...και γράφει η Κατερίνα Χαρίση
Πριν λίγες μέρες, προβληματίστηκα με την ανάρτηση ενός διαδικτυακού φίλου, ο οποίος με τη σειρά του προβληματιζόταν νυχτιάτικα με το αν όσοι έχουν παιδιά προσπαθούν να καταλάβουν τι τους φταίει και να τα καταλάβουν όταν κάνουν χαζομάρες, αντί να αρχίσουν τις φωνές. Βέβαια ο δικός του προβληματισμός προέκυψε μετά από ένα χρόνο συμβίωσης με ένα… σκύλο. Αλλά με έβαλε σε σκέψεις.
Την επόμενη μέρα η απάντηση μου ήρθε ουρανοκατέβατη και τόσο ολοκληρωμένη, λες και τη διάβαζα από κάπου. Βρισκόμουν όμως στο δρόμο και μέχρι να πάω σπίτι για να του απαντήσω, την είχα ξεχάσει. (Άλλη φορά θα παίρνω το σημειωματάριο μαζί μου Δάσκαλε, ξέρω!!)
Τελικά κατάφερα να συμμαζέψω το μυαλό μου και να γράψω αυτό που θα ήταν απάντηση -αν δεν είχαν περάσει τόσες μέρες και ο προβληματισμός του δε θα είχε πια μπαγιατέψει- και παρέα με το βιβλίο που μόλις τέλειωσα (και με έκανε έξαλλη από θυμό) τα γράφω όλα μαζεμένα.
Εμείς οι γυναίκες, εκτός από το μεγάλο καθρέφτη που έχουμε στην κρεβατοκάμαρα ή το σαλόνι μας για να κοιτάμε ολόκληρο το είδωλό μας, έχουμε και στην τσάντα μας ακόμα ένα μικρό καθρεφτάκι που «ζουμάρει» για να κοιτάμε όλες εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες και τις ατέλειές μας.
Αυτό το καθρεφτάκι είναι το παιδί μας. Τα παιδιά μας είναι μια μικρογραφία, μια μακέτα μας. Εμείς λοιπόν σα μεγάλοι μπορούμε να κρύψουμε τη δυστυχία μας γιατί έχουμε μάθει να πειθαρχούμε στα αισθήματά μας, όμως τα παιδιά δεν μπορούν γιατί δεν έχουν μάθει (ακόμα) να κάνουν κάτι τέτοιο.
Γι' αυτό και τα βλέπουμε να κάνουν όλα αυτά τα εκνευριστικά, τα σπαστικά πράγματα, τα λάθη, τη γκρίνια, τη ζημιά, ανήμποροι να τα βοηθήσουμε ή να τα κατανοήσουμε, μιας και αυτό που δείχνουν, είναι η δική μας δυστυχία (και οι αποτυχίες) σαν ένα ειλικρινές είδωλο ενός κάφρου καθρέφτη (να σεκαμωθεί άμεσα - Ιζνογκούντ).
Ζώντας λοιπόν μια ζωή που στη συντριπτική πλειοψηφία μας δεν έχουμε επιλέξει, αλλά μας έχει επιβληθεί άμεσα ή έμμεσα από το ευρύτερο περιβάλλον μας γενικότερα και από το στενό οικογενειακό μας κύκλο ειδικότερα, έχουμε εξελιχθεί σε δυστυχισμένους ενήλικες, που με τη σειρά τους φέρνουν στον κόσμο παιδιά τα οποία θα εξελιχθούν επίσης σε δυστυχισμένους ενήλικες. -ό,τι κι αν σημαίνει αυτή η δυστυχία για τον καθένα και όποιοι κι αν είναι οι λόγοι της ύπαρξής της.
Τα παιδιά λοιπόν είναι (λανθασμένα) ένα Εγώ (Εγώ η μαμά, Εγώ ο μπαμπάς) που ζει από την αρχή. Στο παιδί μας (λανθασμένα) βλέπουμε ξανά τον εαυτό μας, αυτό τον εαυτό που θέλει να πάρει ξανά τα πράγματα από την αρχή για να τα φέρει εκεί που θέλει, αγνοώντας τις επιταγές της ανατροφής μας. Να (ξανα-)ζήσει όσα έζησε αλλιώς, να ζήσει όσα δεν έκανε, να (ξανα-)κάνει όσα έκανε αλλά όπως θέλει, να κάνει όσα δεν έκανε.
Κάνουμε παιδιά ελπίζοντας πως θα ξαναζήσουμε εμείς από την αρχή. Αυτό που κάνουμε είναι να καλουπώνουμε από την πρώτη στιγμή την ψυχή και την προσωπικότητά τους, να κατευθύνουμε τη ζωή τους, να ελέγχουμε τις κινήσεις τους, με γνώμονα την εμπειρία που έχουμε από τη δική μας ζωή που πέρασε, ξέροντας (απαιτώντας) πως αν γίνουν αυτή τη φορά έτσι, θα γίνουν σωστά. Αλλά έτσι πώς; Έτσι όπως θέλουμε ΕΜΕΙΣ, όχι εκείνα. Σωστά για ποιον; Για ΜΑΣ όχι για εκείνα.
Οπότε ποιο είναι το αποτέλεσμα; Ένας φαύλος κύκλος. Ακριβώς επειδή εναντιωνόμαστε σε αυτά που μας έκαναν ή δε μας έκαναν αυτό που γίναμε, κάνουμε ακριβώς το ίδιο στα παιδιά μας, ΜΠΕΡΔΕΥΟΝΤΑΣ τα στο μυαλό μας με μας. Δεν είναι εμείς. Και κάπως έτσι τα παιδιά όταν ανακαλύψουν ότι στην πλάτη τους έχουν φτερά, μην τον είδατε τον Παναγή και τρέχουν μακριά μας. (Εξ’ ου και το μακριά κι αγαπημένοι). Σας στενοχώρησα; Καλά να πάθετε. Κι εγώ το ίδιο.
Εάν λοιπόν αναρωτιέστε γιατί τα παιδιά σας δεν συμπεριφέρονται σαν τα children of the corn -άχρωμα, άγευστα, άοσμα- σαν μια τέλεια εξέταση ούρων, αλλά είναι υστερικά, φωνακλάδικα, γκρινιάρικα, απαιτητικά, σπαστικά κωλόπαιδα που θέλετε (μέσα σας κι ενίοτε έξω σας) να στραγγαλίσετε χωρίς να βλέπετε κάποιο λόγο για την απαράδεκτη και ανεξέλεγκτη συμπεριφορά τους, σας εγγυώμαι με τη φτωχή μου εμπειρία από τη ζωή και την ακόμα φτωχότερη ως γονιός, ότι υπάρχει λόγος. Και αυτό που κάνουν, είναι αυτό που θα κάνατε κι εσείς, αν δεν καλουπώνατε την ψυχή σας για να ταιριάξει με τις απαιτήσεις της κοινωνίας, αλλά την αφήνατε ελεύθερη να πετάξει, όπως και όπου εσείς θέλετε. Τα παιδιά μας αντανακλούν το είναι μας, αλλά ΔΕΝ είναι εμείς.
Το κακό (μάλλον χειρότερο) στην όλη υπόθεση είναι ότι όοοοοολο αυτό συνηθίζεται. Η δυστυχία συνηθίζεται. Τα παιδιά την πολεμούν με τσιρίδες και παράλογες απαιτήσεις, οι έφηβοι με οργή, κλοτσώντας τις πόρτες, δοκιμάζοντας τα όρια τα δικά τους, τα δικά μας και του κόσμου, οι νέοι κυνηγώντας το άπιαστο όνειρο, με μόνα εφόδια την ύπαρξή τους, άντε και κανένα χάρτη (οι πιο rational). Αλλά όοοοοοοολοι αυτοί (ναι, ξαφνικά νιώθω σα να λέω παραμύθι) κάποτε μεγαλώνουν.
Και δεν καταφέρνουν όλοι τους να ξεφύγουν, κάποιοι χρειάζονται λίγο σπρώξιμο και κάποιον να τους ακούσει. Αλλά ποιος; Και να που αυτοί διαιωνίζουν το είδος του δυστυχισμένου ανθρώπου. Κάπως έτσι η δυστυχία συνηθίζεται και μεταδίδεται στους επόμενους, κάνοντας και για την κάθε επόμενη φουρνιά ακόμα πιο μεγάλη τη δυσκολία διαφυγής, γιατί πλέον η δυστυχία γίνεται ένα με το πετσί μας. Γίνεται κομμάτι της ανατροφής.
Όλα αυτά τα «πρέπει» και όλα αυτά τα «πρέπει-να-γίνουν-έτσι», όλα αυτά τα «μη», όλες οι απαγορεύσεις, όλα τα όρια, όλα τα σκατά στα μούτρα μας (και ο κειμενογράφος μου τη λέξη σκατά μου την υπογραμμίζει με κόκκινο γιατί τη θεωρεί λάθος. Εμ, λάθος είναι για! -που λέμε και στη Σαλονίκη. Φυσικά και είναι λάθος).
Ποια είναι η λύση, θα με ρωτήσετε τώρα. Γιατί καλά τα λέω, αλλά πρέπει να προτείνω και τη λύση, σωστά; Ε, δεν ξέρω! Αν ήξερα θα είχα λύσει κι εγώ τα προβλήματά μου. Περαστικά μας.
Με προβλημάτισε πολύ αυτό το βιβλίο. Ξεκίνησε φουριόζικο και με ενθουσίασε και μετά ένιωθα ότι διάβαζα κάτι που συνέχιζε κάποιος άλλος, που βαριότανε να γράψει. Πολύ δυνατή ιστορία. Αυτό είναι γεγονός. Χλιαρά δοσμένη σε αρκετά σημεία. Υπήρξαν στιγμές που μιλούσε μέσα μου και με έκανε να σκέφτομαι, να προβληματίζομαι (αποτέλεσμα ο παραπάνω πρόλογος), να αγχώνομαι, να γίνομαι έξαλλη από θυμό και στιγμές που ένιωθα πως διάβαζα ένα instruction manual ηλεκτρικής συσκευής (αποτέλεσμα να «διαβάσω» αρκετές σελίδες απλά γυρνώντας τις). Βέβαια, αν δεν είχε τίποτα να πει δε θα σας έλεγα τα όσα μόλις είπα. Οπότε εκπλήρωσε το σκοπό του. Από τεχνικής απόψεως, περιμένω περισσότερα από τη συγγραφέα την επόμενη φορά. Αφού το ‘χει, ας μην το «καλουπώνει». Η αλήθειες πρέπει να πετιούνται στα μούτρα, όχι σε ασημένιο δισκάκι με χρυσόχαρτο από κάτω. Κονκλουζιόν γαλλιστί, περνάει την τάξη.
Κατερίνα Χαρίση
Της ίδιας:
Δείτε και αυτό: