Του Κωνσταντίνου Βαρδή
Το διήγημα που ακολουθεί αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας(;). Οποιαδήποτε ομοιότητα με ανθρώπους, πράγματα ή καταστάσεις, είναι(;) καθαρά συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα…
Αυτό δεν είναι παραμύθι, ακόμη κι αν γνωρίζω πως έτσι θα φανεί σε όλους όσοι διαβάσετε αυτό το γράμμα. Κάποτε είχα δει μια ταινία επιστημονικής φαντασίας με το ίδιο θέμα και μου είχε φανεί τόσο αστεία και παιδαριώδες. Ποιος άραγε θα μπορούσε να τρομάξει με αυτό το σκηνικό; Δεν θα σας το αποκαλύψω ακόμη γιατί είμαι σίγουρος πως δεν θα με πάρετε στα σοβαρά. Το μόνο όμως που μπορώ να σας πω είναι πως σκότωσα τα περισσότερα από αυτά ή τουλάχιστον έτσι πιστεύω.
Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι μέσα στο δωμάτιό μου, το μοναδικό δωμάτιο που δεν είχα διακοσμήσει σαν ηλίθιος με χαζά παιδικά παιχνίδια και άλλα μικρά τεχνουργήματα που έβρισκα στις αναζητήσεις μου. Η πόρτα είναι κλειδωμένη και έχει σταματήσει να χτυπάει εδώ και κάποιες ώρες. Έτσι υπέθεσα πως ό,τι ήταν εκεί έξω έχει, τώρα πια, πεθάνει. Λίγες ώρες ακόμη και θα προσπαθήσω να βγω από εδώ μέσα για να ζητήσω βοήθεια. Ίσως να αναρωτιέστε γιατί απλά δεν σηκώνω το τηλέφωνο να καλέσω την άμεση βοήθεια. Το τηλέφωνο δεν λειτουργεί. Το έκοψαν αυτά τα δαιμόνια μυαλά. Ακόμη όμως κι αν λειτουργούσε... ποιος θα με πίστευε στ’ αλήθεια; Δυστυχώς έχω πέσει θύμα της ματαιοδοξίας μου. Όχι όμως… εγώ δεν έλεγα ψέματα σαν τον μικρό βοσκό με τον λύκο από τα παραμύθια του Αισώπου. Εγώ αποκάλυπτα ανατρεπτικές αλήθειες σε θέματα που είχαν θεωρηθεί άλυτα ή και επαρκώς μελετημένα για να ασχοληθεί ξανά κάποιος μαζί τους. Αυτές δεν βόλευαν κανέναν στις επιστημονικές κοινότητες στις οποίες απευθυνόμουν. Με απέρριπταν. Πολλές φορές με χλεύαζαν αποκαλώντας με τρελό βυθίζοντάς με στην αφάνεια. Τι συμφέροντα εξυπηρετούσαν όλοι αυτοί που με αγνοούσαν όταν εγώ, ένας άσημος εξερευνητής, τους προσέφερε λύσεις ανεξιχνίαστων μυστηρίων στο πιάτο; Ίσως αν αποδέχονταν τις τεκμηριωμένες μελέτες και αποδείξεις μου να έπρεπε να παραδεχτούν τις προσωπικές τους ανασφάλειες και την επαγγελματική τους ανεπάρκεια. Λυπάμαι, μα αδυνατώ να σκεφτώ κάποιον άλλον λόγο.
Είμαι υπερήφανος για το έργο μου όλα αυτά τα χρόνια. Ο βόμβος του Τάος, η αθανασία του κόμη Σεν Ζερμέν, η Ιερά σινδόνη, το χειρόγραφο του Βόινιτς, το βιβλίο Οέρα Λίντα, ο χάρτης του Πίρι Ρέις, ο τάφος της Κλεοπάτρας και του Μάρκου Αντώνιου, ο γρίφος του σπαθιού της Βρετανικής βιβλιοθήκης είναι μόνο μερικές από τις αναζητήσεις μου που έχω φέρει εις πέρας με επιτυχία. Όλες οι απαντήσεις σαπίζουν στο συρτάρι μου λεία στην αδυσώπητη βορά του σκόρου και του χρόνου. Έρμαιο στο ίδιο σαράκι που κατατρώει και την δική μου ψυχή.
