Κωνσταντίνου Βαρδή
Τρίτο μέρος*
Τρίτο μέρος*
Στο τελείωμα έσπρωξε τα μαλακότερα κλαδιά αποκαλύπτοντας μία από τις κρυφές όψεις αυτού του νησιού…
{ Τ Ρ Ε Ξ Ε }
Ο Τζος οπισθοχώρησε έτοιμος να πέσει πίσω στην πλάτη του.
«Διάβολε ανάθεμα…» ξεστόμισε ξαφνιασμένος. Το πλησίασε και στάθηκε μερικά εκατοστά μακριά του κοιτώντας το πολύ προσεκτικά. Άπλωσε το δάκτυλο να το αγγίξει μα την τελευταία στιγμή δίστασε. Αυτό… αυτό ο καλλιτέχνης δεν το είδε…; σκέφτηκε. Εκτός, βέβαια, κι αν αυτός που άφησε τα αποτυπώματα ήταν ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Αυτό ήταν αρκετό να τον τρομάξει. Αμέσως σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τριγύρω. Του φάνηκε πως άκουσε έναν γρήγορο βηματισμό πίσω του. Τώρα πλέον κοιτούσε αυτό το μέρος με άλλο μάτι. Ξαναγύρισε στον βράχο. Το αίμα είχε ξεραθεί παίρνοντας μία καφετιά απόχρωση. Ανατρίχιασε. Αποφάσισε να μείνει σκυφτός και κρυμμένος μέχρι να σιγουρευτεί πως δεν είχε γίνει στόχος κάποιου κυνηγού.
Για αρκετή ώρα δεν είδε τίποτα περισσότερο από εξωτικά πουλιά να πετούν και να χάνονται στην πλούσια αντηλιά. Τίποτα το επικίνδυνο. Αργά και διστακτικά σηκώθηκε. Τα παπούτσια του είχαν κιόλας στεγνώσει. Τώρα μπορούσε να κατηφορίσει μέχρι τον οικισμό ελπίζοντας να βρει κάποιον να μιλήσει σχετικά με τη μητέρα του.
Η κατηφόρα ήταν μεγάλη αλλά περπατούσε μέσα στο μονοπάτι οπότε δεν είχε πρόβλημα. Ήταν στρωμένο με ακριβή διακοσμητική πέτρα και στις άκρες είχε ξύλινες σκαλισμένες κουπαστές με σχέδια που απεικόνιζαν λουλούδια, δέντρα, ζώα, ανθρώπους να κάθονται κάτω από τον ήλιο. Στο τέλος του μονοπατιού ο δρόμος άνοιγε σε μία πλατεία. Στο κέντρο της είχε ένα φυσικό σιντριβάνι το οποίο αποτελούσε μέρος ενός βράχου. Ποιες δυνάμεις είχαν συντελέσει ώστε να δημιουργηθεί κάτι τέτοιο και κατά αυτόν τον τρόπο; Ίσως ο δημιουργός του να είχε κάνει κάποια συμφωνία με τον θεό. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Το νερό ανάβλυζε πεντακάθαρο στο κέντρο του και εκτινασσόταν ψηλά χωρίς να υπάρχει κάποιος μηχανισμός να το εξαναγκάζει. Το κελάρυσμα του νερού είχε αρχίσει ήδη να τον ηρεμεί καθώς το βλέμμα του χανόταν σε μία όαση που θύμιζε παράδεισο.
Μερικές φωνές ακούστηκαν να πλησιάζουν και αυτό τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Το χωριό ξεκινούσε μετά από αυτή την πλατεία και σίγουρα ο Τζος θα ήταν σαν τη μύγα μες το γάλα. Άγνωστος μεταξύ γνωστών, θα γινόταν αντιληπτός από την πρώτη στιγμή και αυτό θα σήμαινε συναγερμό στους κατοίκους του νησιού. Χωρίς να έχει και πολλές θέσεις να κρυφτεί προτίμησε την πιο απλή. Μπήκε μέσα στο σιντριβάνι και έσκυψε προσέχοντας να μην βρέξει τίποτα περισσότερο από τα, μόλις στεγνωμένα του, παπούτσια. Αυτό του την έσπασε πολύ.
Ήταν δύο γυναίκες όπου τον προσπέρασαν χωρίς να δείξουν πως τον έχουν αντιληφθεί. Από τον τρόπο που μιλούσαν έμοιαζαν να έχουν βρει την απόλυτη αρμονία και γαλήνη. Πως ζούσαν σε έναν τέλειο κόσμο χωρίς άγχη, πίκρες και στενοχώριες. Κάθε αρνητική σκέψη είχε εξαφανιστεί. Αυτό τον χαροποίησε κάνοντάς τον να ξεχάσει για λίγο το μυστήριο που κάλυπτε αυτό το νησί και την φοβία των ανθρώπων που τους ανάγκαζε να το κρατήσουν κρυφό. Οι δύο γυναίκες χάθηκαν όπως ήρθαν. Ο Τζος τις παρακολούθησε να απομακρύνονται καλυμμένες με τα μεταξωτά υφάσματα που τις έντυναν. Η μία φορούσε ένα μακρύ ολόλευκο φόρεμα ενώ η άλλη ένα γαλάζιο.
Μόλις ένιωσε πως δεν κινδύνευε να τον δουν σηκώθηκε. Ήταν όμως απρόσεκτος. Ένα καλοζωισμένος, ηλικιωμένος άντρας στεκόταν μόλις ένα μέτρο πίσω του.
«Εδώ δεν χρειάζεται να κρύβεσαι πια αδερφέ μου. Όλοι είμαστε ίσοι και ορατοί στα μάτια του Θεού…»
Ο Τζος γύρισε ξαφνιασμένος με κομμένη την ανάσα. Προσπάθησε να αρθρώσει μερικές λέξεις όμως δεν τα κατάφερε.
«Όποιος κι αν είσαι… εδώ είσαι καλοδεχούμενος αδερφέ μου… Το τρέξιμο έλαβε τέλος…» τον κοίταζε μέσα στα μάτια μεταδίδοντάς του λίγο από την αγάπη που εξέπεμπαν τα λόγια του. «Σε παρακαλώ… το χέρι του Θεού είναι μπροστά σου…» είπε τελειώνοντας ο ηλικιωμένος και έκανε υπόκλιση απλώνοντας το χέρι του για να του δείξει τον δρόμο.
Ο Τζος προχώρησε προς το χωριό. Μόλις έφτασε στο τέλος της πλατείας γύρισε να κοιτάξει τον ηλικιωμένο. Με ένα πλατύ χαμόγελο συνόδευε το σηκωμένο του χέρι που τον αποχαιρετούσε. Ξαναγύρισε μπροστά και συνέχισε την πορεία του. Πλέον βρισκόταν μέσα στα μονοπάτια του χωριού. Δεν ήταν ερημικό, αντιθέτως υπήρχαν παιδιά στους πλακόστρωτους δρόμους που έπαιζαν χωρίς να χτυπιούνται μεταξύ τους και παραδόξως καμία βρωμοκουβέντα δεν έβγαινε από τα χείλη τους.
Γυναίκες κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους με καλάθια χειρός γεμάτα φρούτα και άντρες που συζητούσαν για θέματα σοφίας. Όλοι ήταν ντυμένοι με αέρινα υφάσματα που έδειχναν άνετα και πολύ ακριβά. Του θύμισε τα πρώτα του χρόνια στο σχολείο που όλα τα παιδιά φορούσαν τις ίδιες φόρμες για να υπάρχει ομοιομορφία. Κάποιοι γύρισαν να τον κοιτάξουν ενώ άλλοι τον προσπερνούσαν αδιάφορα. Κανείς δεν έδειξε όμως να τον αντιλαμβάνεται σαν ξένο σώμα. Τα πάντα λειτουργούσαν σα μέρος συστήματος και όλοι σαν συγχρονισμένα γρανάζια μηχανής.
Η εντύπωση αυτή έγινε ακόμη πιο ισχυρή όταν μία γυναίκα είχε ένα μικρό ατύχημα και σκοντάφτοντας στον δρόμο ένα μήλο έπεσε έξω από το καλάθι της. Ο Τζος αντανακλαστικά, αν και μακριά, άπλωσε το χέρι του για να το πιάσει. Την ίδια σκέψη έκανε ακόμη ένας περαστικός που κατάφερε με, αστραπιαία ταχύτητα, να αιχμαλωτίσει αβίαστα μέσα στην χούφτα του το μήλο πριν αυτό αγγίξει το πέτρινο μονοπάτι. Ο άντρας το έβαλε ξανά στη θέση του και συνέχισε την πορεία του. Οι δύο κάτοικοι δεν αντάλλαξαν ούτε ένα «ευχαριστώ»· ούτε ένα βλέμμα. Του φάνηκε τόσο παράξενο. Οι δύο τους έκαναν σα να μη συνέβη ποτέ.
Ο Τζος συνέχισε το βήμα του πλησιάζοντας όλο και πιο πολύ στο κέντρο του χωριού. Εδώ οι άνθρωποι ήταν ακόμη πιο φιλικοί. Όσοι τον προσπερνούσαν του χάριζαν ένα αστραφτερό και γλυκό χαμόγελο. Υπήρχαν πάγκοι ανά τακτές αποστάσεις που χάριζαν τις πραμάτειες τους. Ήταν ακόμη πρωί και όλοι είχαν βγει για ανταλλαγή αγαθών. Κανείς δεν έδινε χρήματα για να αγοράσει τα προϊόντα που έβαζε στο καλάθι. Αυτή είναι μία πραγματική ουτοπία… σκέφτηκε.
Όσο πλησίαζε στο κέντρο μπορούσε να διακρίνει έναν ψηλό βράχο όπου η ανθρώπινη παρέμβαση ήταν εμφανής· έμοιαζε με κάποιο είδος ξέφωτου ναού. Στην επιφάνεια είχε σκαλισμένα σχέδια και διάφορα γνωμικά γνωστά και άγνωστα σ’ αυτόν. Μπροστά από τον λαξευμένο βράχο στέκονταν νέοι, αγόρια και κορίτσια, όπου πέρναγαν χρόνο μαζί σαν να ήταν αδέρφια. Το βλέμμα τους μαρτυρούσε πως ήταν απαλλαγμένοι από κάθε είδους ορμές που έπρεπε να απασχολούν άτομα της δικής τους ηλικίας. Πώς είναι αυτό δυνατόν; σκέφτηκε. Είναι τόσο όμορφες!
Η ζωή γύρω του τον προσπερνούσε αδιάκοπα, ανενόχλητη από την παρουσία του ώσπου ένα αυθόρμητο φτέρνισμα ήρθε να αναταράξει τα ήρεμα νερά της καθημερινότητάς τους. Ο Τζος προσπάθησε να το συγκρατήσει μα του ήταν αδύνατο. Τα χέρια του γέμισαν με σάλια τα οποία σκούπισε στο πλάι του παντελονιού του. Τίποτα το ασυνήθιστο. Γύρω του υπήρχαν γύρω στα πενήντα άτομα τα οποία, όμως, γύρισαν όλα και τον κοίταξαν. Οι παλαιότεροι έμοιαζαν ξαφνιασμένοι, φαινόταν στα μάτια τους, ενώ οι νεότεροι απορημένοι. Ένα μικρό παιδί σήκωσε το χέρι του και δείχνοντας τον, ρώτησε τη μητέρα του δίπλα…
«Μαμά, τι έκανε αυτός ο κύριος…;»
Εντάξει… αυτό δεν είναι φυσιολογικό… σκέφτηκε και άρχισε να κοιτάζει δεξιά και αριστερά. Οι γύρω του τον είχαν κυκλώσει και όλοι τον κοιτούσαν με απορία σα να ήταν κάτι το αξιοπερίεργο. Μέσα από το αμίλητο μπουλούκι ένα γαργαριστό γέλιο ακούστηκε, κάπου στο βάθος, που δεν το έπιανε το μάτι του.
«Να επιτέλους…» φώναξε. Από την φωνή κατάλαβε πως ήταν κάποιος ηλικιωμένος. «Να και κάποιος ζωντανός ανάμεσά μας...»
Είχε να πει κι άλλα, αλλά δεν πρόλαβε. Μία γρήγορη αναστάτωση και συνάμα διακριτική, πίσω από το τείχος των ανθρώπων προς τον ηλικιωμένο, έκανε αυτή την ενοχλητική παρένθεση να κλείσει όσο γρήγορα άνοιξε. Το μαζεμένο μπουλούκι διαλύθηκε συνεχίζοντας την πορεία του. Ο Τζος προσπάθησε να εντοπίσει τον άντρα που φώναξε. Τίποτα. Σα να μη συνέβη ποτέ.
«Τι έγινε…;» ρώτησε έναν που έστεκε ακόμη μπροστά του. Δεν πήρε απάντηση. Έπιασε τον επόμενο, «Πού είναι αυτός που φώναζε…;» ο άντρας έδειξε να μην καταλαβαίνει καν σε τι αναφερόταν ο Τζος. Άφησε την έρευνα δια της συζήτησης και είπε να κάνει έναν γύρω εκεί κοντά μήπως έβρισκε τίποτα. Δεν είχε αποτέλεσμα. Αποφάσισε να προχωρήσει ακόμη πιο μέσα στην κοινότητα και να δει και άλλες πτυχές αυτού του κόσμου.
Όσο πέρναγε η ώρα καταλάβαινε πως δεν ήταν ένα υποανάπτυκτο χωριό όπως του φάνηκε ψηλά από το βουνό. Οι κάτοικοι είχαν πλήρη αυτάρκεια και χρησιμοποιούσαν μηχανές για οτιδήποτε άλλο εκτός από την μετακίνησή τους. Για αυτήν είχαν ποδήλατα. Μα αν έχουν μηχανές, τότε από πού παίρνουν τα καύσιμα…; σκέφτηκε όταν μπροστά από ένα ξύλινο σπίτι είχε στερεωθεί μία χλοοκοπτική μηχανή. Κοίταξε όμως καλύτερα και είδε πως ήταν συνδεδεμένη με ένα καλώδιο σε μία εξωτερική πρίζα.
«Γεια σου φίλε μου…» ο Τζος αισθάνθηκε ένα χέρι να τον αγγίζει στην πλάτη από πίσω. «Καλώς ήρθες στα μέρη μας…» ήταν ό,τι πιο ζωντανό είχε ακούσει μέχρι στιγμής. Γύρισε και κοίταξε αυτόν που τον καλοδέχτηκε. Τον είχε ξαναδεί.
«Εσύ…» είπε κομπλαρισμένος. Ήταν ο ψηλός λευκοφορεμένος άντρας που ακολουθούσε εκείνο το βράδυ. Ο ίδιος επισκέπτης στο κατάστημα της Κέλυ.
Του χαμογέλασε. «Και εσύ πρέπει να είσαι ο Τζος…»
«Ποιος είσαι…; Πώς ξέρεις το όνομά μου…;»
«Ηρέμησε. Με φωνάζουν Δόκτωρ Σιν. Δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Όλοι εδώ είμαστε μέρος της ίδιας οικογένειας. Όλοι ξέρουμε το όνομά σου Τζος. Η Σόφι είναι μέλος της ίδιας οικογένειας και σε περιμένει στο σπίτι σας…» είπε πράα.
Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Δεν αρκέστηκε στο πώς, το τι και το γιατί. Το μόνο που ήθελε ήταν να δει την μητέρα του. «Πού είναι… πού;»
Ο Δόκτωρ Σιν του έδειξε το μονοπάτι το οποίο ακολούθησε σαν κυνηγημένος λαγός. Στο τέλος του βρισκόταν ένα ξύλινο σπίτι. Φάνταζε τόσο όμορφο και καλά στημένο. Ήταν λευκό με οριζόντιες ξύλινες τάβλες. Στο κέντρο του είχε δύο παράθυρα με κρεμασμένα λουλούδια σε μία πήλινη γλάστρα. Ανάμεσά τους βρισκόταν τοποθετημένη η καφέ ξύλινη πόρτα με το καφέ χαλί μπροστά της. Η πρόσοψη έδινε την εντύπωση ενός χαμογελαστού προσώπου. Τα παράθυρα ήταν ανοικτά κι από πίσω κρέμονταν οι λεπτές ημιδιάφανες κουρτίνες. Δεν ήταν το μοναδικό σπίτι αυτό.
Δεξιά κι αριστερά πλαισιωνόταν από άλλα του ίδιου στυλ. Η επανάληψη σε όλο της το μεγαλείο. Η σκεπή περιμετρικά ήταν διακοσμημένη με όμορφα κόκκινα κεραμίδια ενώ στο κέντρο της βρίσκονταν πάνελ φωτοβολταϊκών. Στην άκρη, εκεί που έπρεπε να βρίσκεται η καμινάδα, την θέση της είχε πάρει μία ψηλή ανεμογεννήτρια μετατρέποντας την δύναμη της φύσης σε ενέργεια.
Ο Τζος είχε ήδη αρχίσει να χαμογελάει. Δίπλα από τον κήπο υπήρχε ένα τεχνητό αυλάκι που περνούσε από κάθε σπίτι σε σειρά. Μέσα έτρεχε νερό που κατέβαινε ορμητικά από το βουνό. Δίπλα σε αυτό το αυλάκι ήταν τοποθετημένη μία υδρογεννήτρια και λίγο πιο δίπλα μία μικρή αποθήκη που έγραφε απ’ έξω… ΣΥΣΤΟΙΧΙΑ ΜΠΑΤΑΡΙΩΝ…
«Οι άνθρωποι αυτοί σίγουρα έχουν λύσει το ενεργειακό τους πρόβλημα…» ήταν το πρώτο που του ήρθε στο μυαλό. Το αδιάβροχο κινητό του ακόμη λειτουργούσε. Το έπιασε μέσα από το τσαντάκι του και το κράτησε ψηλά. Χωρίς υπηρεσίες έγραφε στην οθόνη. Η κοινότητα είχε μάθει να ζει μόνο με τα απαραίτητα. Ούτε τηλέφωνο, ούτε ιντερνέτ. Οι άνθρωποι ζούσαν ειρηνικά, αρμονικά χωρίς αρρώστιες και, πάνω από όλα, άγχη να ταλαιπωρούν το μυαλό τους. Οι κουρτίνες σάλεψαν. «ΜΑΜΑ!» φώναξε με όλη του τη δύναμη. Η Σόφι πετάχτηκε έξω με τα χέρια γεμάτα σαπουνάδες.
«Τζος! Αγόρι μου! δεν το πιστεύω!»
Αμέσως έπεσε στην αγκαλιά της. «Γιατί έφυγες έτσι μάνα; Δεν ξέρεις τι πέρασα μέχρι να σε βρω.»
«Συγγνώμη Τζος. Λυπάμαι, όμως δεν άντεχα άλλο τη μοναξιά.» ο Τζος σήκωσε το κεφάλι. Μέσα από το σπίτι της βγήκε ακόμη μία γυναίκα. Έμεναν μαζί.
«Έλα μέσα αγόρι μου. Μην καθόμαστε έξω…» είπε απότομα η συγκάτοικος και κοίταξε το ρολόι της. Είχε φτάσει μεσημέρι. Περίπου μία η ώρα.
Η Σόφι γύρισε και της μίλησε χαμηλόφωνα σα να μην ήθελε να την ακούσει ο γιος της. «Εντάξει… ακόμη μεσημέρι είναι. Δεν εμφανίζονται πριν το βράδυ…» είπε και γύρισε με ένα χαμόγελο, που δεν είχε δει ποτέ ξανά του, να έχει σχηματιστεί στα χείλη της. «Ας πάμε μέσα λοιπόν…» τον τράβηξε απαλά.
Το σπίτι ήταν γεμάτο κάδρα με τις φωτογραφίες τους κρεμασμένες. Το ίδιο και της άλλης γυναίκας.
«Κάτσε… έχουμε πολλά να πούμε…» ακούστηκε η φωνή του δόκτωρ Σιν που στεκόταν στην ανοικτή πόρτα.
Η πρώτη μέρα πέρασε τόσο καλά που έκανε τον Τζος να πιστεύει λίγο στην επιλογή της μητέρας του. Το φαγητό ήταν ό,τι νοστιμότερο είχε δοκιμάσει ποτέ στην ζωή του. Η μάνα γη φρόντιζε να τους δίνει τα πάντα σε αφθονία και στην πιο αγνή μορφή τους. Ο ήλιος ήταν ζεστός με έναν πρωτόγνωρο τρόπο που άγγιζε ακόμη και την ίδια του την ψυχή. Τηλεόραση δεν παρακολουθούσε και επικοινωνία με τον έξω κόσμο δεν είχε. Περνούσε τόσο καλά και ίσως αυτό να ήταν τελικά το μυστικό της επιτυχίας. Πιο ήταν όμως το αντάλλαγμα για όλα αυτά; Αυτό κανείς δεν το είχε αναρωτηθεί.
