Γράφει η Νταίζη Λεονάρδου
«ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΟ ΤΕΛΕΙΩΣΑΜΕ ΤΟ ΒΡΑΔΙΝΟ ΦΑΓΗΤΟ. Πίεσα τον εαυτό μου να μείνει μαζί τους ελάχιστα κι ανέβηκα για ύπνο… «Είμαι κουρασμένη». Κοφτά, χωρίς πολλές κουβέντες. Άλλωστε, είχα κάθε λόγο να είμαι θυμωμένη, στενοχωρημένη και ανόρεχτη. Πλησίαζαν οι αρραβώνες…
Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και μέτρησα τα χρόνια που έζησα εδώ μέσα, στο μικρό δωμάτιο που ήταν πάντα το «καταφύγιό» μου και τώρα έχει γίνει χειρότερο από φυλακή. Άγγιξα τα όμορφα φουστάνια μου. Από αύριο θα φοράω μαύρα… Μύρισα τη λεβάντα στη ντουλάπα, χάζεψα τις γωνίες, τις ευθείες, κάποιους ανεπαίσθητους λεκέδες στους ασπροβαμμένους τοίχους. Ένοιωσα αυτές τις στιγμές σαν κόκκινες διαχωριστικές γραμμές. Σε λίγες ώρες όλα θα είχαν αλλάξει. Και δεν θα υπήρχε δρόμος επιστροφής.
Πριν δύο χρόνια ακριβώς και 8 μήνες, ένα βράδυ στο σπίτι του θείου Σωτήρη, γνώρισα τον Γιάννη, «παιδί συμπολεμιστή του στη Μικρασία». Είχε βρεθεί πρώτη φορά στα μέρη μας και πέρασε να δει τον θείο, μάζευε πληροφορίες και στοιχεία για τον πόλεμο. Ήταν ιστορικός, «ερευνητής». Δεν θύμιζε κανέναν συγχωριανό και συγγενή, είχε κάτι επάνω του, ένα άλλο αέρα, απροσδιόριστο... Μιλούσε για τις σπουδές του στην Αθήνα και στο Παρίσι, για τις μεγάλες βιβλιοθήκες στα Πανεπιστήμια, για τις αίθουσες και τα αμφιθέατρα, για τη φτωχική αλλά ελεύθερη ζωή στις φοιτητικές γειτονιές. Με είδε να ρουφάω τα λόγια του και με πρόσεξε περισσότερο: «Με τι ασχολείσαι»; «Τι σχέδια έχεις»; «Τι ονειρεύεσαι;»
Ξεθάρρεψα και του μίλησα: για το σχολείο που πήγα, για τα βιβλία που διάβαζα, για τον κύριο Μιχάλη, τον δάσκαλο των Ελληνικών, που μου έλεγε καμιά φορά σαν να μονολογούσε: «εσύ έχεις μυαλό για παραπάνω… κρίμα..». Και κάπου εκεί κόμπιασα, σαν να μην είχα κάτι άλλο να πω. Τι νόημα είχε; Σαν να μην είδε την αμηχανία μου, συνέχισε την ίδια κουβέντα. Και μέσα στα άλλα, δήθεν τυχαία, μετά το κατάλαβα ή μάλλον μου το ομολόγησε αργότερα, μου μίλησε για τις συμφοιτήτριές του στη Φιλοσοφική της Αθήνας. «Λίγες αλλά σπουδαίες», έτσι είπε. Κι όταν με αποχαιρέτησε, πιο αργά το βράδυ, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Μην υποτιμάς τον εαυτό σου ούτε τα όνειρά σου. Και ξέρεις κάτι; Η αρχή κάθε πράξης είναι η σκέψη και η θέληση. Κι εσύ, Μαρία, μπορείς να κάνεις πολλά».
Δεν ξέχασα ούτε μια στιγμή εκείνης της βραδιάς. Κι από την επόμενη μέρα άρχισα να σκέφτομαι -πρώτη φορά σοβαρά- το μέλλον μου. Τις αναμενόμενες και προδιαγεγραμμένες προοπτικές της ζωής μου στο χωριό. Και μαζί με τις σκέψεις αυτές, σαν σφήνες με βομβάρδιζαν εικόνες που δεν είχα δει ποτέ στ’ αλήθεια: πόλεις με σπίτια ψηλά, με δρόμους καθαρούς, γειτονιές με μυρωδιές άγνωστες αλλά γοητευτικές, άντρες και γυναίκες με μορφές ρευστές αλλά όμορφες… Και προπάντων, σχολεία μεγάλα και φωτεινά, βιβλία άφθονα σε σχήματα, μεγέθη και χρώματα, με τίτλους απροσδιόριστους. Και μέσα σε όλα αυτά η εικόνα του Γιάννη… Ήταν άραγε ωραίος; Στα μάτια της Δέσποινας φάνταζε γραφικός: «Άντρας με γυαλιά»; Αλλά εμένα μου άρεσε το βλέμμα του που έβλεπε μακριά και τα λόγια του με ταξίδευαν. Κι όλο σκεφτόμουν τα ίδια κι άλλα και περισσότερα… και ασφυκτιούσα κάθε μέρα και περισσότερο. Και περίμενα να έρθει κάτι που κι αυτό δεν ήξερα τι θα είναι…
Ο Γιάννης ξαναήρθε. Καλοκαίρι και καθόμασταν κάτω από τον μεγάλο πλάτανο, στο πανηγύρι της Παναγίας. Δεν μιλήσαμε πολύ μπροστά στους άλλους αλλά ζήτησε να με δει μόνη. Την επόμενη μέρα βρεθήκαμε στο δρόμο για το κτήμα μας, μέσα στις ελιές. Δεν ήταν σωστό, το ήξερα, αλλά και ήθελα και «έπρεπε» να τον δω. Μέσα στα άλλα, μου είπε ότι αυτούς τους μήνες με σκεφτόταν με ένταση. Ότι έπιανε τον εαυτό του να με «βλέπει» δίπλα του, σύντροφο σε μια κοινή ζωή. Ότι με είχε αγαπήσει χωρίς να με ξέρει… Ήθελε όμως να με μάθει και, κυρίως, να τον γνωρίσω κι εγώ, να τον αγαπήσω σιγά - σιγά…
Μου είπε κι άλλα. Περιουσία δεν είχε, μόνη του «προίκα» οι σπουδές και οι προοπτικές μιας καριέρας στο Πανεπιστήμιο. Θα δεχόταν ο πατέρας μου έναν τέτοιο γάμο; Κι εγώ; Θα ήθελα μια τέτοια ζωή μαζί του;
Του μίλησα κι εγώ αυτή τη φορά: Για τις σκέψεις που κυρίευσαν το μυαλό μου από εκείνη τη βραδιά. Για όνειρα και ελπίδες, για προβληματισμούς και ανησυχίες, για την προσμονή του καινούργιου, για μια δυνατή επιθυμία να φύγω, να πετάξω μακριά. Ρούφαγε τα λόγια μου και με ενθάρρυνε να συνεχίζω. Πρώτη φορά στη ζωή μου μίλησα τόσο πολύ για τον εαυτό μου. Έμεινα κι εγώ η ίδια κατάπληκτη! Μόνο για αισθήματα δε μίλησα. Δεν ήξερα ακόμη αν οι σκέψεις μου γι’ αυτόν ήταν η αγάπη ή το διαβατήριο για τους νέους ορίζοντες. Θα το έδειχνε ο χρόνος.
Βρεθήκαμε και την επόμενη και τη μεθεπόμενη κι όλες τις μέρες που έμεινε στο χωριό μας, βρίσκοντας συνέχεια αφορμές να αναβάλει την αναχώρησή του. Κάθε φορά ήταν και πιο όμορφα. Οι ώρες που «έκλεβα» για να βρίσκομαι μαζί του κυλούσαν σαν νερό. Κι οι συζητήσεις μας ατελείωτες… Αναζητούσα την παρουσία του από την πρώτη στιγμή που χωρίζαμε. Ήταν αγάπη;
Τη μέρα που θα έφευγε για την πόλη, μου ζήτησε να σκεφτώ πολύ σοβαρά. «Σε αγαπώ, Μαρία, θέλω να σε παντρευτώ και να φύγουμε μαζί. Θα κάνω τα πάντα για να ζήσουμε ευτυχισμένοι. Δεν θέλω μια βιαστική απάντηση τώρα. Θα περιμένω όσο χρειαστεί».
Αυτή τη φορά μου άφησε δώρο ένα βιβλίο. Το ξεφύλλιζα και ταξίδευα με τη φαντασία μου στο Παρίσι σαν να ζούσα ήδη εκεί… Και οι σκέψεις άρχισαν πια να παίρνουν σάρκα και οστά: Όχι, δεν ήθελα τη ζωή που μου είχε επιφυλάξει η μοίρα την ώρα που γεννήθηκα στο δίπατο σπίτι της πλατείας. Ναι, ήμουν σίγουρη πια. Θα έφευγα, θα άλλαζα τα πάντα. Θα τα κατάφερνα!
Τη μέρα που μίλησα στη Δέσποινα συνειδητοποίησα τη δυσκολία του στόχου μου. Ούτε που φανταζόμουν πόσο συντηρητική θα μπορούσε να είναι η ίδια μου η αδερφή. Κουβεντιάσαμε πολλές ώρες, χαμηλόφωνα. Προσπάθησε να με μεταπείσει: «Δεν είναι από τα μέρη μας, δεν έχει δεκάρα τσακιστή, έλεγε η Αναστασία τις προάλλες, έτσι άκουσε απ’ τον θείο Σωτήρη. Ο πατέρας δεν θα ακούσει κουβέντα». Και συμπλήρωνε: «Τι του βρήκες κι εσύ; Χάθηκαν οι γαμπροί;»
Στήριξα τις ελπίδες μου στη μητέρα. Αυτή θα με καταλάβαινε, θα χαιρόταν. Θα της έλεγα πόσο θα με βοηθούσε ο Γιάννης να συνεχίσω τις σπουδές μου, πόσο ευτυχισμένη θα ήμουν. Θα την έπειθα. Εξ άλλου, αυτή δεν επέμενε να πάμε στο σχολείο; Αυτή δεν έπεισε τον πατέρα να με στείλει στο Ελληνικό; Αυτή δεν καμάρωνε με τα βραβεία και τους επαίνους που έφερνα στο σπίτι, δια χειρός κυρίου Μιχάλη;
Η μητέρα δεν με διέκοψε, με άφησε να τελειώσω. Για πολλή ώρα δε μίλησε. Σηκώθηκε, ξανακάθισε, έκανε δυο τρεις γύρες στο δωμάτιο μπλέκοντας και ξεμπλέκοντας τα δάχτυλά της. Μετά κάθισε πολύ κοντά μου και με χαμηλή αλλά σταθερή φωνή μου ξεκαθάρισε πως ποτέ δεν θα δεχόταν την παλαβή μου απόφαση να ξεσπιτωθώ, να αφήσω τόσες καλές «τύχες», να τραβιέμαι με έναν «που δεν ξέρουμε από πού κρατάει η σκούφια του. «Πού τον είδαμε; Επειδή είναι παιδί του φίλου του μπάρμπα σου και μιλάει σαν σπουδασμένος; («σαν», για να τον υποτιμήσει στα μάτια μου). Μάζεψε τα μυαλά σου και προσοχή μη μάθει τίποτα ο πατέρας σου. Θα μας βρει καμιά συμφορά». Μούδιασα. Φοβήθηκα. Τόση άρνηση; Κι αν οι γυναίκες του σπιτιού αντέδρασαν έτσι, ο πατέρας τι θα έκανε;
Πέρασαν λίγες μέρες χωρίς να αποφασίσω την επόμενη κίνησή μου. Κι ένα πρωί ήρθε στο σπίτι η Αναστασία. Κρυφά και χαμογελώντας με νόημα μου έδωσε «ένα βιβλίο του κυρίου Μιχάλη για σένα»… Μέσα στις σελίδες του, καλά διπλωμένο, βρήκα το πρώτο γράμμα του Γιάννη. Γιατί ακολούθησαν κι άλλα. Πολλά.
Με ενισχυμένη την απόφασή μου, το βράδυ μάζεψα το κουράγιο μου και μίλησα στον πατέρα. Ήταν αραγμένος στη θέση του πλάι στο τζάκι και χάιδευε το σκύλο. Είχε περάσει μια καλή μέρα στα κτήματα και στο καφενείο. Πλησίασα διακριτικά και κάθισα απέναντί του, στο χαμηλό σκαμνί. Του ζήτησα να με ακούσει πρώτα χωρίς να βιαστεί να απαντήσει. Υπήρξαν στο παρελθόν φορές που υπολόγιζε τη γνώμη μου, όταν φυσικά τη ζητούσε. Μπορεί να τη δεχόταν και τώρα…
Κάποια στιγμή, θυμάμαι, με χτύπησε. Κι αυτό, όταν συνειδητοποίησε ότι επέμενα παρά τις αρχικές του «προστατευτικές» νουθεσίες. Φώναξε τη μητέρα, την κατηγόρησε ότι μου φούσκωσε τα μυαλά με τα διαβάσματα και τα βιβλία. «Δεν έχει να ξαναπάει πουθενά μόνη της. Αναλαμβάνω εγώ από δω και μπρος».
Και πράγματι ανέλαβε τον σωφρονισμό του παραβάτη των οικογενειακών και κοινωνικών νόμων από την επόμενη κιόλας μέρα: παγερή σιωπή αποδοκιμασίας, περιορισμοί κάθε είδους, ακόμα και υποψήφιοι γαμπροί που δεν δεχόμουν καν να συναντήσω… Ο καιρός περνούσε κι εγώ έμενα ανυποχώρητη… κι ο πατέρας το ίδιο.
Πέρασαν από τότε κοντά δύο χρόνια. Η ζωή μου άλλαξε. Έφτασα να μη βγαίνω από το σπίτι στην αρχή, απ’ το δωμάτιο στη συνέχεια. Τη Δέσποινα έβλεπα μόνο και τη μάνα, πιο αραιά την Αναστασία. Η μητέρα είχε αλλάξει, είχε γίνει απόμακρη, απρόσιτη, αδιάφορη. Σαν ίδια ο πατέρας. Συμφωνούσε μαζί του σε όλα, μπορεί και να τον φοβόταν. Όποια και να ήταν η αλήθεια, εγώ ήμουν μόνη.
Με τον Γιάννη επικοινωνούσα με τη βοήθεια της Αναστασίας. Δεν του έγραψα τα γεγονότα, μόνο πως με τον τρόπο μου προσπαθούσα να προλειάνω το έδαφος αλλά πως «ο πατέρας είναι δύσκολος, έχει άλλα σχέδια για μένα, θα δούμε..». Και ταυτοχρόνως μέσα από τα γράμματά του παρακολουθούσα κάθε του προσπάθεια για να χτίσει την καριέρα του και την κοινή μας ζωή, βήμα το βήμα. Τα λόγια του με ταξίδευαν. Έχτιζα πύργους, έκανα όνειρα. Όλη μου η σκέψη είχε εστιάσει στη στιγμή εκείνη που θα πετούσα, μακριά από τη σκοτεινιά του σπιτιού και της ψυχής μου. Και δεν με απασχολούσε τίποτε άλλο. Ο καιρός όμως περνούσε πολύ αργά.
Σε ένα του γράμμα με πληροφόρησε γεμάτος χαρά πως με διαβατήριο τη διδακτορική του διατριβή είχε υποβάλει αίτηση για την έδρα Φιλολογικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Το μυαλό μου άρχισε να ταξιδεύει στα στενά σοκάκια και τις λεωφόρους του Παρισιού μαζί με τις καλοντυμένες κυρίες και τους ήχους μιας μουσικής που δεν γνώριζα, αλλά ήμουν σίγουρη πως ήταν η μυστική μουσική της πόλης.
Λίγο αργότερα, άρχισα να μαθαίνω Γαλλικά με τη βοήθεια του βιβλίου που μου έστειλε από την Αθήνα και που το κρύβω μαζί με τα γράμματά του κάτω από την προσεχτικά ξεκαρφωμένη σανίδα του πατώματος στο βάθος του δωματίου. Προσπαθούσα να κερδίσω χρόνο. Κι όλα κυλούσαν φαινομενικά ήρεμα. Πριν μια βδομάδα ανατράπηκαν όλα.
Τρίτη πρωί, έφτασε το γράμμα. Είχε εγκριθεί η αίτησή του και θα έφευγε το συντομότερο για τη Γαλλία, να αναλάβει τα καινούργια καθήκοντα και να βρει σπίτι. «Το σπίτι μας». Και να τον περιμένω να επιστρέψει -υπολόγιζε σε δυο-τρεις μήνες- και να έρθει στον πατέρα μου για μια πρώτη -και τελευταία- προσπάθεια.
«Αν όμως δεν τα καταφέρουμε, να είσαι έτοιμη να φύγουμε μαζί». Στο γράμμα δεν υπήρχαν αυτή τη φορά περιγραφές κι όμορφες εικόνες. Μόνο οδηγίες τηλεγραφικές και σαφείς. Λόγια ενός άντρα που με γέμισαν με ασφάλεια και σιγουριά για τη δύσκολη επιλογή μου. Άρχισα να σχεδιάζω το ταξίδι, να διακοσμώ με τη φαντασία μου το καινούργιο σπίτι, δοκίμαζα χαμηλόφωνα λέξεις και φράσεις στα γαλλικά. Δεν ήθελα ακόμα να αντιμετωπίσω το μάλλον σίγουρο ενδεχόμενο της απόλυτης άρνησης του πατέρα. Ο Γιάννης μπορεί να τα κατάφερνε καλύτερα από εμένα. Δεν το πίστευα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο…
Η καταστροφή δεν άργησε να έρθει με τη μορφή ενός ακόμα ανεπιθύμητου προξενιού. Ένας γαμπρός από την Αθήνα. «Καλή περίπτωση». Κι αυτή τη φορά ο πατέρας αποφάσισε να δώσει δυναμική λύση: Οι αρραβώνες κανονίστηκαν για την επόμενη βδομάδα, ο γάμος πάνω στο μήνα. Η προίκα ήταν έτοιμη από καιρό…
Και πάλι αρνήθηκα. Έπρεπε να βρω τρόπο να σκεφτώ, να αντιδράσω. Ζήτησα μια αναβολή μέχρι «για να το πάρω απόφαση». Ο πατέρας δεν μπήκε στον κόπο ούτε να μου απαντήσει.
Άρχισαν οι προετοιμασίες. Έπαψα να κοιμάμαι τα βράδια. Έβλεπα τη ζωή που είχα ονειρευτεί να χάνεται. Μπροστά μου υπήρχε μόνο ένα μαύρο κενό χωρίς ουρανό, μια ισόβια ισοπέδωση. Και αναρωτιόμουν πώς θα ήμουν σαν σύζυγος ενός άλλου; Τι είδους μητέρα σε παιδιά που δεν ήθελα; Και κατηγορούσα τον εαυτό μου που δεν εύρισκα λύση. Κι ο Γιάννης τι θα έκανε; Τι θα σκεφτόταν; Πώς θα αντιδρούσε;
Η ιδέα ήρθε ξαφνικά. Για το καλό μου; Για το κακό μου; «Πώς να παντρευτώ αν μας χτυπήσει το θανατικό; Οι παραδόσεις στα μέρη μας είναι πολύ αυστηρές. Θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να δικαιολογηθεί η γαμήλια χαρά μετά τη θλίψη του ανθρώπινου χαμού. Ούτε μπορεί να επισπευσθεί ο γάμος. Ποιος να αντέξει τα σχόλια του κόσμου;»
Οι σκέψεις αυτές ρίζωσαν σαν το ζιζάνιο μέσα μου και μέρα με τη μέρα δυνάμωναν, έβγαλαν κλαδιά και παρακλάδια, έπνιξαν κάθε αγάπη, κάθε συναίσθηση καθήκοντος ή κινδύνου. Κι έτσι, αύριο θα πεθάνει ο πατέρας. Ξαφνικά. «Καρδιά, άτιμο πράγμα»… Το χωριό θα παγώσει. Το σπίτι θα βουβαθεί… Μαύρα υφάσματα θα σκεπάσουν τους καθρέφτες… Η μητέρα θα μοιρολογάει, η Δέσποινα κι εγώ θα θρηνούμε. Εγώ θα έχω και άλλους λόγους: το γάμο που θα αναβληθεί, τη ζωή μου που θα ανατραπεί. Θα είμαι πολύ πειστική…
Κι αργότερα, θα πάω να βρω τον Γιάννη όταν θα γυρίσει απ’ το Παρίσι. Δεν θα ζητήσω έγκριση από κανέναν, δεν θα πρέπει να προκαλέσω κι άλλες εντάσεις. Από την άλλη, μπορεί η μάνα τότε να συμφωνήσει: ο γαμπρός θα είναι «Καθηγητής Πανεπιστημίου, σοβαρός άνθρωπος…». Όπως και να έχει, όλα θα γίνουν όπως πρέπει… Και κανείς ποτέ δεν θα μάθει τίποτα. Ούτε ο Γιάννης. Κυρίως αυτός.
Γιατί τα έγραψα όλα αυτά; Ίσως για να τα βγάλω από μέσα μου. Δεν είναι το πιο απλό πράγμα που κόσμου να έχεις ζήσει 22 χρόνια στο χωριό και να ξέρεις πως σε λίγο καιρό θα φύγεις, ίσως για πάντα. Δεν είναι το πιο απλό πράγμα του κόσμου να έχεις σκοτώσει τον ίδιο σου τον πατέρα. Ο Θεός ας με συγχωρέσει».
*****
Έκλεισε τα μάτια του και τα ξανάνοιξε αργά. Πήρε βαθειά ανάσα. Ζαλίστηκε…
Μπερδεμένο κουβάρι τον πλημμύρισαν σκέψεις και εικόνες: Ξεχασμένες κουβέντες, μια κιτρινισμένη φωτογραφία μιας όμορφης γυναίκας με άσπρο φόρεμα και βλέμμα ονειροπόλο, ένα κορνιζαρισμένο δίπλωμα Πανεπιστημίου που ποτέ πριν δεν του είχε δώσει σημασία. Και μαζί τους, σαν δέσμες φακού να τρυπούν το σκοτάδι, τα ξεθωριασμένα καλλιγραφικά γράμματα στα χαρτιά που ξετρύπωσε πριν λίγη ώρα κρυμμένα κάτω από μια σανίδα στο σαρακοφαγωμένο ξύλινο πάτωμα του δωματίου στο σπίτι της γιαγιάς της Δέσποινας, εκεί που περνά τις διακοπές του από μωρό. Η σανίδα είχε ξεκαρφωθεί για τα καλά με τα χρόνια και αποφάσισε να «μαστορέψει» ο ίδιος αντί να φωνάξει τη γιαγιά. Στο κάτω - κάτω ήταν πια 15 χρονών, έπιαναν τα χέρια του. Κι έτσι βρήκε σε μια φανέλα το παλιό τετράδιο…
Υπήρχε κάποτε μια θεία, γιαγιά μάλλον, αδελφή της γιαγιάς του ήταν. Δεν καλοθυμόταν το όνομά της, Μαρία μάλλον, ποτέ δεν έδινε σημασία σε κουβέντες για τα παλιά, βαριόταν. Θα δει όμως αργότερα το όνομα που είναι γραμμένο στο δίπλωμα, έτσι για επιβεβαίωση. Κανείς άλλος πριν από τη μαμά του δεν είχε σπουδάσει στο πανεπιστήμιο.
Κάποιες φορές μιλούσαν γι’ αυτή τη «Μαρία», ότι της άρεσαν τα γράμματα («είχε πάει στο Ελληνικό εκείνα τα χρόνια»), ότι δεν ήθελε κανέναν από τους γαμπρούς του χωριού κι ότι μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της, του προπάππου δηλαδή, έφυγε από το χωριό για να σπουδάσει. Κι ότι μετά παντρεύτηκε κάποιον μορφωμένο και ταξίδεψε μαζί του στο εξωτερικό και έγινε γιατρίνα μάλλον, γιατί στη φωτογραφία πάνω στο τζάκι φοράει μια άσπρη ποδιά.
Και κανείς από τους νεώτερους δεν την θυμόταν ούτε καν η γιαγιά του η Δέσποινα καλά - καλά, έτσι έλεγε τουλάχιστον, κι αυτή ποτέ δεν ξαναγύρισε στο χωριό. Την έλεγαν περίεργη, διαφορετική, κάπου η μνήμη της είχε ξεθωριάσει, ήταν κάτι σαν το οικογενειακό «φάντασμα», αλλά δεν θυμάται να είχε ακούσει ποτέ κάτι άλλο, πιο ύποπτο, πιο «σκοτεινό»…
Σιγά - σιγά θυμάται κι άλλα: Ο πατέρας της γιαγιάς πέθανε ξαφνικά μια μέρα, δεν είχε αρρώστια, «μια χαρά λεβέντης ήταν ο παππούς σου» έλεγε η γιαγιά του στη μαμά, «δυο μέτρα άντρας». Κανείς δεν πίστευε στ’ αυτιά του όταν μαθεύτηκε πως τον βρήκαν πεθαμένο στα χωράφια. «Κρίμα που δεν χάρηκε την κόρη του νύφη», είπε όλο το χωριό.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι του, ήταν καινούργιο, από τα λίγα έπιπλα που είχαν αλλάξει στο σπίτι «για να μην κοιμάται το παιδί στις παλιατζούρες» και έμεινε ακίνητος να χαζεύει το ταβάνι με τα σταυρωτά δοκάρια, εκεί που παλιά φοβόταν μην κρύβονται σαμιαμίδια. Μετά έμαθε από τα παιδιά του χωριού πώς να τα διώχνει κι έπαψε να τα φοβάται.
Κάπως έτσι λοιπόν θα έγιναν τα πράγματα… Ο μεγάλος παππούς δεν ήθελε να φύγει η Μαρία απ’ το χωριό, είχε τους λόγους του. Όταν είδε πως δεν έπιανε το καλό, άρχισαν τα χειρότερα. Κι όταν ο Γιάννης της μήνυσε πως έρχεται να την πάρει μαζί του κι αυτή φοβήθηκε πως θα τον προλάβαινε ο ξαφνικός γάμος, πήρε την απόφασή της: να σκοτώσει τον πατέρα της και να απελευθερωθεί. Είναι φανερό, δεν τον αγαπούσε, τον φοβόταν και τον μισούσε, γιατί της στερούσε αυτό που ήθελε πιο πολύ από κάθε τι: την ελευθερία της και αυτό που πίστευε σαν ευτυχία.
Τη βρήκε άραγε την ευτυχία που ζητούσε; Πάντως και τον Γιάννη τον παντρεύτηκε και στη Γαλλία πήγε και μάλιστα σπούδασε Ιατρική! Περίεργο, γιατί μάλλον η Φιλολογία της άρεσε, έτσι είχε καταλάβει από τα γραφόμενά της. Πρέπει όμως να ήταν σπουδαίο μυαλό κι από θέληση βουνό!
Αλλά, πώς γίνεται να ξεχάσεις; Ή, πώς γίνεται να ζήσεις όλη σου τη ζωή με τέτοιες μνήμες; Πώς μπορείς να μη βλέπεις σε κάθε άρρωστο τη μορφή του πατέρα σου; Να μην αισθάνεσαι ένοχος, προσωπικά υπεύθυνος για κάθε θάνατο; Μήπως τελικά γι’ αυτό το λόγο σπούδασε γιατρός; Για να σώζει ζωές; Επειδή είχε αφαιρέσει με τα χέρια της τη ζωή του ανθρώπου που της χάρισε τη δική της τη ζωή;
Δίπλωσε προσεκτικά το τετράδιο στη γαριασμένη φανέλα, σήκωσε αθόρυβα τη σανίδα, το έβαλε στη θέση του εκεί που «κρυβόταν» ολόκληρες δεκαετίες, έψαξε ένα σφυρί και κάρφωσε με δύναμη τις άκρες της σανίδας.
«Μην ανησυχείς, γιαγιά, καρφώνω μια σανίδα που είχε φύγει», φώναξε στη γιαγιά Δέσποινα. «Δεν σε χρειάζομαι, τα καταφέρνω μόνος μου».
¤
Ένα διήγημα της συλλογής "Έγκλημα στο χωρίο" του Β Διαγωνισμού Διηγήματος "Στέλιος Ξεφλούδας". Πληροφορίες για τη συλλογή και περισσότερα διηγήματα θα βρείτε εδώ