Της Ελένης Χριστοφοράτου
ΧΛΟΜΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ. ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΗΣ ΧΑΡΑΓΜΕΝΟ απ' τα ραγίσματα του γυαλιού. Καλά που δεν είχε σπάσει ολόκληρος. Θα 'χε φορτωθεί εφτά χρόνια γρουσουζιά. Αλλά και τα δυο ραγίσματα, κακό σημάδι...
Χώνει τα χέρια στο νεσεσέρ. Της το 'φερε η ξαδέλφη από την πόλη. Στο χωριό, καλλυντικά ούτε για δείγμα. Την παρακάλεσε συνωμοτικά να της τα προμηθεύσει και βιάστηκε να τα καταχωνιάσει κάτω απ' το στρώμα. Μην τα 'παιρνε είδηση καμιά γειτόνισσα κι άρχιζε το κουτσομπολιό. Τις άκουγε πώς «έλουζαν» την ξαδέλφη που 'ρχότανε να την επισκεφτεί μέσα στα λούσα: «Εξώλης και προώλης. Γύναιο»! Περνούσε με τις ψηλές της γόβες και φτύναν στο πέρασμά της.
Περισσότερο φοβόταν τη Φρόσω, τη μεγαλύτερη φαρμακόγλωσσα του χωριού. Άνοιγε το στόμα της κι όποιον πάρει ο Χάρος. Της φορτωνόταν σχεδόν καθημερινά κουβαλώντας με κόπο τα παραπανίσια κιλά της. Της χτύπαγε την πόρτα, για την ακρίβεια τη βρόνταγε, και προφασιζόταν πως χρειαζόταν κάτι, πότε καφέ, πότε ζάχαρη, πότε αλάτι. Παραμύθια της Χαλιμάς για να εισβάλει στο σπίτι της. Βόλευε όπως - όπως τον όγκο της σε μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα κι άρχιζε τον οχετό.
-Που λες, κόρη μου, εκείνη η Μπέμπα..., όνομα να σου πετύχει για εβδομηντάρα γυναίκα! Είναι σοβαρά πράγματα αυτά; Την εφωνάζανε, λέει, έτσι μικρή και της έμεινε. Εγώ όμως ξέρω ποιοι της το κολλήσανε το μπέμπα. Οι εραστές, μάτια μου. Οι εραστές! Το κέρατο του μακαρίτη πήγαινε σύννεφο. Περίγελος είχε γίνει ο δυστυχής. Να δεις που απ' αυτό πήγε. Τι εγκεφαλικά και κουραφέξαλα; Δε βάσταξε τη ντροπή. Τέλος πάντων, για ένα κούτελο ζούμε. Άμα βρομίσει, φασκελοκουκούλωστα! Τυχερή η σκρόφα. Να 'τανε άλλος; Θα 'παιρνε το δίκαννο και θα τη φύτευε στο χώμα!
Τα λόγια ξεβράζονταν στο φτωχικό δωμάτιο, στην ατμόσφαιρα πλανιόταν μια αίσθηση δυσωδίας. Εκείνη άκουγε χωρίς να προσέχει, πότε - πότε κουνούσε το κεφάλι καταφατικά μην προδοθεί για την αφηρημάδα και τιναζόταν όταν απρόσμενα ο μονόλογος την αφορούσε.
