…γράφει ο Θεόφιλος Γιαννόπουλος
Τι θα έκανες αν έπρεπε να διαλέξεις ποιος θα πεθάνει και ποιος θα ζήσει;
Πόσες ενοχές θα είχες για την υπόλοιπη ζωή σου όταν γνώριζες εκ των προτέρων πως τα θύματα είναι αθώα παιδιά;
…κι έπειτα, πως θα αντιμετώπιζες άραγε μια φανατική αίρεση και πως την ψυχαναγκαστική αντίληψη κάποιων ατόμων για την αλλοπρόσαλλη συνύπαρξη της βίας με την αγάπη;
Είχαν περάσει αρκετές στιγμές από τότε που διάβασα τον Παγωμένο Άγγελο, μα τα ερωτήματα αυτά με κράτησαν άυπνο ως αργά. Φταίει που η ταύτισή μου με τα διλλήματα των ηρώων ξέφευγε αυτή τη φορά από τα όρια του βιβλίου. Γιατί είναι από τις στιγμές που ο συγγραφέας γίνεται εκείνος ο «από παλιά φίλος» που σου βάζει δύσκολα και σου ζητά απάντηση. Σου έχει προτείνει τη δική του, μα σου είναι ωστόσο αρκετή;
Κι όσο το σκέφτεσαι ξανά και ξανά, συνειδητοποιείς πως εκεί που έφτασε η δική σου λογική, έχει φτάσει ήδη κι εκείνος. Σου το έγραψε, το διάβασες και τώρα το κατανοείς ως κάτι δικό σου...
Έστρεψα πάλι το βλέμμα στο εξώφυλλο. Δεν αντιστάθηκα. Άνοιξα το βιβλίο ξανά και άρχισα ν’ αναζητώ -ή καλύτερα, να επιβεβαιώνω- και πάλι τις απαντήσεις στις οποίες είχα κατασταλάξει. Αυτές που από δικές του έγιναν σύντομα και δικές μου. Όπως διαπίστωσα, βρισκόταν παντού, από την πρώτη ως την τελευταία του σελίδα. Τακτοποιημένα όλα τους σε μια αρμονία, που κάθε λέξη, κάθε νέο στοιχείο και σκέψη που φαινομενικά μοιάζει με προσωπικό μονόλογο, κρύβουν πίσω τους και από ένα σκοτεινό ή δραματικό μυστικό.
Η αρχή γίνεται με την Μία Κρούγκερ, την ερευνήτρια της νορβηγικής αστυνομίας που το μεγάλο της όπλο είναι η καταπληκτική διαίσθησή της να συνδέει άμεσα τα γεγονότα ενός εγκλήματος, φτάνοντας αργά ή γρήγορα στον ένοχο. Η ιδιότητά της όμως αυτή στάθηκε ευχή και κατάρα στην πορεία της, μιας και της στέρησε όλα τ’ αγαπημένα της πρόσωπα. Σε κάθε της βήμα άλλωστε την συντροφεύει η φωνή της νεκρής αδερφής της:
Έλα, Μία, έλα. Έλα.
Στους πρωταγωνιστές συναντούμε επίσης τον Χάλγκερ Μούνκ, τον υπεύθυνο της ερευνητικής ομάδας των Ανθρωποκτονιών που παλεύει κι αυτός καθημερινά με τους δαίμονες της στάσιμης προσωπικής του ζωής. Όμως δεν θα αργήσει η στιγμή που ο δολοφόνος θα φροντίσει ώστε ο πόνος και η οδύνη των συγγενών των θυμάτων να αγγίξει και την δική του μοίρα…
Μ’ αυτούς ως κύριους ήρωες, -μα και σημαντικότατα πρόσωπα σε δευτερεύοντες ρόλους-, βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν αποτρόπαιο φόνο παιδιού, που η κατάστασή του και μόνο αποτελεί έναν άλυτο γρίφο. Ένα κορίτσι κρεμασμένο σ’ ένα δέντρο μ’ ένα σχοινάκι από αυτά που παίζουν τα παιδιά, με το σακίδιό της στην πλάτη και ένα σημείωμα γύρω από το λαιμό της με τις αινιγματικές λέξεις:
Ταξιδεύω Ασυνόδευτος/η.
Στα βιβλία της τσάντας της μάλιστα υπήρχε γραμμένο κι ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα, όπως άλλωστε και ένα άλλο, διαφορετικό, στην ετικέτα του παράξενου φορέματός της. Το μόνο που γινόταν κατανοητό απ’ αυτά για την αστυνομία, ήταν το περιεχόμενο του δεύτερου στοιχείου που αναφερόταν στο Ευαγγέλιο…
Η συνεχής δράση, η ενδοσκόπηση της ανθρώπινης φύσης των ηρώων και των σκέψεών τους, τα αδιέξοδα και οι αναπάντεχες εξελίξεις , συνθέτουν ένα σκηνικό που κρατά τον αναγνώστη σε διαρκή εγρήγορση και ενδιαφέρον ως το τέλος.
Μόνο έτσι θα μπορούσα να περιγράψω το γεγονός πως ταξίδεψα μέσα σε 543 σελίδες για δύο μέρες!
Έχει νυχτώσει για τα καλά και το βιβλίο έφτασε στο τέλος του για δεύτερη φορά σήμερα. Το κρατώ στα χέρια μου και ξέρω πως έχω συμφιλιωθεί μέσα μου, μα ακόμη διστάζω να το παραδεχτώ.
Το μόνο που όμως έχει μείνει ακόμη ως ανεξήγητα τρομακτικός αντίλαλος στ’ αυτιά μου, είναι τα κυνικά λόγια του δολοφόνου πως:
Δεν πρέπει να ξυπνάμε τα παιδιά όταν κοιμούνται…
Θεόφιλος Γιαννόπουλος
Οι πλαγιογραμμένες φράσεις είναι αποσπάσματα από το μυθιστόρημα
Ευχαριστώ τις εκδόσεις Διόπτρα και την Αλεξάνδρα Αυγερινού για την προσφορά του βιβλίου
Περισσότερα από/για τον Θεόφιλο Γιαννόπουλο: