Δεύτερη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, γκρίζα τοπία και κρύο, τύφος και λύσσα εξοντώνουν ανθρώπους, ένας ζητιάνος απαιτεί φαγητό και όχι χρήματα -τι να τα κάνει;-, ένας κίτρινος σκύλος, η Ανούσκα...
Η αφήγηση περιπλανάται ανάμεσα σε Τουρκία και Ρωσία. Πόλεις και μέρη του κόσμου με τα χαρακτηριστικά της εποχής και άνθρωποι. Ο Ναζίμ Χικμέτ, στο κύκνειο άσμα του, δε στέκεται στις αναλυτικές περιγραφές κι όμως, με δεξιοτεχνία παρουσιάζει τις συνήθειες, τη ζωή, τις δυσκολίες της εποχής και τις κοινωνικοπολιτικές αναταραχές και επιπτώσεις. Οι διάλογοι δε, εμφανίζονται διπλοί. Στη μια αράδα εκείνο που λένε οι χαρακτήρες και στην αμέσως επόμενη εκείνο που σκέφτονται. Και είναι τούτη η αράδα που φυλάει την πραγματικότητα, η δεύτερη, χαρακτηρίζοντας το εγχείρημα αληθοφανές. Η γραφή του εξάλλου θυμίζει τον τρόπο που σκέφτεται το μυαλό, έτσι όπως αυθόρμητα και ανάκατα περνάνε ή σχηματίζονται οι σκέψεις του ατόμου, με ακαθόριστη σειρά καθώς τη συνέχεια την καθορίζουν εσωτερικοί συνειρμοί. Η μία εικόνα οδηγεί στην επόμενη χωρίς συνάφεια πολλές φορές -κι αν υπάρχει σχέση τη γνωρίζει μόνο ο σκεπτόμενος και κανείς άλλος. Στο τέλος της ημέρας όμως, όλα τα κομμάτια παίρνουν τη θέση τους και η εικόνα εμφανίζεται ολόκληρη.
Αρκετά μουντό ανάγνωσμα -ζόρικες εποχές και συνθήκες- και δε θα μπορούσε να μην αναφερθεί στα δύσκολα της ζωής. Και σαν ποιητής που είναι, πολλές φορές η ζωή χαρακτηρίζεται σκοτεινότερη όλων, ακόμη και του θανάτου, γιατί όπως πολύ ορθά (δε μπορείς να διαφωνήσεις μαζί του) γράφει «ακόμα και ο θάνατος δεν είναι θεοσκότεινος. Ο θάνατος δεν είναι καν οδύνη». Κι εκεί που έχει παραδεχτεί ότι δεν υπάρχει ομορφιά στη ζωή καθώς: «Τι θα πει ο κόσμος είναι ωραίος; Τι του είναι ωραίο; Για πόσους ανθρώπους είναι ωραίος; Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι άνθρωποι ούτε καν σκέφτονται αν "ο κόσμος είναι ωραίος ή όχι". Ζουν μέσα στην αδικία, στην πείνα, στην τυραννία, στο θάνατο...» έρχεται η ώρα που αναθεωρεί μόνος του τον εαυτό του καταλήγοντας ότι «είναι όμορφη η ζωή, αδερφέ μου!». Είναι. Παρά τις όποιες κακουχίες, παρά τα βάσανα, παρά τον πόνο...
«Ναι, αλλά πού πηγαίνουμε; Μήπως φοβάμαι;»
«Πού τρέχει ο έφιππος; Τις περισσότερες φορές στο θάνατο. Αλλά για μια ζωή πιο όμορφη, πιο δίκαιη, πιο γεμάτη, πιο βαθιά.»
Κάποιες φράσεις επαναλαμβάνονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ή όπως συμβαίνει στο βιβλίο από γραμμή σε γραμμή, αντανακλώντας την ποιητική του καταγωγή. Οι γραμμές δεσπόζουν στο μυθιστόρημα και μετράνε τόσο τις μέρες που απομένουν μέχρι την κόλαση όσο και τις μέρες που απομένουν μέχρι να τελειώσει η κόλαση. Οι ήρωές του μετράνε το χρόνο τους με γραμμές, είτε για να ξέρουν πόσο μένει είτε για να βλέπουν πόσο πέρασε και ο λογοτέχνης χειρίζεται τις γραμμές τους όπως θα μετρούσε τους στίχους του.