-... αλλά κι εσύ, βρε πουλάκι μου, δεν κάνεις καλά. Με το συμπάθιο δηλαδή, εγώ έχω να το λέω τι κοπέλα είσαι, με αρχές, με ήθος, ζωή να 'χεις, όμως αυτή η ξαδέλφη σου... Ε, το βρίσκεις σωστό να 'ρχεται εδώ πέρα με τέτοιο ντύσιμο; Αμ, το βάψιμο; Έτσι βάφονται οι καλντεριμιτζούδες, Θε μου και συγχώρα με! Να μου πεις, συγγένισσά σου είναι και το αίμα νερό δε γίνεται, μα είσαι κορίτσι της παντρειάς. Τι θα πει ο άντρας που θα σε πάρει όταν τη δει; Ξέρεις τι έπαθε η ανεψιά μιας γνωστής μου απ' τη Σαλονίκη;
Και η λασπολογία στρεφόταν ευτυχώς αλλού κι εκείνη ανάσαινε με ανακούφιση και σκεφτόταν μην ξεχάσει να λιβανίσει αργότερα ν' αποδιώξει την αρνητική ενέργεια της Φρόσως. Τι θα 'λεγε αν ήξερε τι έκρυβε κάτω απ' το στρώμα; Την ξεπροβόδιζε με κάποια βιάση ενοχική, η χοντρή το αντιλαμβανόταν, δεν ξεγελιόταν εύκολα. Τα ρουθούνια της ανοιγόκλειναν σαν να οσμίζονται λαυράκι.
-Πολύ νευρική σε βρίσκω σήμερα. Τι τρέχει;
Κάθε μέρα νευρική την έβρισκε, πάσχιζε να ξετρυπώσει λαγό. Κοριτσόπουλο άμαθο ήταν, όλο και κάποιο μυστικό θα της εμπιστευόταν. Ψόφαγε για κάτι τέτοια η χοντρή. Θα της ορκιζόταν πως θα το πάρει στον τάφο και θα το 'κανε βούκινο.
Αλλά εκείνη έσπευδε να την καθησυχάσει, όλα καλά. Αν τη στενοχώρεσε ο πατέρας; Όσο να 'ναι... Όταν πίνει, δεν ξέρει τι κάνει.
-Πάντως, άμα θες, έφτιαξα ένα μαντζούνι άλλο πράγμα! της είπε μια μέρα.
Ηρεμεί τα νεύρα των φωνακλάδων. Του το χύνεις στο νερό ή στον καφέ και τον κάνεις αρνάκι. Όσο για το οικονομικό, μη σε νοιάζει. Θα τα βρούμε!
Πρόσεξε πως τα μάτια της έκαιγαν σαν πυρωμένα κάρβουνα κι έβγαλε «διάγνωση».
-Α, πα, πα! Πώς δεν το 'δα νωρίτερα; Καλέ, σ' έχουνε ματιάσει. Φως φανάρι. Ποια να 'ναι; Αυτή η σουσουράδα η Μερόπη ή η Πίτσα, η οχιά; Καλό κουμάσι και του λόγου της, την έχω δει πώς σε λοξοκοιτάει, κακό χρόνο να 'χει! Αχ, κοπέλα μου, δεν ειν' όλοι καλόκαρδοι σαν και μένα! Μα μη σε νοιάζει, θα φωνάξω την κυρά-Νίτσα που λογάει από βασκανίες. Σ' ένα τέταρτο θα 'σαι περδίκι.
Εκείνη τη σταμάτησε. Αυτό της έλειπε, να της κουβαλήσει κείνη τη γριά μάγισσα που πιο πολύ φτύνει παρά μιλάει, τάχα μου για να εξαγνίσει το κακό. Η Φρόσω επέμενε, είχε κιόλας βγει στο δρόμο και τη φώναζε. Σκέφτηκε ν' αρπάξει το κουζινομάχαιρο και να της κόψει σύρριζα τη γλώσσα. Η χοντρή θα γκρεμιζόταν ανάσκελα με τους βολβούς των ματιών ανάποδα μες στο ασπράδι. Το στόμα της θα 'χασκε διάπλατα μ' ένα δόντι ετοιμόρροπο στην άνω γνάθο... Περιορίστηκε στο αράδιασμα δικαιολογιών. Μα όχι, κανένα μάτιασμα, μόνο κούραση, την ξενύχτισε πάλι χθες ο πατέρας με τις φωνές του. Θα ξαπλώσει τώρα να ξαποστάσει. Δέχτηκε τις ευχές της για κουράγιο και υπομονή κλείνοντάς της επιτέλους την πόρτα.