Μη σας κάνει εντύπωση. Είμαι αρκετά μεγάλος για να έχω αφιερώσει τη ζωή μου σε όλες αυτές τις αναζητήσεις. Σήμερα έκλεισα τα πενήντα και από ό,τι φαίνεται αυτό που ζω είναι το καλύτερο δώρο! Η ανταμοιβή όλων μου των κατακτήσεων! Συγχωρέστε με αλλά δεν μπορώ να συγκρατήσω τα γέλια μου!
Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τις εξερευνήσεις από τότε που κληρονόμησα την περιουσία της οικογένειάς μου. Αν και σε κανέναν δεν αρέσει να μιλάει για τα περιουσιακά του στοιχεία εγώ θα σας πω την αλήθεια. Ήμασταν πλούσιοι. Πολύ πλούσιοι! Τόσο, που δεν χρειάστηκε να δουλέψω ποτέ για τα προς το ζην στη ζωή μου. Αν κάνεις το χόμπι σου επάγγελμα, λένε, δεν θα χρειαστεί να δουλέψεις ούτε μια μέρα στη ζωή σου. Κι εγώ αυτό έκανα. Έβαλα τα χρήματά μου στις τράπεζες και ζούσα από τους τόκους και κάποιες επενδύσεις που με είχε συμβουλέψει ένας γνωστός να κάνω. Έπιασε! Κάθε μήνα είχα τόσα χρήματα για να κάνω τον γύρο του κόσμου, όχι σε ογδόντα μέρες, αλλά σε πέντε με δέκα το πολύ. Και τώρα που είπα γύρος του κόσμου… λατρεύω τον Ιούλιο Βερν και όλα του τα μυθιστορήματα! Αυτός ήταν και η αιτία που κόλλησε μέσα μου το μικρόβιο του εξερευνητή. Ποιος δεν έχει διαβάσει το ταξίδι στο κέντρο της γης; Ποιος δεν έχει δει τις είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα; Ό,τι είμαι το χρωστώ σε εκείνον.
Οι αναζητήσεις μου διαρκούσαν χρόνια τρέχοντας παράλληλα δύο ή και τρία προγράμματα συγχρόνως. Σα ναυτικός εξαφανιζόμουν και όταν επέστρεφα έβρισκα άλλους γείτονες, νέες τάσεις της μόδας, διαφορετικές συνήθειες, καινούργια πόλη… ναι, σωστά διαβάσατε. Στην αρχή νόμιζα πως είχα μπει σε κάποια σκουληκότρυπα και είχα κάνει ταξίδι στον χρόνο, όπως ο βιβλιοταξιδευτής. Το σπίτι μου δέσποζε κατσιασμένο ανάμεσα σε τσιμεντένιους γίγαντες έτοιμους να το καταπιούν. «Σύγχρονα κέντρα διασκέδασης και ψυχαγωγίας νέων…» μου είχε πει εκείνος ο αντιπαθητικός και άσχημος κοντός, με τη βλάχικη προφορά του, που εκπροσωπούσε τη πολυεθνική που ήθελε να απαλλοτριώσει και το δικό μου σπίτι. Του είπα «όχι», αντιστάθηκα στις πιέσεις του, φώναξα, μάλωσα, βγήκα εκτός εαυτού. Στο τέλος οπισθοχώρησε κοιτώντας με απειλητικά λέγοντας με βραχνή φωνή.
«Μου έχεις κάτσει στον λαιμό σαν μπουκιά που δεν πάει κάτω…» Ακόμη θυμάμαι εκείνη την ημέρα. «Κόμπος που δεν λύνεται, κόβεται.» Η μία αμπελοφιλοσοφία μετά την άλλη. Δεν λύγισα όμως. Τον έγραψα στ’ αρχίδια μου και συνέχισα το έργο μου.
Έφυγα από την πόλη με την ελπίδα πως τα πράγματα θα έμεναν εκεί. Όντως έμειναν εκεί σε ό,τι αφορούσε τη δική μου μεζονέτα τουλάχιστον. Το μικρό στενό μπροστά από το σπίτι μου μετατράπηκε σε μία κεντρική λεωφόρο και το δασύλλιο στην άκρη του δρόμου είχε δώσει την θέση του σε ένα υπερσύγχρονο πάρκο. Όλη αυτή η εικόνα θύμιζε φανταστική γκραβούρα από sci-fi έργο. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στη λάμψη και την τεχνολογική εξέλιξη, δέσποζε, σαν ενοχλητικό σπιθουράκι, σαν παράσιτο που δεν έλεγε να φύγει από μία τέλεια επιδερμίδα, η δική μου μονοκατοικία.
Είμαι θυμωμένος κι ενώ πριν ήμουν φοβισμένος τώρα είμαι γεμάτος οργή. Χμ… οργή. Το ίδιο συναίσθημα που με έμπλεξε σε αυτή την περιπέτεια που ζω αυτήν τη στιγμή και δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να βοηθήσω τον εαυτό μου. Αντιθέτως κάθομαι απλά και γράφω στον φορητό υπολογιστή μου με την ελπίδα πως όλα αυτά θα έχουν ένα αίσιο τέλος. Αν μάλιστα καταφέρω και γλιτώσω από αυτό που μου συμβαίνει, τότε θα έχω και μια πολύ καλή ιστορία να διηγούμαι. Ποιος ξέρει; Ίσως γράψω και κάποιο βιβλίο και έρθω πιο κοντά σε ένα μου ακόμη όνειρο· να γίνω συγγραφέας!
Θα μπορούσα να ανοίξω την τηλεόραση αλλά δεν έχει ρεύμα σε όλο το σπίτι. Το έκλεισαν εκείνα. Κατέβασαν τον γενικό. Τον άκουσα να πέφτει όταν κλείστηκα μέσα εδώ. Ελπίζω να ξεψύχησαν επιτέλους μετά τη μάχη μας ή να αποφορτίστηκαν μετά από τόσην ώρα ή να ξεκουρδίστηκαν επιτέλους. Δεν ξέρω ποια λέξη είναι η πιο σωστή για να χρησιμοποιήσω.
Ακόμη κι ο υπολογιστής δείχνει να χάνει την ενέργειά του καθώς η οθόνη έχει αρχίσει να τρεμοπαίζει. Μου κάνει φοβερή εντύπωση όμως γιατί η στάθμη της μπαταρίας βρίσκεται ακόμη στη μέση. Καμιά φορά νομίζω πως ο κέρσορας του ποντικιού κινείται από μόνος του. Έλα τώρα… ιδέα μου θα είναι. Το σοκ μου είναι τόσο μεγάλο που έχω αρχίσει να φαντάζομαι πράγματα. Όχι, όχι… δεν μπορεί. Τα χέρια μου ακόμη στάζουν αίμα και οι γροθιές μου είναι σκισμένες. Πάλεψα που να με πάρει ο διάβολος. Το ξέρω. Δεν είμαι τρελός. Πρέπει απλά να κάτσω και να ηρεμήσω και να δω τα γεγονότα από την αρχή.
Περιέργεια. Ναι, αυτό είναι. Η αναθεματισμένη περιέργεια που σκότωσε την γάτα. Από την άλλη όμως… με την περιέργεια έφτασε τόσο μακριά η ανθρωπότητα. Τι υπάρχει εκεί ψηλά; Πώς είμαστε μέσα μας; Τι σχήμα έχει η γη; Υπάρχει τέρας του Λόχνες; Πώς στα κομμάτια πέθανε ο Τουταγχαμών;
Ω, ναι…! Θυμάμαι εκείνο το πρωινό, όταν δέχτηκα το τηλεφώνημα από τον μόνο άνθρωπο ο οποίος πιστεύει στο έργο μου. Ήταν ο Ντάνι. Αδερφικός φίλος και πιστός σαν σκύλος. Στην αρχή το τηλέφωνο είχε χτυπήσει αλλά δεν είχα δώσει και πολλή σημασία. Ήμουν ήδη εξαντλημένος από την τελευταία μου αποστολή. Κάτι είχε όμως εκείνο το κουδούνισμα· σα να μου έλεγε: Έλα, απάντησέ με και δεν θα χάσεις. Σου υπόσχομαι μια πολύ ευχάριστη έκπληξη! Απάντησα. Κατά βάθος ήξερα ποιος ήταν και δεν έκανα λάθος.
«Δεν θα πιστέψεις τι βρήκα. Δεν θα πιστέψεις τι ανακάλυψα!» μου είχε πει γεμάτος χαρά ο Ντάνι.
Δεν ήμουν ακόμη έτοιμος. Ήμουν πολύ κουρασμένος για μια νέα αποστολή και χρειαζόμουν λίγο χρόνο για να ανακτήσω τις δυνάμεις μου. Παράλληλα έτρεχαν και κάποια άλλα θέματα με το σπίτι, όπως ανέφερα και παραπάνω. Ο ίδιος ενοχλητικός γλόμπος-εκπρόσωπος της πολυεθνικής είχε αρχίσει να μου μπαίνει πάλι στο μάτι.
Το πρωί εκείνης της μέρας είχα βγει στο μπαλκόνι για να βάλω τροφή στον γάτο μου, τον Σιλβέστρο. Ήμουν σκεπτικός με το όνομα που θα του έδινα στην αρχή. Όταν τον περιμάζεψα, σκεφτόμουν να τον ονομάσω Τομ. Δεν μου καθόταν όμως καλά στο αυτί. Άσε που θα έπρεπε να είχα και ένα χάμστερ με το όνομα Τζέρυ. Τέλος πάντων… στην άκρη της πελούζας στεκόταν εκείνος μιλώντας στο κινητό του. Σα να τον ειδοποίησε μια άγνωστη-αόρατη δύναμη, γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε απειλητικά. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. Τα βλέφαρα του ήταν σφιγμένα αποσκοπώντας στον φόβο μου. «Άντε γαμήσου…» ψιθύρισα και του χαμογέλασα όπως θα χαμογέλαγα σε έναν παλιό φίλο που είχα από χρόνια να δω. Κάτι μου είπε, είδα τα χείλια του να κουνιούνται ανάρμοστα, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι. Τα τρυπάνια είχαν πάρει φωτιά καθώς στο πάρκο, έξω ακριβώς από το σπίτι μου, τοποθετούσαν μία γιγαντοοθόνη. Τι στο διάβολο;
Μπήκα μέσα, φανερά ενοχλημένος, κλείνοντας πίσω μου τις κουρτίνες που λικνίζονταν στο απαλό φύσημα του ανέμου. Ο θόρυβος ήταν αρκετά ενοχλητικός. Μα τι περίμενα κι εγώ στ’ αλήθεια; Πως ένα αραχνοΰφαντο ύφασμα, κρεμασμένο από το ταβάνι, θα σταματούσε τον θόρυβο; Είναι αστείο πραγματικά πώς το μυαλό μας βρίσκει τις πιο χαζές λύσεις για να μας προστατεύσει από τους φόβους μας. Πόσες φορές δεν είχα κουκουλωθεί με το σεντόνι μου, όταν ήμουν ακόμη μικρό παιδί, για να κρατηθώ ασφαλής από το τέρας που θα έβγαινε λυσσασμένο από την ντουλάπα μου! Η, μαγικά, αδιαπέραστη ασπίδα αγκάλιαζε ζεστά το κορμί μου μέχρι να το πάρει ο Μορφέας σε κόσμους μακρινούς και ονειρεμένους. Αστείο. Μέσα στην πίκρα μου ένα χαμόγελο στόλισε τα χείλη μου και έκλεισα, επιτέλους, και την βαριά αλουμινένια μπαλκονόπορτα με τα διπλά ηχομονωτικά τζάμια. Ησυχία. Νεκρική σιγή. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το τιτίβισμα του Τουίτι.
Ω, ναι! Τώρα έχετε αρχίσει να καταλαβαίνετε λίγα πράγματα για τον εαυτό μου. «Παλιμπαιδισμός» με μια λέξη. Έχω δώσει αστεία ονόματα στα αγαπημένα μου κατοικίδια και το σπίτι μου είναι ασφυκτικά γεμάτο με παιχνίδια. Συλλογές ολόκληρων χρόνων και νέα αποκτήματα που χρονολογούνταν χιλιάδες χρόνια πριν. Τεχνουργήματα που για να αποκτηθούν έχουν δαπανηθεί χιλιάδες ευρώ είτε μέσω δημοπρασιών, είτε μέσω δικών μου ανακαλύψεων. Πάπυροι, μικρά αγαλματίδια, εργαλεία και απολιθώματα που απαξιούσαν έστω και να επιθεωρήσουν αυτοί στους οποίους απευθυνόμουν. Όπως είπα και πριν… έχω φάει τη ζωή μου ξεσκεπάζοντας καταστάσεις για τις οποίες ο επιστημονικός σύλλογος με απέρριψε. Δικό του πρόβλημα. Εγώ θα λάμψω ακόμη κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω. Το ότι το σπίτι μου είναι γεμάτο στρατιωτάκια, πλαστικά ρομπότ και ηλεκτρονικά παιχνίδια, δεν με κάνει πιο ανώριμο από τους υπόλοιπους συνομηλίκους μου. Δεν μπορώ όμως να αλλάξω. Ξέρω πως αυτό το χόμπι, μου έχει στοιχίσει σε φίλους που έγιναν γνωστοί από τη μία μέρα στην άλλη. Άλλοι, πάλι, χάθηκαν δίχως να αφήσουν ίχνη πίσω τους.
Το κελάιδισμα του καναρινιού μου, ήταν τόσο μελωδικό που μου θύμισε κελάρυσμα νερού. Τόση χάρη σε ένα τόσο μικρό πτηνό! Και αυτό ήταν κακό, όχι γιατί το πουλί τραγουδούσε. Ήταν κακό γιατί με κάποιον μαγικό τρόπο είχε βγει ξανά από το κλουβί του κινδυνεύοντας να γίνει γεύμα του αχόρταγου Σιλβέστρο. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου και άφησα τη μελωδία να με ταξιδέψει μέχρι την Χαβάη όπου δύο εξωτικές χορεύτριες λικνίζονταν αισθησιακά πάνω από το παγωμένο ποτό μου καθώς εγώ απολάμβανα τη σκιά του γυρτού φοινικόδεντρου ξαπλωμένος σε μία διχτυωτή αιώρα!
Τέλος ονείρου. Ήταν ώρα να βρω το καναρίνι. Στα πρώτα βήματα ο γάτος τυλίχτηκε στα πόδια μου. Τον έπιασα και τον σήκωσα ψηλά χαϊδεύοντας την κοιλιά του. Τον άφησα να πέσει στο πάτωμα κι αυτός παρά το μέγεθός του προσγειώθηκε επιδέξια στα τέσσερα νιαουρίζοντας με παράπονο. Ήθελε πάλι φαγητό.
Στη συνέχεια φώναξα το καναρίνι μου. «Πού είσαι Τουίτι αγόρι μου;» είπα και γέλασα για δύο λόγους. Πρώτον δεν ήξερα αν ο Τουίτι ήταν αγόρι, και δεύτερον δεν περίμενα να μου απαντήσει.
Περπάτησα στον μακρύ διάδρομο του πρώτου ορόφου περνώντας ένα-ένα τα τέσσερα δωμάτια. Οι χώροι θύμιζαν Βομβαρδισμένα παιδικά δωμάτια, με σκόρπια παιχνίδια δεξιά κι αριστερά, ζωντανεύοντας μέσα στο μυαλό μου τους τρόπους απόκτησής τους.
Μην μακρηγορώ όμως. Το τηλεφώνημα. Ήταν ο Ντάνι. «Δεν θα πιστέψεις τι βρήκα. Δεν θα πιστέψεις τι ανακάλυψα!»
«Τι…;» φοβόμουν για αυτό που θα άκουγα.
«Νομίζω πως μπορούμε να ανακαλύψουμε τα πραγματικά αίτια του θανάτου του Φαραώ Τουταγχαμών!» Φοβία τέλος! Τα μαγικά μου κουμπιά είχαν πατηθεί. Έπρεπε να μάθω και έπρεπε να το μάθω εκείνη τη στιγμή!
«Είμαι όλος αυτιά!» τώρα ήμουν εγώ ο ενθουσιασμένος. Ήμουν έτοιμος να ξεχάσω εκείνο το γλοιώδες υποκείμενο που λαχταρούσε το σπίτι μου.
«Φαίνεται πως ο Χάουαρντ Κάρτερ[1] αγνόησε κάποιες πολύ σημαντικές ενδείξεις στις ανασκαφές του. Η κοιλάδα των βασιλέων έχει κι άλλα, καλά κρυμμένα μυστικά που περιμένουν εμάς να αποκαλύψουμε!»
Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Το όνειρό μου γινόταν πραγματικότητα. Οι φιλοδοξίες μου έπαιρναν σάρκα και οστά. Συνέχισα να ακούω τα λόγια του σαν υπνωτισμένη κόμπρα αδυνατώντας να πάρω ανάσα.
«Το θέμα θεωρήθηκε λήξαν όταν στις τέσσερις Νοεμβρίου του 1922 βρέθηκε η σαρκοφάγος του γνωστότερου Φαραώ της Αιγύπτου. Όλοι αρκέστηκαν στην πιο λογική εξήγηση για τα αίτια του θανάτου του από αμβλύ αντικείμενο στο κεφάλι. Κι αν σου έλεγα πως μπορούμε, ίσως, να βρούμε τα πραγματικά αίτια του θανάτου του; Σίγουρα ένα τέτοιο τραύμα δεν μπορεί να γίνει από αυτοκτονία. Ίσως το προκάλεσε κάποιο ατύχημα, ή μπορεί και κάποια δολοφονία. Ό,τι από τα δύο και να έχει γίνει φυλάσσεται σαν καλά κρυμμένο μυστικό μέσα στις κατακόμβες του τάφου. Έχω κάνει ανάλυση στα εσωτερικά τοιχώματα του τάφου, από τις φωτογραφίες που έχουν τραβηχτεί και έχουν δοθεί στην δημοσιότητα, και νομίζω πως έχω πολύ σοβαρούς λόγους να πιστεύω πως…»
«Σε παρακαλώ. Πες μου πως δεν αστειεύεσαι.» έσπασα τον μονόλογό του στη μέση κοιτώντας τους πόρους του δέρματός μου. Είχα ανατριχιάσει παντού. Ένιωθα τον εγκέφαλό μου να πλημμυρίζεται από ενδορφίνες. «Πες μου πως δεν μιλάς για κάποιο μυστικό πέρασμα μέσα στον ίδιο τον τάφο…!»
«Χμ…!» Χαμογέλασε. «Τι λες; Είσαι διατεθειμένος να ταξιδέψεις έντεκα χιλιάδες χιλιόμετρα για να το ανακαλύψεις;»
«Επόμενη στάση… Αίγυπτος…!» είπα κι έσφιξα το ακουστικό στα χέρια μου.
عزازيك
Το αεροπλάνο βρισκόταν πάνω από τον εναέριο χώρο της Αιγύπτου και ετοιμαζόταν για προσγείωση. Ήμουν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις μου, στα σχέδια που μελετούσα, που δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο κοντά βρισκόμασταν στο τέλος του ταξιδιού. Θυμάμαι πως είχα χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου και αυτό που με επανέφερε στην πραγματικότητα ήταν μια λαμπρή δεσμίδα φωτός που τύφλωσε τα μάτια μου. Ενστικτωδώς κοίταξα έξω από το παράθυρο. Το αεροπλάνο είχε πάρει πλάγια κλίση χαμηλώνοντας ύψος σιγά-σιγά γύρω από τον αεροδιάδρομο θυμίζοντας πτωματοφάγο κόνδορα που στροβιλίζεται πάνω από την ετοιμοθάνατη λεία του μέχρι να πάρει τη σωστή θέση για να εφορμήσει στο έδαφος.
Οι ρόδες ούρλιαξαν μόλις άγγιξαν την ξερή-καυτή άσφαλτο του αεροδιαδρόμου και καπνοί αναδύθηκαν γύρω από τα μικροσκοπικά παράθυρα της ατράκτου. Η μυρωδιά του καμένου λάστιχου θα μου τρυπούσε τα πνευμόνια αν η καμπίνα δεν ήταν αεροστεγώς κλειστή. Μία χαρούμενη οχλοβοή έφτασε στα αυτιά μου για την επιτυχή προσεδάφιση, όπως υπέθεσα. Σε λίγο εμφανίστηκαν οι αεροσυνοδοί και αφού σήκωσαν τους επιβάτες τους συνόδευσαν μέχρι την έξοδο του σκάφους. Εγώ έμεινα καθισμένος περιμένοντας υπομονετικά τη σειρά μου. Μια πανέμορφη αεροσυνοδός ήρθε και για μένα. Το μυαλό μου όμως ήταν αλλού. Ήμουν μονάχα μερικά βήματα πριν την, ίσως, σημαντικότερη ανακάλυψή μου.
Κατέβηκα τη σκάλα του αεροσκάφους ξεχωρίζοντας μέσα στο πλήθος τον Ντάνι να με περιμένει με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη του. Το ήξερα αυτό το χαμόγελο. Συνόδευε κάθε μας μεγάλη εξερεύνηση! Τον πλησίασα και ξεχνώντας τους καλούς μου τρόπους μπήκα στο ψητό.
Copyright © Κωνσταντίνος Ν. Βαρδής, 2015 All rights reserved
Διατίθεται ελεύθερα στο διαδίκτυο με άδεια Creative Commons, Αναφορά δημιουργού-Μη εμπορική χρήση-Όχι παράγωγα έργα
[1]Χάουαρντ Κάρτερ: Ο αρχαιολόγος όπου ανακάλυψε τον τάφο του Τουταγχαμών στις 4 Νοεμβρίου 1922
Του ίδιου: