Γράφει η Κατερίνα Χαρίση
Πώς γράφαμε εκθέσεις στο σχολείο, θυμάστε; Πρόλογος - Κυρίως Θέμα - Επίλογος. Στο λύκειο ήταν; Ή στο δημοτικό; Δε θυμάμαι πια. Αλλά παρόλο που είναι τόσο απλοϊκά απλό (ναι, μ' αρέσουν αυτές οι εκφράσεις, όπως το φρικτή φρίκη, λέω λόγια και άλλα τέτοια που η φιλόλογός μου τα ‘λεγε... Πλεονασμός; Ε, δεν το θυμάμαι ούτε αυτό), μερικές φορές είναι ο μόνος τρόπος να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη για να καταφέρω να γράψω μια ρημαδοανάρτηση.
Ένα φεγγάρι που δούλευα πίσω από μια μπάρα κάπου, κάποτε, είχα γνωρίσει αρχικά την εκμετάλλευση (αλλά στα 20 ψιλοχέστηκες κιόλας αν πληρώνεσαι σωστά, πόσο μάλλον αν κολλάς ένσημα, αρκεί να πέφτει το παραδάκι ζεστό -και η νύχτα έχει μπόλικο, σε καθημερινή βάση μάλιστα) και έπειτα το πόσο απίστευτα διαφορετικοί, τρελοί, ηλίθιοι, βαρετοί και υπέροχοι άνθρωποι κυκλοφορούν ανάμεσά μας.
Βέβαια υπό το φως της μέρας όλοι (ή σχεδόν όλοι) φοράμε το καθωσπρεπίστικο προσωπείο μας σαν καλά κοινωνιόπουλα, αλλά η νύχτα μαζί με λίγο αλκοόλ πετάει όλες τις μάσκες στα πατώματα και μάλιστα εμείς οι ίδιοι τσαλαπατάμε πρώτοι και με μανία τη δική μας.
Όντας το «χλωμό πρόσωπο» σε ένα κλαμπ της επαρχίας, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα έμαθα όλα όσα έπρεπε να ξέρω για τον κάθε έναν που ακουμπούσε στον πάγκο μου τις βρωμοχερούκλες του (ή τις δρακουλονυχάρες του) τις νύχτες. Ποιος είναι ελεύθερος, ποιος βγήκε για «ψάρεμα», ποιος απατάει τη γυναίκα του, ποια βγαίνει από το παράθυρο τις νύχτες και κοιμάται (ναι, πηδιέται ήθελα να πω, αλλά είπα για μια φορά να μην καφρίσω, το φελέκι μου) με το γείτονα, ποιος βαριέται τη ζωή του, ποιος λέει ψέματα, ποια έβαλε βυζιά, ποιος είναι καλός, κακός, στραβός, μαλάκας και πάει λέγοντας.
Επίσης έμαθα ότι και οι μικρές κοινωνίες -στις οποίες βασιζόμαστε για μια καλύτερη, πιο ήσυχη, πιο ειρηνική, πιο ακίνδυνη(?) ζωή για να μεγαλώσουμε παιδιά- δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μικρογραφία, μια μακέτα της ευρύτερης κοινωνίας μας. Σπουδαία ανακάλυψη!
Ε, λοιπόν, τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα στη μεγαλούπολη και τα επόμενα δέκα σχεδόν σε μια μικρή κοινωνία 5000 περίπου μόνιμων κατοίκων. Στα τότε μάτια μου η διαφορά ήταν χαοτική. Στα τωρινά μαμαδίσια μάτια μου, είναι ακριβώς το ίδιο. Το μόνο «χαοτικό» είναι ότι στη μικρή κοινωνία παρατηρείς καλύτερα και προσωποποιείς πράγματα, μιας και στη μεγαλούπολη όλα γενικεύονται πίσω από την ανωνυμία του πλήθους. Σας μπέρδεψα; Ε, δεν είμαι κοινωνιολόγος, γαμώ!
Αλλά η ουσία είναι μία. Ναι, αριθμητικά είναι λιγότεροι οι κίνδυνοι στην επαρχία. Αλλά η κακία των ανθρώπων, μετριέται με την ίδια μονάδα, όπου κι αν βρίσκονται. Και τελικά ίσως εμείς οι γονείς νιώθουμε πιο ασφαλείς όταν μεγαλώνουμε παιδιά στην επαρχία, όχι ότι τα παιδιά είναι πράγματι πιο ασφαλή. Ή μήπως όχι;
Τι έλεγα; Α, ναι. Ότι πίσω από εκείνη τη μπάρα, έμαθα εκτός από όλα τα παραπάνω, και λίγες μόλις μέρες μετά την άφιξή μου, ότι σύσσωμος ο γυναικείος πληθυσμός του χωριού τάχθηκε εναντίον μου. Και ότι όλες αυτές οι βρωμοχερούκλες που ακουμπούσαν στη μπάρα μου τα βράδια, πριν εμφανιστώ εγώ εκεί, δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουν από την συζυγική παστιτσάδα, που έλεγε και ο Φατσέας. Και οι καλοβαμμένες και καλοακονισμένες δρακουλονυχάρες, περίμεναν να μου τρυπήσουν την καρωτίδα. Και γιατί τώρα που τα ξαναθυμάμαι νιώθω λίγο Χαρά Χάσκα; Γιατί, οέο;
Το μόνο που μου έλειπε ήταν να εμφανιστούν οι Desperate Housewives κραδαίνοντας τρυπητές κουτάλες, σπάτουλες και αντικολλητικά τηγάνια έξω από την πόρτα του μαγαζιού, απαιτώντας να παλουκωθώ και να καφτώ πάραυτα για την αναστάτωση που προκάλεσα.
Τώρα, ο σωστός επαγγελματίας του είδους ακούει τα πάντα, δεν κρίνει ποτέ και δεν απαντά. Αλλά είπαμε, εγώ στα είκοσι άρπαζα γιακάδες για πλάκα, πόσο μάλλον θα καθόμουν να ακούσω τις παπαριές του καθενός χαμογελώντας με κατανόηση. Παραδόξως, αυτό δεν επηρέασε τα τιπς μου (τελικά ο άνθρωπος κρύβει μέσα του περισσότερο μαζοχισμό από όσο νομίζουμε, ή τελικά εκτιμά την ειλικρίνεια -έστω κι αν τσακωθεί μαζί σου στο τέλος).
Ένας από αυτούς τους παράξενα φανταστικούς ανθρώπους που υπάρχουν παντού σαν τους μύθους, αποφάσισε ότι θα φυλάει τα νώτα μου σε κείνη τη σκατοδουλειά, έτσι κάθε βράδι που πήγαινα στο πόστο μου και ξεκινούσα τη βάρδια μου -με πρώτη κίνηση την καθαρή πετσέτα στην κωλότσεπη- χούι που δεν έκοψα ποτέ, γιατί αφενός σιχαίνομαι τις βρωμερές πετσέτες στα μπαρ, αφετέρου γιατί αν δεν έχω πετσέτα σκουπίζομαι από το τζιν μου, η Ζήνα (όνομα και πράμα, ε;) έπιανε το δικό της πόστο, στο τρίτο σκαμπό από τα δεξιά.
Η Ζήνα λοιπόν, είναι μια νταρντανογυναίκα κοντά στο 1.50 (μπορεί και λιγότερο), με χέρια σα κουπιά και πλάτες του Σουγκλάκου, φοράει μονίμως ένα μπεζ κοτλέ παντελόνι το οποίο τσιτώνει σε βαθμό σκισίματος από τους τετρακέφαλους κι ένα καρό κοντομάνικο πουκάμισο, χειμώνα καλοκαίρι, διπλωμένο τρεις φορές στα μανίκια, έτοιμο κι αυτό να εκραγεί.
Μετά το πρώτο «μπαμ» που λέμε -που το μπαρ γεμίζει πελατάκια που θέλουν σώνει και καλά να παραγγείλουν την ίδια στιγμή- η δουλειά χαλαρώνει για λίγο (μέχρι το δεύτερο σάλπισμα της Αποκάλυψης) και η Ζήνα (που πρέπει να πατήσει στο σκαμπό για να φτάσει το μπαρ και μένα από πίσω) μου λέει: «Πιάσε μια πέρδικα και δυο σπόρια», τουτέστιν ένα Famous και ξηρούς καρπούς, το ουίσκι σκέτο σε ψηλό ποτήρι στο ένα χέρι και στην άλλη χούφτα τα «σπόρια».
Έτσι η Ζήνα κάθε μα κάθε βράδυ έπινε την πέρδικα σιωπηλή, τρώγοντας τα σπόρια της και παρακολουθώντας τον κάθε λιγούρη (και την κάθε ξυλόκοτα) που πλησίαζε το μπαρ, έτοιμη να ορμήξει -κι έφευγε την ώρα που έκλεινε το μαγαζί- κάθε μα κάθε βράδυ, για 4 μήνες. Δεν πρόκειται ποτέ να την ξεχάσω, όπως δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω (και να καταλάβω) πώς κατάφερε και σβέρκωσε έναν τύπο διπλάσιο από την ίδια και τον πέταξε έξω σε δευτερόλεπτα, πριν προλάβει έστω να μιλήσει. (Έκτοτε πήρε θάρρος και το έκανε αρκετά συχνά LOL) Μπορεί να ήταν όντως σκατοδουλειά, αλλά ποτέ στα χρονικά δεν είχα μπόντιγκαρντ, και το ευχαριστήθηκα ιδιαίτερα όσο κράτησε.
Και τώρα μετά από 975 λέξεις, περνάω στο κυρίως θέμα. Μάλλον έχω πρόβλημα με την έκθεση, τελικά.
Μετά από 5 χρόνια έσπασα κάθε ρεκόρ ανάγνωσης, διαβάζοντας 277 σελίδες σε μια μέρα και τελειώνοντας το βιβλίο την επόμενη. Αυτό βέβαια προϋπέθεσε ότι δεν έκανα απολύτως τίποτε άλλο, εκτός από μια κατσαρόλα ελεεινό και τρισάθλιο αρακά. Πώς τα καταφέρνουν μερικές μικρομάνες και διαβάζουν ένα βιβλίο τη μέρα, μου λέτε;
Η Τσάρλι, είναι μια single mamma δυο παιδιών, που έχει δική της στήλη και γράφει για όλα αυτά τα νεανικά, γυναικεία και εντελώς ανούσια πράγματα. Έχει φανατικούς φαν (πάλι το κάνω, βλέπετε;) καθώς και φανατικούς εχθρούς-αναγνώστες. Με την οικογένειά της δεν τα χει και τόσο καλά -η μάνα της εξαφανίστηκε όταν η ίδια ήταν μόλις 8, ο πατέρας της είναι αδιάφορος, οι κρυόκωλες αδερφές της την έχουν γραμμένη και ο αδερφός της είναι ένα ρεμάλι ολκής-, πόσο μάλλον με τους γείτονες… Αφού τους έχει εκθέσει στα άρθρα της ουκ ολίγες φορές.
Αρκετά χιλιόμετρα μακριά και σε κάποιες γυναικείες φυλακές, η Τζιλ, μια νέα, όμορφη και γλυκιά κοπελίτσα που έβγαζε το χαρτζηλίκι της κρατώντας μικρά παιδάκια, μέσα από την πτέρυγα των μελλοθάνατων και περιμένοντας την ένεση που θα τη στείλει στον άααααααλλο φρουτόκοσμο, γράφει στην Τσάρλι ένα γράμμα, ζητώντας της να γράψει την ιστορία της. Την αληθινή ιστορία της, όχι αυτή που την καταδίκασε σε θάνατο στο δικαστήριο. Αυτή η ιστορία πρέπει να ειπωθεί.
Η Τσάρλι στην αρχή αρνείται, άλλωστε εκείνη είναι δημοσιογράφος και όχι συγγραφέας, ούτε έχει ιδέα πώς να αντιμετωπίσει μια δολοφόνο μικρών παιδιών. Παρόλα αυτά δέχεται. Κι εκεί ξεκινάει ένας μεγάλος αγώνας δρόμου.
Μια οικογένεια προ πολλού διαλυμένη, που προσπαθεί μάταια να ξεχάσει το παρελθόν και να επανενωθεί. Μια μαμά που μεγαλώνει μόνη τα παιδιά της και προσπαθεί να τους δώσει τα πιο ευτυχισμένα παιδικά χρόνια που μπορεί και που εκείνη δεν έζησε ποτέ, παλεύοντας με την αντιπάθειες των γύρω της, τις ανασφάλειές της (μα κανείς πια δε με θέλει εμένα;) και προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα με τα απειλητικά μηνύματα που δέχεται για τα παιδιά της… Για τα παιδιά της;;;
Μια φαινομενικά αθώα κοπέλα που όμως καταδικάστηκε σε θάνατο για το βασανισμό, τη σεξουαλική κακοποίηση και τη δολοφονία τριών μικρών παιδιών, η οποία προσπαθεί να εξηγήσει (να πείσει;) ότι ΔΕΝ είναι το τέρας που όλοι νομίζουν, αλλά κάποιος άλλος κρύβεται πίσω από όλα αυτά, κι ένας άντρας, το ρόλο του οποίου δε θα σας πω, που να σκάσετε!
Επίλογος θανάτου: Ανατροφή ή φύση; Τι ευθύνεται για το ποιοι γινόμαστε όταν μεγαλώσουμε;
…………..Σε ποιον άραγε μπορείτε να εμπιστευτείτε τα παιδιά σας………….;
Άντε και καλό… μπέιμπι σίτινγκ.
Κατερίνα Χαρίση
Η Joy Fielding γνωρίζει τεράστια επιτυχία με τα βιβλία της και έχει βραβευτεί πολλάκις για τα best sellers των New York Times. Δικά της είναι και τα: Heartstopper, Mad River Road, See Jane Run, κ.α. Στις εκδόσεις Διόπτρα θα βρείτε και το μυθιστόρημά της Σε κώμα, ένα ψυχολογικό θρίλερ. Την ίδια θα την βρείτε ανάμεσα σε Τορόντο και Παλμ Μπιτς στη Φλόριντα.
Ευχαριστώ τις εκδόσεις Διόπτρα και την Αλεξάνδρα Αυγερινού για την προσφορά του βιβλίου
Δείτε το μυθιστόρημα στις εκδόσεις Διόπτρα