Να μείνει μόνη, να σκεφτεί... Και τον σκέφτηκε, έτσι όπως έσκυβε στα χωράφια με το ξεκούμπωτο πουκάμισο και το σταυρό στο ιδρωμένο στέρνο. Η αντρίκια του αύρα τη μεθά, τρέχει στην εκκλησιά και κάνει μετάνοιες μπρος στην εικόνα της Παναγίας. Η μύτη της αγγίζει το δάπεδο, η μέση της βογγά απ’ το καμπούριασμα. Δεν είναι τούτη στάση για τα ορθοπεδικά της. Πάντως εξομολόγηση δεν τολμά. Ο παπά-Λάμπρος είναι μέθυσος, δε θέλει πολύ να του φύγει καμιά κουβέντα. Την ανταμώνει στα στενοσόκακα και την καλημερίζει. Η ανάσα του ζέχνει, τίγκα στο αλκοόλ.
Μέθυσος, μα τουλάχιστον καλοκάγαθος, με το μακάριο Καλημέρα, τέκνον μου στα λεπτά, σχεδόν ανύπαρκτα χείλη, όχι σαν τον πατέρα, που σερνότανε στα καπηλειά μέχρι το χάραμα κι ύστερα μαζευότανε τρεκλίζοντας στο σπίτι. Ούρλιαζε αναποδογυρίζοντας τις καρέκλες. Μωρή, φαΐ! Μια φορά δεν την είχε φωνάξει με τ’ όνομά της. Δεν πρέπει να το θυμότανε πια, ήταν σίγουρη. Γινόταν χίλια κομμάτια να τον περιποιηθεί, όχι από αγάπη, αυτή είχε στραγγαλιστεί προ πολλού. Τα πιάτα χόρευαν στα τρεμάμενα χέρια, το πιρούνι έτριζε έτοιμο να εκσφενδονιστεί. Τον περίμενε ζαρωμένη σε μια γωνιά να τελειώσει και ν’ αποκοιμηθεί με τη μούρη μπρούμυτα μες στα αποφάγια. Το ροχαλητό του ηχούσε σαν τρακτέρ που αγκομαχούσε να πάρει μπρος. Είχε μάθει κουτσά στραβά να τον κουμαντάρει, μα κείνη την αποφράδα μέρα, τα ’χασε ολότελα, το μυαλό της μπλόκαρε σαν ρολόι με νεκρωμένους δείκτες, έτρεξε στην είσοδο της πόρτας έτοιμη να πεταχτεί στο δρόμο αν δοκίμαζε να την αγγίξει. Είχε γυρίσει απ’ το μανάβικο και τον βρήκε να κρατάει το νεσεσέρ. Το σοκ τη χτύπησε σαν σύρμα ηλεκτροφόρο, άφησε τις σακούλες να πέσουν κάτω, τ' αχλάδια κύλισαν δεξιά κι αριστερά. Τι είν’ αυτά, μωρή; Πέταξε πάνω της το τσαντάκι που άδειασε στον αέρα τα σωθικά του. Ποιος σου τα ’δωσε; Εκείνη η βρωμιάρα; Αν είχε το θάρρος, θα του ’λεγε πως αυτή η βρωμιάρα είχε όνομα κι ήταν η κόρη του αδελφού του, όπως κι εκείνη είχε όνομα, Μαργαρίτα, ανοιξιάτικο και δροσερό σαν το λουλούδι του κάμπου, η μητέρα τής το ’δωσε, όσο ζούσε η μητέρα ήταν αλλιώς. Γράπωσε το χερούλι της πόρτας, να προλάβει να φύγει, να εξαφανιστεί, μην την αρπάξει και την πνίξει. Πουτάνα θα γίνεις, μωρή; Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, το άσχημο μούτρο του είχε γίνει μελιτζανί, τα μηνίγγια δονούνταν από μια ατίθαση φλέβα που τα κλωτσούσε. Έπιασε το λαιμό του. Ένας ήχος πνιχτός βγήκε απ’ το λαρύγγι, τα μάτια γούρλωσαν κι έμειναν ακίνητα. Την είχε σώσει το έμφραγμα σαν από μηχανής θεός. Δεν έσκυψε από πάνω του, μονάχα μάζεψε ευλαβικά τα καλλυντικά και τα τοποθέτησε στο νεσεσέρ. Έπρεπε να τους είχε βρει καλύτερη κρυψώνα, από τώρα και στο εξής θα προσέχει περισσότερο…
