…γράφει ο Θεόφιλος Γιαννόπουλος
«Δεν υπάρχουν πολλά γύρω μας που να μας γεμίζουν δύναμη ή να μας λεν άφοβα την αλήθεια», αναλογίστηκα στρεφόμενος ξανά στη ποιητική συλλογή που είχα ανοιχτή μπροστά μου. Και γεγονός είναι πως όσοι κατηγορούν τους ποιητές πως χρησιμοποιούν τις λέξεις μονάχα για να δραπετεύουν σε κόσμους ονειρικούς, ας ανοίξουν την καρδιά τους και ας διδαχτούν τα ηθικά διδάγματα από τα αποστάγματα ψυχής που μας προσφέρουν απλόχερα οι λέξεις τους…
…γιατί όπως είχε γράψει και ο Μανόλης Αναγνωστάκης «Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά».[1]
Στα χέρια κρατώ μια ανθολογία είκοσι δύο ποιητών και ποιητριών, τα έργα των οποίων αφιερώνονται στο «Έτος Μανόλη Αναγνωστάκη», όπως ανακηρύχτηκε το 2015. Ο ευγενικός μάλιστα σκοπός του βιβλίου προβλέπει πως μέρος των εσόδων από τις πωλήσεις θα διατεθούν στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό «Μικροί Εθελοντές».
Σώπασα και κοίταξα το εξώφυλλο. Δεν είχα ξεκαθαρίσει ακόμη αν είχα ανάγκη να μιλήσω ή να ακούσω. Όλα τους όμως ξεκαθάρισαν με το που αφέθηκε το βλέμμα μου στην πρώτη του σελίδα.
Εκεί που ήρθα αντιμέτωπος με το «εγώ» και το «εμείς».
Εκεί που ένιωσα τόσο το ανθρώπινο «Ευχαριστώ» του Δημήτρη Αλεξόπουλου όσο και το αίσθημα της απουσίας και της μοναξιάς, μες από τους στίχους του Ανδρέου Αραούζου.
Ψάχνοντας σχέδιο σωτηρίας, όμοιο με την εξομολόγηση της Άννας Βίτσα να μου τριβελίζει συνεχώς το νου: «Ζήσε Άνθρωπέ μου, ζήσε».[2] Πόσες φορές το ορκίστηκα όμως και πόσες συνέχισα απρόσκοπτα την ζωή μου κλείνοντας τα μάτια στα επιτηδευμένα λάθη… Μακάρι να διατηρούσα τα συναισθήματα μου ανεπηρέαστα απ’ το σκοτάδι της εποχής που έχει κλέψει την ελπίδα από τα μάτια μας… Μακάρι. Γιατί η αγάπη και η ανθρωπιά στέκουν πια όμοια με ξυστρίδια ανιδιοτέλειας[3], έτσι ακριβώς όπως τα όρισε στις γραφές της και η Σταυρούλα Γκούμα.
Και όσους κύκλους μέσα μου κι αν κάνω, πάντα καταλήγω στο συμπέρασμα της Βασιλικής Διαμάντη πως «Το ερώτημα καθάριο, η πίστη σακατεμένη / Στη σκοτεινιά είναι η καρδιά που αργοπεθαίνει».[4] Αφού αν δεν κατέχεις την ειλικρινή αγάπη που μας αποκαλύπτεται και μέσα από την γλαφυρή περιγραφή του Στέλιου Ευσταθίου, τότε δε θα βρεις ποτέ σου την αλήθεια. Σ’ αυτό δε θα σε βοηθήσει αν δε το θέλεις, ούτε «Η Γυναίκα με το παρασόλι» του Νίκου Ζαβόλα, ούτε στη «Κόρη» του Ιωσήφ Ιωσηφίδη.
Κι έπειτα, όταν ο κόσμος αυτός δε μπορεί να σε δεχτεί για την εμμονή σου για το δίκαιο, ν’ ακούς τον Νίκο Κατσαρό που σου λέει φιλικά «Κυνικά καρτερώ και μέσα μου χαμογελώ…»[5] Ειδάλλως την θλίψη σου πνίξε στην στοργική θάλασσα της Έλενας Σάββα Κιννή και σε γάμο ψυχών, φορώντας «…για βέρα την καρδιά»[6] του αγαπημένου σου ανθρώπου, όπως έπραξε και η Θάλεια Κοντού στο ποίημά της.
