Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Ρ.Σ.: Μία συμβολαιογραφική μαρτυρική πράξη του 1834 που βρήκα ως ερευνήτρια στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και η ιστορία του με παρέπεμπε σε ένα προβληματισμό που είχα από τα παιδικά μου χρόνια: Την περιθωριοποίηση από το κοινωνικό σύνολο κάποιων ανθρώπων λόγω προκαταλήψεων ή λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μια λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Ρ.Σ.: Αναζητώντας μια λέξη έβρισκα αρκετές από το γράμμα Α. Αγάπη, αγκαλιά, αλτρουισμός, αλληλεγγύη.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνους που πρόκειται να το διαβάσουν;
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Ρ.Σ.: Πάντα με προκαλούσαν τα ταξίδια στο χρόνο. Όσο πιο παλιά τόσο πιο όμορφα. Για να ανακαλύπτεις πράγματα που όσο περνούν τα χρόνια χάνονται. Άλλα καλώς και άλλα κακώς που όμως μας δίνουν μαθήματα. Κάπου στο χρόνο λοιπόν και κάπου χαμένοι στην Πελοπόννησο. Δεν έχουν σημασία τα ονόματα των πόλεων αλλά μόνο οι συμπεριφορές των ανθρώπων.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μια φράση/παράγραφο από το βιβλίο.
Ρ.Σ.: Τρόμαξαν οι χωριανοί βλέποντας το όπλο στο χέρι του τρελού. Τον πήραν με το καλό, του έπιασαν κουβέντα και ένας απ’ αυτούς βγήκε με τρόπο και έτρεξε στο σπίτι της μάνας του να τους ειδοποιήσει να τον μαζέψουν. Ο Βασίλης βέβαια του κάκου να συνετιστεί να αφήσει το όπλο. Ξερνούσε αισχρόλογα και βλαστήμιες και ανάμεσα κήρυττε τον εαυτό του μια Θεό και μια Βασιλέα. Βρήκαν κάποια στιγμή ευκαιρία οι άνθρωποι, τον αφόπλισαν κι άρχισαν να τον δέρνουν με μανία. Εκείνη την ώρα έφτασε και η μάνα του και τους είδε. Σπάραξε η καρδιά της Τι και αν ξεστράτισε ο νους του παιδιού της;. Για κείνη ήταν το αίμα της, το σπλάχνο της, η ψυχή της. Έτρεξε, μπήκε ανάμεσά τους. -Μη, μη το παιδί μου, φώναξε. Μακριά. Άνοιξαν τόπο εκείνοι και η Κώσταινα γονάτισε με κόπο δίπλα στο γιο της. Πήρε τρυφερά στο στήθος της το κεφάλι του να το προστατέψει, του χάιδεψε τα γεμάτα άχυρα μαλλιά, του είπε γλυκόλογα να τον μερέψει. Κι έλεγε, έλεγε, έλεγε και τελειωμό δεν είχε. Και όσο έλεγε μούσκευε το βρώμικο και ματωμένο πουκάμισο του γιου της από τα δάκρυά της τα καυτά. Αίμα και δάκρυ, ένα έγιναν. -Μείνε εδώ στην αγκαλιά μου για πάντα, αγόρι μου. Εδώ δεν θα σε πειράξει κανείς. Το θαύμα θα το καταφέρω εγώ με άγγιγμα ψυχής. Με την αγάπη μου. Μείνε κοντά μου, αγόρι μου, μείνε. Μέχρι ο θρήνος να κοπάσει τον κρατούσε πάνω της και τον νανούριζε σαν μικρό παιδί. Κι εκείνος μαζεύτηκε ένα κουβάρι πάνω της. Η τρυφερή ανάσα της στο πρόσωπό του, η αφή της λες και έψαχνε να βρει μέσα από μυστικές διαδρομές το μυστήριο του νου και της ψυχής του, να του χαρίσει τη γαλήνη. Απεγνωσμένα. Εκείνος την κοίταζε με βλέμμα θολό, ανεξιχνίαστο και για μια στιγμή σήκωσε το χέρι του σαν να ήθελε να την αγκαλιάσει. Μα αυτό, αδυναμία για έναν βασιλιά. Το χέρι του έμεινε μετέωρο στον αέρα κι αντί για αγκαλιά, της έδωσε ξάφνου μια και την έριξε καταγής ανάμεσα στα τραπέζια. Κανένας δεν περίμενε τούτη τη σκηνή, που τους έπιασε πάνω στο μέρωμα της δική τους ψυχής. Αιφνιδιάστηκαν. Η Κώσταινα ανάσκελα κι εκείνος αγρίμι πετάχτηκε πάνω κι έγινε καπνός κι αντάρα.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνους που πρόκειται να το διαβάσουν;
Ρ.Σ.: Να αφουγκραστούν τους ήρωές μου και να σκεφθούν πώς θα ήταν η ζωή τους αν κάποιο χαρακτηριστικό τους ήταν κατακριτέο. Να αναγνωρίσουν ότι όλοι μας είμαστε διαφορετικοί και μοναδικοί τόσο όσο μοναδικά είναι και τα αποτυπώματά μας. Και έπειτα να ανοίξουν καρδιά και αγκαλιά σε ανθρώπους με «ταμπελάκια». Σε ανθρώπους που η κοινωνική απομόνωση επηρεάζει την ψυχική τους υγεία.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μια φράση/παράγραφο από το βιβλίο.
