Μικρή συλλογή των καλοκαιρινών σκέψεων του συγγραφέα Διονύση Μαρίνου όπως πρωτοκοινοποιήθηκαν από τον ίδιο στο facebookικό του προφίλ. Οι συνοδευτικές φωτογραφίες είναι επιλογές του ίδιου.
Kάποια ατέλειωτα απογεύματα της ζωής εικονοποιούνται με το μυστικό των σκιών που φτιάχνει ο καπνός του τσιγάρου στον απέναντι τοίχο κι άλλες φορές είναι μια αίσθηση μνημονικής πραγματείας που σε κατακλύζει -ένα ξετύλιγμα που δεν ξέρεις πού μπορεί να καταλήξει και ποιες σκόρπιες εικόνες, θαμμένες από καιρό στα πίσω συρτάρια, θα ενθέσει. Έτσι, στο τέλος όλα ενώνονται με όλα και αίφνης διαπιστώνεις πως όσο Μότσαρτ και Σεβαστιανό Μπαχ και Βάγκνερ κι αν έχεις προσλάβει, ανασύρεται από τα βάθη σου ένας βραχνός ήχος από παλιό κασετόφωνο που άκουγαν οι δικοί σου στο αυτοκίνητο καθώς πηγαίνατε για μπάνιο στον Κάλαμο. Ο κλαυθμός μιας γυναίκας που τότε δεν την ήξερες, αλλά στα παιδικά σου αυτιά το όνομά της ακουγόταν μυστηριακό («Μαρινέλλα») και εμποτισμένο με λογής παράξενες ιδιότητες. Τριάντα και κάτι χρόνια μετά βρίσκεσαι να σιγοψιθυρίζεις «μα, εσύ ποτέ να μην χαθείς απ' τη ζωή μου», τη στιγμή που οι απώλειες είναι πλέον εκθετικές και δεν υπάρχει τρόπος να ξανακερδίσεις το χρόνο, τα πρόσωπα και τις αισθήσεις. Και συνεχίζεις να τραγουδάς -εις μάτην.
Εθεάθη στις 25 Μαΐου 2015
Έσκαβα στον κήπο. Η γυναίκα μου ήθελε να φυτέψουμε καινούργιες τριανταφυλλιές –κίτρινες σαν αραποσίτι. Μου είπε «θα είναι μια αλλαγή, θα δεις», αλλά δεν το πίστευε. Ούτε κι εγώ. Έσκαβα στον κήπο και βρήκα αυτό το μικρό τσιμπιδάκι και τα χέρια μου άσπρισαν όταν το κράτησα γιατί ήξερα ποιας ήταν, αλλά δεν ήξερα πώς βρέθηκε εκεί. Το καθάρισα από το χώμα, το γυάλισα με την ανάσα μου, αλλά είχε θαμπώσει για τα καλά. Το δωμάτιο της είναι ανέπαφο από τότε. Βιβλία, μπλούζες, η κούκλα της, οι κουρτίνες τραβηγμένες, να μην σκαλώνει το φως στον απέναντι τοίχο. Θα μπορούσα να της το δείξω. Μια πράξη σκληρότητας μεταξύ συζύγων. Πέταξα το τσιμπιδάκι στα πόδια μου και άρχισα να ρίχνω χώμα. Κι άλλο, κι άλλο. Το πάτησα καλά με το παπούτσι μου. Να μην θυμίζει τρύπα ανοιγμένη. Είπα στη γυναίκα μου πως οι τριανταφυλλιές δεν μου άρεσαν ποτέ. Στον κήπο δεν ξαναβγήκα.