Οι επόμενες μέρες έφεραν και τις πρώτες εξορμήσεις του σαν μέλος αυτής της κοινότητας πια. Οι γνωριμίες του με τα υπόλοιπα άτομα είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί. Και μόνο όταν άρχιζε να βαριέται όλη αυτή την καλοπέραση άρχισε να ξεχωρίζει αυτά που ήταν όχι και τόσο φυσιολογικά...
{
Το πρώτο του βράδυ στο νησί ήταν ήρεμο. Η ώρα είχε πάει μόλις εννιά το βράδυ και όλοι είχαν κλειδαμπαρωθεί μέσα στα σπίτια τους. Μόλις ο ήλιος άρχισε να δύει ο κόσμος χάθηκε από τους δρόμους με μία απίστευτη ταχύτητα. Σα να είχαν εξαγγείλει την επικείμενη καταστροφή του νησιού και όλοι είχαν κρυφτεί για να προστατευθούν. Βέβαια αυτό λίγο τον ένοιαξε.
Τα μάτια του είχαν βαρύνει τόσο που δεν μπορούσε να τα κρατήσει περισσότερο ανοικτά. Η ηδονή της κατάκλισης ζέστανε όλο του το κορμί και την ψυχή. Σκεπασμένος με τα αέρινα σεντόνια του ένιωσε την ίδια γαλήνη που βίωνε μόνο όταν ήταν μικρός στην αγκαλιά της μητέρας του. Έκλεισε τα μάτια του και χαμογελώντας αισθάνθηκε το σώμα του να βυθίζεται σε μία ονειρική άβυσσο και μετά να αιωρείται στον αέρα. Ήδη ταξίδευε σε άλλη διάσταση με συντροφιά του τον Μορφέα. Τα όνειρά του ήταν γλυκά, απολαυστικά. Όλα αυτά όμως μέχρι το ρολόι να δείξει μία ώρα μετά τα μεσάνυκτα όπου ξύπνησε απότομα.
Μέχρι να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν έμεινε αμίλητος στο κρεβάτι κοιτώντας τον χώρο. Αυτό που τον ξύπνησε δεν ήταν κάποιο κουνούπι ή κάποιο όνειρο. Αυτό που τον ξύπνησε ήταν ένας θόρυβος που ερχόταν από την σκεπή του σπιτιού σαν ελαφρύ βηματισμός συνοδευόμενος από έναν ελαφρύ βρυχηθμό. Το κορμί του ρίγησε και δεν τόλμησε να ξεσκεπαστεί. Ήθελε να σηκωθεί αλλά δεν τόλμησε. Ένιωσε ασφαλής, όπως τα μικρά παιδιά, κάτω από το σεντόνι. Λίγα λεπτά αργότερα ο θόρυβος έπαψε και ο Τζος αφέθηκε να παρασυρθεί από την κούραση και το γλυκό κάλεσμα της νυκτός.
Από το πρώτο του βράδυ κιόλας που έφτασε στο νησί άρχισε να βιώνει περίεργα και ανεξήγητα γεγονότα στα οποία αποπειράθηκε να δώσει λογικές εξηγήσεις. Τα περιστατικά όμως με τον καιρό πύκνωναν και κανείς δεν φάνηκε να μιλάει για αυτά. Όταν ρωτούσε τη μητέρα του, εκείνη του αράδιαζε τη μία δικαιολογία μετά την άλλη. Τη μία ήταν η κούραση, την άλλη ήταν η φαντασία του και την άλλη η ανάγκη του να εκτονώσει την ενέργεια που του προκαλούσε όλη αυτή η ηρεμία που βίωνε. Στο τέλος είχε ξεμείνει από δικαιολογίες και υποκρινόταν πως δεν τον άκουγε, ή άλλαζε το θέμα. Η παρέα του απέφευγε να απαντήσει στις ερωτήσεις του καθώς έμοιαζαν να είναι καλά δασκαλεμένοι. Δεν γνώριζε και πολλά για τις νέες του φιλίες· αν είχαν έρθει, ή αν είχαν γεννηθεί εδώ. Όπως και να είχε το πράγμα, τον ενοχλούσε που δεν έπαιρνε απαντήσεις από πουθενά. Πολλές, μάλιστα, ήταν οι φορές που είχε στήσει σκοπιά να δει τι προκαλούσε τον θόρυβο πάνω στις σκεπές των σπιτιών. Όλες του οι απόπειρες ήταν ανεπιτυχείς. Είχε αρχίσει να ψάχνει και αυτό ενοχλούσε την Σόφι.
{
Ήταν ένα πρωινό περίπου ένα μήνα αφού είχε εγκατασταθεί σε αυτή την κοινότητα και αποφάσισε να ρίξει μία ματιά λίγο πιο έξω από το μέρος που κατοικούσε. Είχε μεγάλη περιέργεια να δει τι υπήρχε από την άλλη πλευρά του νησιού. Έτσι ξεκίνησε νωρίς το πρωί χωρίς να συναντήσει κάποια δυσκολία. Πλέον γνώριζε τα κατατόπια. Είχε ενημερώσει και την Σόφι από το προηγούμενο βράδυ πως θα ξεκινούσε την εξερεύνηση. Εκείνη είχε εκφράσει τις ανησυχίες της συμβουλεύοντάς τον να επιστρέψει πριν το σούρουπο.
Όταν απομακρύνθηκε, τόσο ώστε το χωριό να μην είναι μεγαλύτερο από μερικά εκατοστά στο μάτι του, βρισκόταν στην κορυφή της οροσειράς που είχε αντικρίσει μόλις πάτησε το πόδι του στην είσοδο του νησιού. Ήταν όμως στην τελείως αντίθετη κατεύθυνση. Μερικά βήματα ακόμη και θα είχε θέα στην αθέατη πλευρά του νησιού. Ανέβηκε.
Ο ήλιος του έκαιγε το πρόσωπο μα αυτό δεν τον πτόησε. Συχνά-πυκνά κρυβόταν κάτω από κάποιο ψηλό δέντρο για να ξαποστάσει. Είχε πια αποβάλει κάθε άγχος και πίεση που είχε φέρει μαζί του από την πόλη. Δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο στην ζωή του. Κι ενώ το πνεύμα του ήλπιζε σε μία ιστορία πέρα από τα βουνά που θα τον δραστηριοποιούσε, σε μία ιστορία που θα τον έκανε να ξεσκεπάσει όλο αυτό το μεγάλο κόλπο που κάποιος είχε στήσει στους κατοίκους, ο Τζος βρήκε μόνο, αυτό που λέμε… την μηχανή κάτω από το καπό του αυτοκινήτου. Τίποτα το ιδιαίτερο και ανατριχιαστικό.
Πίσω από το βουνό έστεκαν μεγαλύτερες ανεμογεννήτριες και υδρογεννήτριες που ήταν συνδεδεμένες με τα νερά του καταρράκτη. Το ίδιο και με τα φωτοβολταϊκά. Ατελείωτες εκτάσεις καλυμμένες οικολογικά καθώς και το θαλάσσιο φίδι, αυτή ήταν η μοναδική λέξη που μπορούσε να βρει για εκείνη την πανέξυπνη κατασκευή που παρήγαγε ρεύμα από την κίνηση που του προκαλούσαν τα κύματα της θάλασσας. Λίγο πιο πέρα ένα υδραγωγείο μάζευε τα νερά του βουνού και των βροχών και μέσω μηχανισμών που τροφοδοτούνταν με ενέργεια μέσω της φύσης, μετέτρεπε το νερό, ακόμη και το θαλασσινό, σε πόσιμο. Τέτοια τεχνολογία, κι όμως… το κινητό χωρίς σήμα. Το σήκωσε στον αέρα. Τίποτα. Έψαχνε να βρει κάτι να ασχοληθεί πέρα από την απόλυτη αρμονία και ησυχία που του προκαλούσε όλη αυτή η κατάσταση.
Κάτω, κοντά στις γεννήτριες, με την άκρη του ματιού του αντιλήφθηκε μία μικρή κίνηση. Μία φτέρη, μία βεβιασμένη δραστηριότητα, ένα γρήγορο σάλεμα μερικών φυτών. Εκεί απαγορευόταν ρητώς να κατέβει. Κοίταξε τριγύρω… ήταν μόνος· πρώτη φορά. Πάντα κάποιος βρισκόταν κοντά. Αποφάσισε να κατέβει να δει τι ήταν αυτό. Έκανε το πρώτο βήμα παραδίνοντας το κορμί του στη δύναμη της βαρύτητας. Αυτός πρόσεχε μόνο να μην σκοντάψει και φτάσει με κουτρουβάλες μέχρι κάτω. Στο τέλος μικρές γρατζουνιές στα καλάμια και τις γάμπες ήταν ο απολογισμός της κατάβασης. Για να μην σωριαστεί κάτω κρατήθηκε από μία πελώρια φτέρη. Στεκόταν ακόμη όρθιος προσπαθώντας να ξελαχανιάσει όταν μία σκιά πέρασε από δίπλα του με αστραπιαία ταχύτητα. Γύρισε απότομα. Ήταν μόνος.
«Είναι κάποιος εδώ…;» ρώτησε με επιφύλαξη. Η ίδια σκιά πέρασε από πίσω του, ξανά. Αυτή τη φορά πρόλαβε να δει τη φιγούρα πριν χαθεί από μπροστά του. Ήταν ψηλή και αρκετά μεγάλη. Έμοιαζε με ανθρώπινη αν και ήξερε πως κανείς άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ήταν τόσο γρήγορος. Αν έκρινε από τους κατοίκους αυτού του νησιού, κανείς δεν εξαφανιζόταν σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Όλοι μίλαγαν με τις ώρες για βαθυστόχαστα θέματα και άλλα που έμοιαζαν στ’ αυτιά του πολύ κουραστικά. Η νωχελικότητα σε όλο της το μεγαλείο.
«Δεν θα σε πειράξω…» είπε ήρεμα και πλησίασε με πολύ αργό βήμα τον κορμό ενός δέντρου που όπως του φάνηκε κάτι πως είχε κρυφτεί από πίσω. Ήταν ένας αγκώνας και ξεχώριζε μόνο η άκρη του. Τα χρώματα δεν ταίριαζαν βέβαια, αλλά μπορούσε να καταλάβει πως επρόκειτο για μέρος του σώματος. Το χρώμα ήταν σκούρο πρασινόμαυρο. Ο Τζος στην προσπάθειά του να πλησιάσει πάτησε ένα κλαδί. Ό,τι κι αν ήταν πίσω από το δέντρο μαζεύτηκε κρύβοντας τον αγκώνα του. Ο Τζος πλησίασε γρήγορα προσπαθώντας να δει ποιος κρύβεται από πίσω. Το δέντρο ήταν άδειο. Κοίταξε χαμηλά και είδε μεγάλες πατημασιές να έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους πάνω στο χώμα. Το δέντρο είχε χαραγμένο πολύ βαθιά την ίδια λέξη που είχε δει βαμμένη στον βράχο.
Τ Ρ Ε Ξ Ε
Η σκιά βρισκόταν πολύ μακριά του τώρα και εξαφανίστηκε αστραπιαία μόλις το βλέμμα του έπεσε πάνω της. Ο Τζος δεν πρόλαβε να κάνει κάτι άλλο. Αναστέναξε και κοίταξε το μονοπάτι που είχε κατέβει. Του έμοιαζε τόσο μεγάλο. Έσκυψε το κεφάλι και ξεκίνησε την ανάβαση. Στην διαδρομή σκεφτόταν αυτό που μόλις είδε, ή… νόμιζε πως είδε. Μόλις έφτασε στην κορυφή κοίταξε ξανά χαμηλά και στις δύο πλευρές. Δεν υπήρχε πια καμιά αναστάτωση. Τα πάντα ήταν τόσο ήρεμα. Η αλήθεια είναι πως ένιωσε λίγη απογοήτευση. Αυτό ήταν κάτι, μία μικρή εμπειρία, που έδειξε να ζωντανεύει την καθημερινότητά του. Μία ηλιαχτίδα φωτός που θα τον έβγαζε από τον βούρκο της βαρετής τελειότητας στην οποία βούλιαζε κάθε μέρα η κοινότητα.
Κατεβαίνοντας χαμηλά μέσα στο χωριό πάλι, έκατσε σε μία γωνιά παρατηρώντας τους ανθρώπους. Τότε είδε πραγματικά αυτό που αναζητούσε. Όλοι οι άνθρωποι είχαν ένα περίεργο μηχανικό χαμόγελο κολλημένο στα πρόσωπά τους, τόσο ηλίθιο και απαθές που έμοιαζε τρομακτικό. Όλη αυτή η ηρεμία και η έλλειψη ερεθισμάτων πρέπει να είχε αλλοιώσει τη συμπεριφορά τους.
Σηκώθηκε από το μέρος που είχε κάτσει και ξεκίνησε έναν περίπατο πάνω στο πλακόστρωτο μονοπάτι που περνούσε μπροστά από όλα τα σπίτια. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες, φόρεσε το ψεύτικο χαμόγελό και ξεκίνησε προσπαθώντας να δει μέσα από τις ανοικτές κουρτίνες τις νοικοκυρές να κάνουν τις δουλειές τους. Τόσο καιρό μέσα στο σπίτι του, έβλεπε μόνο τη Σόφι όπως την είχε μάθει τόσα χρόνια στην Αυστραλία. Όταν δούλευε, μαγείρευε, έπλενε, σφουγγάριζε φόραγε τα ανάλογα ρούχα. Ζώντας σε αυτή την κοινότητα η Σόφι δεν είχε αλλάξει καθόλου. Τώρα όμως ήταν σε θέση να δει τι γινόταν γύρω του. Και αυτό που είδε τον ξένισε πολύ. Οι νοικοκυρές μαγείρευαν μέσα στα λινά και ημιδιάφανα μεταξένια τους φορέματα, σαν καλά προγραμματισμένα ρομπότ, και έπιαναν τις καυτές κατσαρόλες που έτρεχαν τα βραστά νερά από μέσα τους χωρίς να φανερώνουν ίχνος πόνου. Άραγε στο επόμενο σπίτι τι να συνέβαινε…; Ήθελε να το μάθει. Οι κάτοικοι μεταξύ τους δεν είχαν μυστικά.
Στο επόμενο σπίτι ένας άντρας καθόταν στον καναπέ παρέα με την γυναίκα του. Μέχρι στιγμής όλα φαίνονταν φυσιολογικά μέχρι που η γυναίκα έπιασε σε χρόνο μηδέν ένα ιπτάμενο έντομο που φαινόταν να τους ενοχλεί. Ίσως αυτό να μην ήταν και τόσο περίεργο αν κάποιος έπιανε ένα κουνούπι μέσα στις παλάμες του και το σύνθλιβε σαν ενοχλητικό παράσιτο που ήταν. Μα εδώ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Πολύ διαφορετικά. Η γυναίκα δεν το έπιασε με τα χέρια, μα με το στόμα. Και πιο συγκεκριμένα με την γλώσσα. Άνοιξε το στόμα της σαν άγριο ερπετό και εκτίναξε από μέσα μία φιδίσια γλώσσα τουλάχιστον ένα μέτρο μακριά. Ο Τζος έτριψε τα μάτια του. Μόλις είδε τις γυναίκες να πιάνουν τα καυτά μαγειρικά σκεύη χωρίς να μαρτυρούν ίχνος πόνου, παραξενεύτηκε. Μα αυτό ήταν κάτι άλλο. Αυτό… δεν ήταν ανθρώπινο. Και δεν ήταν το μόνο περιστατικό. Κάθε τοίχος έκρυβε και την δική του ιστορία που περίμενε να αποκαλυφθεί.
Στην επόμενη δεν άντεξε να κοιτάξει περισσότερο. Ένας χοντρός κύριος μόλις είχε βάλει κάτι στο στόμα του που μασούλαγε με τόση απόλαυση. Δεν πρόλαβε να δει τι όμως. Αν και το μικροσκοπικό αρθρωτό ποδαράκι που κρεμόταν έξω από τα χείλη του, του έδωσε αμέσως να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο. Με μία κίνηση άνοιξε το στόμα του και με την γλώσσα του τράβηξε όλο τον απολαυστικό μεζέ μέσα του. Κι όμως, ο Τζος θα ορκιζόταν πως μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα αναμασήματος είδε κάτι να φτερουγίζει προσπαθώντας μάταια να ξεφύγει.
«Διάβολε… είναι όλοι τους τρελοί…» ψιθύρισε. «Αυτό είναι λοιπόν…; Έτσι θα καταντήσουμε κι εμείς…; Πρέπει να φύγουμε από εδώ…» προχώρησε για να πει τις ανησυχίες του στη Σόφι.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής ο Τζος σκεφτόταν το ίδιο πράγμα. Είναι τρελοί; Είναι τέρατα; Είναι κάτι άλλο…; Πώς θα το έλεγε στη μητέρα του αυτό; Πώς θα την έπαιρνε να φύγουν; Καταρχήν δεν είχαν ούτε χρήματα μα ούτε και κάποιον ώστε να μπορέσουν να τον εμπιστευτούν για να τους μεταφέρει στη Νέα Καληδονία. Έπρεπε να σκεφτεί ένα κόλπο. Κάποιο σχέδιο με το οποίο δεν θα τραβούσε την προσοχή κανενός. Σήκωσε το κινητό του και προσπάθησε να βρει σήμα. Τίποτα ξανά. Ήταν μόνος του. Αυτός και η μητέρα του. Στον δρόμο του συνάντησε όλα εκείνα τα παγωμένα-χαμογελαστά και ανέκφραστα πρόσωπα ανταποδίδοντας το ίδιο ψεύτικο χαμόγελο. Περπάτησε μέχρι που έφτασε στο σπίτι. Μπήκε στον κήπο και άνοιξε την πόρτα. Δεν ήταν κλειδωμένη. Ποτέ δεν ήταν. Δεν υπήρχε καν κλειδαριά. Η κοινωνία τους ήταν τέλεια. Όλοι ζούσαν ειρηνικά χωρίς ίχνος φθόνου μέσα τους. Άνοιξε την πόρτα και πριν φανεί η μάνα του άρχισε να φωνάζει.
«Μάνα… μαμά… έλα γρήγορα. Θέλω να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό.» δεν πήρε απάντηση και έτσι επανέλαβε τα λόγια του. «Σόφι… είναι πολύ σοβαρό…» και μπήκε στην κουζίνα. Η μιλιά του κόπηκε. Ξαφνιάστηκε σα να είδε δαίμονα. Παρέα, μαζί με τη μητέρα του, καθόταν ο Δρ. Σιν που πήρε τον λόγο.
«Γεια σου Τζος… τι είναι τόσο σημαντικό που θέλεις να συζητήσεις με τη μητέρα σου; Τι μπορεί να έχει γίνει σε αυτή την κοινότητα που δεν μπορεί να περιμένει ούτε δευτερόλεπτο;»
Η μητέρα του τον κοιτούσε σα να ήταν και αυτή συνεργός στο ίδιο έγκλημα. «Καλώς ήρθες Τζος… μεγάλη μας τιμή. Δες ποιος μας επισκέφτηκε…»
«Ναι…» είπε συγκαταβατικά και γύρισε την πλάτη του για να πάει μέσα στο δωμάτιό του.
«Γιατί δεν κάθεσαι μαζί μας νεαρέ μου…;» είπε ο Δρ. μα το χαμόγελο στα χείλη του έλεγε πολλά περισσότερα μέχρι που το εξέφρασε. «Μήπως είδες κάτι που σε ξάφνιασε…;» η Σόφι αμέσως γύρισε να τον κοιτάξει στα μάτια. Ήξερε τον γιο της και θα αναγνώριζε αμέσως αν έλεγε ψέματα.
«Όχι… όλα καλά. Απλά είχα μία κουραστική μέρα. Αυτό είναι όλο…»
«Κουραστική μέρα… εδώ…; Πού…; Πώς…;» ρώτησε η μάνα του φέρνοντάς τον σε δύσκολη θέση.
«Τίποτα. Ίσως απλά να είμαι αδιάθετος τελικά…»
«Στην κοινότητά μας αγαπητέ μου Τζος δεν υπάρχουν αδιάθετοι…» επισήμανε ο δόκτορας.
«Ίσως τελικά η κοινότητά σας να μην είναι και τόσο τέλεια όσο νομίζετε…» απάντησε με ύφος.
«Τζος…» η Σόφι τον επίπληξε. «Τι τρόπος είναι αυτός…;» ο Τζος δεν είπε άλλη κουβέντα και αποσύρθηκε στο δωμάτιό του χωρίς να μιλήσει ούτε στην συγκάτοικο με την οποία μοιράζονταν το διαμέρισμα. Μπήκε μέσα στο δωμάτιό του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Το κοίταξε. Τα πάντα ήταν τακτοποιημένα με μία αρρωστημένα σχολαστική ευθυγράμμιση και συστοιχία.
