Γράφει ο Θεόφιλος Γιαννόπουλος
Ποιήτρια μου πονώ. Μόλις έκλεισα την τελευταία σελίδα απ’ της ψυχής σου τις γραφές και νιώθω όμοιος με το καλυμμένο πρόσωπο της γυναίκας του εξωφύλλου σου. Μια μονάχα σκέψη μου τριβελίζει το μυαλό: Να θέλω να παραμείνω χαμένος στον κόσμο που έπλασες και επισκέφθηκα, κάνοντάς με να μη κοιτάζω πίσω. Ν’ αποζητώ και να επιλέγω να πέφτω απ’ τον ουρανό «….έτσι βίαια όπως με πέταξαν στη γη, όταν γεννήθηκα»(1), όπως ακριβώς διάβασα στο πρώτο ποίημα της συλλογής σου.
Κι ο πόνος που σου ομολογώ δεν είναι από μοναξιά, μα που μες στις λέξεις σου κατάλαβα σώψυχα τι σημαίνει Ποιητής. Λαμπύρισε καθαρά πίσω απ’ τους στίχους σου, ψιθυρίζοντάς μου πως «Γράφω Ποίηση. Που θα πει ερωτεύομαι στο ίσο τη Ζωή και το Θάνατο».(2)
Κι εγώ αναζήτησα στην πλάτη τα χαμοβλεπή φτερά μου για να διαπιστώσω απ’ το χρώμα τους αν όντος κατάφερα να ζήσω ή να πεθάνω ποτέ μου ως ποιητής. Μα πες μου, πώς να συγκρίνω το φως σου με το δικό μου το σκοτάδι;
Μα όπως σωστά τονίζεις στις γραμμές σου:
«Καμιά φορά έχει και η αδυναμία
λόγο να την ευγνωμονείς»(3)
Σ’ ανάσανα Ποιήτρια μου κι ο σεβασμός για τις εξομολογήσεις σου μου έγιναν μάθημα πώς να τιμώ τα παιδικά μου όνειρα και την χαμένη αλήθεια. Μετά απ’ την στερνή σου σελίδα κατανόησα πως είναι ανώφελο να τιμωρώ τον εαυτό μου για την κακή μου μοίρα.
«Δεν αντέχω ο δάσκαλος να μου χτυπά με βέργα τα χέρια
κάθε φορά που νευριάζει χωρίς λόγο.
Δεν είναι όλοι φτιαγμένοι για δάσκαλοι
μήτε τα χέρια καμωμένα για ξύλο»(4)
Αυτά τα λόγια μπόλιασες μέσα μου και κούνησα το κεφάλι με κατανόηση. Εγώ, που τους ανθρώπους συνεχίζω να τιμώ και να φοβάμαι, ψάχνοντας λύτρωση στη σιωπή της φωνής μου.
Βάλσαμο όμως η αγάπη που απ’ τα χέρια σου ρέει στη καρδιά του αναγνώστη, αφού το «Σ’ αγαπώ» στ’ οποίο ορκίζεσαι δεν είναι λέξεις. Είναι ο ίδιος ο ουρανός που εξύψωσες της ζωής σου τις αμόλυντες χαρές. Εκείνες που χαρίζεις ακόμη αυθόρμητα σαν παιδί σε όποιον τις χρειάζεται. Γιατί εσύ Ποιήτρια μου ακόμη και στις πληγές , βλέπεις ν’ αχνοφαίνονται από πίσω τ’ αυριανά χαμόγελα…
Τούτο νιώθει όποιος βιώσει το ποίημα σου με τίτλο «Αγάπη» και γι’ αυτό σε προσκυνώ κι εγώ:
«…κι ας είναι κάτω σκόρπια γυαλιά,
κομμάτια από μπουκάλια σπασμένα
που πέταξαν μεθυσμένες
αχάιδευτες ψυχές
για να σταματήσουν το διάβα μου.
Κάποτε θα σε φτάσω, ουρανέ!»(5)
Γι’ αυτό σου γράφω αυτό το γράμμα με ύφος απολογητικό . Μακάρι να γίνω άνθρωπος που τους ανθρώπους ν’ αφουγκράζομαι όπως εσύ Ποιήτριά μου…..
Με σεβασμό στην ποιήτρια Χρυσούλα Λουλοπούλου.
Θεόφιλος Γιαννόπουλος
Λογοτεχνικό βιογραφικό Χρυσούλας Λουλοπούλου
(όπως υπάρχει στην ποιητική συλλογή «Κόκκινος πίδακας»)
Η Χρυσούλα Λουλοπούλου γεννήθηκε το 1962 και μεγάλωσε στη Δράμα. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Δίδαξε επί 29 χρόνια στην ιδιωτική και στη Δημόσια Εκπαίδευση. Ζει στη Κατερίνη και εργάζεται στο Δημόσιο τομέα.
Έχουν εκδοθεί δύο μυθιστορήματα της («Η Πρώτη Ευγενική Αλήθεια» το 2002 και «Ο ψίθυρος του Θεού στο αυτί μου» το 2008) κι ένα τρίτο («Όσα ποτέ δεν είπαμε», το 2013), στο οποίο συμμετείχε στη συγγραφή κατά το ένα τέταρτο. Επίσης κυκλοφορούν δύο παραμύθια της στο διαδίκτυο («Η πριγκίπισσα που δεν έτρωγε μελιτζάνες» και «Το δέντρο της αληθινής ευχής»), για δωρεάν ανάγνωση.
Αυτή είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή. Έχει βραβευτεί τρεις φορές στον πανελλήνιο ποιητικό διαγωνισμό «Καισάριος Δαπόντες» του Δήμου Σκοπέλου, το 2012, το 2013 και το 2014.
Η ποιητική συλλογή της Χρυσούλας Λουλοπούλου «Κόκκινος πίδακας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΜΑΤΙ»
Μπορείτε να επικοινωνήσετε με την συγγραφέα στο email: chrislou62@hotmail.com
(1)Από το ποίημα «Αλεξίπτωτο» της Χρυσούλας Λουλοπούλου («Κόκκινος πίδακας», Εκδ. Μάτι, 2015©)
(2)Από το ποίημα «Γράφω Ποίηση» της Χρυσούλας Λουλοπούλου («Κόκκινος πίδακας», Εκδ. Μάτι, 2015©)
(3)Από το ποίημα «Γράφω Ποίηση» της Χρυσούλας Λουλοπούλου («Κόκκινος πίδακας», Εκδ. Μάτι, 2015©)
(4)Από το ποίημα «Μάθημα» της Χρυσούλας Λουλοπούλου («Κόκκινος πίδακας», Εκδ. Μάτι, 2015©)
(5)Από το ποίημα «Αγάπη» της Χρυσούλας Λουλοπούλου («Κόκκινος πίδακας», Εκδ. Μάτι, 2015©)
Στη φωτογραφία του εξωφύλλου πίνακας της ζωγράφου Κατερίνας Κανελλάκου.