Στην κηδεία του ήρθανε όλοι, πιστοί «φίλοι» και «συμπαραστάτες». Η Φρόσω πρώτη και καλύτερη, μόνο λόγο που δεν έβγαλε. Εκείνη απέμεινε να κοιτάζει στωικά τους χωριανούς να τη ζυγώνουν για να τη συλλυπηθούν. Ο ένας μετά τον άλλο τής έσφιγγαν το χέρι, την παρηγορούσαν, εξυμνούσαν τον πατέρα. Πάλι καλά που πέθανε, ν' ακουστεί και κάτι καλό για δαύτον. Δεν τους πρόσεχε, το μυαλό της ταξίδευε αλλού, πάνω απ' τα μνήματα και τις μαύρες φιγούρες, στη μέρα που 'βραζε μες στο λιοπύρι και βάδιζε στους αγρούς. Μαλλιά κολλημένα στο σβέρκο, πιασμένα πρόχειρα μ' ένα κοντό λαστιχάκι. Βιαζόταν να γυρίσει σπίτι να κάνει ένα μπάνιο να ξεθυμάνει την κάψα, όταν τον είδε να σκάβει. Ο ήλιος έγλειφε τα μυώδη του μπράτσα, το μπρούτζινο χρώμα τους σπάρθηκε στο χρυσό. Ένας θεός λυγερός που ξεπήδησε απ' της μυθολογίας τα κιτάπια.
Χώθηκε πίσω από ένα θάμνο καθώς μια άλλη δίψα αξεθύμαστη διαδέχτηκε τη δίψα του νερού. Τον κοίταζε τόσο επίμονα, που τα μάτια της στέγνωσαν σαν να στέρεψε διαμιάς όλη τους η υγράδα. Κι ένιωσε πάλι τη γλύκα της αμαρτίας να την κουρσεύει ολάκερη και τα μάγουλά της να βάφονται στην πορφύρα της δύσης. Τότε ήταν που άκουσε για πρώτη φορά το τραγούδι του σπίνου να της χαϊδεύει τ' αυτιά. Αλλά δεν μπορούσε ακόμα να το μεταφράσει, νανουρίστηκε μοναχά στους ήχους του...
Το σούρουπο, επισκέφτηκε το γερο-Στρατή, έναν ξερακιανό κοσμοκαλόγερο που τρεφόταν με παξιμάδια. Ήξερε, λέγανε, την άγνωστη γλώσσα των πτηνών και τον είχανε δει πάμπολλες φορές να μιλά μαζί τους. Τον βρήκε να προσεύχεται γονυκλινής με τα χέρια σταυρωμένα κάτω απ' το πηγούνι. Του μίλησε, μα απάντηση δεν πήρε. Για κανένα λόγο δεν θα διέκοπτε την προσευχή, ακόμα και σεισμός να γινόταν. Στάθηκε στο κατώφλι, μέσα να μπει δίχως την άδειά του δεν το τολμούσε, τον περίμενε υπομονετικά να τελειώσει. Ένα χλομό κερί πάλευε να φωτίσει το σκοτεινό δωμάτιο, οι θλιβερές του ανταύγειες έτρεμαν στο ρικνωμένο πρόσωπο του προσευχόμενου. Η ώρα περνούσε κι ο γέρος δεν έλεγε να κουνηθεί. Κάποτε, σήκωσε το κεφάλι, έλυσε τα χέρια κι έκανε το σταυρό του.
-Καλησπέρα, βλογημένη, είπε χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. Κόπιασε.
Δρασκέλισε την είσοδο της παράγκας. Είχε προετοιμάσει τι θα του πει, απ' την αρχή ίσαμε το τέλος. Όμως κάτι πάνω του, ίσως το δέος που της προκαλούσε, της έδεσε τη γλώσσα κόμπο. Τελικά μίλησε τραυλίζοντας, του 'πε πως της φάνηκε ότι άκουσε σπίνο να τραγουδά σε στίχους άγνωστους στην ανθρώπινη λαλιά και πως ένιωσε σαν το άσμα να την αφορούσε. Μην τη ρωτήσει από πού πηγάζει αυτή η εντύπωση, δεν ξέρει. Απλά, ένστικτο... Ο γέρος την άκουσε με ιδιάζουσα προσοχή και επιβεβαίωσε τα λεγόμενά της. Αν πίστευε πως το άσμα ψαλλόταν για κείνη, έτσι ήταν, η διαίσθηση δεν ξεγελά σε τέτοιες περιπτώσεις. Τα πτηνά είναι πομποί οιωνών και στέλνουν στους ανθρώπους τα μηνύματά τους. Πότε θα μετέφραζε το μήνυμα; Μα φυσικά όταν θα 'ταν έτοιμη. Η ίδια και κανείς άλλος. Αυτά τής είπε κι ύστερα πέτρωσε σαν Ινδιάνος και δε ματάνοιξε το στόμα. Έφυγε προβληματισμένη. Ήλπιζε να της πρότεινε βοήθεια, να 'χε το νου του κι άμα ακούσει το πουλί, να της πει τι της μήνυε, αλλά ο γέρος ήταν απόλυτος. Μονάχα ο δέκτης του μηνύματος μπορεί να το ερμηνεύσει.
Το ίδιο βράδυ είδε ένα περίεργο όνειρο. Τον εαυτό της τεμαχισμένο, με μια διαχωριστική γραμμή στο κέντρο του σώματος, που ξεκινούσε απ' την κορυφή του κεφαλιού και κατέληγε στο τρίγωνο της ήβης. Δυο μορφές λειψές, μ' ένα πόδι κι ένα μάτι η καθεμιά, τα χέρια ήταν δυσδιάκριτα. Το πόδι τής μιας στραβοκάνικο, βάδιζε χωλά λυγίζοντας προς τα μέσα. Η κνήμη του έτριζε. Το μάτι της άδειο και ξέθωρο. Το πόδι τής άλλης στητό και νευρώδες. Περπατούσε σταθερά, με επίγνωση του μαγνητισμού του, σαν να 'χε μαθητεύσει στην ηδονή. Το μάτι της βαθύ και προκλητικό, μέσα στην κόρη του καθρεφτιζόταν ο Πάνας με υψωμένο φαλλό. Ο τραγοπόδαρος θεός τής έγνεψε μ' ένα χαμόγελο σαρδόνιο. Ξύπνησε ταραγμένη…
Κλειδαμπάρωνε πόρτες και παράθυρα και πασαλειβόταν. Απόψε όμως δεν το κάνει μόνο από διάθεση καλλωπισμού. Πρέπει να κρύψει την κιτρινίλα που της έχει λεκιάσει τα μάγουλα κι εκείνο το χρώμα που μελανιάζει τα χείλη. Καλά που σήμερα δεν ήρθε η Φρόσω, δε θ' άντεχε τέτοια επίσκεψη. Βουτά το σφουγγαράκι στο ρουζ με μανία. Τα χέρια της τρέμουν. Το απλώνει με πίεση στα μήλα του προσώπου, τρεις και τέσσερις στρώσεις απανωτά. Ένα σπυρί στο αριστερό μάγουλο. Του βάζει μέικ-απ κι από πάνω πούδρα. Τώρα φαίνεται λιγότερο, μια ξεθωριασμένη κουκκίδα.
Κοιτά με απέχθεια την ξεφτισμένη φούστα που γλείφει τους αστραγάλους, τη λιγδιασμένη ποδιά, τα κακόγουστα τσόκαρα.
-Να χαρείς, ξαδέλφη, φέρε μου και κανένα ρουχαλάκι της προκοπής. Όχι τίποτα από κείνα τα μίνια, προς Θεού! Να ’χει μπόλικο ύφασμα. Μονάχα να ’ναι ανοιχτόχρωμο. Μπούχτισα το γκρι! Α! και κάνα παπουτσάκι δίχως τακούνι. Τριανταοκτώ φοράω.
Το υπέροχο κόκκινο φόρεμα που μαραζώνει στον πάτο του μπαούλου αγκαλιά με τις γόβες. Απόψε θα τα φορέσει, τέρμα οι αναστολές! Αν τα 'χε βάλει νωρίτερα, εκείνος αυτή θα διάλεγε, δε θα κυλιότανε στο στάβλο μ' αυτή την τσούλα. Μια τουρίστρια που κανείς δεν ήξερε πούθε κρατούσε η σκούφια της, μια παρείσακτη που ’ρθε να της αρπάξει τ’ όνειρο μέσα απ’ τη χούφτα. Τα είχε δει όλα τυχαία. Το άγριο ρίξιμο στο σανό, τα λάγνα φιλιά του στο λαιμό και τη σχισμή των μαστών της.
Την είδε. Πρόβαλε ξαφνικά μέσα απ' την τρίφυλλη ντουλάπα με τη θεόκοντη φούστα και το μπλουζάκι που σταματούσε στον αφαλό. Κι όμως, την είχε σπρώξει στο γκρεμό με τα ίδια της τα χέρια, είχε ακούσει το σβέρκο της να τσακίζει στα βράχια.
Μπορεί να ’ταν κι η ιδέα της. Το μέτωπό της ζεματά. Σωριάζεται σ’ ένα σκαμνί κι αρχίζει να δαγκώνει τους κόμπους των δαχτύλων. Ύστερα χώνει τα χέρια σφιχτά ανάμεσα στα γόνατα και κουνά το σώμα μπρος πίσω. Κίνηση μονότονη, αυτιστική. Όχι, δε θα τη νικήσει ένα φάντασμα που σέρνεται σαν σιχαμένη σκιά. Τινάζεται απάνω, ξεκλειδώνει το μπαούλο και βουτάει το φόρεμα. Φτάνει πια μ’ αυτά τα κουρέλια που 'χουνε γίνει ένα με το πετσί της. Τα σχίζει και τα πετάει στο τζάκι. Οι κοιμισμένες φλόγες ζωντανεύουν απότομα, καταπίνουν ακόρεστα την καινούρια τροφή. Δε μένει γυμνή, παρά λίγα δευτερόλεπτα. Δε ρισκάρει να δει τις ατέλειες στο δέρμα και την αρχόμενη κυτταρίτιδα στους γοφούς. Περνά το φόρεμα από πάνω της βιαστικά, να σκεπαστεί, να κρυφτεί κάτω από την υφασμάτινη ομορφιά. Είναι κάπως στενό, την κόβει στις μασχάλες. Το στήθος της φουσκώνει μέσα απ’ το βαθύ ντεκολτέ, μια δόνηση τη διαπερνά ως τα γόνατα και τις γάμπες. Αυτιά τρυπημένα. Τα ’χει τρυπήσει με μια καρφίτσα λερώνοντας με αίμα τα ακροδάχτυλα. Έχει ήδη παραγγείλει στην ξαδέλφη σκουλαρίκια, κρεμαστά φο, χρώμα και σχήμα ό, τι να ’ναι, δεν κολλάει σ’ αυτά. Το τρύπημα τής είχε φέρει λιγοθυμιά, αλλά η ομορφιά αξιώνει θυσίες. Μπογιατίζει τα μάτια με μολύβι πηχτό, τους τραβάει γραμμές να τα μεγαλώσει, όπως τα ’χε η ξεδιάντροπη, ο σατανάς!
