Γράφει ο Μίνως Σκουντάκης
KΟΣΜΟΣ ΠΟΛΥΣ ΕΙΧΕ ΜΑΖΕΥΤΕΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΛΩΡΙΑ ΕΛΙΑ που βρισκόταν έξω από το χωριό, μάρτυρας δεκαετιών και αιώνων. Ο Μάρκους βρισκόταν στον ήλιο μαζί με πολλούς ακόμα Γερμανούς στρατιώτες για να φυλάνε τους κατοίκους του χωριού που βρίσκονταν κάτω από την σκιά της. Ένα κοριτσάκι κοίταξε περίεργο προς το μέρος του. Ο στρατιώτης ανταπέδωσε το βλέμμα μόνο που το ατσάλινα ανέκφραστο πρόσωπό του φόβισε το κοριτσάκι που αμέσως αγκάλιασε την γιαγιά του. Η γριά το έσφιξε προσπαθώντας να το καθησυχάσει. Κοίταξε και αυτή με την σειρά της τον Γερμανό, χωρίς όμως να δείχνει φοβισμένη, ακόμα και όταν εστίασε στις νεκροκεφαλές που στόλιζαν το πέτο του χιτωνίου του.
Ένας αξιωματικός μιλούσε με δύο υπαξιωματικούς λίγο πιο πέρα. Ο ένας από τους υπαξιωματικούς έδειχνε να διαφωνεί και έκανε έντονες χειρονομίες.
«Στο παράθυρο!», φώναξε άξαφνα ένας στρατιώτης από την φρουρά.
Ο Μάρκους στράφηκε εκεί που το χέρι αυτού που φώναξε έδειχνε. Ήταν ένα σπίτι, από αυτά που βρίσκονταν στην άκρη του χωριού. Στο παράθυρο στέκανε τρεις νεανικές μορφές.
«Λοχία!», ακούστηκε βροντερή η φωνή του αξιωματικού προς τον Μάρκους, «πάρε τους άντρες σου και φέρ’ τους».
Δέκα στρατιώτες βιάστηκαν να υπακούσουν στις εντολές και γρήγορα κατευθύνθηκαν προς το σπίτι απ’ όπου είδαν τις μορφές, το παράθυρο όμως ήτανε πλέον άδειο.
«Γιόχαν ψάξε το σπίτι», διέταξε ο Μάρκους τον ένα στρατιώτη όταν φτάσανε έξω. «οι υπόλοιποι ψάξτε το χωριό».
Καθώς ο ένας Γερμανός έμπαινε στο σπίτι οι υπόλοιποι έσπευσαν να σκορπιστούν, ώσπου χάθηκαν ανάμεσα στα στενά. Το χωριό δεν ήταν πολύ μεγάλο αλλά οι δρόμοι ήτανε τόσο στενοί ώστε ίσα να χωράνε τα γαϊδούρια, ενώ οι ασβεστωμένοι τοίχοι των σπιτιών που εκτείνονταν σε όλο το μήκος τους, έκαναν τους δρόμους αυτούς να μοιάζουν με λαβύρινθο. Μέσα σε αυτόν τον λευκό λαβύρινθο, όποια πόρτα έβρισκε ο Μάρκους ανοίγοντάς τη με ένα δυνατό χτύπημα του ποδιού, έμπαινε έχοντας έτοιμο το τουφέκι στα χέρια του. Έψαχνε γρήγορα το σπίτι και έβγαινε.
Μετά από ένα εικοσάλεπτο αυτός και δύο ακόμα άντρες συναντήθηκαν στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, στην άλλη άκρη του χωριού, έναν μικρό υπαίθριο χώρο στρωμένο με πέτρα, ανάμεσα στα σπίτια και μία ταπεινή πετρόχτιστη εκκλησία. Ξύλινα, ξεχαρβαλωμένα κάγκελα οριοθετούσαν την υπόλοιπη πλατεία ξεχωρίζοντας την από την απότομη πετρώδη κατηφόρα που ακολουθούσε.
«Βρήκατε τίποτα;», τους ρώτησε λαχανιασμένος.
«Όπου και να έχουν πάει οι δαίμονες σίγουρα θα είναι καλά κρυμμένοι. Δεν υπάρχει λόγος να ψάχνουμε».