10 Ιουνίου 2015
Της είχα πει να προσέχει: το θυμάμαι πολύ καλά. Την είχα ενημερώσει πού είχα αφήσει τα χαρτιά μου και ότι δεν έπρεπε επ' ουδενί να τα πειράξει. Η πόρτα του δωματίου δεν έκλεινε εδώ και καιρό. Η υγρασία είχε κάνει σμπαράλια την κλειδαριά, αλλιώς δεν θα είχα φόβο. Έπρεπε να βγω εκείνο το πρωί. Ακόμη κι ένας συγγραφέας πρέπει κάποια στιγμή να θυμίζει στον εαυτό του πως υπάρχει αυτό που λέμε αέρας και ήλιος. Μα, πώς μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη σε μια γριά οικονόμο που ούτε ακούει, ούτε βλέπει καλά; Έπρεπε να το περιμένω. Και τώρα συμβαίνει αυτό: στο απέναντι τραπέζι από το δικό μου, σιγοπίνοντας τον καφέ του, με παρατηρεί ο άνδρας για τον οποίο έγραφα χθες. Φοράει καπέλο, στραβή γραβάτα και το σακάκι του είναι φαγωμένο στα πέτα. Όπως ακριβώς τον είχα φτιάξει με τα χέρια μου όλη τη νύχτα. Σηκώθηκα δειλά δειλά από την καρέκλα και τον πλησίασα. «Ξέρετε, πρέπει να γυρίσετε σπίτι. Δεν σας έχω τελειώσει ακόμη», του είπα με μια αίσθηση επείγοντος. Τότε εκείνος γέλασε. Ένας ήχος στριγκός, όπως τρένο που φρενάρει απότομα, βγήκε από το στόμα του. Με μια κίνηση τελετουργική έβγαλε ένα στυλό από τη μέσα τσέπη του σακακιού του, πήρε μια χαρτοπετσέτα και ξεκίνησε να γράφει, να γράφει, να γράφει. Δίχως να το καταλάβω άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά μου, έβγαλα γένια, μετά κάτι έσβησε και τα γένια μου εμφανίστηκαν ξανά, άλλαξα ρούχα, ένιωθα μια γεροντική κούραση μέχρι το βάθος του δέρματός μου. Ξάφνου εμφανίστηκε η γριά οικονόμος, μόνο που πλέον ήταν νέα – άκουγε και έβλεπε μια χαρά. Μου έπιασε το χέρι και άρχισε να με τραβάει έξω από το μαγαζί. «Ελάτε-ελάτε, ας μην το ενοχλούμε. Όταν τελειώσει θα μάθουμε τι απογίνατε».
26 Ιουνίου 2015
20 Ιουλίου 2015
Copyright © Διονύσης Μαρίνος, 2015 All rights reserved
Αν υποθέσουμε πως αυτοί οι μουσικοί δεν πέρασαν ποτέ από τη γειτονιά μας, κανένας ήχος βιολιού δεν ταρακούνησε την όψη των γερανιών και οι ριπές του ακορντεόν δεν ήταν τίποτα περισσότερο από εφήμερο παιχνίδι ενός διερχόμενου οδηγού με την κόρνα πατημένη στο ντο ματζόρε και εκείνη η βραχύβια άρια του τραγουδιστή ήταν μια πλεκτάνη του αέρα, μια αράχνινη κίνηση πάνω στην τέντα, κι εμείς δεν πετάξαμε ποτέ δύο δεκάρες και δεν χειροκροτήσαμε καθώς το νήμα της φωνής του αποκτούσε τη ιερότητα των απογευμάτων της ακίνητης ζωής, και όλα αυτά ήταν μια ασαφής σπίθα πραγματικότητας, αν όλα αυτά, λοιπόν, δεν συνέβησαν, τότε γιατί ο άνδρας στο απέναντι μπαλκόνι έπεσε στο κενό χορεύοντας και τραγουδώντας;
20 Ιουλίου 2015
Και θα σου φτιάχνω καφέ
και θα τον πίνουμε από το ίδιο φλιτζάνι
το σπασμένο
και θα ανοίγω τα παράθυρα
και θα σου φτιάχνω και ουρανό
και χρώματα πάνω στα έπιπλα
που θα κάθεσαι
και στα πόδια σου γούρνες
η άνοιξη να πλένεσαι
και ο χειμώνας να κοιμάσαι
και δεν θα σε ενοχλώ
θα κόψω χέρια και γλώσσα
μόνο μάτια σφυριά θα κρατήσω
να σε καρφώσουν
και θα σου φοράω το καλό πουκάμισο
το άσπρο
να σου θυμίζει πως έχει λαιμό
και στήθος και κοιλιά και πως δεν χάθηκαν
και ένα πουλί να σου τραγουδάει
να ξυπνήσεις
ακούς; Με το σκοτάδι να έρχεσαι
και το αλάτι
και τις κάλτσες σου θα σου τις έχω μαντάρει
να μην περπατάς με τρύπες
και σε καταπιούν
και θα σε ξυρίζω κάθε πρωί
μόνο για να σε ακούω να σφυρίζεις
«να το πάρεις το κορίτσι, να το πάρεις»
Και όλες τις πόρτες θα τις κλειδώσω
Με το σκοτάδι να έρχεσαι
Και με το κρύο
Και από το δρόμο τον κόκκινο
Να πέφτει το κάρβουνο να λιώνει
Και τις άλλες τις ώρες
Του θανάτου
Κόρα ψωμί θα σου βουτάω μην πεινάσεις
Μόνο να έρχεσαι με το σκοτάδι
Με τα κύματα να έρχεσαι
30/07/2015
Copyright © Διονύσης Μαρίνος, 2015 All rights reserved
Περισσότερα από/για τον Διονύση Μαρίνο: