Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Σ.Κ.: Είμαι φίλος των βιβλίων μυστηρίου και φαντασίας, έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με το είδος αυτό, έτσι κάποια στιγμή αποφάσισα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και να γράψω κάτι δικό μου.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Σ.Κ.: «Απρόοπτο!»
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Σ.Κ.: Να το διαβάσει δίχως να ταυτιστεί με τους ήρωες. Είναι επικίνδυνο.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Σ.Κ.: Θα πηγαίναμε στο τρελοκομείο και αμφιβάλλω αν θα βγαίναμε.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο.
Σ.Κ.: «Τέντωσε όλες τις αισθήσεις του, προσπαθώντας να αντιληφθεί αν κάτι ύποπτο υπάρχει και περιφέρεται στο σπίτι. Αφουγκράστηκε μήπως ακούσει κάποιον ήχο. Μήπως ακούσει το νερό στο μπάνιο να τρέχει και τα σιφώνια να κελαρύζουν από το αίμα του νεκρού. Ίδρωσε στην σκέψη αυτή κι ένιωσε να ζεσταίνεται κάτω από τα σκεπάσματα».
Οπισθόφυλλο
Τι υπάρχει πίσω από τους θάμνους, που μπορεί να κάνει μια συνηθισμένη εξόρμηση για κυνήγι στο βουνό να εξελιχθεί σε εφιάλτη;
Τι μπορεί να συμβεί σ’ ένα όμορφο γραφικό ξενοδοχείο καταμεσής του δάσους, όταν η υποψία πως απειλείται η ζωή τρυπώσει στο μυαλό;
Ποια μοίρα ενδέχεται να περιμένει εκείνον που θα εργαστεί σε γραφείο κηδειών;
Πού μπορεί να καταλήξει μια νυχτερινή επίσκεψη σε νεκροταφείο;
Τέσσερα ερωτήματα που απαντώνται με τέσσερις ιστορίες του απόλυτου φόβου, δοσμένες με τρόπο αριστοτεχνικό και βγαλμένες από τους χειρότερους εφιάλτες.
Το βιβλίο κόβει κυριολεκτικά την ανάσα, μαγεύει με την πλοκή του, φέρνει στην επιφάνεια τις ανασφάλειες απέναντι στο άγνωστο, μα πάνω απ’ όλα, ταξιδεύει ΕΚΤΟΣ ΟΡΙΩΝ τoν αναγνώστη!