Βρήκε ένα μενταγιόν στην τσάντα της, που ’χε απομείνει ορφανή δίπλα σ’ ένα βραχάκι. Βιαζόταν να φύγει μακριά, αλλά η τσάντα την είχε μαγνητίσει. Την άδειασε στο χορτάρι. Ένα σωρό μπιχλιμπίδια και το κόσμημα.
Το κουμπώνει γύρω απ’ το λαιμό. Ένα κάψιμο στη σάρκα. Σύνελθε! μαλώνει τον εαυτό της. Αλείφει τα χείλη της με κραγιόν, ξανά και ξανά, ώσπου βγαίνει έξω απ’ το περίγραμμα. Είναι πια κατακόκκινα, όχι όμως πιο κόκκινα απ' όσο αν ματώναν απ' τα φιλιά του! Κοιτάζει τα στραβοκομμένα της νύχια. Χρειάζονται κι αυτά βάψιμο. Τι παράλειψη να μη ζητήσει απ’ την ξαδέλφη μανό! Ελπίζει πως εκείνος δε θα το προσέξει. Μπροστά στο σύνολο, δε θα κοιτάξει τη λεπτομέρεια. Καμαρώνει τη μορφή της. Τα δυο ραγίσματα μονάχα να μην υπήρχαν, την τραυματίζουν στα ζυγωματικά.
Όμως αυτό δεν είναι το δικό της πρόσωπο, αυτή η χαώδης σπηλιά δεν είναι το δικό της στόμα. Τα χαρακτηριστικά της φαγώνονται. Τα μάτια στενεύουν επικίνδυνα, γίνονται κουμπότρυπες κακοσχηματισμένες. Τίποτα απ’ ό,τι αντικρίζει δεν της ανήκει. Είναι η ελεεινή φιγούρα της αλληνής που την καρφώνει με τους μίσους το κιτρινιάρικο βλέμμα.
Πισωπατά. Στάλες ιδρώτα αναβλύζουν κάτω απ’ τις ρίζες των σταχτόξανθων μαλλιών, τα χείλη στραβώνουν σε έκφραση τρομαγμένου κλόουν. Φύγε! Η φωνή φτάνει στ’ αυτιά της ξένη και ανοίκεια. Δεν είναι αυτή η φωνή της, της τα ρούφηξε όλα η άλλη, την όψη, τη χροιά της φωνής… Ορμά στο δρόμο τσιρίζοντας. Οι άντρες μαζεύονται ξαφνιασμένοι, οι γυναίκες σταυροκοπιούνται.
-Ήμαρτον, Θε μου! Μπήκε ο δαίμονας μέσα της!
-Αγγελοκρούστηκε! Τον παπά! Κάποιος να τόνε φωνάξει!
Η Φρόσω ανοίγει δρόμο μοιράζοντας δυνατές αγκωνιές. Είχε ακούσει το ουρλιαχτό κι είχε πεταχτεί έξω ξεκάλτσωτη, μιας και μόλις είχε αρχίσει να ξεντύνεται, αφήνοντας να φανούν δυο χοντροκομμένες γάμπες ζωσμένες στη φλεβίτιδα.
-Κάντε στην άκρη, χριστιανοί, να ιδώ. Άγιοι Πάντες και θαμαστά τα έργα σας! Αυτή εδαιμονίστηκε!
Φτάνει κι η Νίτσα, η ξεδοντιάρα, σέρνοντας πίσω της ένα σακί με βότανα.
-Ήμαρτον, Παναγιά μου! Τι έπαθε η καψερή;
-Μπήκε μέσα της ο εξαποδώ, σπεύδει να την ενημερώσει η Φρόσω. Κάμε κάτι κυρά-Νίτσα. Εσύ κάνεις θάματα!