«Συμφωνώ» συναίνεσε ο Μάρκους. «Πάμε πίσω. Όσους άνδρες βρεις πες τους να γυρίσουν».
«Ο λοχαγός θα αφηνιάσει», τόνισε ο τρίτος στρατιώτης, ο λοχίας όμως δεν έδωσε σημασία. Οι τρεις τους με γρήγορα βήματα κατευθύνθηκαν προς την κατεύθυνση απ’ όπου ήρθαν. Ξαφνικά όμως ο λοχίας γύρισε πίσω και κοίταξε την εκκλησία.
Άφησε τους άλλους μπροστά του να προχωρούν, ενώ αυτός πήγε προς τον ναό με αργά βήματα. Από τους πέτρινους τοίχους ξεχώριζε η ξύλινη, δίφυλλη πόρτα με διακόσμηση δύο δικέφαλους αετούς, έναν σε κάθε φύλο. Το βλέμμα του Γερμανού τράβηξε η τοιχογραφία του αγίου ακριβώς πάνω από το κατώφλι. Ο Καβαλάρης είχε μπήξει το ακόντιο του στο στόμα του δράκου, στην όψη του οποίου το άλογο είχε σηκωθεί στα δύο του πόδια.
«Λοχία, τι κάνεις;», φώναξαν από πίσω οι άλλοι δύο στρατιώτες.
Ο Μάρκους πέρασε στην πλάτη του το τουφέκι και βγάζοντας από την θήκη το πιστόλι του άνοιξε αργά την πόρτα. Τους εσωτερικούς τοίχους της εκκλησία χάιδευε το λίγο φως που έμπαινε απ’ έξω, ίσα για να αφήσει το μάτι να διακρίνει τι έβλεπε. Δεν υπήρχαν τοιχογραφίες στους τοίχους, παρά μόνο φορητές εικόνες κρεμασμένες και ένα περίτεχνο ιερό από σκούρο ξύλο στο βάθος. Δίπλα στην πόρτα ένα μανουάλι φιλοξενούσε λιγοστά σβησμένα κεριά.
Περπάτησε λίγο μέσα κοιτάζοντας τον χώρο γύρω, χωρίς όμως να χάνει την εγρήγορσή του. Κατευθύνθηκε προς το τέμπλο του ιερού. Δίχως να βιαστεί και με το πιστόλι παρατεταμένο πλησίασε την κόκκινη κουρτίνα στο κέντρο. Με μία απότομη κίνηση την τράβηξε, δεν είδε όμως κανένα. Την προσοχή του μονοπώλησε ένα χρυσό κύπελλο στην αγία τράπεζα και ένα μαντίλι που σκέπαζε κάτι. Σήκωσε το μαντίλι και είδε ένα ευαγγέλιο με επίχρυσα εξώφυλλα. Αφού το ξανασκέπασε, έριξε άλλη μια ματιά προς τις δύο κατευθύνσεις αλλά δεν παρατήρησε την παραμικρή κίνηση.
Ξαφνικά ένα γδούπος αντιλάλησε στους τοίχους της εκκλησίας. Γύρισε απότομα και βγήκε από το ιερό. Τον ήχο έκανε ένα παράθυρο που από τον αέρα άνοιγε και έκλεινε χτυπώντας. Έτρεξε και είδε έξω στην απότομη πλαγιά τρεις φιγούρες να κατεβαίνουν σβέλτα. Γρήγορα βγήκε έξω φωνάζοντας τους άλλους δύο στρατιώτες που στέκονταν στην μέση της πλατείας.
«Τι έγινε;», τον ρώτησε ο ένας αφού κινήθηκαν προς αυτόν.
«Κατεβαίνουν τον γκρεμό. Τρέξτε να τους προλάβετε».
Αμέσως οι δύο τους έτρεξαν, όχι προς την βραχώδη πλαγιά, αλλά προς το μονοπάτι από το οποίο είχανε ανέβει στο χωριό και περνούσε γύρω από την πλαγιά. Ο Μάρκους ήξερε ότι με τον ρυθμό που κινούνταν οι νεαροί δεν θα τους προλάβαιναν, έτσι κινήθηκε προς την πλαγιά και άρχιζε να την κατηφορίζει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε ανέβει σε τέτοια απόκρημνα βράχια στα μέρη του.
Όπως κατηφόριζε έμοιαζε με κυνηγό σε δάσος που περίμενε να εμφανιστεί το θήραμα ανάμεσα στα δέντρα. Οι βράχοι ήταν αρκετά μεγάλοι για να κρύψουν τους φυγάδες, οι οποίοι ήταν αρκετά μπροστά. Κάποια στιγμή είδε να ξεπροβάλει ένα κεφάλι ανάμεσα από δύο βράχους και σημαδεύοντας γρήγορα πυροβόλησε, όχι όμως με αρκετή ακρίβεια για να πετύχει τον στόχο του καθώς σκόνη πετάχτηκε από το σημείο όπου η σφαίρα προσέκρουσε. Με γρήγορο ρυθμό όπλισε πάλι το τουφέκι τραβώντας το μοχλό του κλείστρου. Λίγα μέτρα παρακάτω είδε άλλο ένα σώμα να εμφανίζεται για μια στιγμή ανάμεσα από δύο βράχους όμως δεν πυροβόλησε. Αντίθετα με όση φόρα είχε πηδούσε προσεκτικά από τον ένα βράχο στον άλλο.
Στο βάθος ακούστηκαν οι φωνές των άλλων δύο στρατιωτών, όμως πρέπει να ήταν ακόμα μακριά και η πλαγιά έφτανε στο τέλος της. Κοίταξε λίγο τι τον περιτριγύριζε καθώς έκανε μια μικρή παύση από το τρέξιμο. Το βλέμμα του εστίασε σε έναν αρκετά ψηλό βράχο με κλίση. Με μεγάλες δρασκελιές ανέβηκε μέχρι την κορυφή του απ’ όπου είχε καθαρό πεδίο κάτω. Αμέσως εντόπισε τριάντα μέτρα πιο μπροστά τις πλάτες των τριών φυγάδων. Ήταν αρκετά ικανοί να περνάνε την βραχώδη πλαγιά χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Χωρίς να χάσει λοιπόν χρόνο σήκωσε το τουφέκι και η άκρη της μεταλλικής ακίδας στο σκόπευτρο σημάδευσε απευθείας την πλάτη του ενός που βρισκόταν πιο πίσω από τους άλλους δύο. Πίεσε την σκανδάλη.
Την επόμενη στιγμή του εκκωφαντικού ήχου που διαπέρασε τα αυτιά του, η σφαίρα φάνηκε να βρήκε τον στόχο της, ρίχνοντας τον κάτω.
Ο Γερμανός γρήγορα κατέβηκε με προσοχή από το ψηλό σημείο και βιάστηκε να πάει προς αυτόν, έχοντας παρατεταμένο το όπλο πάνω του. Σε πολύ λίγο χρόνο βρισκόταν πάνω από έναν αγόρι, το πολύ είκοσι ετών που είχε ξαπλώσει στο έδαφος. Η σφαίρα τον είχε βρει στον αριστερό ώμο. Ο φόβος ήταν εμφανής τόσο στα μάτια του, όσο και στο τρέμουλο του σώματός του. Άρχισε να φωνάζει αλλά ο Μάρκους δεν ήξερε ελληνικά. Τότε, για μια στιγμή, ο νεαρός κοίταξε στα αριστερά του, προς κάτι βράχια, και αμέσως έτεινε το χέρι του προς την κατεύθυνση αυτή. Ο Γερμανός κοίταξε προς τα εκεί.
«Μάρκους, είσαι εντάξει; Τους έπιασες;», ρωτούσαν φωναχτά οι στρατιώτες καθώς πλησίαζαν.
Ο Λοχίας από την άλλη δεν ήξερε τι να κάνει. Ο νεαρός συνέχισε να φωνάζει και να δείχνει προς τον βράχο. Κοιτούσε αυτό που του έδειχνε, αλλά ένοιωθε ανήμπορος να αντιδράσει. Όταν είδε τους δύο στρατιώτες που ξεπροβάλανε από τα βράχια μπροστά του, δίχως να σκεφτεί καν, σημάδεψε το κεφάλι του νεαρού. Αυτός σήκωσε τα χέρια του θέλοντας να τον παρακαλέσει αλλά δεν πρόλαβε. Ο Λοχίας πίεσε την σκανδάλη και επόμενη στιγμή ο νεαρός είχε ξεψυχήσει.
«Τι έκανες;», φώναξε ο ένας στρατιώτης μόλις τον πλησίασε «οι εντολές μας ήταν να τον πιάσουμε ζωντανό».
«Ξέρω τι εντολές είχαμε. Τώρα γυρνάμε πίσω», είπε με σοβαρότητα.
Οι δύο στρατιώτες δεν φέρανε αντίρρηση. Μαζί με τους υπόλοιπους γυρίσανε στο χωράφι με την ελιά. Εκεί οι χωρικοί είχανε αναστατωθεί από τους πυροβολισμούς. Πολλοί άνδρες είχανε σηκωθεί και ζητούσανε φωνάζοντας να μάθουν τι έγινε. Ο αξιωματικός πλησίασε τον Λοχία.
«Γιατί όλοι αυτοί οι πυροβολισμοί;»
«Προσπάθησαν να το σκάσουν και αναγκαστήκαμε να ανοίξουμε πυρ».
Ο αξιωματικός δεν έδειξε να ανησυχεί τόσο για τον τρόπο που ο Μάρκους αντέδρασε, αλλά περισσότερο για τους κατοίκους του χωριού που είχαν αρχίσει να θορυβούνται.
«Μάζεψε τους στρατιώτες σου. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε άλλο διαταγές».
«Μάλιστα κύριε», υπάκουσε ο Μάρκους και άρχισε να φωνάζει τους στρατιώτες του να μαζευτούν μπροστά του.
Αρκετά χρόνια μετά…
Ο Κυρ Στέλιος βρισκόταν καθισμένος στο σαλόνι του σπιτιού του στο χωριό ακούγοντας ραδιόφωνο, όταν είδε τον εγγονό του να μπαίνει μέσα. Το αγόρι ήτανε γύρο στα δεκατέσσερα.
«Τι έκπληξη!», φώναξε ο παππούς καθώς το αγόρι έκατσε στην καρέκλα απέναντί του. «τι σε φέρνει σήμερα;»
«Αύριο δεν έχω σχολείο και η μαμά με έφερε να μείνω εδώ».
Εκείνη την στιγμή την εμφάνισή της από την πόρτα έκανε μια γυναίκα. Κανείς δεν θα μπορούσε να μην προσέξει την ομοιότητα στα χαρακτηριστικά του Κυρ Στέλιου και εκείνης.
«Τι κάνεις πατέρα; Φαντάζομαι ότι ο μικρός στα πρόλαβε».
«Ήταν το πρώτο πράγμα που είπε όταν μπήκε».
«Έχεις κανένα θέμα να μείνει;»
«Μην σε ξανακούσω να το λες αυτό. Πάντα έχω χρόνο για το παιδί του παιδιού μου. Τι μου έμεινε άλλο εξάλλου στα γεράματα; Εσύ θα μείνεις τουλάχιστον για λίγο να φάμε;»
«Δεν μπορώ πατέρα, έχω να ετοιμάσω μια δουλειά για αύριο».
«Σε τρώει η δουλειά παιδί μου. Ένα μήνα είχα να σε δω τώρα».
«Όπως και συ, έτσι, έτσι και εγώ τώρα παλεύω για το ψωμί μου».
Ο κυρ Στέλιος δεν είπε τίποτα άλλο σχετικά με τι θέμα αυτό. Αντίθετα έστρεψε την προσοχή του στον εγγονό του.
«Εμείς οι δύο θα περάσουμε καλά εδώ»
«Βασικά παππού η καθηγήτρια μας έχει δώσει πολλές εργασίες».
«Εγώ παιδί μου ξέρεις πως δεν πρόλαβα πολλά από τα γράμματα. Όταν πήγα δημοτικό ήρθαν οι Γερμανοί και γκρέμισαν τα σχολεία μας. Αλλά και να θέλαμε να μάθουμε γράμματα με άλλο τρόπο δεν μπορούσαμε γιατί η πείνα μας θέριζε».
«Για τον πόλεμο είναι η δικιά μου εργασία. Μπορείς να μου πεις όσα θυμάσαι;».
«Ήμουν μικρός, πιο μικρός από σένα τότε. Δεν θυμάμαι πολλά, αλλά ότι μπορώ θα σου το πω».
«Εγώ να πηγαίνω», είπε η κόρη του Κυρ Στέλιου. «θα έρθω πάλι αύριο το απόγευμα. Να περνάτε καλά».
Ο Στέλιος και ο εγγονός του την χαιρέτησαν και έκατσαν να συζητήσουν. Μετά ο παππούς πήγε στην κουζίνα και ετοίμασε μία ομελέτα με αυγά που είχε μαζέψει το ίδιο πρωί από το κοτέτσι στην αυλή του, τυρί, ελιές και λίγο ζαμπόν. Αφού φάγανε ο εγγονός του τον παρακάλεσε ξανά να τον βοηθήσει όπως μπορούσε με την εργασία. Του έδειχνε διάφορα βιβλία που είχε δανειστεί από την βιβλιοθήκη, ενώ συγχρόνως τον άκουγε καθώς εξιστορούσε σκόρπια πράγματα που του έρχονταν από τον καιρό εκείνο.
«Και τέλος αυτό το λεύκωμα με φωτογραφίες εποχής που μου έδωσε η καθηγήτρια», είπε ο εγγονός δείχνοντας το βιβλίο.
«Για να το δω», ζήτησε ο παππούς, καθώς ένα βιβλίο με εικόνες έμοιαζε πιο προσιτό σε αυτόν και πιο ευχάριστο. Άλλαζε τις σελίδες αργά χαζεύοντας όλες εκείνες τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Ξαφνικά είδε κάτι που του έκοψε την αναπνοή. Ήταν μία εικόνα που δεν ήξερε αν υπήρχε και που θα ήλπιζε να μην είχε τραβηχτεί ποτέ.
«Παππού, είσαι καλά;», τον ρώτησε το παιδί βλέποντας τον κυρ Στέλιο να έχει σαστίσει και να βαριανασαίνει.
«Μου ήρθε μια ζάλη. Πάω λίγο να ξαπλώσω. Γράψε εσύ ότι χρειάζεται και θα έρθω σε λίγο».
Ο κυρ Στέλιος άφησε τον ανήσυχο εγγονό του, όμως πραγματικά ζαλιζόταν.
Έτσι πήγε στο κρεβάτι του και ξάπλωσε. Άφησε μερικές βαθιές ανάσες αναστενάζοντας και έκλεισε να μάτια του. παρόλα αυτά έβλεπε ακόμα ξεκάθαρα.
Τότε ήταν αρκετά μικρός για να κρυφτεί στον στάβλο ανάμεσα στα άχυρα μαζί με την μικρή του αδελφή. Ήταν δέκα και η αδελφή του εφτά. Οι γονείς τους είχανε δει τους στρατιώτες να έρχονται από μακριά και πρόλαβαν να τους κρύψουν. Τους είχανε πει να μην φύγουν από την κρυψώνα ότι και αν γίνει. Πέρασαν έτσι ώρες και η αγωνία στην καρδιά του γινόταν αφόρητη.
«Στέλιο, να πάμε να δούμε τι κάνει ο μπαμπάς και η μαμά;»
«Όχι Μαρία. Είπανε να μείνουμε εδώ».
«Μα θέλω να δω την μαμά», είπε λίγο δυνατότερα από πριν.
«Κάνε ησυχία. Θα μας ακούσουν», την μάλωσε. Η αλήθεια ήταν όμως ότι και αυτός δεν άντεχε άλλο, έτσι ένα τέταρτο μετά οι δύο τους προσεκτικά πήγαν στην είσοδο του μικρού στάβλου. Κοίταξαν γύρω αλλά δεν είδαν κανένα. Τότε ο Στέλιος έκανε νόημα της αδελφής του να περιμένει. Εκείνος μόνος του πήγε αθόρυβα στο σπίτι. έφτασε στην πόρτα και αφού βεβαιώθηκε ότι κανένας δεν ήταν εκεί μπήκε μέσα. Το αίμα του πάγωσε όταν άκουσε κάτι γυάλινο να σπάει από το δίπλα δωμάτιο. Πήγε να φύγει, είδε όμως να ξεπροβάλει ένα γνωστό πρόσωπο. Ήταν ο Μανόλης, ο γιος ενός μεθύστακα, ο οποίος είχε κληρονομήσει το πάθος του πατέρα του.
«Μη φοβάσαι», του είπε ο νεαρός.
«Που είναι οι άλλοι;», τον ρώτησε το παιδί.
«Ήρθαν οι Γερμανοί και τους πήραν όλους. Εγώ όμως φρόντισα να κρυφτώ».
«Γιατί είσαι στο σπίτι μας;», ξαναρώτησε το παιδί.
«Ήθελα να δανειστώ ένα μπουκάλι κρασί».
Το παιδί άκουσε ότι είχε να του πει και ξεκίνησε να φύγει. Ο Μανόλης πρόλαβε να το πιάσει από τον ώμο.
«Που πας;»
«Η αδελφή μου είναι στον στάβλο. Πάω να την πάρω να δούμε που τους έχουν πάει».
Ο Μανόλης γέλασε.
«Οι στρατιώτες θα ξαναρθούν. Πάμε να φύγουμε πριν πιάσουν και εμάς».
«Δεν μπορώ να αφήσω έτσι τους γονείς μου», διαμαρτυρήθηκε το παιδί και προσπάθησε να φύγει μακριά του.
«Καλά, μην κάνεις έτσι. Θα πάμε μαζί».
Σε αυτό το σημείο η μνήμη χανόταν. Θυμόταν το παράθυρο του σπιτιού στην άκρη του χωριού, τους χωρικούς μαζεμένους στην αρχαία ελιά και έναν στρατιώτη να τείνει το χέρι του προς αυτούς και να φωνάζει. Την φυγή τους μέσα από τους δρόμους του χωριού. Το μισοσκόταδο της εκκλησίας. Εκεί όλα πάλι γίνονταν ξεκάθαρα.
«Ας κρυφτούμε στο ιερό. Δεν νομίζω ότι θα μας κυνηγήσουν εδώ μέσα», είπε ο Μανόλης κλείνοντας πίσω του την δίφυλλη πόρτα.
«Εγώ λέω να κατέβουμε από την πλαγιά», του είπε ο Στέλιος και αμέσως άνοιξε το παράθυρο.
«Είσαι τρελός;», φώναξε ο Μανόλης. «Θα μας δούνε να κατεβαίνουμε».
«Θα έρθεις ή θα μείνεις εδώ;», είπε το αγόρι κοιτώντας τον αποφασιστικά, ενώ η Μαρία ήδη έβγαινε έξω.
Λίγο αργότερα οι τρεις τους κατεβαίνανε τον λόφο με σβέλτα βήματα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που δοκίμαζαν κάτι τέτοιο. Πολλές φορές είχανε δοκιμάσει την υπομονή των γονιών τους κάνοντας μία τέτοια κατάβαση. Οι πέτρες ήταν μυτερές και απόκρημνες, όμως η θέλησή τους να ξεφύγουν ξεπερνούσε την δύναμη του πόνου από την πληγές στα πόδια και τα χέρια.
Για μια στιγμή σταμάτησαν όταν άκουσαν φωνές στα γερμανικά. Κατάλαβαν ότι τους κυνηγούσαν και ο ρυθμός που κατέβαιναν έγινε πιο γρήγορος. Αν πιο πριν πονούσαν, εκείνη την στιγμή δεν νιώθανε τίποτα πέρα από φόβο.
Ένας πυροβολισμός ακούστηκε και ο Στέλιος ένιωσε την σκόνη από το χτύπημα της σφαίρας πάνω στην πέτρα. Μετά από λίγο είδε ότι το τέλος της πλαγιάς πλησίαζε και άρχιζε ένα δασάκι με δέντρα στο οποίο μπορούσαν να χαθούν.
Άλλος ένας πυροβολισμός ακούστηκε και αμέσως ο Μανόλης βρέθηκε πεσμένος στο έδαφος. Ο Στέλιος πανικόβλητος πάγωσε, ανήμπορος να προχωρήσει. Φοβόταν ότι θα τους έβρισκε κάποια σφαίρα. Τότε στα αριστερά τους είδε ένα βαθύ και στενό βαθούλωμα που έκανε ο βράχος. Έσπρωξε την Μαρία να μπει μέσα και ίσα που πρόλαβε να μπει και αυτός όταν ο στρατιώτης που τους κυνηγούσε έφτασε. Ο Γερμανός έστρεψε το όπλο του προς τον Μανόλη αλλά εκείνος απελπισμένος και πιστεύοντας σε μια στιγμή τρέλας ότι θα έσωζε την ζωή του με κάποιο τρόπο έτεινε το χέρι του προς το βαθούλωμα που ήταν τα παιδιά.
«Να τα! Πάρε τα αλλά άφησέ με, σε παρακαλώ!», φώναξε στον Γερμανό.
Τότε τα παιδιά είδαν έντρομα το βλέμμα του στρατιώτη να πέφτει πάνω τους.
Ενώ όμως περίμεναν ότι θα έστρεφε το όπλο του εναντίον τους συνέχισε να τα κοιτάει. Η ματιά του δεν ήταν εχθρική, αλλά μάλλον έδειχνε έναν μπερδεμένο άνθρωπο. Τότε άκουσαν και άλλους στρατιώτες να πλησιάζουν. Ο Μανόλης ξαναπαρακάλεσε τον Γερμανό.
«Πάρ’ τα και άσε με! Σε παρακαλώ! δεν έχω κάνει τίποτα σε κανέναν! Άσε με και πάρε τα!»
Δεν πρόλαβε να πει άλλα καθώς ο Γερμανός τον πυροβόλησε. Τα δύο αδέλφια ένιωσαν τον φόβο να τους τρυπάει την καρδιά και φρίκη, στο θέαμα του άψυχου βλέμματος του νέου.
Λίγη ώρα μετά οι στρατιώτες είχανε φύγει. Τα παιδιά αποφασίσανε, δειλά να βγούνε από την κρυψώνα τους. Δεν πίστευαν πως ένας χωριανός τους θα έκανε κάτι τέτοιο. Το κορίτσι συνέχισε να κλαίει χωρίς να μπορεί να σταματήσει. Το αγόρι έσκυψε μπροστά της.
«Σταμάτα να κλαις. Δεν πρέπει».
Το κορίτσι δεν μπορούσε να σταματήσει, αλλά ούτε και να μιλήσει. Δεν της είπε τίποτε άλλο. Την πήρε από το χέρι και μπήκαν στο δασάκι. Περπάτησαν αρκετή ώρα ανάμεσα στα δέντρα, αλλά προσεκτικά σε περίπτωση που βρισκόταν εκεί κάποιος στρατιώτης. Περάσανε δύο χωράφια με λιόφυτα και βρεθήκανε σε ένα αμπέλι, το οποίο βρισκόταν αρκετά μακριά από την ελιά κάτω από την οποία είχανε μαζευτεί οι κάτοικοι του χωριού. Από εκεί κοιτούσανε τις κινήσεις των στρατιωτών, οι οποίοι στέκονταν σε μία σειρά με τα όπλα στο χέρι. Από την άλλη οι χωρικοί ήτανε ανήσυχοι. Άλλοι ζητούσαν να μάθουν τι θα τους κάνανε, ενώ άλλοι απαιτούσαν να φύγουν τα παιδιά και οι γυναίκες τους. Ανάμεσα στο πλήθος είδαν και τους γονείς τους. Ο πατέρας τους ήταν καθισμένος στο χώμα και στην αγκαλιά του είχε την μητέρα τους.
Λίγο πιο πέρα ένας στρατιώτης πλησίασε έναν άλλο, ο οποίος δεν κρατούσε όπλο, αλλά κάμερα. Αφού εκείνος άκουσε αυτά που του είπε έριξε μια ματιά στον χώρο. Μόλις το βλέμμα του σταμάτησε κάπου, έτρεξε προς τα εκεί με την κάμερα έτοιμη.
Σε λίγο ακούστηκε δυνατά η φωνή του αξιωματικού. Οι παρατεταγμένοι στρατιώτες απότομα σήκωσαν τα όπλα τους και τα έστρεψαν στους χωρικούς. Όλοι σώπασαν και αμίλητοι τους κοίταξαν. Ο Γερμανός αξιωματικός έδωσε την εντολή.
Πυροβολισμοί άρχισαν να ακούγονται και ο Στέλιος ίσα που πρόλαβε να κλείσει με το χέρι του το στόμα και τα μάτια της αδελφή του, πνίγοντας την επερχόμενη κραυγή.
Μία λάμψη, μία στιγμή και όλα τα είχε αποθανατίσει ο φακός. Το έγκλημα είχε γίνει και μαζί η απόδειξη ότι έγινε.
¤
Ένα διήγημα της συλλογής "Έγκλημα στο χωρίο" του Β Διαγωνισμού Διηγήματος "Στέλιος Ξεφλούδας". Πληροφορίες για τη συλλογή και περισσότερα διηγήματα θα βρείτε εδώ