…ή ζήσε πλάθοντας τον ιδανικό φίλο, όπως ο Γιάννος Λαμπής και η Νίκη Πέσιη, που μονάχα αυτός θα σου στεκόταν στήριγμα αγέρωχο στις μέρες της κρίσης που μας περιγράφει η Σύλβια Λουκά.
Ο ιδεατός Φίλος και ο Ήλιος του καλοκαιριού ας είναι η δύναμη σου. Εκείνος που θα σου δώσει την παιδική ξεγνοιασιά που σου έλειψε και σαν φως μας μεταλαμπαδεύει ξανά το συναίσθημα αυτό η Εύα Πετροπούλου Λιανού. Γιατί τα καλοκαίρια είναι μπλε, σα το μελάνι της Σούζη Μακρή που μας έχτισε με τα λόγια της ένα νησί γεμάτο αναμνήσεις για να ξαποστάσουμε. Για να διαπιστώσεις στην ανεμελιά σου πως κάποτε η αθωότητά σου, σε έκανε εξωστρεφή και αυθόρμητο. Ενώ τώρα πια αποτελεί έφηβου κόπος μια τέτοια πράξη, όπως συνηγορεί και ο Γιάννης Νεοφύτου.
Μα εσύ μη κουραστείς από τη ζωή και μην φοβηθείς τον θάνατο. Μονάχα να αναλογίζεσαι σε κάθε σου πόνο την Μίκα Ντάκα που σου λέει «…λαθραία θε να φύγουμε / σαν παιδιά που το ‘σκάσαν / μια νύχτα απ’ το παράθυρο / κρατώντας τις αχτίδες των άστρων».[7] Γιατί άτιτλο έργο είναι της ζωής μας το πέρασμα, όπως και τα αιώνια «θέλω» του ποιήματος της Κατερίνας Παπουτσή και όμοια με της ψυχής την ροδαυγή της Κρίστια Παντελή.
Επειδή «εν αρχή ήν ο έρωτας / Πριν μάθει το όνομά σου / πριν ακούσεις τη φωνή του»[8], καθώς μας μυεί η Μαρίνα Σαβεριάδου στα μυστικά της.
Κι έτσι, με μια πνοή και τόσες απαντήσεις στο στέρνο, τελείωσε όμορφα ετούτο το ταξίδι. Δίχως να έχω ανάγκη να κρίνω και να κριθώ, μα μόνο για να μάθω ακόμη κι αν χρειαζόταν να καταδυθώ στα σκοτάδια μου... …ακόμη κι αν έπρεπε να θαμπωθώ κοιτώντας στο φως… Γιατί όπως σωστά καταθέτει κι ο ποιητής Χρήστος Τσαγκάρης, «Δύσκολο να ορίσεις, να σκεφτείς αυτό που σε τυφλώνει»[9]…
Δείτε κι αυτό:
Περισσότερα από τον Θεόφιλο Γιαννόπουλο:
Αναζητώντας δρόμο διαφυγής με τις λέξεις της Λένας Φατούρου...
Ανασαίνοντας «Το καλοκαίρι στο φάρο» της συγγραφέως Νατάσσας Καραμανλή
Με Φίλο οικείο τη Νοσταλγία του παλιού πόνου της ποιήτριας Αγγελικής Μπούλιαρη
Ο μπάρμαν
Ανασαίνοντας «Το καλοκαίρι στο φάρο» της συγγραφέως Νατάσσας Καραμανλή
Με Φίλο οικείο τη Νοσταλγία του παλιού πόνου της ποιήτριας Αγγελικής Μπούλιαρη
Ο μπάρμαν
[2] Σελ.15 «Αποστάγματα Ψυχής» Εκδ. Αναζητήσεις, 2015
[3] Σελ.17 «Αποστάγματα Ψυχής» Εκδ. Αναζητήσεις, 2015
[4] Σελ.19 «Αποστάγματα Ψυχής» Εκδ. Αναζητήσεις, 2015
[5] Σελ.36 «Αποστάγματα Ψυχής» Εκδ. Αναζητήσεις, 2015
[6] Σελ.41 «Αποστάγματα Ψυχής» Εκδ. Αναζητήσεις, 2015
[7] Σελ.55 «Αποστάγματα Ψυχής» Εκδ. Αναζητήσεις, 2015
[8] Σελ.63 «Αποστάγματα Ψυχής» Εκδ. Αναζητήσεις, 2015
[9] Σελ65 «Αποστάγματα Ψυχής» Εκδ. Αναζητήσεις, 2015