Περνάει πανέμορφα τις ιδέες και τις απόψεις του για το κράτος, την πολιτική, την κοινωνία... αλλά και για την τέχνη.
«Αυτό που αγαπώ περισσότερο στον Μπαγκρίτσκι, μεταξύ άλλων, είναι ο ανδρισμός του, που ξέρει να χαϊδεύει με τον επαναστατικό ρομαντισμό του τα δέντρα, τα χόρτα, τη λοκομοτίβα, την άνοιξη σαν τη γυναίκα. Κατά την άποψή μου ο ποιητής, ο ζωγράφος δεν πρέπει να είναι ευνούχοι.»
Οπωσδήποτε, αρκετά γεγονότα και στιγμές της αφήγησης αποτελούν βιώματα του ίδιου καθώς έζησε και στη Μόσχα σπουδάζοντας πολιτικές επιστήμες αλλά και στην Τουρκία, στην οποία επέστρεψε το 1924 για να εργαστεί στον τύπο, όπου συνελήφθη, φυλακίστηκε και εξορίστηκε τελικά λόγω των προοδευτικών πολιτικών του πεποιθήσεων. Όταν ανέκτησε την ελευθερία του, το 1951, έφυγε για την πρώην ΕΣΣΔ και άλλες χώρες. Δε ξέρω κατά πόσο αξίζει να σημειωθεί ότι γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του εικοστού αιώνα, πάντως έχει σημασία ότι το έργο του μεταφράστηκε σε πάμπολλες γλώσσες ενώ στην Τουρκία αναγνωρίστηκε μετά το θάνατό του αν και υπήρξε από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της τουρκικής λογοτεχνίας.
Σε μια εποχή που ο σαραντάρης θεωρείται ηλικιωμένος -έτσι χαρακτηρίζονται οι σαραντάριδες στο μυθιστόρημα από τον συγγραφέα, ακόμα και οι τριανταπεντάριδες(!)- ή τουλάχιστον πολύ μεγάλος, ο Χικμέτ ρωτάει τον άγνωστο αναγνώστη του ή και τον ίδιο του τον εαυτό σχετικά: «Πόση είναι η ζωή μου για να έχω κοντινούς και μακρινούς συγγενείς; Ζήσαμε μόνο μια μπουκίτσα ακόμα». Τί κι αν τελικά ο ίδιος ο αφηγητής περνούσε τα εξήντα όταν κάθισε να διηγηθεί την ιστορία του Αχμέτ ή του Ισμαήλ, η ζωή, όσο κι αν κρατήσει δε θα είναι ποτέ αρκετή. Γιατί είναι ωραία.
Επίλογος
Ενθουσιάστηκα από την απλότητα των φράσεων παρά τη δύναμη με την οποία με χτύπαγαν. Αναμφίβολα ο χειρισμός του λόγου του Ναζίμ Χικμέτ είναι εξουσιαστικός υπέρ του λογοτέχνη αλλά, προφανώς, έτυχε και καλής μετάφρασης.
Προτείνεται ανεπιφύλακτα, όχι μόνο για να εμπλουτίσεις τη βιβλιοθήκη σου με κάτι κλασικό και πανέμορφο, αλλά κυρίως, για να διαβάσεις μια βιωματική μυθιστορία ενός κατά βάση ποιητή που θα σε γεμίσει ρομαντισμό και ρεαλισμό.
Σημειώσεις:
Οι πλαγιογραμμένες φράσεις είναι αποσπάσματα από το βιβλίο και το οπισθόφυλλο.
Ευχαριστώ τις εκδόσεις Λιβάνη και την Μαρία Κουκουβίνου για την προσφορά του βιβλίου.