-Τι να κάμω εγώ, σε καλό σου; Αυτήνη δε θέλει ξεμάτιασμα. Θέλει ξορκισμό!
Οι γυναίκες φτύνουν στον κόρφο τους, κάποιες γονατίζουν, αναπέμπουν δεήσεις.
Ένα βουητό τής τρυπάει τα τύμπανα. Βουλώνει τ’ αυτιά και τρέχει ξυπόλυτη, τα χαλίκια τής τσιμπούν τις πατούσες. Δεν πρόλαβε να φορέσει τις γόβες, κείτονται στο μπαούλο αναποδογυρισμένες.
Την ακολουθεί με βήμα σταθερό. Μαλλιά-πλοκάμια σαν της μέδουσας, κύματα ανυπόταχτης τρικυμίας.
Το μενταγιόν την πνίγει. Το τραβά με όλη της τη δύναμη. Η αλυσίδα είναι παχιά, δε σπάει. Το σβέρκο της χαράσσεται από σημάδια βαθιά, τρεις χαρακιές απ' το τράβηγμα στην παλάμη. Ο ιδρώτας γίνεται δάκρυα. Χείμαρροι κατρακυλούν παρασέρνοντας στο διάβα τους τα μολύβια και τα ρίμελ.
Ένα σμάρι πουλιά πετά από πάνω της ζαβά, τίποτα δε θυμίζει το συνήθη σχηματισμό τους, αν το ’βλεπε ο γερο-Στρατής, θα πρόφερε σιβυλλικά: Κακό σημάδι! Τώρα νομίζει πως ακούει και «διαβάζει» το τραγούδι του σπίνου. Μοιάζει, αλίμονο, προανάκρουσμα θανάτου.
Κανείς δεν τολμά να την πλησιάσει. Ούτε εκείνος. Τον παίρνει το μάτι της να την κοιτά. Δε βλέπει πόθο στο βλέμμα του. Βλέπει τρόμο, ίσως κι αποστροφή.
Ασυναίσθητα τα χέρια κατεβαίνουν στο υπογάστριο, στα στέρφα της σπλάχνα.
Μονάχα αυτή τη ζυγώνει με μάτια άλικα σε φόντο σταχτί. Στάζουν αίμα. Ρυάκια περίπλοκα σαν κλαδωτές σκιές.
-Φύγε!
Πάλι αυτή η άγνωστη φωνή, βγαίνει απ’ τα άδυτα ξεχασμένου βαράθρου.
Έχει απομακρυνθεί πολύ. Δεν κατάλαβε για πότε. Οι χρόνοι έχουν αλλοιωθεί.
Τεθλασμένες γραμμές και άτακτες καμπύλες μέσα σε τρύπες χαοτικές. Στέκει μετέωρη στο μοιραίο τόπο. Αυτή την έσπρωξε εκεί. Άτιμη σκύλα, λάμια! Αλλά δεν καταδέχεται να ικετέψει τον οίκτο. Κοντοστέκεται. Μάσκες της φρίκης στα γυναικεία πρόσωπα, οι μαντίλες τους μια θάλασσα από μελάνι.
Έχει φτάσει απέναντί της σε απόσταση αναπνοής. Ανοίγει το στόμα και τη φυσά δυνατά. Ένα βαρύ ρεύμα ανέμου το παγωμένο της χνότο, μια ριπή νέκρας στα μπερδεμένα μαλλιά. Το μενταγιόν γίνεται βρόχος. Δυο βήματα πίσω και το γυμνό της πόδι πατά στο κενό.
¤
Ένα διήγημα της συλλογής "Έγκλημα στο χωρίο" του Β Διαγωνισμού Διηγήματος "Στέλιος Ξεφλούδας". Πληροφορίες για τη συλλογή και περισσότερα διηγήματα θα βρείτε εδώ