν με το ίδιο νόμισμα τον κατασκευαστή, φροντίζοντας ώστε το μυστικό να χαθεί στην λήθη του χρόνου, καθώς θεωρούσαν πως –πλέον– γνώριζε πολλά. Τραγικό; Κι αστείο μαζί, θα έλεγα…
Αυτός, λοιπόν, δεν ήταν ένας τυχαίος ναός. Αυτός ήταν ο ναός του γνωστότερου Φαραώ της Αιγύπτου, του Τουταγχαμών! Κι αφού ο Χάουαρντ Κάρτερ δεν βρήκε δεύτερο νεκρό μέσα στα δωμάτια, όταν ανακάλυψε τον τάφο στις τέσσερις Νοεμβρίου του 1922, τότε είχαμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως η θεωρία μας ήταν σωστή για το μυστικό πέρασμα αυτής της πυραμίδας.
Αφού συρθήκαμε, σαν σκουλήκια, στο ξερό χώμα γύρω από τις πέτρινες πλάκες, φτάσαμε σε ένα σημείο όπου έμοιαζε με εγκοπή. Τι κι αν ήταν σκοτάδι; Μαζί μας είχαμε και τα κιάλια νυχτερινής όρασης. Το μόνο που χρειαζόμασταν ήταν ένα πολύ ελαφρύ φως, ακόμη κι αν αυτό ήταν από το σχεδόν σβησμένο φεγγάρι. Τα φορέσαμε. Τα πάντα έλαμψαν με ένα πράσινο χρώμα. Δεν θα πω ότι παιδευτήκαμε πολύ να βρούμε το πέρασμα καθώς η μελέτη που είχαμε κάνει εγώ κι ο Ντάνι, στο συγκεκριμένο θέμα, απέδωσε καρπούς. Ίσως να μην τα καταφέρναμε αν δεν είχαμε βέβαια μαζί μας και τον απαραίτητο εξοπλισμό. Αυτό ήταν που έκανε εμένα και τον Ντάνι διαφορετικούς από τους υπόλοιπους ερευνητές όπου με απέρριπταν. Είχα αφιερώσει τη ζωή μου σε αυτό που αγαπούσα επενδύοντας σε προσωπικό εξοπλισμό για να γίνω καλύτερος -και το είχα καταφέρει. Με υπέρυθρες ακτίνες σάρωνα το έδαφος αναλύοντας το βάθος και την σύστασή του. Ήταν θέμα χρόνου να εντοπίσω κάποιες ενδείξεις όπου θα μου έδειχναν διαφορές από την υπόλοιπη επιφάνεια.
Για μια στιγμή το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου. Το περίπολο περνούσε σχεδόν δέκα μέτρα δίπλα μας. Ευτυχώς δεν είχαν σκυλιά μαζί τους. Κράτησα την αναπνοή μου και έκλεισα τα μάτια μου πατώντας το κουμπί απενεργοποίησης της συσκευής. Ένιωσα τον Ντάνι δίπλα μου να κείτεται ακίνητος σα νεκρός. Περίμενα λίγο και… ευτυχώς δεν μας αντιλήφθηκαν. Οι ομιλίες τους έσβησαν καθώς απομακρύνονταν μέχρι να έρθει ξανά η ώρα να περάσουν λίγο αργότερα. Βιαστήκαμε εστιάζοντας στο σημείο όπου θεωρούσαμε πως βρισκόταν η μυστική είσοδος. Το μηχάνημα επιτέλους εμφάνισε στην οθόνη την επιθυμητή ένδειξη. Ακριβώς κάτω από το σημείο από το οποίο κυλιόμασταν εντοπίστηκε μεγάλο βάθος με πολύ πιο αραιή πυκνότητα. Έστριψα τον αισθητήρα με τέτοια κλίση για να εξετάσω τα υπόγεια τοιχώματα της πυραμίδας. Αυτό που αναζητούσα ήταν ακριβώς δίπλα μου. Η κατασκευή, κατά μήκος ήταν χτισμένη με βαριές πλάκες ενός τόνου σε βάρος, εκτός από ένα μικρό σημείο στο οποίο μου έβγαζε κενό. Θα μπορούσε να μην ήταν και τίποτα. Τόσες χιλιάδες χρόνια είχαν περάσει άλλωστε. Είχαμε διανύσει όμως γύρω στα εκατό μέτρα κατά μήκος της πυραμίδας ψάχνοντας εξονυχιστικά για αυτό το άνοιγμα.
Κοίταξα το ρολόι μου και ήταν μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Είχαμε πέντε ώρες μέχρι να φανούν οι πρώτες ακτίνες του ηλίου και μόνο μία ευκαιρία να τα καταφέρουμε. Βγάλαμε από τους σάκους μας τα κατάλληλα εργαλεία και αρχίσαμε το σκάψιμο θυμίζοντας απόδραση από φυλακές. Είναι πραγματικό θαύμα το τι μπορεί να επιτύχει κάποιος άνθρωπος μέσα στη νύχτα και χωρίς να τον πάρει κανείς χαμπάρι, σκάβοντας ολόκληρα τούνελ μόνο με ένα κουτάλι. Εμείς ευτυχώς είχαμε πολύ περισσότερα από ένα σερβίτσιο κουζίνας. Τα χέρια μας είχαν πάρει φωτιά και κατά τις τέσσερις το ξημέρωμα είχαμε ολοκληρώσει σχεδόν τη μισή δουλειά. Οι φύλακες είχαν περιοριστεί σε λιγότερο από τους μισούς αφού οι υπόλοιποι είχαν αποχωρήσει στα καταλύματά τους αφήνοντας μόνο έναν όρθιο για σκοπιά.
