Γράφει ο Χρίστος Μαβόγλου
(Αληθινή ιστορία)
Είχα αγοράσει το παπάκι τον προηγούμενο μήνα. Ένιωθα ελεύθερος και γεμάτος χαρά. Μεταχειρισμένο, της κακιάς ώρας, αλλά όλα αυτά δεν είχαν σημασία. Όταν το πρωτοκαβάλησα δεν ήξερα ούτε ποδήλατο καλά καλά, αφού δεν είχα ποτέ. Στους στενούς δρόμους της Αθήνας ήταν επικίνδυνο να μου πάρουν οι γονείς μου, και έτσι δεν έτυχε.
Με το μηχανάκι, όμως, ήταν άλλο. Δύο μέρες έκανα βόλτα γύρω γύρω στα δρομάκια του Πανεπιστημίου. Και σιγά σιγά πήρα το θάρρος να το καβαλήσω μέχρι το σπίτι, όχι μακριά. Κάθε μέρα θα πηγαινοερχόμουν στο λεπτό σπίτι-Πανεπιστήμιο-σπίτι, θα έκανα πιο εύκολα ψώνια, άσε που μπορεί να έβρισκα και κοπέλα.
Όλος ο κόσμος σε δύο ρόδες. Να σκεφτώ κάποια στιγμή πρώτα να πάρω κράνος και μετά δίπλωμα. Αλλά αυτά, άστα για αργότερα. Έχω καιρό. Σήμερα θα πάω σε πάρτι. Θα είναι και ο Γιώργος από το Μαθηματικό με την κοπέλα του την Εύη, που μένουν πιο κάτω.
…
Μια χαρά όλα. Δεν ξέρω πόσο ήπια, αλλά δεν έχει σημασία. Νιώθω καλά, αλλά πιο πολύ ελεύθερος που δεν σκέφτομαι πως θα γυρίσω. Φεύγουμε από το πάρτι μαζί με το Γιώργο. Αυτός με μια παλιά βέσπα, πενηντάρα, και την Εύη μαζί του δικάβαλο. Κι εγώ μόνος.
Στο φανάρι μου λέει:
- Πάμε κόντρα;
- Τι λες; Είσαστε δύο. Με δουλεύεις;
- (γελάει) Πάμε κόντρα;
- Άντε πάμε. (τον είχα για πλάκα)
Ανάβει το φανάρι, βγαίνει μπρος και τον ακολουθάω λίγο πίσω. Βρίσκω μια ευθεία και ανοίγω το γκάζι. Τον περνάω εύκολα. Στρέφω το κεφάλι μου δεξιά πίσω να τον κοιτάξω και… το είχα ξεχάσει. Δεν ήξερα καλά τους δρόμους. Ο Γιώργος στρίβει και κόβει δρόμο. Αρχίζω να στρίβω κι εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη, αλλά δεν προλαβαίνω. Η ρόδα χτυπάει στο ψηλό πεζοδρόμιο και αρχίζω να σέρνομαι. Δεν έχω πάθει τίποτα, αλλά σέρνομαι με ταχύτητα. Προλαβαίνω να χαμογελάσω λίγο. Έχει πλάκα. Εκεί πάνω στο πεζοδρόμιο, στην πορεία μου, έχει σταθμεύσει ένα αυτοκίνητο. Μακάρι να μην υπήρχε. Ένας μεταλλικός ήχος μπαίνει με ορμή μέσα στο κεφάλι μου και το συμπιέζει. Αυτό ήταν.
…
- Έλα Μανόλη το έφερες;
Το κρατάει. Εκείνη την ώρα εμφανίζεται και ο Μάνθος.
- Μανόλη τώρα που πούλησες τη μηχανή, ήθελα να σου ζητήσω το κράνος.
- Α, όλα κι όλα, εγώ το ζήτησα πρώτος.
Ο χρόνος σταματάει για κλάσματα. Ο Μάνθος ήταν πιο αγαπητός, η ψυχή της παρέας, αλλά εγώ το είχα ζητήσει πρώτος. Η επιμονή στη στάση μου, κάτι που δεν το συνηθίζω, φαντάζει δύσκολη τη διαπραγμάτευση. Ο Μανόλης κοιτάζει τον Μάνθο, κοιτάζει και εμένα και τελικά μου δίνει το κράνος. Το βράδυ θα πάω στο πάρτι με κράνος.
…
Σαν σε αργή κίνηση, σέρνομαι στο πεζοδρόμιο γλυκά. Ένα αυτοκίνητο σε παράταιρη θέση, μου κλείνει το δρόμο στην πορεία που έχω πάρει. Ακούω ένα βαθύ απότομο ήχο. Η πόρτα του αυτοκινήτου αγκαλιάζει το κεφάλι μου, αλλά το κράνος σαν ασπίδα ρουφάει το κακό. Σηκώνομαι, βγάζω το κράνος να πάρω αέρα. Όλα καλά. Στέκομαι για λίγες ανάσες. Βάζω πάλι το κράνος, ανεβαίνω στο μηχανάκι και βάζω μπρος. Να θυμηθώ να ευχαριστήσω τον Μανόλη, αύριο.
Copyright © Χρίστος Μαβόγλου via facebook All rights reserved, 9 Ιουλίου 2015
Στις εικόνες που κοσμούν την ανάρτηση βλέπετε κολάζ με λεπτομέρειες από πίνακες λάδι του Richard W Linford.