Ρ.Σ.: Τρόμαξαν οι χωριανοί βλέποντας το όπλο στο χέρι του τρελού. Τον πήραν με το καλό, του έπιασαν κουβέντα και ένας απ’ αυτούς βγήκε με τρόπο και έτρεξε στο σπίτι της μάνας του να τους ειδοποιήσει να τον μαζέψουν. Ο Βασίλης βέβαια του κάκου να συνετιστεί να αφήσει το όπλο. Ξερνούσε αισχρόλογα και βλαστήμιες και ανάμεσα κήρυττε τον εαυτό του μια Θεό και μια Βασιλέα. Βρήκαν κάποια στιγμή ευκαιρία οι άνθρωποι, τον αφόπλισαν κι άρχισαν να τον δέρνουν με μανία. Εκείνη την ώρα έφτασε και η μάνα του και τους είδε. Σπάραξε η καρδιά της Τι και αν ξεστράτισε ο νους του παιδιού της;. Για κείνη ήταν το αίμα της, το σπλάχνο της, η ψυχή της. Έτρεξε, μπήκε ανάμεσά τους. -Μη, μη το παιδί μου, φώναξε. Μακριά. Άνοιξαν τόπο εκείνοι και η Κώσταινα γονάτισε με κόπο δίπλα στο γιο της. Πήρε τρυφερά στο στήθος της το κεφάλι του να το προστατέψει, του χάιδεψε τα γεμάτα άχυρα μαλλιά, του είπε γλυκόλογα να τον μερέψει. Κι έλεγε, έλεγε, έλεγε και τελειωμό δεν είχε. Και όσο έλεγε μούσκευε το βρώμικο και ματωμένο πουκάμισο του γιου της από τα δάκρυά της τα καυτά. Αίμα και δάκρυ, ένα έγιναν. -Μείνε εδώ στην αγκαλιά μου για πάντα, αγόρι μου. Εδώ δεν θα σε πειράξει κανείς. Το θαύμα θα το καταφέρω εγώ με άγγιγμα ψυχής. Με την αγάπη μου. Μείνε κοντά μου, αγόρι μου, μείνε. Μέχρι ο θρήνος να κοπάσει τον κρατούσε πάνω της και τον νανούριζε σαν μικρό παιδί. Κι εκείνος μαζεύτηκε ένα κουβάρι πάνω της. Η τρυφερή ανάσα της στο πρόσωπό του, η αφή της λες και έψαχνε να βρει μέσα από μυστικές διαδρομές το μυστήριο του νου και της ψυχής του, να του χαρίσει τη γαλήνη. Απεγνωσμένα. Εκείνος την κοίταζε με βλέμμα θολό, ανεξιχνίαστο και για μια στιγμή σήκωσε το χέρι του σαν να ήθελε να την αγκαλιάσει. Μα αυτό, αδυναμία για έναν βασιλιά. Το χέρι του έμεινε μετέωρο στον αέρα κι αντί για αγκαλιά, της έδωσε ξάφνου μια και την έριξε καταγής ανάμεσα στα τραπέζια. Κανένας δεν περίμενε τούτη τη σκηνή, που τους έπιασε πάνω στο μέρωμα της δική τους ψυχής. Αιφνιδιάστηκαν. Η Κώσταινα ανάσκελα κι εκείνος αγρίμι πετάχτηκε πάνω κι έγινε καπνός κι αντάρα.
Περισσότερες μικρές συνεντεύξεις μεγάλων βιβλιοταξιδιών εδώ
Δυο λόγια
Ένα χωριό, μια κλειστή κοινωνία όπου βασιλεύουν παλιά ήθη, έθιμα και άγραφοι νόμοι. Εκεί όπου αρκεί μια κουβέντα για να στιγματίσει κάποιον, για να τον βάλει στο περιθώριο. Πόσο μάλλον αυτό που έγινε...
Αναγκασμένοι από τις κοινωνικές συμβάσεις ζούσαν ξεκομμένοι από όλους στην άκρη του χωριού περιμένοντας να κλείσουν οι πληγές και καθώς έφευγαν οι παλιοί να έμεναν οι καινούργιοι. Οι πληγές όμως αντί να επουλωθούν κακοφόρμισαν και μόλυναν και τους ίδιους. Η ιστορία τους δεν ξεχάστηκε, έγινε παραμύθι και πέρασε από γενιά σε γενιά.
Πώς να αντέξουν ακόμη ένα στίγμα που θα έφερνε η γέννηση του εξώγαμου παιδιού της Χρυσάνθης;