Τα χέρια μου είχαν γεμίσει φούσκες κι εκδορές. Αν δεν σπάσεις τα αυγά δεν θα φτιάξεις ομελέτα λέει μια παροιμία αν και δεν ήταν ώρα για τέτοιους παραλληλισμούς. Προσπαθούσα όμως να αποβάλω την ιδέα του να μην τα καταφέρουμε καθώς με τα μάτια της φαντασίας μου μπορούσα να δω τον καυτό ήλιο να ξεπροβάλει πίσω από τα πυκνά βουνά αποκαλύπτοντας εμένα και τον Ντάνι, δύο τρελούς, να σκάβουν στο πλάι της πυραμίδας. Θα είχαμε σοβαρά προβλήματα με τον νόμο. Φυλάκιση για κατασκοπεία και δυστυχώς είχαμε πάνω μας όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό για να επιβεβαιωθούν οι κατηγορίες μας.
Με τις άκρες των δακτύλων μου μπορούσα επιτέλους να πιάσω την οπή εκείνη για την οποία σκάβαμε μανιωδώς. Έχωσα μέσα το σκαπτικό μου και άρχισα να σπρώχνω με δύναμη για να αφαιρέσω τις πέτρες και το ξεραμένο χώμα. Ναι, τελικά είχαμε δίκιο! Μία τετράγωνη οπή, γύρω στους πενήντα πόντους σε κάθε πλευρά, σαν παράθυρο, ήταν χτισμένη σε βάθος. Αυτή ήταν η είσοδος και επιτέλους την είχαμε βρει.
Μόλις ξεπρόβαλαν οι πρώτες ακτίνες ακούσαμε το εμβατήριο του φυλακίου να παίζει από τα μεγάφωνα. Πλέον ήμασταν ορατοί στα μάτια του περίπολου αλλά δεν είχε και τόση σημασία. Το χώμα είχε αφαιρεθεί με επιτυχία και ο Ντάνι βρισκόταν ήδη μέσα στο άνοιγμα. Μπήκε με τα πόδια και έμοιαζε σα να τον καταπίνει η πυραμίδα μόλις χάθηκε η μέση, μετά οι ώμοι και στο τέλος το κεφάλι του.
«Πρέπει να μπεις!» τον άκουσα να λέει και δεν έχασα ευκαιρία. Πριν από αυτό όμως έπρεπε να καλύψω την είσοδο. Εύκολο! Έβγαλα από τον σάκο τη λινάτσα και την άπλωσα στην τρύπα που είχαμε ανοίξει. Ήταν ύφασμα ειδικά φτιαγμένο για αυτήν τη δουλειά, συγκεκριμένα, και δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος να την ξεχωρίσει ακόμη κι αν στεκόταν από πάνω της. Έριξα τα πράγματά μας στο πέρασμα και ο Ντάνι τα έπιασε. Μόλις χώθηκα μέσα, μου έδωσε το σακίδιό μου για να πάρω τον φακό μου. Τον άνοιξα και είδα το σκοτάδι να χάνεται αποκαλύπτοντας ένα άδειο δωμάτιο γεμάτο τοιχογραφίες από παραστάσεις της εποχής. Με ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη αντικρίσαμε ίχνη. Έσκυψα για να τα μελετήσω. Ήταν ανθρώπινες πατημασιές. Η φορά τους ήταν προς εμάς. Ήταν προς το σημείο από το οποίο μόλις είχαμε μπει. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και γελάσαμε. Αμέσως καταλάβαμε τι ήταν αυτό που κοιτάζαμε. Ήταν ο τελευταίος χτίστης ο οποίος είχε δραπετεύσει από τη μυστική έξοδο! Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος! Αισθανόμουν πως ζούσα σε εκείνη την εποχή μπαίνοντας για λίγο στη δύσμοιρη θέση αυτού του ανθρώπου. Τα πράγματα τελικά θα ήταν ποιο εύκολα για εμάς από ό,τι τα υπολογίζαμε. Δεν είχαμε παρά να ακολουθήσουμε, πολύ προσεκτικά, τα χνάρια μέχρι να φτάναμε στον νεκρικό θάλαμο όπου είχαν βρει τη σαρκοφάγο.
Μπροστά μας απλωνόταν ένας ατελείωτος λαβύρινθος με αμμώδες πάτωμα και τον κίνδυνο από εμάς να σβήσουμε τα ίχνη πατώντας πάνω. Έτσι φορέσαμε τις ειδικές σόλες. Φανταστείτε μία επιπρόσθετη σόλα, μεταλλικής κατασκευής, που δένει στο παπούτσι. Από κάτω έχει κολλημένες πέντε μυτερές πρόκες είκοσι πόντων ώστε να σε κρατάνε σε ισορροπία και όταν χώνονται μέσα στο μονοπάτι να αφήνουν άθικτα τα αποτυπώματα. Δική μου πατέντα κι αυτό!
Copyright © Κωνσταντίνος Ν. Βαρδής, 2015 All rights reserved
Διατίθεται ελεύθερα στο διαδίκτυο με άδεια Creative Commons, Αναφορά δημιουργού-Μη εμπορική χρήση-Όχι παράγωγα έργα
Το ανακαλύψατε τυχαία; Η ιστορία από την αρχή