«Τα πάντα μου φέρνουν αηδία σε αυτό το μέρος…» ψιθύρισε και άκουσε τον Σιν να ξεροβήχει έξω από την πόρτα του. «Βήχεις, ε; Εύχομαι ο,τι κι αν έχεις στο στόμα, να σου κάτσει στον λαιμό.» ένα γέλιο ακούστηκε. Σε κάθε λέξη του Τζος άκουγε και μία αντίδραση από τον δόκτωρ. Ήταν λες και τον άκουγε. Ιδέα μου… σκέφτηκε. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Μας χωρίζει μία ολόκληρη πόρτα κι εγώ ψιθυρίζω.
{
Το βράδυ έπεσε βαρύ. Ο Τζος βρισκόταν μονάχος μέσα στο δωμάτιο και προσπαθούσε να κοιμηθεί. Δεν τα κατάφερνε και τόσο καλά όμως. Συνεχώς μέσα στο μυαλό του τριγυρνούσαν εικόνες με φρικιαστικούς ανθρώπους και τερατόμορφα πλάσματα βγαλμένα από σώου τσίρκων. Από το παράθυρό του κοίταζε το φεγγάρι που ήταν ολοστρόγγυλο σε μία μαγευτική πανσέληνο.
Τι μαγικά παιχνίδια παίζονταν σε αυτό το χέρι του θεού και όλοι έδειχναν τόσο ευτυχισμένοι; Σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά από τον καθρέπτη. Το είδωλό του ήταν πιο σκοτεινό από ό,τι το είχε συνηθίσει. Για αυτό βέβαια έφταιγε το λιγοστό φως που έμπαινε μέσα από τα παράθυρα. Άπλωσε το χέρι του και πάτησε τον διακόπτη. Δεν είχε ρεύμα. Πρώτη φορά που δεν είχε ρεύμα το σπίτι τους. Δίπλα του είχε και την λάμπα πετρελαίου μαζί και έναν μεταλλικό αναπτήρα. Έπιασε τον αναπτήρα και τον άναψε. Με το άλλο χέρι έπιασε τη λάμπα πετρελαίου. Κοίταξε για λίγο τον καθρέπτη. Πάγωσε. Στην θέση του ειδώλου του βρισκόταν ένα πλάσμα με πυκνά κόκκινα μαλλιά και μετά χάθηκε στο επόμενο βλεφάρισμα του ματιού. Μέσα στο μυαλό του αποτυπώθηκαν τα κοφτερά του δόντια που εξείχαν μέσα από το στόμα. Κοίταξε ξανά μα αυτή τη φορά μόνο το είδωλό του βρισκόταν παγιδευμένο μέσα στον καθρέπτη.
«Δεν είμαι καλά. Πρέπει να φύγω από εδώ και σύντομα μάλιστα.».
Άρχισε να ντύνεται. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο σε αυτόν τον καθρέπτη που ένιωθε να τον παρακολουθεί. Θέλησε να τον σπάσει σε χίλια κομμάτια. Αυτό θα έκανε πολύ θόρυβο όμως και θα τραβούσε την προσοχή όλων ή ακόμη χειρότερα του δόκτορα Σιν. Δεν το ήθελε αυτό.
Ένιωθε την ανάγκη να κάνει έναν περίπατο να ξεσκάσει. Αυτό τον βοηθούσε να σκεφτεί. Άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου όσο πιο σιγά μπορούσε. Τα φώτα ήταν σβηστά. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά. Ο διάδρομος ήταν άδειος. Περπάτησε στις μύτες μέχρι την κρεβατοκάμαρα της Σόφι. Άνοιξε απαλά την πόρτα και είδε το παραδομένο της κορμί, στον κόσμο των ονείρων, να ξαποσταίνει κάτω από τα σκεπάσματα. Έμεινε εκεί να την κοιτάει για μερικά λεπτά. Βεβαιώθηκε πως κοιμόταν. Δεν ήθελε να την ξυπνήσει. Έκλεισε την πόρτα και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Βγήκε έξω από το σπίτι φροντίζοντας να μην αναστατώσει κανέναν. Κοίταξε ψηλά… ένας ουρανός πίνακας στα χέρια του πιο επιδέξιου ζωγράφου! Ήταν μαγεία, παραισθήσεις, κάποιο φυσικό φαινόμενο, τι στα κομμάτια το προκαλούσε τέτοια ομορφιά…;
Προχώρησε μέχρι το κεντρικό μονοπάτι. Ο δρόμος ήταν ήρεμος. Όλοι στο χωριό κοιμόντουσαν. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Υπό το ρομαντικό φως της νυκτός περιηγήθηκε στα μονοπάτια του χωριού χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν. Όλα τα φώτα ήταν σβηστά και μόνο τα τριζόνια μπορούσαν να ακουστούν. Τα τριζόνια και αυτός ο θόρυβος που από μακριά του έμοιαζε με ένα απροσδόκητο βουητό μηχανής. Για λίγο σκέφτηκε πως θα μπορούσαν να είναι τα μηχανήματα στην απόκρυφη πλευρά του νησιού. Ποτέ πριν όμως δεν είχε ακούσει αυτόν τον ήχο. Αυτό ήταν κάτι άλλο. Κάτι που πρώτη φορά έφτανε στ’ αυτιά του σε τούτο το νησί.
Ακολούθησε τον ήχο σαν κλέφτης σε ειδική αποστολή. Με έκπληξη διαπίστωσε ομιλίες, ψίθυρους. Πλέον βρισκόταν έξω από το χωριό. Το είχε αφήσει κατά πολύ πίσω του και κατευθυνόταν προς ένα στενό μονοπάτι που οδηγούσε στη θάλασσα. Και τότε το είδε. Αυτή ίσως να ήταν η απάντηση σε όλα του τα ερωτήματα. Ένα αυτοκίνητο, μαύρο, άγνωστης μάρκας, είχε σταθμεύσει στην άκρη του δρόμου. Ο Τζος κρύφτηκε πίσω από τους ψηλούς θάμνους φροντίζοντας να δει τι διαδραματιζόταν.
Ένας άντρας, που δεν είχε ξαναδεί τραβούσε από το χέρι μία κοπέλα. Η κοπέλα ήταν νεαρή και του έμοιαζε τόσο γνωστή. Από τη νωχελική της αντίσταση έδειχνε πως μάλλον της είχε χορηγηθεί κάποια ουσία κάνοντάς την αδύναμη. Μέσα απ’ το αυτοκίνητο βγήκε ακόμη ένας άντρας. Ήταν ψηλός και φυσικά αυτόν τον αναγνώρισε. Ήταν ο Δρ. Σιν.
«Το κάθαρμα…» ψιθύρισε.
Ο Δόκτωρ έβγαλε μέσα από την τσέπη του έναν φακό και κοίταξε τα μάτια της. Τις κόρες των ματιών όπως υπέθεσε ο Τζος. Μόλις φώτισε το πρόσωπο της κοπέλας ένα όνομα βγήκε από τα χείλη του Τζος…
«Κέλυ…» ήταν η νεαρή κοπέλα που είχε συναντήσει στο κατάστημα της Νέας Καληδονίας.
Τώρα ξεκαθάρισαν όλα στο μυαλό του. Εκείνη η περίεργη συμπεριφορά της υποτιθέμενης Κέλυ που του συμπεριφερόταν λες και δεν τον γνώριζε… δεν ήταν αυτή, μα ένας σωσίας, κλώνος… πες το όπως θέλεις. Σκέφτηκε να βγει να βοηθήσει την άμοιρη κοπέλα αλλά δεν το έκανε. Φοβήθηκε. Ντράπηκε για αυτό. Προσπάθησε να πιέσει τον εαυτό του, όμως η φωνή μέσα του τον συμβούλευε να καθίσει ακίνητος. Ένα τρέμουλο είχε κυριεύσει το κορμί του.
Ο Δρ. Σιν άφησε τη μισολιπόθυμη κοπέλα στα χέρια του συνεργού του και πλησίασε τον θάμνο χωρίς να έχει δει τον απρόσκλητο επισκέπτη τους. Κοίταξε περιμετρικά και πήρε μία βαθιά ανάσα. Τα μάτια του γυάλισαν στο φως του φεγγαριού. Οι κόρες του αποκαλύφθηκαν όπως φωτίζουν οι κόρες των ματιών των αιλουροειδών. Μία κάθετη σχισμή που έλαμπε ξεχώρισε στο δικό του βλέμμα. Ο Τζος παραπάτησε πέφτοντας στην πλάτη. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα δικά του. Ο δόκτωρ του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο και αυτό ο Τζος το είδε. Για λίγο ένιωσε τυχερός που ο Σιν δεν έδωσε περισσότερη συνέχεια. Αντιθέτως, γύρισε την πλάτη του και περπάτησε μέχρι το αυτοκίνητο.
Ο συνεργός του βρισκόταν ήδη μέσα μαζί με την Κέλυ. Ο οδηγός άναψε τη μηχανή και πάτησε απαλά το γκάζι, σα να μην βιάζονταν καθόλου, και χάθηκαν στο σκοτάδι. Τα κόκκινα πίσω φώτα ξεχώριζαν στο σκοτάδι και μπορούσε να δει πού πήγαιναν. Κάποια στιγμή όμως έσβησαν και αυτά αφήνοντας το αυτοκίνητο έρμαιο στην αστείρευτη όρεξη της σκοτεινιάς που το κατάπιε εξαφανίζοντας κάθε του ίχνος.
Πώς ήταν δυνατόν να βλέπουν; Αμέσως βγήκε από τον θάμνο και έτρεξε προς τα εκεί που είχε χαθεί το όχημα. Η αντοχή του τον εγκατέλειψε αρκετά μέτρα μετά. Σταμάτησε καθώς σκεφτόταν τις επιλογές του. Να συνεχίσει μέχρι να διαλευκάνει τι συνέβαινε σε αυτό το μυστήριο νησί ή να γυρίσει πίσω και να μιλήσει στη μητέρα του; Πιο καλή ιδέα του φάνηκε η δεύτερη.
Για λίγο έκατσε πάνω στο χωμάτινο μονοπάτι. Η άσφαλτος είχε τελειώσει αρκετά μέτρα πίσω του. Πέρασε λίγη ώρα και σηκώθηκε ξανά μόλις ανέκτησε τις δυνάμεις του. Η ώρα είχε έρθει. Κοίταξε το ρολόι του και ήταν μία μετά τα μεσάνυχτα. Περπάτησε διακριτικά ως το σπίτι. Τίποτα το περίεργο μέχρι στιγμής ώσπου στάθηκε έξω από την εξώπορτα. Έπιασε το χερούλι. Ένας χτύπος ασημικών τον έκανε να μπει μέσα με δύναμη. Ευτυχώς… ήταν μόνο η μητέρα του. «Μαμά…» είπε ψιθυριστά.
«Μη φωνάζεις αγόρι μου… σε άκουσα…» απάντησε η ηλικιωμένη γυναίκα.
«Δεν φώναξα…» είπε και μπήκε στην κουζίνα. Στο πρόσωπο της μητέρας του αντίκρισε το ίδιο παγερό χαμόγελο που είχαν όλοι μέσα στο χωριό. Κάτι είχε αλλάξει πάνω της από το πρωί όταν την είχε δει με τον Σιν στην κουζίνα. Κάτι και το ότι δεν μπορούσε να εντοπίσει τι, ήταν ό,τι τρομακτικότερο.
«Καλώς ήρθες. Να σου βάλω κάτι να φας;» είπε και τα λόγια της φανέρωναν απάθεια. Στάθηκε μπροστά του και ενώ τον κοίταζε στα μάτια το βλέμμα της έμοιαζε χαμένο. Της θύμισε τόσο πολύ τον κλώνο της Κέλυ σε εκείνο το παντοπωλείο. Το τσαγιερό σφύριξε. Το σκεύος ήταν καυτό όμως αυτό δεν έδειξε να την πτοεί. Το έπιασε με γυμνά χέρια και σέρβιρε το καυτό της τσάι. Ο Τζος προσπάθησε να αγγίξει κι αυτός το σκεύος. Αμέσως τράβηξε τα χέρια του από πάνω. Παραλίγο να μείνει το δέρμα κολλημένο στην επιφάνεια.
«Τι σου συμβαίνει κι εσένα ρε μάνα…;» πάντα την εξόργιζε όταν της μιλούσε έτσι. Μα όχι αυτή τη φορά. «Είσαι καλά;»
«Μα και βέβαια…» το χαμόγελο στα χείλη της πλάτυνε. Ο Τζος κοίταξε αυθόρμητα πίσω του. Εκεί στεκόταν με το ίδιο χαμόγελο και η ηλικιωμένη συγκάτοικος του σπιτιού. Το ίδιο τρομακτικό χαμόγελο είχε κολλήσει και στα δικά της χείλη. Οι τρίχες του Τζος σηκώθηκαν σαν κάγκελα.
«Μάνα, σύνελθε. Πρέπει να φύγουμε από αυτόν τον οικισμό πριν να είναι αργά. Κάτι δεν πάει καλά. Σου φαίνονται όλα αυτά φυσιολογικά; Λίγη ώρα πριν είδα ένα αυτοκίνητο να απαγάγει ένα κορίτσι…»
Η μάνα συνέχισε να χαμογελάει. Ο Τζος κοίταξε πίσω και η συγκάτοικος τον είχε πλησιάσει πολύ. Και δεν ήταν η μόνη. Κάτι γινόταν που ακόμη δεν είχε αντιληφθεί το μέγεθός του. Τα μάτια του έπεσαν στην αραχνοΰφαντη κουρτίνα που σάλευε με το φύσημα του απαλού αέρα. Αυτό που είδε τον τρόμαξε ακόμη περισσότερο. Έξω από το παράθυρο, μέσα στην αυλή στεκόντουσαν ακίνητοι, σαν ζόμπι, καμιά εικοσαριά άτομα με βλέμμα απλανές και μάτια ασπρισμένα, θολά. Ένα απόκοσμο βουητό ακουγόταν μέσα από τα πνευμόνια τους.
«Τι; Τι γίνεται εδώ…; Τι είναι αυτό…; Σου φαίνονται όλα αυτά φυσιολογικά…;»
Προσπάθησε να την συνεφέρει. «Σόφι…» την έπιασε από τους ώμους και την ταρακούνησε. Εκείνη όμως παρασύρθηκε από το ίδιο συναίσθημα που είχε συνεπάρει και τους υπόλοιπους και στάθηκε ακίνητη, όρθια βγάζοντας το ίδιο βόμβο από μέσα της. Σάλια άρχισαν να στάζουν από τις άκρες των χαμογελαστών χειλιών της.
«Όχι… όχι… εγώ θα το ξεδιαλύνω όλο αυτό…» είπε και βγήκε ξανά από την πόρτα. Η αυλή ήταν γεμάτη όρθια πτώματα που δεν έκαναν στην άκρη για τον βιαστικό Τζος. Με δύναμη άρχισε να τους σπρώχνει φτιάχνοντας έναν διάδρομο για να περάσει. Άραγε αυτό γινόταν κάθε βράδυ και δεν το είχε αντιληφθεί; Τα πλακόστρωτα μονοπάτια ήταν γεμάτα από άντρες και γυναίκες που στέκονταν ακίνητοι σαν χορτασμένους νεκροζώντανους. Πού και πού μπορούσε να δει και κάποιο μικρό παιδί στην άκρη του δρόμου. Άρχισε να τρέχει μέχρι που έφτασε στο ίδιο σημείο που είδε την απαγωγή. Κοίταξε πίσω του μήπως και τον ακολουθούσε κανείς. Ο δρόμος ήταν άδειος και μπροστά του ελεύθερος.
Σταμάτησε, για λίγο, να πάρει μία ανάσα. Κοίταξε ψηλά το ολόγιομο φεγγάρι και του φάνηκε τόσο όμορφο. Μία αστραπιαία κίνηση του τράβηξε όμως την προσοχή. Μία κίνηση από δεξιά. Γύρισε το κεφάλι αλλά δεν πρόλαβε να δει κάτι. Η ίδια κίνηση του τράβηξε την προσοχή ξανά στα αριστερά. Κάτι κινιόταν στις σκιές, τόσο γρήγορα όσο η σκέψη. Τι ήταν αυτό;
Φοβήθηκε και άρχισε να τρέχει όλο και πιο βαθιά στο στένωμα μεταξύ των οροσειρών που τον οδηγούσε στην παραλία. Μπροστά του βρισκόταν μία έκταση γεμάτη ψηλές καλαμιές. Ήταν καλή ιδέα να μπει μέσα και να χαθεί καθώς θα ορκιζόταν πως όλη αυτή την ώρα κάποιος τον παρακολουθούσε. Είχε γίνει η λεία κάποιου αρπακτικού που έπαιζε μαζί του πριν το τελικό χτύπημα; Η όρασή του θόλωνε από την εξάντληση μα το ένστικτό του δεν τον άφηνε να σταματήσει. Το αδέξιό του τρέξιμο τον έκανε να μπερδέψει τα πόδια του πάνω σε μερικές πεσμένες φτέρες. Έπεσε κάτω χτυπώντας τα χέρια του. Οι παλάμες μάτωσαν, τις έβαλε κάτω και πίεσε. Σηκώθηκε ξανά και συνέχισε το τρέξιμο.
Οι καλαμιές πίσω του άνοιγαν διάπλατα λες και κάποιος πέρναγε ανάμεσά τους. Και φυσικά ήξερε πλέον πως κάποιος τον ακολουθούσε.
«Ποιος είναι…;» φώναξε καθώς έτρεχε.
Απάντηση δεν πήρε. Το μόνο που άκουσε ήταν ένας άναρθρος λαρυγγισμός. Ο Τζος μπορούσε από μακριά να δει τη μαύρη θάλασσα. Τα ελαφριά της κύματα αντανακλούσαν το φως του φεγγαριού. Τώρα βρισκόταν πάνω στην άμμο. Τα πόδια του είχαν γεμίσει άμμο που σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται υγρή. Στο τέλος δεν άντεξε άλλο τρέξιμο και σταμάτησε. Κοίταξε πίσω του. Ηρεμία. Έπιασε την κοιλιά του. Πονούσε. Δυσκολευόταν να πάρει ανάσα. Όρθωσε για λίγο το ανάστημα του και στράφηκε προς την θάλασσα. Τα πάντα ήταν σκοτεινά. Αυτό το ημίφως έκρυβε πολλά στοιχεία. Τότε, κάτι του τράβηξε την προσοχή. Το μονοπάτι που έβγαζε στη θάλασσα δεν είχε τελειώσει, μα φαινόταν ξεκάθαρα πως, επιδέξια, είχε φτιαχτεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μη φαίνεται η συνέχειά του.
Λίγο πιο πέρα, ανάμεσα σε έξι μεγάλες πέτρες, βρισκόταν μία αψίδα. Μία κατασκευή, που έμοιαζε με φυσικό πέτρωμα, είχε στηθεί κρύβοντας το βαθύτερο μυστικό του νησιού. Υπό άλλες συνθήκες δεν θα έδινε σημασία σε τέτοια σημάδια, όμως αυτήν τη στιγμή ένιωθε την ανάγκη να βρει το οτιδήποτε που θα μπορούσε να τον κάνει να ξεφύγει από μία τέτοια άβολη κατάσταση. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν έξι πέτρες στημένες όρθιες στη μέση του πουθενά;
Τις πλησίασε, ανάμεσά τους βρισκόταν μία μεγάλη τρύπα καλυμμένη με νερό. Έβρεξε το χέρι του και άγγιξε τη γλώσσα του. Δεν ήταν αλμυρό, αλλά γλυκό. Δεν θα έμπαινε ποτέ σε αυτόν τον υδάτινο τάφο, όμως το πλάσμα που τον καταδίωκε πριν βρυχήθηκε μερικά μέτρα πίσω του. Τον εντόπισε, ή έψαχνε κάτι άλλο; Δεν θα καθόταν να το μάθει. Βούτηξε μέσα όσο πιο αθόρυβα γινόταν. Σε αντίθεση με το νερό της θάλασσας αυτό ήταν ζεστό. Τόσο ζεστό που τον έκανε να αισθάνεται πως έμπαινε σε μία γλυκιά αγκαλιά που μπορούσε, με μια λάθος του κίνηση, να τον πνίξει από την πολλή της αγάπη.
Με τα χέρια του κρατιόταν από την άκρη για να μην βουλιάξει. Το πλάσμα πλησίασε αρκετά κοντά. Μπορούσε να δει τη σκοτεινή του φιγούρα μα όχι και τα χαρακτηριστικά του. Ή μήπως δεν ήταν τελικά κάποιο ζώο; Ό,τι κι αν ήταν στεκόταν όρθιο και ήταν μαλλιαρό. Κάποιος γορίλας… σκέφτηκε, αν και το μυαλό του έπλαθε τελείως διαφορετικά σενάρια από αυτά που του υπαγόρευε η λογική.
«Έλα…» μίλησε στον εαυτό του. «Δεν υπάρχουν τέτοια πλάσματα…»
Το ζώο πλησίασε, επικίνδυνα, σε σημείο να μπορεί να τον μυρίσει. Τα μάτια του άστραψαν στο λιγοστό φως και τα δόντια του γυάλισαν. Μάλλον όχι τα δόντια, αλλά οι σουβλεροί χαυλιόδοντες. Οι γορίλες από ό,τι ήξερε δεν είχαν τέτοια δόντια και σίγουρα δεν βρυχιόντουσαν κατά αυτόν τον τρόπο. Πριν πλησιάσει κι άλλο, βούτηξε μέσα το κεφάλι. Δεν είδε τι έκανε περισσότερο το ζώο έξω από το νερό. Είχε αναπνοή αρκετή μέσα στα πνευμόνια του, πράγμα που του επέτρεψε να κάνει μία μικρή έρευνα χωρίς ρίσκο να πνιγεί. Κι αυτό μάλλον του βγήκε σε καλό αφού μπόρεσε να δει λίγα μέτρα πιο πέρα ένα έντονο φως να φέγγει από μία άλλη τρύπα της υπόγειας σπηλιάς.
Κολυμπώντας υποβρύχια, μέσα σε ένα σχετικά μακρύ τούνελ, πλησίασε λίγο και προς μεγάλη του έκπληξη διαπίστωσε πως πάνω από τη στάθμη του νερού, υπήρχε ένα εσωτερικό κοίλωμα γεμάτο αέρα. Αυτό ήταν! Έπρεπε να μπει. Άλλωστε ο αέρας στα δικά του τα πνευμόνια ήδη τον πίεζε για να τον αποβάλει και να γεμίσει με φρέσκο οξυγόνο. Κολυμπώντας έφτασε στο στεγνό κοίλωμα και στάθηκε εκεί εωσότου στραγγίξει καλά. Φοβόταν μήπως το πλάσμα που τον καταδίωκε έκανε κι αυτό το ίδιο· ευτυχώς δεν το έκανε. Αυτή η εσωτερική σπηλιά είχε όμως και συνέχεια.
Ένα μακρύ πέτρινο τούνελ απλωνόταν σε σημείο που χανόταν από το μάτι του. Ο φυσικός φωτισμός ήταν επαρκής. Τα τοιχώματα ήταν γεμάτα πετράδια. Θα ορκιζόταν πως ήταν διαμάντια αλλά δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει. Το φως διαχεόταν από το ένα στο άλλο δημιουργώντας έναν φωτεινό διάδρομο. Το φως δεν προερχόταν από το γλυκό νερό, καθώς αποκλείεται από εκεί να έμπαινε το φως του φεγγαριού. Το φως ερχόταν από αλλού. Και για να έρχεται φως σήμαινε πως κάπου υπήρχε μία ανοικτή κορυφή όπου οι ακτίνες του φεγγαριού πέρναγαν μέσα ανενόχλητες. Είχε σκοπό να τις ακολουθήσει και αυτό έκανε. Το μονοπάτι κατηφόριζε στεγνό. Αυτή ήταν μία φυσική κατασκευή που έμοιαζε απάτητη. Τώρα ήταν σίγουρος πως βρισκόταν κάτω ακριβώς από την κοινότητα.
Συνέχισε να προχωράει για αρκετή ώρα. Κοίταξε το ρολόι του και ήταν πέντε τα ξημερώματα. Αρκετά μέτρα αργότερα η κατηφόρα τελείωσε κι άρχισε η άνοδος μέχρι που τελείωσε και αυτή. Αν και ήταν κλειστοφοβικά προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του. Το μονοπάτι τελείωσε όταν μία ξύλινη στιβαρή πόρτα του έκλεινε το δρόμο. Ήταν μία πόρτα σαν αυτές που είχαν οι παλιές φυλακές. Στο κέντρο της, στο ύψος του προσώπου, βρίσκονταν τέσσερα κάθετα σκουριασμένα σίδερα. Αν κοίταζε καλά λίγο πιο κάτω ήταν σίγουρος πως θα έβρισκε και την κλειδαρότρυπα. Μόνο που αυτή η πόρτα δεν είχε. Ό,τι έμπαινε εκεί, έμπαινε με σκοπό να μείνει για πάντα.
Με τα χέρια του την άγγιξε ψηλαφίζοντάς την. Αν και φαινόταν πολύ βαριά, και σίγουρα ήταν, άνοιξε μόνο με ένα απαλό άγγιγμα. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα πνευμόνια του. Η πόρτα έτριξε. Αυτό ήταν αναμενόμενο. Για αρχή έβαλε αργά το κεφάλι του μέσα κοιτώντας τριγύρω. Ακόμη ένας διάδρομος, χτισμένος με πέτρα, συνέχιζε μέχρι εκεί που χανόταν το μάτι του. Στη συνέχεια μπήκε μέσα ολόκληρος. Βρισκόταν σε έναν τετράγωνο προθάλαμο γεμάτος γλίτσα στις γωνίες. Έκλεισε απαλά την πόρτα προσέχοντας να μην κάνει αντίλαλο. Το βλέμμα του έπεσε στην πίσω πλευρά της. Τρεις βαθιές χαρακιές στόλιζαν το παλιό της ξύλο. Έσκυψε να τις περιεργαστεί. Τις άγγιξε με το χέρι. Σήκωσε το κεφάλι. Ξεκινούσαν από την κορυφή της και κατέληγαν στο πάτωμα. Έμοιαζαν με βαθιές νυχιές, ήξερε πως κάτι τέτοιο ήταν μάλλον αδύνατο. Το άφησε αυτό προς το παρόν και προχώρησε στον διάδρομο.
Ο διάδρομος ήταν βαθύς και εδώ δυσκόλευαν τα πράγματα. Δεξιά του ξεκινούσε ακόμη ένας διάδρομος που κι αυτός με τη σειρά του άνοιγε σε ακόμη δύο διαδρόμους. Αυτό ήταν ένας λαβύρινθος. Θυμήθηκε ένα παλιό εγχειρίδιο που είχε πέσει κάποτε στα χέρια του. Αν ακολουθούσε πάντα το δεξί μονοπάτι θα κατάφερνε στο τέλος να βρει την έξοδο. Ευχήθηκε να είχε ένα πολύ μακρύ κουβάρι από σπάγκο και να το απλώνει ώστε να περιορίσει σημαντικά τις επιλογές του αφού θα ξέρει από ποια σημεία θα έχει περάσει. Μα αυτό δεν ήταν παρά ένας μύθος της Αριάδνης και του Θησέα. Αυτό που ζούσε ήταν πραγματικότητα και όλη αυτή η κλεισούρα είχε αρχίσει να του προκαλεί ζαλάδα. Δεν του άρεσε ούτε η πρώτη εκδοχή με τις δεξιές στροφές, έτσι προτίμησε να βασιστεί στο ένστικτό του. Άρχισε να περπατάει προς τα εκεί που έβλεπε το περισσότερο φως. Δεξιά, αριστερά, ευθεία προσπερνώντας κι άλλες στροφές μέχρι που έφτασε επιτέλους σε ένα ακόμη τετράγωνο δωμάτιο.
Ένας βόμβος έφτασε στ’ αυτιά του από παντού. Προσπάθησε να προσδιορίσει μα οι ανθρώπινες αισθήσεις του δεν του επέτρεψαν να εντοπίσει την πηγή του θορύβου αν και κάπου μέσα από τους τοίχους, του φάνηκε πως ερχόταν. Κόλλησε τ’ αυτιά του και προσπάθησε να αφουγκραστεί κλείνοντας τα μάτια. Αυτό δεν ήταν κάποιο βουητό από κάποια μηχανή. Όσο το άκουγε όλο και περισσότερο του έμοιαζε με ανθρώπινη κραυγή· γυναικεία συγκεκριμένα. Θα μπορούσε αυτή να ήταν η Κέλυ; Τινάχτηκε πίσω δυνατά και προσπάθησε να καταλάβει από ποια μεριά θα έπρεπε να πάει, αν ήθελε να τη βρει. Χωρίς να είναι σίγουρος κολλούσε κάθε λίγα μέτρα το αυτί του προσπαθώντας να ακούσει την ένταση της φωνής. Ήταν τυχερός.
Μερικούς διαδρόμους και στροφές αργότερα είχε δυναμώσει αρκετά, τόσο που πλέον πίστευε πως μπορούσε να κινηθεί μέσα στους διαδρόμους και να φτάσει την άμοιρη κοπέλα που καλούσε σε βοήθεια. Τα κατάφερε. Μία όμως ακόμη κλειστή ξύλινη πόρτα του έκλεινε την είσοδο. Το τετράγωνο δωμάτιο που βρισκόταν τον κρατούσε από την απέναντι πλευρά. Ήταν μία πόρτα σαν και αυτή που είχε συναντήσει πρώτα. Την πλησίασε και την έσπρωξε. Τίποτα. Προσπάθησε ξανά και ξανά. Κάθε φορά όλο και πιο δυνατά. Μέσα από τα τέσσερα κάθετα σίδερα μπορούσε να δει τη νεαρή κοπέλα.
«Κέλυ…» της φώναξε. Η όμορφη κοπέλα δεν πίστευε στα αυτιά της. Με δάκρυα στα μάτια γύρισε προσπαθώντας να δει αυτό που πίστευε πως άκουσε μέσα στις παραισθήσεις της. Και τον είδε.
«Θεέ μου… σε ευχαριστώ!» είπε με χαρά μέσα στον πόνο της. Ήταν όρθια σε ένα ξύλινο κρεβάτι, σαν όρθιος προκρούστης, δεμένη χειροπόδαρα. Ακόμη και ο λαιμός ήταν ακινητοποιημένος με ένα χοντρό δερμάτινο καφέ ζωνάρι.
«Είμαι ο Τζος. Με θυμάσαι…;» τι ανόητη ερώτηση… σκέφτηκε. «Μα τι λέω…;» ψιθύρισε. «Θα σε βγάλω έξω…» της φώναξε.
«Σε παρακαλώ… κάνε γρήγορα…» έκλαιγε χωρίς να απαντήσει στην προηγούμενή του ερώτηση.
«Προσπαθώ πανάθεμά με…» είπε καθώς χτυπούσε όλο και πιο δυνατά την πόρτα με τον ώμο του. Στην αρχή δεν είχε αποτέλεσμα, μα χτύπο με τον χτύπο όλο και χαλάρωναν οι σκουριασμένοι της μεντεσέδες. Και όλη αυτή η γλίτσα στο κάτω μέρος της που την κρατούσε σφηνωμένη έδειχνε να μετατοπίζεται ελευθερώνοντάς την. Η πόρτα ήταν τόσο βαριά και στιβαρή που τα χτυπήματά του χάνονταν μέσα της. Ούτε θόρυβος, ούτε αντίλαλος. Από τη μία αυτό ήταν κάτι καλό καθώς του έδινε την ευκαιρία να δουλέψει αθόρυβα. Από την άλλη όμως του έδειχνε επίσης πόσο δρόμο είχε μπροστά του. Πόσα χτυπήματα είχε να δώσει ακόμη. Ο ώμος του ήταν ήδη μελανός και πόναγε αφόρητα. Το σπαρακτικό κλάμα της Κέλυ σώπαινε τον εγκέφαλό του που φώναζε… πονάω.
Η πόρτα επιτέλους άνοιξε και ο Τζος βρέθηκε ξαπλωμένος στο πάτωμα με το δεξί του χέρι μουδιασμένο. Σηκώθηκε και έτρεξε κοντά της. Προσπάθησε να την λύσει. Τα χέρια του έτρεμαν. Ένιωθε πολύ αδύναμος και δεν μπορούσε να την ελευθερώσει. Προσπάθησε, τα λουριά όμως ήταν πιο δυνατά από εκείνον. Κοίταξε τριγύρω μήπως υπήρχε κάποιο μαχαίρι να τα κόψει. Στα δεξιά του υπήρχε ένας πάγκος με χειρουργικά εργαλεία. Δεν ήταν στην καλύτερη κατάσταση. Από εκεί μπορούσε να δει τις σκουριές ανακατεμένες με τα αίματα πάνω στις λεπίδες.
Άρχισε να ψάχνει ανακατεύοντας για να βρει το καλύτερο. Με το χέρι έριξε κάτω τις βελόνες και τους ορούς. Τα γυάλινα μπουκαλάκια με τα κόκκινα και μαύρα υγρά έπεσαν και έγιναν δεκάδες κομμάτια. Έπιασε μία λεπίδα και την έχωσε δυνατά στο χοντρό σχοινί. Προσπαθούσε να κόψει τα δεσμά κουνώντας μπρος-πίσω τη στομωμένη λεπίδα. Δεν είχε αποτέλεσμα. It’s like ten thousands spoons when all you need is a knife ήχησε το τραγούδι στο μυαλό του. Συνέχισε να κόβει μα στο τέλος δεν κατάφερε τίποτα. Το χρησιμοποίησε αλλιώς, σαν λοστό. Το έχωσε κάτω από τα σχοινιά και άρχισε να το στρίβει μήπως και έτσι μπορούσε να το χαλαρώσει. Αυτό όμως έσφιγγε όλο και πιο πολύ πονώντας την περισσότερο από πριν. Εγκατέλειψε κι αυτή την ιδέα.
«Βιάσου…» του είπε θυμωμένα. Πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε τόσο ανεπαρκής, αν και δεν ευθυνόταν αυτός.
«Προσπαθώ…» απάντησε. «Προσπαθώ…»
Μουγκρητά έβγαιναν από το στόμα του από το ζόρι που έβαζε. Φυσούσε και ξεφυσούσε χωρίς να υπάρχει πρόοδος. Γύρισε πίσω στον πάγκο και έψαξε για κάτι άλλο. Τίποτα. Όλα ήταν στομωμένα. Το μυαλό του δεν κατέβασε καμιά ιδέα. Για λίγο βγήκε από τον χώρο, κοίταξε έξω από την πόρτα, στον διάδρομο που οδηγούσε στον λαβύρινθο. Οι επιλογές του ήταν περιορισμένες και κατά συνέπεια μείωναν δραματικά τις πιθανότητες για βοήθεια. Την πλησίασε και προσπάθησε να λύσει τα σχοινιά μέχρι που μάτωσαν τα χέρια του. Τότε μόνο σταμάτησε.
«Σε παρακαλώ. Μη σταματάς…»
«Λυπάμαι... δεν μπορώ…» δάκρυα έτρεχαν σχεδόν από τα μάτια του. Τα χέρια της Κέλυ είχαν γίνει μπλε από το σφίξιμο. Δεν τα ένιωθε πια.
«Δεν ξέρω πόσο χρόνο έχω ακόμη στη διάθεσή μου…»
«Τι εννοείς;» τη ρώτησε.
«Δεν ξέρεις πού έχεις έρθει…;» Δεν της απάντησε. «Ξέρεις πώς βρέθηκα εδώ…;»
«Όχι… αν και θα ορκιζόμουν πως σε απήγαγαν εκείνο το βράδυ από το μαγαζί αφήνοντας στην θέση σου μία… δεν ξέρω πώς να το πω… σωσία…; Κλώνο σου…;»
«Τι πράγμα…;» ρώτησε κλαίγοντας.
«Εκείνο το βράδυ είχα έρθει να σε βρω για να σου πω πως είχα βρει τον δόκτορα, όταν τα φώτα έσβησαν και…»
«Δεν ξέρω τι μου λες. Δεν σε έχω δει ποτέ ξανά στη ζωή μου…»
«Τι; Κέλυ εγώ είμαι, ο Τζος. Ψάχνω να βρω τη μητέρα μου. Μου είπες πως κι εσένα έχει εξαφανιστεί ο πατέρας σου…»
«Λυπάμαι, αλλά… δεν σε ξέρω. Είμαι αιχμάλωτη του Σιν πολύ καιρό. Ήξερε πως αναζητούσα τον πατέρα μου. Ένα βράδυ ενώ κοιμόμουν με πήραν και με έφεραν στο νησί. Στην αρχή με είχε δεμένη σε ένα χειρουργικό κρεβάτι τραβώντας καθημερινά μεγάλες ποσότητες από το αίμα μου. Αυτό ξέρω μόνο…»
«Δεν καταλαβαίνω…»
«Τρέξε να σωθείς. Πολλά και περίεργα πράγματα συμβαίνουν στην κοινότητα. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Τρέξε και μην εμπιστευτείς κανέναν. Όλοι εδώ, είναι κάτι… κάτι διαφορετικό από αυτό που φαίνονται. Κι εγώ είχα μάθει πολλά ερευνώντας για τον πατέρα μου που είχε χαθεί. Αυτός ήξερε… ακόμη περισσότερα. Κάθε μέρα μου έλεγε ιστορίες για…» κόμπιασε.
«Για τι…;»
«Για τέρατα. Πως δεν υπάρχουν μόνο στις ιστορίες τρόμου. Όλοι τον γελούσαμε. Μας έλεγε πως τα είχε δει στ’ αλήθεια. Πως τα παραμύθια δανείζονται από την πραγματικότητα κι όχι το ανάποδο. Του είχε γίνει εμμονή να βρει και να αποδείξει όλα αυτά που μας έλεγε. Ήθελε να ξεσκεπάσει το μυστήριο του νησιού της Άμμου. Δυστυχώς χάθηκε κι αυτός ο ίδιος από την δική του ματαιοδοξία.»
Ο Τζος είχε πια εγκαταλείψει την προσπάθεια. Καθόταν δίπλα της πιστεύοντας πως είχε χάσει τη μνήμη της ή και τα λογικά της από την αγχογόνα κατάσταση και ποιος ξέρει από τι άλλο. Παράλληλα πίεζε το μυαλό του να σκεφτεί κάποιον τρόπο να την ελευθερώσει. Είχε καθίσει κάτω. Με τα χέρια του είχε αγκαλιάσει τα γόνατα ακουμπώντας πάνω τους το σαγόνι του.
«Πρέπει να υπάρχει κι άλλος τρόπος.» γρύλισε από θυμό. Τινάχτηκε σαν ελατήριο και όρμησε κυριολεκτικά στα σφικτά σχοινιά των χεριών της προσπαθώντας να τα λύσει. Τα μάτια της Κέλυ άρχισαν να θολώνουν.
«Νομίζω πως αρχίζω να χάνω τις αισθήσεις μου…» του είπε υποτονικά.
«Κρατήσου λίγο ακόμη. Νομίζω πως κάτι πάει να γίνει…» ο ένας κόμπος άρχισε να χαλαρώνει όταν… ΜΠΟΥΜ… ένα χτύπημα στο κεφάλι τον άφησε αναίσθητο. Ο Τζος ήταν τόσο απασχολημένος σε αυτό που έκανε και η Κέλυ εξασθενισμένη που κανείς δεν πρόσεξε τον Δρ. Σιν να έρχεται από πίσω τους.
«Άσε με να φύγω…» του φώναξε.
«Μην ανησυχείς γλυκιά μου. Όλοι θα φύγουμε κάποτε.»
«Θέλω να φύγω τώρα…»
«Και νομίζεις πως εγώ σε εμποδίζω σε αυτό…;» άπλωσε τα χέρια του στα σφικτά δεσμά της, τα έπιασε και με χαρακτηριστική άνεση τα τράβηξε ξηλώνοντάς τα. Μέσα στις παλάμες του έμειναν τα κομμάτια που κρέμονταν σαν μικρές αδύναμες κλωστές. Η Κέλυ σωριάστηκε, σαν άψυχο κρέας, στο πάτωμα. «Αν καταφέρεις να φτάσεις την πόρτα…» έσκυψε και της ψιθύρισε στο αυτί, «…είσαι ελεύθερη…»
Η Κέλυ προσπάθησε. Αισθανόταν πως η βαρύτητα την τράβαγε τόσο δυνατά κάτω, με μία πρωτόγνωρη δύναμη, ικανή να της ξεριζώσει το ίδιο της το δέρμα. Προσπάθησε να τραβηχτεί με τα χέρια της… δεν πρόλαβε. Τα πάντα έσβησαν στον μαύρο λήθαργο που της προκάλεσαν όλες εκείνες οι χημικές ουσίες που της είχε χορηγήσει.
Copyright © 2014 by Κωνσταντίνος Ν. Βαρδής All rights reserved
*Διαβάστε το από την αρχή ακολουθώντας τον σύνδεσμο.
Η φωτογραφία είναι επιλογή του συγγραφέα.
Το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Βαρδή κυκλοφορεί στο διαδίκτυο με άδεια Creative Commons. Βρείτε το εδώ.